Μεταδιδακτορική έρευνα
Ειρήνης Α. Αρτέμη,
PhD & MA Θεολογίας
Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το ταξίδι στον κόσμο της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής φιλοσοφίας μονίμως με μάγευε σαν το άσμα των Σειρήνων του Οδυσσέα. Δεν είχα την τόλμη, όμως, ποτέ να βυθιστώ στα ύδατα της έρευνας και της μελέτης της. Ίσως φοβόμουν ότι θα χανόμουν και δεν θα μπορούσα ποτέ να φτάσω στην Ιθάκη με ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα – μελέτη, ως επιστέγασμα των προσπαθειών μου. Έτσι, αρχικά για το μάστερ και διδακτορικό μου διάλεξα τα μονοπάτια της έρευνας των Δογμάτων της χριστιανικής θεολογίας μέσα από τα κείμενα της Πατρολογίας, της Πατερικής Θεολογίας αλλά και της Δογματικής και Συμβολικής Επιστήμης της Ορθόδοξης Θεολογίας.
Το άσμα, όμως, των Σειρήνων της Φιλοσοφίας με καλούσε να δοκιμάσω να βυθιστώ στη μαγεία των κειμένων του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, των Νεοπλατωνιστών αλλά και των Βυζαντινών Φιλοσόφων. Αποφάσισα να προβώ σε αυτό το βήμα, έχοντας ως μέντορα τον καθηγητή της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου Πατρών κ. Χρήστο Τερέζη. Στο πρόσωπό του οφείλω ευγνωμοσύνη για την επιστημονική βοήθειά του κατά την επιστημονική οδοιπορία μου στους δαιδαλώδεις δρόμους της φιλοσοφικής επιστήμης. Ένα ευχαριστώ οφείλω στην οικογένειά μου, τον σύζυγό μου Κωνσταντίνο Μπαράκο, τα τέκνα μου και τους γονείς μου, διότι χωρίς αυτούς δε θα ήμουν πραγματικά στην ευτυχισμένη θέση να συνεχίζω την ερευνητική διαδρομή μου. Τέλος θερμές και πολλές ευχαριστίες οφείλω στον Άγιο Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Πανοσιωλογιότατο Αρχιμανδρίτη κ.κ. Συμεών Βολιώτη, για την εν Χριστώ αγάπη του, τις προσευχές του και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπό μου.
Ειρήνη Αβραάμ Αρτέμη
Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 2015
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
1. Το συγγραφικό έργο του Ψευδο-Διονυσίου του
Αρεοπαγίτου (5ος αι.).
Ο Ψευδο-Διονύσιος ή Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, υπήρξε ένας χριστιανός με γνώση των νεοπλατωνικών θεωριών συγγραφέας - μάλλον ήταν Σύριος μοναχός1 - ο οποίος συνέταξε τα χαρακτηριζόμενα ως Αρεοπαγιτικά συγγράμματα στα τέλη του πέμπτου ή στις αρχές του έκτου αιώνα μ.Χ. Ο συγγραφέας ο ίδιος αυτοαποκαλείται πάντως ως «Διονύσιος Αρεοπαγίτης», όνομα το οποίο κατείχε ο μαθητής του Αποστόλου Παύλου και πρώτος επίσκοπος Αθηνών2 και δίδει ορισμένες σποραδικές πληροφορίες για τον βίο του3, προκειμένου να ενισχύσει την εντύπωση ότι ανήκει στην περίοδο των Αποστόλων και ότι είναι ο Αρεοπαγίτης, για τον οποίο διατυπώνουν μνεία οι Πράξεις.
Κατόρθωσε και μετουσίωσε με ιδιαιτέρως μεστό λόγο το σύνολο της Νεοπλατωνικής διδασκαλίας από τον Πλωτίνο4 έως και τον Πρόκλο5, αλλά κυρίως τις λεπτομέρειές της εκείνες που αναπτύχθησαν στον ερευνητικό χώρο6 της Πλατωνικής Ακαδημίας στην Αθήνα. Ανέλαβε το εγχείρημα δε να δημιουργήσει την εικόνα ενός συνεπούς θεολόγου μέσα από τα έργα του και να παρουσιαστεί «ως πρωτότυπος και ουχί πλαγιάτωρ η συμπιλητής ως μεταχειριζόμενος τα Νεοπλατωνικά στοιχεία και τα χριστιανικά στοιχεία κατά τρόπον προσωπικόν»7. Κατόρθωσε να αναδειχθεί σε «συστηματικό εισηγητή της διττής θεολογικής γνώσεως, δηλαδή της καταφατικής και της αποφατικής, οι οποίες αντιστοίχως αναφέρονται στις μεθεκτές ενέργειες και στην αμέθεκτη ουσία του Τριαδικού Θεού»8.
Αναφορικά με το ανωτέρω σημείο, έντονη διαφωνία εκφράζει ο Π. Τρεμπέλας: «δεν είναι δυνατόν να καταριθμηθή εις τους αγίους Πατέρας, οίτινες πάντες υπήρξαν ονομαστοί και πεφημισμένοι μεταξύ του χριστιανικού πληρώματος, ως πεπαρρησιασμένως «ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ καθολικῇ κοινωνίᾳ ἁγίως, σοφῶς, σταθερῶς βιοῦντες, διδάσκοντες καὶ ἐγκαρτεροῦντες καὶ εἴτε νὰ ἀποθάνωσιν ἐν Χριστῷ πιστῶς, εἴτε καὶ νὰ θανατωθῶσιν ὑπὲρ Χριστοῦ μακαρίως ἠξιώθησαν» κατά τον από Λειρίνου Βικέντιον 9. Αντιθέτως, «ο υπό ψευδωνυμίαν κρυπτόμενος συγγραφεύς των Αρεοπαγιτικών επεζήτησε και εν σοβαρώ μέτρω επέτυχε να υφαρπάσει και σφετερισθεί κύρος αποστολικού πατρός επιβληθείς δια της πλαστοπροσωπείας προκαταβολικώς επί πατέρων ορθοδόξου ομολογίας υπέρ αυτής αγωνισαμένων και αθλησάντων, οίος μεταξύ άλλων παλαιότερος και πρωτεύων Μάξιμος ο Ομολογητής»10.
Πλείστοι μελετητές του Διονυσίου υποστηρίζουν ότι τα έργα του μάλλον συνετάχθησαν μετά τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας11 το 451 μ.Χ. –φιλοσοφικός εκφραστής των θεολογικών θέσεων της οποίας υπήρξε ο Λεόντιος ο Βυζάντιος– και κατά άλλους και πιθανόν μετά το «Ενωτικόν» 12 του αυτοκράτορα Ζήνωνα το 482. Ο συγγραφέας υπέγραψε τα έργα του με το όνομα του πρώτου επισκόπου των Αθηνών13 και μαθητή του Αποστόλου των Εθνών Παύλο, τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος ήταν δικαστικός14 . Με τον τρόπο αυτό, ο άγνωστος συγγραφέας επιτυγχάνει να προχρονολογηθεί περαιτέρω από διακόσια έτη πριν από την Νεοπλατωνική παρουσία του Πρόκλου15.
Παράλληλα, ο Ψευδο - Διονύσιος κατορθώνει, ώστε τα έργα του να αποκτήσουν αδιαμφισβήτητα χριστιανικά διαπιστευτήρια και αποστολικό κύρος. Πρόκειται για ιδιότητες που τα κατέστησαν ιδιαιτέρως δημοφιλή στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση16, αν και πολύ νωρίς είχαν διατυπωθεί αμφισβητήσεις ως προς την ορθόδοξη θεολογία τους και την ταυτότητα του συγγραφέα. Βάσιμη αντίρρηση επί των ανωτέρω αποτελούσε η φράση «καινήν τινά τήν θεανδρικήν ἐνέργειαν» 17 του Χριστού, η οποία ισχυρώς επεκροτήθη από το Σεβήρο Αντιοχείας18 και τους οπαδούς του. Άλλωστε, ο Σεβήρος τη μία φύση της μονοφυσιτικής Χριστολογίας του ονομάζει «σύνθετον φύσιν» 19. Με τον όρο αυτόν εννοεί ότι οι δύο φύσεις ενώνονται σε μία θεανθρώπινη φύση, η οποία έχει τις ιδιότητες αμφοτέρων των φύσεων (σύγχυσις), ότι οι φύσεις διακρίνονται με μόνη τη θεωρία –και άρα όχι πραγματολογικώς– (μονοφυσιτισμός) και ότι υπάρχει μία «θεανδρική ἐνέργεια», αρμόδια προς την σύνθετη θεανθρωπίνη φύση (μονοενεργητισμός).
Την επίμαχη αυτή έκφραση «καινήν τινά την θεανδρικήν ενέργειαν» την ερμήνευσε με παραδοσιακό χριστιανικό τρόπο στην επιστολή του Διονυσίου ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, σημειώνοντας ότι πρόκειται κατά βάση για δύο ενέργειες του σεσαρκωμένου Λόγου, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, όπως μπορεί κάποιος να κατανοήσει αναλύοντας τον σύνθετο όρο «Θεανδρική»: « «Οὐ κατὰ Θεὸν τὰ θεῖα δράσας»: «Οὐ κατὰ Θεὸν μὲν δρᾶσαι τὰ θεῖα λέγει τὸν Χριστόν, ὅτι μετὰ σαρκὸς καὶ οὐ γυμνὴ τῇ θεοτητι, ὅμως δ' οὖν θεῖα. οὔτε τὰ ἀνθρώπινα κατ' ἄνθρωπον, ἐν ἐξουσίᾳ γὰρ θεϊκῇ, ὅτε ἐβούλετο, διδοὺς καιρὸν τῇ σαρκὶ τὰ ἑαυτῆς ἐναργεῖν ὅμως δ’ οὖν ἀνθρώπινα. Τὸ δὲ «ἀνδρωθέντος» δηλοῖ τὸ «ἐνανθρωπήσαντος». Ἡ δὲ θεανδρικὴ ἐνέργεια σημαίνει θείαν καὶ ἀνθρωπίνην. Οὕτω γὰρ ἡμῖν, ἤγουν δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς δηλαδή, πεπολιτευμένος, ἔδρασεν, ὡς πρόκειται, τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Σημείωσαι δὲ τὴν ὑπερφυῆ καὶ ἄφραστον τοῦ Κυρίου ἕνωσιν, ὅτι οὐ κατὰ Θεὸν τὰ θεῖα ἔδρασεν (ἦν γὰρ ἄνθρωπος), οὔτε κατὰ ἄνθρωπον τὰ ἀνθρώπινα (ἦν γὰρ καὶ Θεὸς)»20.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
1. R. Boenig, «Pseudo- Dionysius and the Via towards England», ed. W. F. Pollard, R. Boenig, Mysticism and Spirituality in Medieval England, Cambridge 1997, p. 21-39. Ο R. Boenig υποστήριζε ότι μπορεί όπισθεν του ψευδωνύμου «Διονύσιος Αρεοπαγίτης» να εκρύπτετο και μία γυναίκα μοναχή αντί για κάποιον άνδρα μοναχό. Απλώς, όπως σημειώνει, τον θεωρεί άνδρα, λόγω του ονόματος που διάλεξε. Αυτόθι, σ. 21, υποσ. 2.
2. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ἐπιστολή Ζ - Πολυκάρπῳ Ἱεράρχῃ, PG 3, 1081A. Αναφέρουμε σχετικώς ορισμένες από τις κυριότερες θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές μελέτες που ασχολήθηκαν με την πατρότητα και τον συγγραφέα των Αρεοπαγιτικών Συγγραμμάτων: Γ. Δράγα, «Γενική Εισαγωγή» στην επανέκδοση του τόμου 3 της PG, Αθήνα 1988. Α. Louth, Denys, the Areopagite, CT: Morehouse-Barlow, Wilton 1989. R. Roques et al., «Denys l’Areopagite (le Pseudo-)», Dictionnaire de spiritualite ascetique et mystique doctrine et histoire, vol. 3 (1954) 244–429. F. Ivanović (ed.), Dionysius the Areopagite between Orthodoxy and Heresy, Cambridge Scholars Publishing, Cambridge 2011, p. 1-13. S. Klitenic Wear, J. Dillon, Dionysius the Areopagite and the Neoplatonist Tradition: Despoiling the Hellenes, MPG Books, England 2007, p. 1-3. Αθηναγόρα, Παραμυθίας και Πάργας, Ο γνήσιος συγγραφεύς των εις Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην αποδιδομένων συγγραμμάτων, εν Αθήναις 1932. Δ. Πάλλη, «Νεότερη ελληνική θεολογία και το έργο των Πατέρων: Η περίπτωση του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη», Αντίφωνο, 22/2/2014, www.antifono.gr. Χρ. Τερέζη, Διάμεσα - Αρχέτυπα στον Πρόκλο και τον Ψευδό- Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Από τον ύστερο Νεοπλατωνισμό στις απαρχές της Βυζαντινής φιλοσοφίας, Ιωάννινα 1986.
3. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί τῆς Οὐρανίας Ἱεραρχίας, PG 3, 260D. Περί θείων Ὀνομάτων, PG 3, 681ΒC.
4. βλ. Ι. Λίλη, «Η παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας κατά τους πρώτους Βυζαντινούς αιώνες», Ορθοδοξία, έτος ΙΓ΄, τευχ. Γ΄, (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2006), 577 – 596, σ. 577, όπου ενδεικτικώς διαβάζουμε: «Υποστηρίζει πως η όλη πραγματικότητα αποτελείται από το Εν, το Νου, την Ψυχή, την φύση και την ύλη. Το Εν είναι η κυρίαρχη θεότητα, που ξεδιπλώνεται σε Νου και κατόπιν σε Ψυχή. Οι θείοι αυτοί κόσμοι ξεδιπλώνονται μετά στη φύση και στην ύλη, η οποία ως το κατώτατο σκαλοπάτι δεν έχει μορφή, ενώ η φύση είναι η αισθητή πλευρά που έχει μορφή», Ν. Ματσούκα, Ιστορία της φιλοσοφίας, αρχαίας ελληνικής – Βυζαντινής – δυτικοευρωπαϊκής. Με σύντομη εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 293.
5. Βλ. Πρόκλος, Διαλεκτική καί Θεωρία, Εἰσαγωγή –Μετάφραση –Σχόλια - Ἑρμηνεία: Χρ. Τερέζης, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011. Λ. Χρ. Σιάσου, Εραστές της Αληθείας. Έρευνα στις αφετηρίες και στη συγκρότηση της θεολογικής γνωσιολογίας κατά τον Πρόκλο και το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Θεσσαλονίκη 1984. Βλ. Χρ. Τερέζη, Διάμεσα - Αρχέτυπα στον Πρόκλο και τον Ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Από τον ύστερο νεοπλατωνισμό στις απαρχές της βυζαντινής φιλοσοφίας, Ιωάννινα 1986. A. Louth The Origins of the Christian Mystical Tradition. From Plato to Denys, Claderon Press, Oxford 1981.
6. P. Bastid, «Proclus principal propagateur du Néoplatonisme», Le Néoplatonisme, publ. C.N.R.S., Paris 1971, p. 403-407.
7. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1947, σ. 304. Π. Ν. Τρεμπέλα, Μυστικισμός - Αποφατισμός. Καταφατική θελογία, Α', εν Αθήναις 1974, σ. 28.
8. Χρ. Α. Τερέζη, «Πρόλογος», στο Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περί Θείων Ὀνομάτων. Περί Μυστικῆς Θεολογίας, εκδ. Ζήτρος 2008, σ. 9.
9. Βικέντιον Λειρίνου, Commonit, 28 PL 50, 675.
10. Π. Ν. Τρεμπέλα, Μυστικισμός - Αποφατισμός. Καταφατική θελογία, Α', Εν Αθήναις, 1974, σ. 28. Συναφώς βλ. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ Οἰκουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), 383-430, σ. 383.
11. Σχετικά με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, βλ. Ε. Αρτέμη, «Η θρησκευτική πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων από την Α ἕως και τη Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο», Εκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΣΤ (2005), 121- 163. Αθ. Αντωνάκη, Η διδασκαλία της εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και ο αντιχαλκηδονισμός, αρχαίος και σύγχρονος, δ.δ., Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Θεολογική, Τμήμα Θεολογίας, Αθήνα 2005. Βλ. Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1992, σ. 620 - 656. R. V. Sellers, The council of Chalcedon. A historical and doctrinal Survey, SPCK, London 1953, (1961 printing). V. C. Samuel, «A Brief Historical Survey of the Council of Chalcedon», Indian Journal of Theology 10 (1961), 143-150. T. W. Bartel, «Why the Philosophical Problems of Chalcedonian Christology Have Not Gone Away», Heythrop Journal 36.2 (1995) 153- 172. J. Herbert, A. Bouman, «The Signifiance of the Dogma Concerning Chrsit as Defined by the Council of Chalcedon» Concordia Theological Monthly 40.2 (1969) 81-91. Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α, 324-610, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 212-214.
12. Αὐτόθι, σ. 215-218. H. Chadwick, East and West: The Making of a Rift in the Church: From Apostolic Times until the Council of Florence, Oxford, Oxford Scholarship Online: October 2011, p. 80 -85. http://dx.doi.org/10.1093/acprof:oso/9780199264575.001.0001. J. Fr. Kelly, History and Heresy: How Historical Forces Can Create Doctrinal Conflicts, Colegeville, Minessota 2012, p. 69-74.
13. Ευσέβιου Καισαρείας, Ἑκκλησιαστική Ἱστορία,Γ΄, 4, 10. Δ΄, 23,3, G. Bardy, Histoire Ecclésiastique, I - IV, SC 31, III, 4 10 . IV,23 3 , Paris 1952 (=PG 20, 220AB, 384B).
14. Πράξ. 17, 34: «καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινές δέ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καί Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καί γυνή ὀνόματι Δάμαρις καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς».
15. Α. Γ. Στεφοπούλου, Η θέση των μύθων στην πραγμάτωση της πολιτικής τελολογίας κατά τον νεοπλατωνικό Πρόκλο, Πάτρα 2014, σ. 22.
16. Μαξίμου Ομολογητού, Σχόλια εἰς τά τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Πρόλογος §6, PG 4, 20D-21A: «Γράφει δὲ τὰ πλεῖστα πρὸς τὸν τρισμακάριον Τιμόθεον, τὸν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου φοιτητήν, Ἐφεσίων ἐπίσκοπον, ὑπὸ τῶν κατὰ τὴν Ἔφεσον τῆς Ἰωνικῆς φιλοσοφίας προεστώτων, ὡς εἰκός, πάσχοντα πράγματα, καὶ πυνθανόμενον, ὡς εἰδήμονος τῆς ἐξωτερικῆς φιλοσοφίας, ἵνα καὶ μᾶλλον ἀγωνίζοιτο καὶ οὐδὲν ἀπεικὸς ἐπεῖ καὶ ὁ θεοφιλὴς ἀπόστολος Παῦλος ταῖς Ἑλλήνων ἐχρήσατο ρήσεσι, ταύτας ἀκούων τυχὸν παρὰ τῶν συνόντων αὐτῶ, τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐμπείρων. Συνίστησι δὲ καὶ τοῦτο, Διονυσίου ταῦτα φιλαλήθως τὰ συγγράμματα καθεστάναι τὸ γὰρ ἀνεπιτηδεύτως μνημονεύειν αὐτὸν ρήσεων τῶν συνακμασάντων αὐτῷ ἀνδρῶν, ὧν αἱ τὲ θεῖαι τῶν ἀποστόλων μνημονεύουσι ἐπιστολαί, τὸ τῶν συγγραμμάτων ἀσκευώρητον ἀποφαίνουσι μάλιστα δὲ πάντων τὸ τῶν δογμάτων ἀσφαλέστατον».
17. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ἐπιστ. Δ΄ - Τῷ αὐτῷ Γαΐῳ Θεραπευτῇ, PG 3, 1072C.
18. Την μονοφυσιτική θεολογία του Σεβήρου Αντιοχείας ανασκευάζουν στα έργα τους ο Μάξιμος Ομολογητής: Ἐγχειρίδια θεολογικά καί πολεμικά, ΡG 91, 40Α- 269Α. Ἐπιστ. 12 - Πρός Ἰωάννην Κουβικουλάριον, ΡG 91, 460-509. Ἐπιστ. 13- Πρός Πέτρον Ἰλλούστριον, ΡG 91, 509-533. Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Κατά Ἰακωβιτῶν, ΡG 94, 1436-1502. Περί συνθέτου φύσεως κατά Ἀκέφαλων ΡG 95, 112- 125. Επιπλέον, το πρόσωπο που τάσσεται υπέρ του Σεβήρου, χωρίς να αμφισβητεί ότι ο επίσκοπος Αντιοχείας μελετά και χρησιμοποιεί τον Διονύσιο, είναι ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεοδόσιος Α (536-566): «ὁ μακαρίας μνήμης Σεβήρος ὄχι λιγότερο ἀπό αὐτούς (Χαλκηδόνιους), καί μέ ἐξίσου ἐπιμέλεια διάβαζε τά ἔργα τοῦ Διονυσίου», Θεοδόσιος Α΄ Αλεξανδρείας, Oration 6, publ. I- B. Chabot, Documenta ad origines monophysitarum illustrandas, CSCO, Syri 17/52, Louvain 1952 2 , p. 52.
19. G. Florovsky, The Byzantine Fathers of the Fifth Century, in the series The Collected Works of George Florovsky, vol. 8, Büchervertriebsanstalt, Vaduz 1987, p. 327. Ο Φλορόφσκυ διαφωνεί στο ότι ο Σεβήρος υπήρξε πραγματικός μονοφυσίτης στην διδασκαλία του: «η έννοια μίας «σύνθετης φύσεως» είναι θεμελιώδης στο σύστημά του Σεβήρου - «μία φύσις σύνθετος». Ο Σεβήρος ορίζει την Θεανθρώπινη ενότητα ως «σύνθεσιν» και ορίζοντάς την έτσι διακρίνει την «σύνθεσιν» από κάθε συγχώνευση ή ανάμιξη. Σ' αυτήν την «σύνθεσιν» δεν υπάρχει καμιά μεταβολή η μεταμόρφωση των «συνθετικών» - αυτά μόνο «συνδυάζονται αδιαλύτως» και δεν υπάρχουν «χωριστά». Επομένως, για τον Σεβήρο η «διττή ὁμοουσιότητα» του Σαρκωθέντος Λόγου είναι ένα αναμφισβήτητο και αμετάβλητο δόγμα και ένα κριτήριο της αληθινής πίστεως.
Ο Σεβήρος θα μπορούσε να αποκληθεί «διπλοφυσίτης» μάλλον παρά Μονοφυσίτης με την αληθινή έννοια της λέξεως. Αυτός συμφωνεί ακόμα να «διακρίνει» «δύο φύσεις» - η πιο σωστά, «δύο ουσίες» - στον Χριστό όχι μόνο «πριν από την ένωση» αλλά και μέσα στην ίδια την ένωση - «μετά την ένωση» - βεβαίως υπό τον όρο ότι αυτό μπορεί να είναι μόνον ένα θέμα πνευματικής ή αναλυτικής διακρίσεως, μίας διακρίσεως «ἐν θεωρίᾳ» ἢ «κατ' ἐπίνοιαν». Και η εν λόγω έκφραση για άλλη μία φορά επαναλαμβάνει σχεδόν τις λέξεις του Αγίου Κυρίλλου».
20. Μαξίμου Ομολογητού, Σχόλια εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 533BC.
Ο Ψευδο-Διονύσιος ή Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, υπήρξε ένας χριστιανός με γνώση των νεοπλατωνικών θεωριών συγγραφέας - μάλλον ήταν Σύριος μοναχός1 - ο οποίος συνέταξε τα χαρακτηριζόμενα ως Αρεοπαγιτικά συγγράμματα στα τέλη του πέμπτου ή στις αρχές του έκτου αιώνα μ.Χ. Ο συγγραφέας ο ίδιος αυτοαποκαλείται πάντως ως «Διονύσιος Αρεοπαγίτης», όνομα το οποίο κατείχε ο μαθητής του Αποστόλου Παύλου και πρώτος επίσκοπος Αθηνών2 και δίδει ορισμένες σποραδικές πληροφορίες για τον βίο του3, προκειμένου να ενισχύσει την εντύπωση ότι ανήκει στην περίοδο των Αποστόλων και ότι είναι ο Αρεοπαγίτης, για τον οποίο διατυπώνουν μνεία οι Πράξεις.
Κατόρθωσε και μετουσίωσε με ιδιαιτέρως μεστό λόγο το σύνολο της Νεοπλατωνικής διδασκαλίας από τον Πλωτίνο4 έως και τον Πρόκλο5, αλλά κυρίως τις λεπτομέρειές της εκείνες που αναπτύχθησαν στον ερευνητικό χώρο6 της Πλατωνικής Ακαδημίας στην Αθήνα. Ανέλαβε το εγχείρημα δε να δημιουργήσει την εικόνα ενός συνεπούς θεολόγου μέσα από τα έργα του και να παρουσιαστεί «ως πρωτότυπος και ουχί πλαγιάτωρ η συμπιλητής ως μεταχειριζόμενος τα Νεοπλατωνικά στοιχεία και τα χριστιανικά στοιχεία κατά τρόπον προσωπικόν»7. Κατόρθωσε να αναδειχθεί σε «συστηματικό εισηγητή της διττής θεολογικής γνώσεως, δηλαδή της καταφατικής και της αποφατικής, οι οποίες αντιστοίχως αναφέρονται στις μεθεκτές ενέργειες και στην αμέθεκτη ουσία του Τριαδικού Θεού»8.
Αναφορικά με το ανωτέρω σημείο, έντονη διαφωνία εκφράζει ο Π. Τρεμπέλας: «δεν είναι δυνατόν να καταριθμηθή εις τους αγίους Πατέρας, οίτινες πάντες υπήρξαν ονομαστοί και πεφημισμένοι μεταξύ του χριστιανικού πληρώματος, ως πεπαρρησιασμένως «ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ καθολικῇ κοινωνίᾳ ἁγίως, σοφῶς, σταθερῶς βιοῦντες, διδάσκοντες καὶ ἐγκαρτεροῦντες καὶ εἴτε νὰ ἀποθάνωσιν ἐν Χριστῷ πιστῶς, εἴτε καὶ νὰ θανατωθῶσιν ὑπὲρ Χριστοῦ μακαρίως ἠξιώθησαν» κατά τον από Λειρίνου Βικέντιον 9. Αντιθέτως, «ο υπό ψευδωνυμίαν κρυπτόμενος συγγραφεύς των Αρεοπαγιτικών επεζήτησε και εν σοβαρώ μέτρω επέτυχε να υφαρπάσει και σφετερισθεί κύρος αποστολικού πατρός επιβληθείς δια της πλαστοπροσωπείας προκαταβολικώς επί πατέρων ορθοδόξου ομολογίας υπέρ αυτής αγωνισαμένων και αθλησάντων, οίος μεταξύ άλλων παλαιότερος και πρωτεύων Μάξιμος ο Ομολογητής»10.
Πλείστοι μελετητές του Διονυσίου υποστηρίζουν ότι τα έργα του μάλλον συνετάχθησαν μετά τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας11 το 451 μ.Χ. –φιλοσοφικός εκφραστής των θεολογικών θέσεων της οποίας υπήρξε ο Λεόντιος ο Βυζάντιος– και κατά άλλους και πιθανόν μετά το «Ενωτικόν» 12 του αυτοκράτορα Ζήνωνα το 482. Ο συγγραφέας υπέγραψε τα έργα του με το όνομα του πρώτου επισκόπου των Αθηνών13 και μαθητή του Αποστόλου των Εθνών Παύλο, τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος ήταν δικαστικός14 . Με τον τρόπο αυτό, ο άγνωστος συγγραφέας επιτυγχάνει να προχρονολογηθεί περαιτέρω από διακόσια έτη πριν από την Νεοπλατωνική παρουσία του Πρόκλου15.
Παράλληλα, ο Ψευδο - Διονύσιος κατορθώνει, ώστε τα έργα του να αποκτήσουν αδιαμφισβήτητα χριστιανικά διαπιστευτήρια και αποστολικό κύρος. Πρόκειται για ιδιότητες που τα κατέστησαν ιδιαιτέρως δημοφιλή στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση16, αν και πολύ νωρίς είχαν διατυπωθεί αμφισβητήσεις ως προς την ορθόδοξη θεολογία τους και την ταυτότητα του συγγραφέα. Βάσιμη αντίρρηση επί των ανωτέρω αποτελούσε η φράση «καινήν τινά τήν θεανδρικήν ἐνέργειαν» 17 του Χριστού, η οποία ισχυρώς επεκροτήθη από το Σεβήρο Αντιοχείας18 και τους οπαδούς του. Άλλωστε, ο Σεβήρος τη μία φύση της μονοφυσιτικής Χριστολογίας του ονομάζει «σύνθετον φύσιν» 19. Με τον όρο αυτόν εννοεί ότι οι δύο φύσεις ενώνονται σε μία θεανθρώπινη φύση, η οποία έχει τις ιδιότητες αμφοτέρων των φύσεων (σύγχυσις), ότι οι φύσεις διακρίνονται με μόνη τη θεωρία –και άρα όχι πραγματολογικώς– (μονοφυσιτισμός) και ότι υπάρχει μία «θεανδρική ἐνέργεια», αρμόδια προς την σύνθετη θεανθρωπίνη φύση (μονοενεργητισμός).
Την επίμαχη αυτή έκφραση «καινήν τινά την θεανδρικήν ενέργειαν» την ερμήνευσε με παραδοσιακό χριστιανικό τρόπο στην επιστολή του Διονυσίου ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, σημειώνοντας ότι πρόκειται κατά βάση για δύο ενέργειες του σεσαρκωμένου Λόγου, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, όπως μπορεί κάποιος να κατανοήσει αναλύοντας τον σύνθετο όρο «Θεανδρική»: « «Οὐ κατὰ Θεὸν τὰ θεῖα δράσας»: «Οὐ κατὰ Θεὸν μὲν δρᾶσαι τὰ θεῖα λέγει τὸν Χριστόν, ὅτι μετὰ σαρκὸς καὶ οὐ γυμνὴ τῇ θεοτητι, ὅμως δ' οὖν θεῖα. οὔτε τὰ ἀνθρώπινα κατ' ἄνθρωπον, ἐν ἐξουσίᾳ γὰρ θεϊκῇ, ὅτε ἐβούλετο, διδοὺς καιρὸν τῇ σαρκὶ τὰ ἑαυτῆς ἐναργεῖν ὅμως δ’ οὖν ἀνθρώπινα. Τὸ δὲ «ἀνδρωθέντος» δηλοῖ τὸ «ἐνανθρωπήσαντος». Ἡ δὲ θεανδρικὴ ἐνέργεια σημαίνει θείαν καὶ ἀνθρωπίνην. Οὕτω γὰρ ἡμῖν, ἤγουν δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς δηλαδή, πεπολιτευμένος, ἔδρασεν, ὡς πρόκειται, τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Σημείωσαι δὲ τὴν ὑπερφυῆ καὶ ἄφραστον τοῦ Κυρίου ἕνωσιν, ὅτι οὐ κατὰ Θεὸν τὰ θεῖα ἔδρασεν (ἦν γὰρ ἄνθρωπος), οὔτε κατὰ ἄνθρωπον τὰ ἀνθρώπινα (ἦν γὰρ καὶ Θεὸς)»20.
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
1. R. Boenig, «Pseudo- Dionysius and the Via towards England», ed. W. F. Pollard, R. Boenig, Mysticism and Spirituality in Medieval England, Cambridge 1997, p. 21-39. Ο R. Boenig υποστήριζε ότι μπορεί όπισθεν του ψευδωνύμου «Διονύσιος Αρεοπαγίτης» να εκρύπτετο και μία γυναίκα μοναχή αντί για κάποιον άνδρα μοναχό. Απλώς, όπως σημειώνει, τον θεωρεί άνδρα, λόγω του ονόματος που διάλεξε. Αυτόθι, σ. 21, υποσ. 2.
2. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ἐπιστολή Ζ - Πολυκάρπῳ Ἱεράρχῃ, PG 3, 1081A. Αναφέρουμε σχετικώς ορισμένες από τις κυριότερες θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές μελέτες που ασχολήθηκαν με την πατρότητα και τον συγγραφέα των Αρεοπαγιτικών Συγγραμμάτων: Γ. Δράγα, «Γενική Εισαγωγή» στην επανέκδοση του τόμου 3 της PG, Αθήνα 1988. Α. Louth, Denys, the Areopagite, CT: Morehouse-Barlow, Wilton 1989. R. Roques et al., «Denys l’Areopagite (le Pseudo-)», Dictionnaire de spiritualite ascetique et mystique doctrine et histoire, vol. 3 (1954) 244–429. F. Ivanović (ed.), Dionysius the Areopagite between Orthodoxy and Heresy, Cambridge Scholars Publishing, Cambridge 2011, p. 1-13. S. Klitenic Wear, J. Dillon, Dionysius the Areopagite and the Neoplatonist Tradition: Despoiling the Hellenes, MPG Books, England 2007, p. 1-3. Αθηναγόρα, Παραμυθίας και Πάργας, Ο γνήσιος συγγραφεύς των εις Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην αποδιδομένων συγγραμμάτων, εν Αθήναις 1932. Δ. Πάλλη, «Νεότερη ελληνική θεολογία και το έργο των Πατέρων: Η περίπτωση του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη», Αντίφωνο, 22/2/2014, www.antifono.gr. Χρ. Τερέζη, Διάμεσα - Αρχέτυπα στον Πρόκλο και τον Ψευδό- Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Από τον ύστερο Νεοπλατωνισμό στις απαρχές της Βυζαντινής φιλοσοφίας, Ιωάννινα 1986.
3. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί τῆς Οὐρανίας Ἱεραρχίας, PG 3, 260D. Περί θείων Ὀνομάτων, PG 3, 681ΒC.
4. βλ. Ι. Λίλη, «Η παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας κατά τους πρώτους Βυζαντινούς αιώνες», Ορθοδοξία, έτος ΙΓ΄, τευχ. Γ΄, (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2006), 577 – 596, σ. 577, όπου ενδεικτικώς διαβάζουμε: «Υποστηρίζει πως η όλη πραγματικότητα αποτελείται από το Εν, το Νου, την Ψυχή, την φύση και την ύλη. Το Εν είναι η κυρίαρχη θεότητα, που ξεδιπλώνεται σε Νου και κατόπιν σε Ψυχή. Οι θείοι αυτοί κόσμοι ξεδιπλώνονται μετά στη φύση και στην ύλη, η οποία ως το κατώτατο σκαλοπάτι δεν έχει μορφή, ενώ η φύση είναι η αισθητή πλευρά που έχει μορφή», Ν. Ματσούκα, Ιστορία της φιλοσοφίας, αρχαίας ελληνικής – Βυζαντινής – δυτικοευρωπαϊκής. Με σύντομη εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 293.
5. Βλ. Πρόκλος, Διαλεκτική καί Θεωρία, Εἰσαγωγή –Μετάφραση –Σχόλια - Ἑρμηνεία: Χρ. Τερέζης, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011. Λ. Χρ. Σιάσου, Εραστές της Αληθείας. Έρευνα στις αφετηρίες και στη συγκρότηση της θεολογικής γνωσιολογίας κατά τον Πρόκλο και το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Θεσσαλονίκη 1984. Βλ. Χρ. Τερέζη, Διάμεσα - Αρχέτυπα στον Πρόκλο και τον Ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Από τον ύστερο νεοπλατωνισμό στις απαρχές της βυζαντινής φιλοσοφίας, Ιωάννινα 1986. A. Louth The Origins of the Christian Mystical Tradition. From Plato to Denys, Claderon Press, Oxford 1981.
6. P. Bastid, «Proclus principal propagateur du Néoplatonisme», Le Néoplatonisme, publ. C.N.R.S., Paris 1971, p. 403-407.
7. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1947, σ. 304. Π. Ν. Τρεμπέλα, Μυστικισμός - Αποφατισμός. Καταφατική θελογία, Α', εν Αθήναις 1974, σ. 28.
8. Χρ. Α. Τερέζη, «Πρόλογος», στο Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περί Θείων Ὀνομάτων. Περί Μυστικῆς Θεολογίας, εκδ. Ζήτρος 2008, σ. 9.
9. Βικέντιον Λειρίνου, Commonit, 28 PL 50, 675.
10. Π. Ν. Τρεμπέλα, Μυστικισμός - Αποφατισμός. Καταφατική θελογία, Α', Εν Αθήναις, 1974, σ. 28. Συναφώς βλ. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ Οἰκουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), 383-430, σ. 383.
11. Σχετικά με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, βλ. Ε. Αρτέμη, «Η θρησκευτική πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων από την Α ἕως και τη Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο», Εκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΣΤ (2005), 121- 163. Αθ. Αντωνάκη, Η διδασκαλία της εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και ο αντιχαλκηδονισμός, αρχαίος και σύγχρονος, δ.δ., Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Θεολογική, Τμήμα Θεολογίας, Αθήνα 2005. Βλ. Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1992, σ. 620 - 656. R. V. Sellers, The council of Chalcedon. A historical and doctrinal Survey, SPCK, London 1953, (1961 printing). V. C. Samuel, «A Brief Historical Survey of the Council of Chalcedon», Indian Journal of Theology 10 (1961), 143-150. T. W. Bartel, «Why the Philosophical Problems of Chalcedonian Christology Have Not Gone Away», Heythrop Journal 36.2 (1995) 153- 172. J. Herbert, A. Bouman, «The Signifiance of the Dogma Concerning Chrsit as Defined by the Council of Chalcedon» Concordia Theological Monthly 40.2 (1969) 81-91. Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α, 324-610, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 212-214.
12. Αὐτόθι, σ. 215-218. H. Chadwick, East and West: The Making of a Rift in the Church: From Apostolic Times until the Council of Florence, Oxford, Oxford Scholarship Online: October 2011, p. 80 -85. http://dx.doi.org/10.1093/acprof:oso/9780199264575.001.0001. J. Fr. Kelly, History and Heresy: How Historical Forces Can Create Doctrinal Conflicts, Colegeville, Minessota 2012, p. 69-74.
13. Ευσέβιου Καισαρείας, Ἑκκλησιαστική Ἱστορία,Γ΄, 4, 10. Δ΄, 23,3, G. Bardy, Histoire Ecclésiastique, I - IV, SC 31, III, 4 10 . IV,23 3 , Paris 1952 (=PG 20, 220AB, 384B).
14. Πράξ. 17, 34: «καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινές δέ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καί Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καί γυνή ὀνόματι Δάμαρις καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς».
15. Α. Γ. Στεφοπούλου, Η θέση των μύθων στην πραγμάτωση της πολιτικής τελολογίας κατά τον νεοπλατωνικό Πρόκλο, Πάτρα 2014, σ. 22.
16. Μαξίμου Ομολογητού, Σχόλια εἰς τά τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Πρόλογος §6, PG 4, 20D-21A: «Γράφει δὲ τὰ πλεῖστα πρὸς τὸν τρισμακάριον Τιμόθεον, τὸν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου φοιτητήν, Ἐφεσίων ἐπίσκοπον, ὑπὸ τῶν κατὰ τὴν Ἔφεσον τῆς Ἰωνικῆς φιλοσοφίας προεστώτων, ὡς εἰκός, πάσχοντα πράγματα, καὶ πυνθανόμενον, ὡς εἰδήμονος τῆς ἐξωτερικῆς φιλοσοφίας, ἵνα καὶ μᾶλλον ἀγωνίζοιτο καὶ οὐδὲν ἀπεικὸς ἐπεῖ καὶ ὁ θεοφιλὴς ἀπόστολος Παῦλος ταῖς Ἑλλήνων ἐχρήσατο ρήσεσι, ταύτας ἀκούων τυχὸν παρὰ τῶν συνόντων αὐτῶ, τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐμπείρων. Συνίστησι δὲ καὶ τοῦτο, Διονυσίου ταῦτα φιλαλήθως τὰ συγγράμματα καθεστάναι τὸ γὰρ ἀνεπιτηδεύτως μνημονεύειν αὐτὸν ρήσεων τῶν συνακμασάντων αὐτῷ ἀνδρῶν, ὧν αἱ τὲ θεῖαι τῶν ἀποστόλων μνημονεύουσι ἐπιστολαί, τὸ τῶν συγγραμμάτων ἀσκευώρητον ἀποφαίνουσι μάλιστα δὲ πάντων τὸ τῶν δογμάτων ἀσφαλέστατον».
17. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ἐπιστ. Δ΄ - Τῷ αὐτῷ Γαΐῳ Θεραπευτῇ, PG 3, 1072C.
18. Την μονοφυσιτική θεολογία του Σεβήρου Αντιοχείας ανασκευάζουν στα έργα τους ο Μάξιμος Ομολογητής: Ἐγχειρίδια θεολογικά καί πολεμικά, ΡG 91, 40Α- 269Α. Ἐπιστ. 12 - Πρός Ἰωάννην Κουβικουλάριον, ΡG 91, 460-509. Ἐπιστ. 13- Πρός Πέτρον Ἰλλούστριον, ΡG 91, 509-533. Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Κατά Ἰακωβιτῶν, ΡG 94, 1436-1502. Περί συνθέτου φύσεως κατά Ἀκέφαλων ΡG 95, 112- 125. Επιπλέον, το πρόσωπο που τάσσεται υπέρ του Σεβήρου, χωρίς να αμφισβητεί ότι ο επίσκοπος Αντιοχείας μελετά και χρησιμοποιεί τον Διονύσιο, είναι ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεοδόσιος Α (536-566): «ὁ μακαρίας μνήμης Σεβήρος ὄχι λιγότερο ἀπό αὐτούς (Χαλκηδόνιους), καί μέ ἐξίσου ἐπιμέλεια διάβαζε τά ἔργα τοῦ Διονυσίου», Θεοδόσιος Α΄ Αλεξανδρείας, Oration 6, publ. I- B. Chabot, Documenta ad origines monophysitarum illustrandas, CSCO, Syri 17/52, Louvain 1952 2 , p. 52.
19. G. Florovsky, The Byzantine Fathers of the Fifth Century, in the series The Collected Works of George Florovsky, vol. 8, Büchervertriebsanstalt, Vaduz 1987, p. 327. Ο Φλορόφσκυ διαφωνεί στο ότι ο Σεβήρος υπήρξε πραγματικός μονοφυσίτης στην διδασκαλία του: «η έννοια μίας «σύνθετης φύσεως» είναι θεμελιώδης στο σύστημά του Σεβήρου - «μία φύσις σύνθετος». Ο Σεβήρος ορίζει την Θεανθρώπινη ενότητα ως «σύνθεσιν» και ορίζοντάς την έτσι διακρίνει την «σύνθεσιν» από κάθε συγχώνευση ή ανάμιξη. Σ' αυτήν την «σύνθεσιν» δεν υπάρχει καμιά μεταβολή η μεταμόρφωση των «συνθετικών» - αυτά μόνο «συνδυάζονται αδιαλύτως» και δεν υπάρχουν «χωριστά». Επομένως, για τον Σεβήρο η «διττή ὁμοουσιότητα» του Σαρκωθέντος Λόγου είναι ένα αναμφισβήτητο και αμετάβλητο δόγμα και ένα κριτήριο της αληθινής πίστεως.
Ο Σεβήρος θα μπορούσε να αποκληθεί «διπλοφυσίτης» μάλλον παρά Μονοφυσίτης με την αληθινή έννοια της λέξεως. Αυτός συμφωνεί ακόμα να «διακρίνει» «δύο φύσεις» - η πιο σωστά, «δύο ουσίες» - στον Χριστό όχι μόνο «πριν από την ένωση» αλλά και μέσα στην ίδια την ένωση - «μετά την ένωση» - βεβαίως υπό τον όρο ότι αυτό μπορεί να είναι μόνον ένα θέμα πνευματικής ή αναλυτικής διακρίσεως, μίας διακρίσεως «ἐν θεωρίᾳ» ἢ «κατ' ἐπίνοιαν». Και η εν λόγω έκφραση για άλλη μία φορά επαναλαμβάνει σχεδόν τις λέξεις του Αγίου Κυρίλλου».
20. Μαξίμου Ομολογητού, Σχόλια εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 533BC.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου