Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(4)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου 2016


ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

2. Βίος και έργο του Γεωργίου Παχυμέρη (13ος -14ος αι.)

Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242–1310) υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα, σημαντικός κληρικός, θεολόγος, λόγιος, φιλόσοφος, ιστορικός και μαθηματικός με δαψιλή εκκλησιαστική και πολιτική δράση και ευρύτατο σε έκταση και ποιότητα συγγραφικό έργο. Αποτελεί σημαίνουσα προσωπικότητα της Παλαιολόγειας Αναγεννήσεως όσον αφορά στον τομέα των γραμμάτων και των επιστημών. Γεννήθηκε στην πόλη της Βιθυνίας τη Νίκαια στο πρῶτο ήμισυ του δέκατου τρίτου αιώνα, το 1242 (65). Ο ίδιος αναφέρεται έμμεσα στην ηλικία του στην πραγματεία του Συγγραφικαί Ἱστορίαι(66). Επιπλέον, μέσα από το έργο του φαίνεται η ζείδωρη πίστη του προς τη φιλοσοφία ως προσωπική διά βίου κατάκτηση, και η βαθύβλυστη πεποίθηση ότι η φιλοσοφία μπορεί να υπηρετήσει τη θεολογία χωρίς να υπάρχει σύγχυση μεταξύ τους τέτοια που θα οδηγούσε σε ένα περίεργο θεωρητικό κράμα μεταξύ τους, το οποίο θαεχαρακτηρίζετο από αιρετικά στοιχεία, τα οποία κατά καιρούς είχαν καταδικαστεί από την Πατερική Θεολογία τους προηγούμενους αιώνες.

Μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας από τους Λατίνους το 1204, η οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη στην περιοχή της Βιθυνίας, η οποία ανήκε πλέον στήν Αυτοκρατορία της Νίκαιας(67). Ο Παχυμέρης έλαβε αγωγή σε ένα περιβάλλον με έντονη αγάπη προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την αρχαιοελληνική παιδεία αλλά και γενικότερα σε ό,τι ήταν ελληνικό. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας ήταν ο δεσπότης Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης, ο οποίος διεκρίνετο για την ιδιαίτερη αγάπη του προς την πατρώα Ελληνική Παιδεία και την ελληνική εθνική συνείδηση ζητώντας μέσα από την ιστορία της Ελλάδας να ενισχύσει την εθνική συνείδηση των Ελλήνων(68), η οποία είχε ατονήσει έναντι της θρησκευτικής(69). Για όλη την ευρύτατη εκπαιδευτική ανάπτυξη που γνώρισε η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας, δίκαια ονομάστηκε «κράτος ἐκπαιδευτικόν»(70).

Σε διηνεκή, λοιπόν, κλίμακα ο αυτοκράτορας υπήρξε προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών και εξεδήλωνε παρατεταμένο ενδιαφέρον για τήν επιστήμη, την τέχνη, τη μουσική, την ποίηση και τη συγγραφή(71). Ήταν σπάνια περίπτωση Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος κατόρθωσε να συνδυάσει την έντονα επιτυχημένη πολεμική παρουσία με τα ισχυρότατα πνευματικά ενδιαφέροντα και την αξιόλογη συγγραφική δράση, αφού συνέταξε επιστημονικές πραγματείες. Την ίδια αγάπη για το ελληνικό στοιχείο της αυτοκρατορίας και για την ανάδειξή του έδειξε και ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1193-1254). Και ο τελευταίος καλλιέργησε την μελέτη των ελληνικών γραμμάτων, είχε δε και ο ίδιος εδραία κλασική παιδεία και ελληνική συνείδηση. Η εν λόγω αναφορά του φαίνεται σε ένα εκπληκτικό κείμενο Ελληνορθόδοξης αξιοπρέπειας και πατριωτικής παρρησίας συνταχθέν από τον ίδιο, το οποίο απηύθυνε στον Πάπα Νικόλαο Θ΄(72).

Στη Νίκαια της Βιθυνίας ο Παχυμέρης έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση, τα ιερά γράμματα και την εγκύκλιο μόρφωση. Όταν η Κωνσταντινούπολη απελευθερώθηκε από τους Λατίνους χάρη στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ H΄ Παλαιολόγο το 1261, τότε ο Παχυμέρης εξασφάλισε την ευκαιρία να μετοικήσει στην Επτάλοφη(73). Εκεί συνέχισε τις σπουδές του δίπλα στον Γεώργιο Ακροπολίτη(74) και υπήρξε συμμαθητής του μετέπειτα Πατριάρχη Γρηγορίου Β΄, ο οποίος τότε ονομάζετο Γεώργιος Κύπριος(75). Η περάτωση των σπουδών του έγινε το 1267, αφού είχε διδαχθεί φιλοσοφία, ρητορική, αριθμητική, αστρονομία,
γεωμετρία και μουσική από τον Γεώργιο Ακροπολίτη(76). Η μαθητεία του Κυπρίου και του Παχυμέρη στο περιβάλλον τού εν λόγῳ φωτισμένου διδασκάλου καθρεπτίζεται μέσα από την ενασχόλησή τους με το πλατωνικό έργο. Ο ίδιος ο Ακροπολίτης σημειώνει ότι είχε ασχοληθεί με τον «θειότατον» Πλάτωνα(77) και τον ίδιο θαυμασμό φαίνεται ότι είχε κληροδοτήσει τουλάχιστον και στους δύο αυτούς μαθητές του.

Στην Κωνσταντινούπολη χειροτονείται ιερέας, στον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης, αυτόν του διακόνου το 1265, δύο έτη πριν την περάτωση των σπουδών του. Μάλιστα στις 19 Φεβρουαρίου του 1277 σε ένα έγγραφο υπογεγραμμένο από κληρικούς της Αγίας Σοφίας που αφορά στην Ένωση των Εκκλησιών, ο Γεώργιος Παχυμέρης ονομάζεται ως διδάσκαλος(78) του Αποστόλου, ένα αξίωμα που είχε λάβει το 1274 (79). Παράλληλα, έλαβε το οφφίκιο του διδασκάλου του Ψαλτηρίου(80). Τρία έτη μετά, το 1277, τιμήθηκε με τον τίτλο του δικαιοφύλακα(81) από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ. Τό 1285 έγινε ιερομνήμων(82) και αργότερα κατέλαβε το υψηλό αξίωμά του πρωτεκδίκου(83). Έτσι, μέσα σε λίγα έτη κατόρθωσε να ανέβει σε υψηλό επίπεδο, τόσο εκκλησιαστικά όσο και κοινωνικά(84). Με τις σπουδές του διδάχθηκε, από την μία πλευρά, την Αγία Γραφή και, από την άλλη, την θύραθεν παιδεία, οπότε συνεδύασε εσωτερικευμένες καταστάσεις με τον ορθό λόγο. Στις πραγματείες του μάλιστα αποτυπώνεται με κάθε προφάνεια ο συνδυασμός των δύο αυτών μεγεθών, οπότε θα λέγαμε ότι πραγματώνει μία γενικευμένη πνευματικότητα.


(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
65. Η. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία Β΄. Η Λόγια Κοσμική Γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν - Ἱστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, μτφρ. Τ. Κόλια, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009, σ. 288.
66. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, Ι, p. 238-15, pub. Α. Failler & E. Laurent, publ. A. Failler -V. Laurent, vol. I, CFHB XXIV/1, Paris 1984 (=PG 143, 443Α- 444Β). «τάδε ξυνέγραψεν, οὐ λόγους λαβών ἄνωθεν ἀμαρτύρους, οὐδ̕ ἀκοῇ πιστεύων μόνον, ἤν τις λέγοι ἑωρακὼς ἢ καί ἀκούσας αὐτός, πιστούς δ̕ ἀξιοίη τούς λόγους, εἰ μόνον λέγοι, λογίζεσθαι, ἀλλ̕ αὐτόπτης τά πλεῖστα, οὕτω ξυμβάν, γεγονὼς ἢ καί μαθὼν ἀκριβῶς παρ̕ ὧν τό πρῶτον ὡράθη πραχθέντα, πλήν δ̕ οὐκ ἀμάρτυρα, ἀλλά καί πολλοῖς ἄλλοις συνηγορούμενα, ὡς ἀν μή ὁ ξύμπας χρόνος, φύσιν ἔχων τά πολλά κρύπτειν συχναῖς κυκλικαῖς περιόδοις».
67. Γεωργίου Ακροπολίτη, Χρονική συγγραφή, Georgii Acropolitae, Opera, vol. Ι, publ. A. Heisenberg, ανατύπωση με διορθώσεις P. Wirih, Στουτγάρδη 1978, σ. 11.
68. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, 324–1453, vol ii, Canada 1952, p. 689.
69. Η. Ahrweiler, «L' expérience nicéene», (DOP: Dumbarton Oaks Papers), 29 (1975) 21-40. P. Magdalino, «Hellenism and Nationalism in Byzantium», in Tradition and Transformation in Medieval Byzentium (Aldershot, 1991), article XIV, 1-27. C. J. Hilsdale Byzantine Art and Diplomacy in an Age of Decline, Cambridge University Press, Cambridge 2014, p. 36, ref. 7 and 8.
70. Κ. Δ. Γεωργούλη, Η Ελληνική Φιλοσοφία, Αθήνα 1957, σ. 800.
71. Σ. Θεοδοσίου & Μ. Δανέζη, Στα χρόνια του Βυζαντίου – οι θετικοί επιστήμονες Ιατροί, Χρονολόγοι και Αστρονόμοι, εκδ. Δίαυλος, Αθήνα 2010, http://www.stratos-theodosiou.gr/index.php?id=64
72. Απ. Βακαλοπούλου, Πηγές Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, Α΄, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 50-53. «Γράφεις στο γράμμα σου ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει...... ότι, λοιπόν, από το δικό μας γένος άνθησε η σοφία και τα αγαθά της και διεδόθησαν στους άλλους λαούς, αυτό είναι αληθινό. Αλλά πώς συμβαίνει να αγνοείς, ή αν δεν το αγνοείς πως και το απεσιώπησες, ότι μαζί με την βασιλεύουσα Πόλη και η βασιλεία σε αυτόν τον κόσμο κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος εδέχθη την κληση από τον Χριστό και κυβέρνησε με σεμνότητα και τιμιότητα; Υπάρχει μήπως κανείς που αγνοεί ότι η κληρονομιά της δικής του διαδοχής (του Μ. Κωνσταντίνου) πέρασε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του; Απαιτείς να μην αγνοούμε τα προνόμιά σου. Και εμείς έχουμε την αντίστοιχη απαίτηση να δεις και να αναγνωρίσεις το δίκαιό μας όσον αφορά την εξουσία μας στο κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο αρχίζει από των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ... έζησε επί χίλια χρόνια ώστε έφθασε μέχρι και την δική μας βασιλεία. Οι γενάρχες της βασιλείας μου, από τις οικογένειες των Δουκών και των Κομνηνών, για να μην αναφέρω τους άλλους, κατάγονται από ελληνικά γένη. Αυτοί, λοιπόν, οι ομοεθνείς μου επί πολλούς αιώνες κατείχαν την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη. Και αυτούς η Εκκλησία της Ρώμης και οι προϊστάμενοί της τούς αποκαλούσαν Αυτοκράτορες Ρωμαίων... Διαβεβαιούμε δέ την ἁγιότητά σου και όλους τούς Χριστιανούς ότι ουδέποτε θα παύσουμε να αγωνιζόμαστε και να πολεμούμε κατά των κατακτητών της Κωνσταντινουπόλεως. Θα ασεβούσαμε και προς τους νόμους της φύσεως και προς τους θεσμούς της πατρίδος και προς τους τάφους των πατέρων μας και προς τους ιερούς ναούς του Θεού , εάν δεν αγωνιζόμασταν για αυτά με όλη μας την δύναμη... Έχουμε μαζί μας τον δίκαιο Θεό, ο οποίος βοηθεί τούς αδικουμένους και αντιτάσσεται στους αδικούντας...»
73. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, Ι, p. 233-5, publ. Α. Failler & E. Laurent, publ. A. Failler -V. Laurent, I, CFHB XXIV/1, Paris 1984 (=PG 143, 443A): «Γεώργιος Κωνσταντινουπολίτης μέν τό ἀνέκαθεν, ἐν Νικαίᾳ δέ καί γεννηθείς καί τραφείς, ἐν Κωνσταντίνου δέ καταστάς αὖθις, ὅτε Θεοῦ νεύματι ὑπό Ρωμαίους αὕτη ἐγένετο, ἔτη γεγονός εἰκόσιν ἑνός δεόντος τηνκάδε... ».
74. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1220-1282), γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Υπήρξε αξιόλογος συγγραφέας, σχολιαστής και ιστορικός. Διεκρίθη, επίσης, ως ικανός διπλωμάτης. Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1261), του ανατέθηκε η διεύθυνση της αναδιοργανωμένης Ακαδημίας, στην οποία δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά. Είχε σπουδαίο βιβλιογραφικό εργαστήριο, στο οποίο εγίνετο η αντιγραφή, η διόρθωση, η συμπλήρωση και ο έλεγχος, βάσει αρχαιοτέρων κειμένων, έργων προγενεστέρων συγγραφέων. Θεωρούσε απαραίτητη τη γνώση της αριθμητικής και της γεωμετρίας, για να μεταβούν οι μαθητές του στο ανώτερο στάδιο, τη σπουδή της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Φαίνεται ότι ο Ακροπολίτης ήταν ιδιαιτέρως επιτυχημένος διδάσκαλος και συνιστά έναν από τους θεμελιωτές της πρώιμης παλαιολόγειας αναγέννησης των γραμμάτων και των τεχνών. Βλ. σχετικά J. B. Bury, J. P. Whitney, The Cambridge Medieval History: The Byzantine empire: pt. 1. Byzantine and its neighbors. pt. 2. Government, church and civilisation, Vol. 4, 2, Zachary Nugent Brooke, University Press, Cambridge 19672, p. 232- 236.
75. Α. Πελενδρίδη, Η αυτοβιογραφία του Γεώργιου του Κύπριου (Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Β’), Λονδίνο 1989. Συναφώς βλ: «Εργάστηκε ως δάσκαλος των μαθηματικών στη Μονή Ακαταλήπτου, όπου είχε ως μαθητή του τον Νικηφόρο Χούμνο. Σπουδαίος ανθρωπιστής και θεολόγος, μπήκε στις τάξεις του κλήρου και χειροτονήθηκε διάκονος από τον πατριάρχη Ιωσήφ A΄ ως Γρηγόριος. Αρχικά ονομάστηκε αναγνώστης και στη συνέχεια πρωτοαποστολάριος. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ H΄ Παλαιολόγος τον χρησιμοποίησε ως σύμβουλό του στην ενωτική πολιτική του προς τη Δύση. Όμως, μετά τον θάνατο του Αὐτοκράτορα προσχώρησε στην ανθενωτική παράταξη», Σ. Θεοδοσίου & Μ. Δανέζη, Στά χρόνια του Βυζαντίου – οι θετικοί επιστήμονες Ἰατροί, Χρονολόγοι καί Αστρονόμοι, εκδ. Δίαυλος, Αθήνα 2010, http://www.stratos-theodosiou.gr/index.php?id=64. Γρηγορίου του Κυπρίου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Ἐγκώμιον εἰς τόν αὐτοκράτορα κύρον Μιχαήλ Παλαιολόγον καί Νέον Κωνσταντῖνον, PG 142, 346-386.
76. J. B. Bury, J. P. Whitney, The Cambridge Medieval History: The Byzantine empire: pt. 1, Byzantine and its neighbors. pt. 2. Government, church and civilisation, Vol. 4, 2, Zachary Nugent Brooke, University Press, Cambridge 19672, p. 272.
77. Γεωργίου Ακροπολίτη, In Gregorii Nazianzeni sententias, έκδ. A. Heisenberg, Georgii
Acropolitae Opera, ΙΙ, Λειψία 1903, ανατ. Στουτγάρδη 1978, p. 71: «... αὐτός τῶν τῆς φιλοσοφίας ἤψαμην ὀργίων τῷ τέ θειοτάτῳ συνῆλθον Πλάτωνι καί τῷ μουσολήπτῳ Πρόκλῳ, ...» Βλ. και τα λεγόμενα του μαθητή του τού αγιώτατου κυρού Γρηγορίου του Κυπρίου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Ἐγκώμιον εἰς τόν αὐτοκράτορα κύρον Μιχαήλ Παλαιολόγον καί Νέον Κωνσταντῖνον, PG 142, 381Α. Βλ. Ε. Fryde, The Early Palaeologan Renaissance (1261-c. 1360), Leiden 2000, p. 206 - 208.
78. «Είναι τίτλος καί θεσμός εκκλησιαστικός ο οποίος υπάρχει εις ολόκληρον την ζωήν της Εκκλησίας. Τό υπούργημα του Διδασκάλου απαντάται εν τη Καινή Διαθήκη, «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δέ ἀκοή διά ρήματος Θεοῦ» (Α΄ Κόρ. 12, 28). Εις τους Διδασκάλους ανετίθετο και η ευθύνη της διδασκαλίας των Κατηχουμένων και η προετοιμασία τούτων διά το ιερόν Βάπτισμα. Ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118 μ.Χ.) διώρισεν Διδασκάλους εις τας διαφόρους Εκκλησίας εν Κωνσταντινουπόλει με την εντολήν όπως διδάσκουν τον λαόν και κηρύττουν πάντοτε την Κυριακήν. Ο θεσμός των Διδασκάλων συνεχίζεται έως σήμερον και απονέμεται υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου εις τους διακριθέντας δια την θεολογικήν και εν γένει παιδείαν και προσφοράν αυτών. Ούτω έχομεν τον Διδάσκαλον του Ευαγγελίου, τον Διδάσκαλον του Αποστόλου, τον Διδάσκαλον του Γένους, τον Διδάσκαλον της Εκκλησίας, τον Διδάσκαλον των Ελληνικών Γραμμάτων, τον Προστάτην των Γραμμάτων, τον Μουσικοδιδάσκαλον», Α. Χαραμαντίδη, «Ερμηνεία των οφφικίων της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας», http://www.apostoliki-diakonia.gr/ (ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2015).
79. Κ. Αγγελάκη, Το μυστήριο της Θείας Οικονομίας στη γραμματεία του 13ου αιώνα: η περίπτωση των εκκλησιαστικών ιστορικών Νικήτα Χωνιάτη, Γεωργίου Ακροπολίτη, Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2013, σ. 164.
80. Αυτόθι, σ. 165, υποσ. 9.
81. S. Mergiali, L’enseignement et les lettrés pendant Γ époque des Paléologues (1261- 1453), Athène 1996, p. 33. J. Darrouzès, Recherches sur les ΟΦΦΙΚΙΑ de l’Église byzantine, Paris 1970, p. 532-535. Ο δικαιοφύλαξ ήταν νομικό αξίωμα στο Βυζάντιο, αντίστοιχο με το εκκλησιαστικό αξίωμα του εκδίκου. Γι᾿ αυτό και ορισμένες φορές στην εκκλησιαστική αλληλογραφία από τον 14ο αιώνα συναντάμε τον όρο «δικαιοφύλαξ» αντί του «έκδικος» ή «πρωτέκδικος», ή συναντάμε αυτούς τους όρους και από κοινού. Συγκεκριμένα, στην επιστολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλλίστου Α΄, το 1352, γράφει: «ὁ τιμιώτατος δικαιοφύλαξ καί πρωτέκδικος. Επιπλέον υπογραμμίζεται ὅτι: «Εις τας διαφόρους Συνόδους, ως και εις τας συγγραφάς των Πατέρων της Ἐκκλησίας, γίνεται μνεία της θέσεως του Δικαιοφύλακος και το νομικόν έργον αυτού, το οποίον απέβλεπεν εις την διαχείρισιν των δικαίων της Εκκλησίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ούτος δεν εθεωρείτο νομικός, αλλά σύμβουλος και προστάτης του δικαίου. Κατά τον έκτον αιώνα μ.Χ. ο Δικαιοφύλαξ καθίσταται ο πραγματικός ερμηνευτής των νόμων και ο φύλαξ και προστάτης των δικαίων του λαού του Βυζαντίου», Α. Χαραμαντίδη, «Ερμηνεία τῶν οφφικίων της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας», http://www.apostoliki-diakonia.gr/ (ανακτήθηκε στίς 23 Μαρτίου 2015).
82 Αυτόθι: «Ο Ιερομνήμων, ως εκκλησιαστικόν αξίωμα, απονέμεται υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου εις τούς προσφέροντας ανωτέρας υπηρεσίας εις το έργον και την αποστολήν της Εκκλησίας. Ούτος είχεν καθήκοντα Αρχειοφύλακος και εφύλαττεν τον Κώδικα της Εκκλησίας, συμμετείχεν εις την εκλογήν του Επισκόπου της περιφερείας αυτού, και ως πρεσβύτερος ηδύνατο να
εγκαινιάζη νέαν Εκκλησίαν και να χειροθετή Αναγνώστας». Επίσης βλ. Κ. Αγγελάκη, Τό μυστήριο της Θείας Οικονομίας στη γραμματεία του 13ου αιώνα: η περίπτωση των εκκλησιαστικών ιστορικών Νικήτα Χωνιάτη, Γεωργίου Ακροπολίτη, Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2013, σ. 165, υποσ. 10.
83. Α. Χαραμαντίδη, «Ερμηνεία των οφφικίων της Αγίας του Χριστού Μεγάλης
Εκκλησίας», http://www.apostoliki-diakonia.gr/ (ανακτήθηκε στίς 23 Μαρτίου 2015): «Ο Έκδικος εμφανίζεται εις την ζωήν της Εκκλησίας διά την υπεράσπισιν των δικαίων αυτής ενώπιον των πολιτικών αρχών και την υποστήριξιν των πτωχών και των αδυνάτων εκπροσώπων τον Επίσκοπον υπό του οποίου ήτο διωρισμένος. Εις την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως ο Έκδικος ετύγχανεν ιδιαιτέρας τιμής. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος εν Χαλκηδόνι (451 μ.Χ.) καθώρισεν Κανόνας (Κανόνες 2ος, 25ος καί 26ος) ότι εκάστη Εκκλησία ώφειλεν να προσλάβη βοηθούς-γραμματείς διά το έργον αυτής, ως και τον Έκδικον ως αρμόδιον υπερασπιστήν των δικαίων της Εκκλησίας και της περιουσίας αυτής. Εις Κωνσταντινούπολιν ο Έκδικος ωνομάζετο «εκκλησιέκδικος», οι δε αξιωματούχοι με τον τίτλον αυτόν ήσαν τέσσαρες αλλά με διαφορετικήν αποστολήν: α) ο Πρωτέκδικος, ο οποίος υπερησπίζετο τους κληρικούς μόνον εις ποινικάς πράξεις, β) ο Εκκλησιέκδικος, ο οποίος υπερησπίζετο τους κληρικούς εις πολιτικάς και ποινικάς πράξεις, γ) ο
Εκκλησιέκδικος του ιερού Βήματος, ο οποίος υπερησπίζετο τα δικαιώματα της Εκκλησίας ενώπιον των πολιτικών αρχών, καί δ) ο Εκκλησιέκδικος της Εκκλησίας, ο οποίος υπερησπίζετο τα περιουσιακά δικαιώματα της Εκκλησίας εναντίον των ισχυρών γαιοκτημόνων. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός Α΄ ο Μέγας (527-565 μ.Χ.), εν έτει 535 μ.Χ., εις την ειδικήν περί της Εκκλησίας νομοθεσίας του καθορίζει ότι ο Έκδικος είναι ο κανονικός νομικός σύμβουλος της Εκκλησίας εις
τα νομικά θέματα αυτής».
84. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, Ι, p. 236, A. Failler -V. Laurent, I, CFHB XXIV/1, pub. Les Belles Lettres, Paris 1984, (=PG 143, 443A): « ...καί κλήρῳ δοθείς θείῳ καί ἀξιώμασιν ἐκκλησιαστικοῖς διαπρέψας καί ἕως καί ἐς πρωτεκδίκου φθάσας τιμήν, ἔτι δέ καί ἐν ἀνακτόρων εἰς δικαιοφύλακα τιμηθείς».

Δεν υπάρχουν σχόλια: