Συνέχεια από: Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017
Θεολογικά δοκίμια ΙΙΙ, πνεύμα.
Αυτοσχεδιασμός περί του Αγίου Πνεύματος και του μέλλοντος!
του Hans Urs von Balthasar.
7. Το μέλλον σύμφωνα με την Κ.Δ. (συνέχεια).
Όλο αυτό σημαίνει : το βλέμμα προτεταμένο στην Κ.Δ. πρός το "μέλλον" είναι πάντοτε σε κάθε περίπτωση μελλοντική αναμονή, σύντομη, με μια οντολογική σημασία, και καλύτερα, θεολογική, η οποία αφήνει πίσω της κάθε χρονολογικό υπολογισμό, σαν δευτερεύοντα! Όχι σαν να μπορούσε να παρακαμφθεί ο χρόνος, αντιθέτως χρειάζεται οργανικά για να καταστήσει δυνατή την Θεολογική ελπίδα, εκείνη την στάση τής αναμονής η οποία είναι γεμάτη ένταση, προσοχή, επαγρυπνώντας ή για την παραμονή ή για την ανυπόμονη υπομονή, την οποία απαιτούν τα ευαγγέλια σαν υπέρτατη Χριστιανική στάση. [Μάλλον τόν εβραισμό είχε στό νού του]. Θεολογικά σ'αυτή την παράταση, την αναβολή, εξαρτώμενη από την Π.Δ. εισέρχεται ταυτόχρονα η πλευρά τής ενοχής, και εν όψει τού Σταυρού η πλευρά τής καταλλαγής : εμείς δέν είμαστε ακόμη αρκετά κεκαθαρμένοι για να συναντήσουμε τον Νυμφίο! Αυτός πρέπει να αναβάλλει ακόμη και εμείς πρέπει ακόμη πιό δυνατά να καούμε στην ανυπομονησία τής αναμονής![Καί ο Απ. Παύλος; Περίμενε;]. Αλλά αυτή η λυτρωτική αναβολή συνοδεύεται και μορφοποιείται ολοκληρωτικά απο την αγάπη [Η αγαπολογία λοιπόν καλύπτει τό κενό, ελλείψει χάριτος καί αγιότητος]. Αυτή αντιλαμβάνεται την απόσταση, γι'αυτή η παράταση είναι αβάσταχτη, μόνον αυτή έχει την ένταση τής ενέργειας να προβάλλει την νοσταλγική της αδημονία υπερβαίνοντας όλα τα διαλείμματα τού χρονολογικού χρόνου και τέλος, εις βάρος αυτών των περιόδων, να παραμείνει και να διατηρηθεί στην αναμονή τής παρουσίας τού Αγαπημένου ο οποίος έρχεται σε συνάντηση τής αναμονής του, μ'έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να χωρέσει σ'αυτή το μέλλον. Η προσμονή του Κυρίου από μέρους τής Εκκλησίας σκίζει κάθε στιγμή τον Ιστό του χρονολογικού χρόνου καθότι είναι ένα πέπλο που τής είναι αβάσταχτο! "Δέν είναι πιά δυνατόν να προχωρήσουμε έτσι" με αυτή την συνεχή άρνηση τής αλήθειας και μ'αυτή την κοροϊδία η οποία ρίχνεται στην αγάπη, με αυτή την απομάκρυνση όλο και μεγαλύτερη από την νίκη του Χριστού. Δέν είναι οι χρονολογικοί χρόνοι αυτοί που θα ελαττωθούν εξακριβωμένα (όπως το ήθελαν όλοι οι Χιλιαστές), αλλά στην αδιαφοροποίητο επιμήκυνση τού χρόνου υψώνεται και λάμπει η θαρραλέα φλόγα του πόθου, στην νύμφη που πληρούται πνεύματος. Η έλευση τής ημέρας εκείνης μπορεί να έλθει ποθητή πιό γρήγορα και πιό βιαστικά; Ναί, χάρη στην αγάπη τής Εκκλησίας, αλλά όχι χάριν της μαγείας. Ακόμη και εφαρμοσμένη τεχνικά σ'αυτόν τον σκοπό θα ήταν μαγία. Ούτε η σφοδρή λαχτάρα δέν οικοδομεί την Βασιλεία με την δική της αυθεντία, αλλά ούτε και θέτει με την δική της αυθεντία τα γήϊνα θεμέλια για την Βασιλεία η οποία έρχεται από ψηλά. Η σφοδρή λαχτάρα δέν μπορεί παρά να προωθεί και να αφήνει τον Θεό να διαμορφώνει, χρησιμοποιώντας την αγάπη του, αυτό που Αυτός θέλει!
Οι παραλλαγές στο θέμα τής επικείμενης αναμονής στην Κ.Δ. την χαρακτηρίζουν μέσα σ'αυτό το πλαίσιο: είναι πραγματικές παραλλαγές, καί ο τονισμός "ο χρόνος" ποικίλει αλλά όλες συνενώνονται και συστήνουν μία ολοκληρωμένη εικόνα! Φυσικά η επικείμενη αναμονή παρουσιάζεται με μία χρονολογική συνάφεια ευνόητη και κατανοητή: "Και έλεγεν αυτοίς. αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οί τινες ού μή γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού ελκλυθυίαν εν δυνάμει" (Μαρκ. 9,1). Εάν η Βασιλεία "έρχεται" ενώ ο Ιησούς "πηγαίνει", τότε στην προοπτική του συμπίπτουν ο σταυρός και το τέλος του κόσμου, ανάσταση και "ερχομός" εν δυνάμει της Βασιλείας", και "μερικοί θα εμπλακούν σαν μάρτυρες σ'αυτό το γεγονός, το οποίο χωρίζει κάθετα κάθε χρονολογία. Ότι αυτοί θα φθάσουν μέχρι το τέλος τού χρονολογικού χρόνου, δέν λέγεται. Έτσι η παραλλαγή η αμέσως επόμενη θα είναι ότι ο χρόνος ανάμεσα στην ανάταση και την επιστροφή τού Χριστού είναι χρονολογικώς σύντομος. Ο Μάρκος, ο Ματθαίος και ο Παύλος ζούν σ'αυτόν τον ορίζοντα! Και παρ'όλα αυτά δέν εννοείτο αυτό, καθότι ο Κύριος αναβάλλει, η Εκκλησία πλαταίνει, το πνεύμα μαρτυρεί την δυνατή του παρουσία! Έτσι ο Λουκάς μπορεί να χαλαρώσει το σφίξιμο, να μεταμορφώσει την ερμηνεία των εσχατολογικών σημείων εφαρμόζοντας τα στην μόνιμη συνθήκη τής Εκκλησίας, να εισάγει τον χρόνο του Ιησού, σαν ποιοτικό χρόνο, σχεδόν μέλος στον οργανισμό τού συνολικού σωτηριώδους χρόνου, ο οποίος μετά την ανάσταση, την ανάληψη στους ουρανούς, την πεντηκοστή, τρέχει να συναντήσει έναν τελικό χρόνο ο οποίος δέν μπορεί να προσδιοριστεί χρονολογικώς! Καταργούνται οι ημερομηνίες (Λουκ. 22,69), άλλες (η καταστροφή της Ιερουσαλήμ) πέφτουν στο παρελθόν, υπογραμμίζεται ότι η παρουσία, στην απροσδιοριστία τής αστραπής, τίθεται κάθετα στους χρόνους ενάντια σε κάθε συμπτωματικό πλησίασμα του τέλους, και μετακινώντας τον Ιησού απο το τέλος του χρόνου (του χρονολογικού) στο κέντρο του σωτηριώδους χρόνου, καί ετοιμάζεται εκείνο το όραμα που μία μέρα θα εξηγηθεί μονοσήμαντα απο τον Ιωακείμ!
Το πνεύμα το οποίο κατά την διάρκεια της επιγείου ζωής τού Ιησού αναπαυόταν μόνον σ'Αυτόν, την στιγμή τής ανυψώσεως του στα δεξιά του Πατρός, γίνεται ελεύθερο για την Εκκλησία. Ο Υιός το προσλαμβάνει απο τον Πατέρα για να το διοχετεύσει στον κόσμο. "την δεξιά ούν του Θεού υψωθείς, την τε επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος λαβών παρά του Πατρός, εξέχεε τούτο ο νύν υμείς βλέπετε και ακούετε" (πραξ. 2,33). Αλλά εάν κατά τον Λουκά το πλαίσιο της ιστορίας τής σωτηρίας με την επέκτασή της δημιουργεί μία οπισθοδρόμηση και μία κάποια απομάκρυνση απο την εσχατολογική επιστροφή και μ'αυτόν τον τρόπο βάζει σε κίνδυνο την πλευρά τής αμέσου επιστροφής, τελικώς "η εσχατολογία της παρουσίας" του Ιωάννη επαναπροσλαμβάνει το συνολικό όραμα, χαρακτηρίζοντας ποιοτικά τον τελικό χρόνο "παιδιά, έσχατη ώρα εστι" (1 Ιωάν. 2,18), χρόνο του σκισίματος, μάλιστα δε τής ήδη υιοθετημένης απόφασης, η οποία έχει μάλιστα την μορφή τής κρίσεως-με την έννοια των αποκαλύψεων του όψιμου Ιουδαϊσμού-έτσι ώστε να μπορούμε να ζούμε άμεσα και χωρίς απόσταση πρός το συμβάν του Κυρίου-ο οποίος είναι παρών προκαταβολικώς μέσω της πίστεως, της αγάπης και της γνώσεως, Στους αποχαιρετιστήριους λόγους, το πνεύμα το υπόσχεται ο Υιός επιστρέφοντας στον Πατέρα, όμως στην πρώτη επιστολή είναι παρόν. Η συνθήκη είναι εκείνη μιας υπάρξεως χωρίς μεσολαβήσεις στην Τριαδική πληρότητα, ακόμη και στο μέσον τής επέκτασης της τελευταίας ώρας. Αντιστοίχως, η Αποκάλυψη δίνει το Θεολογικό "σχίσιμο", το οποίο προσφέρει την ικανότητα να βλέπουμε συγχρόνως ανάμεσα στον κατακτηθέντα ουρανό και την απεραντοσύνη της γής, στην πάλη και στην έκθεση στην κρίση, σε μία συγκεκριμένη ενδυνάμωση ή υπερύψωση της παλαιοδιαθηκικής αποκαλυπτικής. Λύτρωση μέσα και πάνω από την κρίση! Και έτσι αυτή μπορεί να δώσει στόν Θεό τρείς φορές τον τέλειο τίτλο της δεσποτικής κυριότητος υπεράνω τής συνολικής χρονικής δομής! "Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ών και ο ήν και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ" (1.4. 8 Αποκ). Είναι το όνομα το οποίο προσέλαβε για μας στο θεμέλιο της ενσαρκώσεως. Ότι Αυτός μπορεί να ονομασθεί "Αυτός που υπήρξε" δέν σημαίνει κατ'αρχάς ότι η γήϊνη ύπαρξη του Ιησού βρίσκεται πίσω απο την πλάτη μας, αλλά αυτό που ο ίδιος ο Ιησούς, σαν "ο πρώτος και ο έσχατος και ο ζών" λέει περί αυτού "και εγενόμην νεκρός και ιδού ζών ειμί εις τους αιώνας των αιώνων και έχω τας κλείς του θανάτου και του άδου" (Αποκ. 1,18). Ο Θάνατος και ο άδης είναι παρελθόν και δυνατότητες νικημένες, και γι'αυτό όλη η ταραχή και η αποκαλυπτική οργή αυτών περιορίζεται απο τα κλειδιά του ζώντος. Και εάν αυτός είναι "ο ερχόμενος" φέρει όμως τα σημεία αυτού που υπήρξε, (την μετάβαση στην λογοποίηση) πάνω του: το συμβάν δέν είναι πίσω, αλλά συνεχώς προς τα μπρός.
Έτσι λοιπόν βιβλικά πρέπει να καθορίσουμε σαν τελική πραγματικότητα : Το πνεύμα το οποίο εξηγεί την αγάπη του Πατρός στην Εκκλησία στον εσταυρωμένο Υιό, δέν θα υπερβεί ποτέ αυτή την εξήγηση, καθότι στον Σταυρό παρουσιάστηκε το αξεπέραστο μεγαλείο, και η υπέρτατη φανέρωση του Θεού, του οποίου τα βάθη δέν θα πάψει ποτέ να ερευνά το πνεύμα. Όλη η ιστορία της Εκκλησίας και του κόσμου ωθείται πρός αυτό το σημείο της διαφυγής!
Παρ'όλα αυτά, αυτή η ώθηση -όπως συμπεραίνεται από τον Παύλο και τις πράξεις των Αποστόλων- δέν είναι καθόλου παθητική. Η δωρεά του πνεύματος δημιουργεί για τον Πιστό ανοιχτά πεδία, τον προικίζει με δυνάμεις, τις οποίες αυτός, τυχερός και ξαφνιασμένος μπορεί να διαθέσει με την σημασία της αγάπης. Η αγάπη ανοίγει πεδία και εκεί που δέν υπήρχαν, χαράσσει οδούς, δωρίζει ενέργειες. Μπορεί διότι σ'αυτό φιλοξενείται πάντοτε μιά υπόσχεση. Επερχόμενο, δημιουργεί μέλλον, και όχι κενό, αλλά πληρούμενο πάντοτε επιπλέον, και πληρούμενο γενναιόδωρα με νέες υποσχέσεις. Η αγάπη είναι ουσιωδώς δημιουργικό.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου