Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Αγιότητα, άσκηση, ευχαριστία, θεολογική σκέψη κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ζηζιούλα και τον π. Ρωμανίδη (1)

Δευτερεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία Α΄ έτους
Θέμα: Αγιότητα, άσκηση, ευχαριστία, θεολογική σκέψη κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ζηζιούλα και  τον π. Ρωμανίδη


Φοιτητής : Γεώργιος Η. Μπόρας
Α.Μ.: 1619
Διδάσκων: Χρ. Σταμούλης 

Θεσσαλονίκη 2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Τίτλος                                                                                               Σελίδα
Α. Θέσεις του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα
1. Ευχαριστιακή εκκλησιολογία και θέση του Επισκόπου                   3
2. Η καθολικότητα της Εκκλησίας                                                       7
3. Αγία Τριάδα και Πρόσωπο                                                               8

Β. Θέσεις του π. Ιωάννη Ρωμανίδη
1. Θεραπευτική εκκλησιολογία                                                          13
2. Ρωμιοσύνη και Φράγκοι-Λατίνοι                                                   18

Συντομογραφίες –Βιβλιογραφία                                                         25
------------------

          Στην σύντομη προσέγγιση  μας θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις βασικές συνιστώσες της θεολογικής σκέψης των π. Ρωμανίδη και Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ζηζιούλα.

Α. Θέσεις του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα

1. Ευχαριστιακή εκκλησιολογία και θέση του Επισκόπου
          Κατά τον κ. Ζηζιούλα είναι απαραίτητο να υπάρξει μια βαθμιαία εγκατάλειψη της ομολογιακής νοοτροπίας  και ανάγκη του να καταστεί η Ορθόδοξη θεολογία όχι μια θεολογία έκφραση μιας συγκεκριμένης ομολογίας αλλά θεολογία της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας[1].  Μήπως αυτή η άποψη μας αναγκάζει να υποθέσουμε ότι η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να εγκαταλείψει τον αποκαλυπτικό και αναστάσιμο λόγο της και να υιοθετήσει πιο ευέλικτες μορφές στον τρόπο της; Ανάγκη τονίζει, για ένα υπερομολογιακό νήμα. Προφανώς αυτό το υπερομολογιακό νήμα θα ενώσει τα διεστώτα[2].  Το πρόβλημα λοιπόν τίθεται ως πρόβλημα ενότητας της Εκκλησίας και πολύ περισσότερο ως προσπάθεια εύρεσης εκείνου του τρόπου που θα οδηγήσει στην κατάργηση των ποικίλων διαιρέσεων του χριστιανικού, λεγομένου, κόσμου.
 Ο κ. Ζηζιούλας ανατρέχει στην πρωτοχριστιανική περίοδο για να μπορέσει να συλλέξει εκείνα τα στοιχειά που δομούν την μια κοινή και αδιαίρετη Εκκλησία. Προφανώς η αναφορά στην  αρχέγονη Εκκλησία  αλλά και η συλλογή των στοιχείων και του τρόπου εκείνης της περιόδου δεν δίνει μεγαλύτερη εγκυρότητα στο εγχείρημα. Η Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία των Αποστόλων και των Πατέρων συνεχίζει και σήμερα το σωτηριολογικό της έργο. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι το προέχον στην εκκλησιολογία δεν είναι αυτή ή η άλλη διδασκαλία, ή ιδέα, ή αξία τις οποίες αποκάλυψε ο Κύριος αλλά αυτό το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού και η μετ’ Αυτού ένωση του ανθρώπου[3]. Έτσι, τονίζει, νοείται μια εκκλησιολογία χριστολογική. Η ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται δια της αισθητής συσσωματώσεως των πιστών εν τω Χριστώ, γεγονός που λαμβάνει χώρα κατά τρόπο μοναδικό στην Ευχαριστία[4]. Αν η Ευχαριστία είναι η ορατή και ιστορική αποκάλυψη της ενώσεως των πιστών με τον Χριστό τότε σημαίνον είναι το πρόσωπο του Επισκόπου, του και προεστώτος[5]. Η ευχαριστιακή λατρεία δεν αποτελεί πραγματικότητα παράλληλη της επουρανίου αλλά είναι αυτή η ίδια η επουράνιος λατρεία. Σημαίνει δε αυτό ότι όπως ο Χριστός λατρεύεται στην επουράνια Θεία Ευχαριστία, ομοίως μυστικώς λατρεύεται και στην επί γης. Έχουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μετάθεση της εξουσίας του Χριστού στους λειτουργούς της «επί γής» Θειας Ευχαριστίας. Τα λειτουργήματα δεν στερούνται εξουσίας αλλά είναι δέκτες της εξουσίας του Χριστού. Έτσι ο Επίσκοπος είναι «εις τόπον» Θεού[6].  Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, τον οποίο ο κ. Ζηζιούλας επικαλείται, η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, διότι το σώμα του Χριστού είναι ο αυτός ιστορικός Χριστός. Ο δε ιστορικός Χριστός είναι η σαρξ της Θείας Ευχαριστίας[7]. Κατά τον  Άγιο Ιγνάτιο, ο ίδιος ο Χριστός είναι Επίσκοπος και ό,τι γίνεται στον ορατό Επίσκοπο της Εκκλησίας μεταβιβάζεται στον Χριστό. Είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εικόνα του Χριστού ο Επίσκοπος πραγματικά και όχι συμβολικά[8]. Συνεπώς η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι απλά ευχαριστιακή αλλά ιεραρχική και προφανώς επισκοπική[9]. Συνεχίζοντας, ο κ. Ζηζιούλας ερμηνεύει  τον Άγιο Ιγνάτιο και  τονίζει ότι η ενότητα περί τον Επίσκοπο είναι θέλημα Θεού και όχι ανθρώπου, οδηγώντας έτσι το πρόσωπο του επισκόπου στην απόλυτη έξαρση[10].
 Θα θέλαμε να διατυπώσουμε σε αυτό το σημείο μερικές σκέψεις. Η Θεία Ευχαριστία στον κ. Ζηζιούλα είναι μια λειτουργία προσφοράς δώρων στον Χριστό, το τονίζει αυτό έντονα χαρακτηρίζοντας τον Επίσκοπο ως προεστό και προσφέρων. Απουσιάζει εντελώς το γεγονός της θυσίας καθώς και το γεγονός ότι η Θεία Ευχαριστία είναι ικεσία και θυσία ο δε προσφέρων και προσφερόμενος είναι ο ίδιος ο Χριστός και όχι ο Επίσκοπος. Έτσι γνωρίζουμε ότι ο ιερέας ζητεί την χείρα του Κυρίου  για να επιτελέσει την αναίμακτο θυσία και όχι του Επισκόπου. Στον καθαγιασμό ο ιερέας απευθύνεται στον Κύριο. Η Θεία Ευχαριστία είναι αναμφίβολα Χριστοκεντρική και σίγουρα Τριαδοκεντρική. Για τον κ. Ζηζιούλα δεν είναι δυνατό να απευθυνθούμε στον Κύριο παρά μόνο δια του Επισκόπου. Καθίσταται ο Επίσκοπος η απόλυτη πηγή εξουσίας, αυθεντίας και ερμηνείας του Θείου Λόγου. Έτσι θα τολμούσαμε να πούμε ότι από την όλη προσέγγιση του κ. Ζηζιούλα μένει στην θέση της Θείας Ευχαριστίας ένας απογυμνωμένος Επίσκοπος. Ο δε λαός εθισμένος σε μια επισκοπικοκεντρική θεώρηση της Θείας Ευχαριστίας αλλά και αποδεχόμενος το γόνο αυτής της θεώρησης, τον άκρατο κληρικαλισμό, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Σώμα του Χριστού είναι η ιεραρχία και αυτός απλά παρίσταται. Είναι η απόλυτη παραίτηση από το μυστήριο της σωτηρίας. Ένας υφέρπων παπισμός που οδηγεί στα συγχωροχάρτια και την μοιρολατρεία.
Στο έργο του «Εις την  Θείαν Λειτουργίαν» ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει: «Σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις... Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδείν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἢ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα... Διά ταῦτα οὐδέν ἀπεικός ( τίποτε το παράλογο ή υπερβολικό) ἐνταύθα διά τῶν μυστηρίων τήν Ἐκκλησίαν σημαίνεσθαι»[11] πράγμα που για τον κ. Ζηζιούλα δηλώνει ότι εδώ βρίσκουμε την ευχαριστιακή εκκλησιολογία στην πιο ξεκάθαρη μορφή της. Η Εκκλησία συνιστά την ευχαριστία και η ευχαριστία την Εκκλησία ταυτόχρονα.  Όμως για τον Άγιο Νικόλαο:   «Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡς  ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾿ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν ῥίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα. Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον ἢ ἀναλογίας ὁμοιότης, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης»[12], σημαίνεται δηλαδή, η Εκκλησία στα Μυστήρια όχι σαν σε σύμβολα, αλλά σαν τα μέλη απέναντι στη καρδιά και σαν τους κλάδους απέναντι στη ρίζα του φυτού, σαν τα κλήματα στην άμπελο. Για την Εκκλησία τα αγιασμένα Τίμια Δώρα είναι τροφή αληθινή και ποτό αληθινό, και μετέχοντας σε αυτά δεν τα μεταβάλλει σε ανθρώπινο σώμα, σαν οποιαδήποτε άλλη τροφή, αλλά αυτή (η Εκκλησία) μεταβάλλεται σε Εκείνα καθώς τα ανώτερα νικούν τα κατώτερα. Αυτή είναι η Εκκλησία. Οι πιστοί. Ανάμεσά τους και ο Επίσκοπος και ο ιερεύς, διότι και αυτοί ικετεύουν για την άφεση των αμαρτιών τους και κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων. Ο ιερεύς είναι του λαού ο προβεβλημένος ως πρεσβευτής αυτών και μεσίτης. Δεν είναι ο εκπρόσωπος του Θεού ή ο μεταφορέας της Θείας Χάρης[13].  
Στο έργο του «Περί της εν Χριστώ ζωής», ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει ότι μία είναι η δύναμη της Ιεράς Τραπέζης, ένας και ο οικοδεσπότης που παραθέτει το Δείπνο. Το Δείπνο αυτό είναι ο Νυμφώνας και η προετοιμασία για τον Νυμφώνα και ο ίδιος ο Νυμφίος[14]. Το έργο επιτελεί ο αρχιερέας με την αρωγή του Θεού. Στην ουσία τίποτε δεν γίνεται χωρίς την βοήθεια του Θεού. Πολύ περισσότερο για τα μυστήρια στα οποία ό,τι επιτελείται είναι έργο του Θεού[15].


Σημειώσεις


[1] «Η βαθμιαία εγκατάλειψη της ομολογιακής νοοτροπίας παρωχημένων γενεών και η αναγνώρισης της ανάγκης, όπως μη αποτελεί η θεολογία μας εκφρασιν μιας ομολογίας, αλλ΄αυτής ταύτης της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, κατευθύνει ήδη την πορείαν της προς τας πηγάς της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας». Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. ζ.
[2] «… αποσκοπεί εις το να εφοδιάσει τον διηρημένον χριστιανικόν μας κοσμον με το υπερομολογιακόν εκείνο νήμα». ». Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. ζ.
[3] «Το προέχον εις την Εκκλησιολογίαν  δεν είναι, συνεπώς, αυτή ή εκείνη η διδασκαλία, ιδέα ή αξία, τας οποίας απεκάλυψεν ο Κύριος, αλλ΄αυτό τούτο το πρόσωπον του Χριστού και η μετ΄Αυτού ένωσις του ανθρώπου».». Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 14.
[4] Η ενότητα ως ευχαριστιακή εκδήλωση η ορατή πρόγευση της, σημειώνει, «η ενότης της Εκκλησίας εκφράζεται εν τόπω και χρόνω κατεξοχήν δια της αισθητής συσσωματώσεως των πιστών εν τω Χριστώ, ως αυτή πραγματοποιείται κατά τρόπον πράγματι μοναδίκον εν τη Ευχαριστίαν.». Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 17.
[5] «Το πρόσωπο του Επισκόπου θεωρείται ο προσφέρων τα Τίμια Δώρα. Γίνεται αναφορά σε μια οριζόντια ένωση των μελών της Εκκλησίας αλλά το πρόσωπο του Επισκόπου εξάρεται ως το ορατό κέντρο της συνάξεως. Ο Επίσκοπος φαίνεται να είναι αυτός ο οποίος θα αναλάβει και την κατακόρυφη σχέση των πιστών με τον Κύριο.». Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 18-19.  
[6] Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 49.
[7] Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 96.
[8] Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 97.
[9] Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 98.
[10] Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 98.
[11] Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Θεία Λειτουργία, 39,2, σσ. 190-191.
[12] Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Θεία Λειτουργία, 39,1, σσ. 190-191.
[13] Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Θεία Λειτουργία, 13,5, σσ. 80-81.
[14] Άγιου Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Δ΄ 96.
[15] Άγιου Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Ε΄ 12.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: