Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Βασιλείου Αθ. Τσίγκου: Οἱ προϋποθέσεις τῆς θεώσεως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ

Βασιλείου Αθ. Τσίγκου: Οἱ προϋποθέσεις τῆς θεώσεως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν ΠαλαμᾶΤοῦ Βασιλείου Αθ. Τσίγκου καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στή Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ.

Εἰσαγωγικά

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί δεύτερος πολιοῦχος Θεσσαλονίκης (1347-1359) ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν εἰκονογραφική της παράδοση τοποθετεῖται ὡς τέταρτος ἱεράρχης μετά τούς τρεῖς προηγούμενους, γι’ αὐτό συχνά ἀποκαλεῖται ὡς “νέος Χρυσόστομος”. Καί τοῦτο διότι, στοιχιζόμενος πλήρως μέ τήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλία τοῦ χρυσορρήμονος πατρός, ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέσα ἀπ’ ὅλα τά συγγράμματά του προβάλλεται ὄχι μόνον ὡς ὁ θεολόγος τοῦ φωτός, ὁ πολέμιος τῆς δυτικότροπης νοησιαρχικῆς προσέγγισης τῆς θεογνωσίας, ὁ ὑπέρμαχος τῆς δυνατότητας γιά κοινωνία καί μέθεξη στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά συνάμα ἀναδεικνύεται καί ἕνας, λιγότερο γνωστός πλήν ὅμως, κατά πάντα ἀκριβολόγος καί αὐθεντικός ἐκκλησιολόγος πατήρ καί θεολόγος τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν θά ἐπιχειρηθεῖ ἀφενός νά σκιαγραφηθοῦν ἁδρομερῶς οἱ θεολογικές προϋποθέσεις, τά ἑρμηνευτικά θεμέλια πάνω στά ὁποῖα ἑδράζεται ἡ πραγματικότητα τῆς θεώσεως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας καί ἀφετέρου νά παρουσιασθοῦν οἱ ἐπιπτώσεις καί προεκτάσεις μιᾶς τέτοιας ὀπτικῆς στή ζωή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

1. Οἱ θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τή διδασκαλία του διέσωσε καί κατοχύρωσε θεολογικῶς τό βίωμα “τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων”, πού ἀντικατοπτρίζει τήν πίστη καί ζωή τῆς Ἐκκλησίας στή διαχρονική της ἑνότητα καί συνέχεια καί ἔδειξε τήν ταυτότητα καί τό σκοπό τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ, ὅπως εἰρωνικά τό ἔπραξαν οἱ ἀντίπαλοί του, ἰδίως ὁ Ἀκίνδυνος, νά χαρακτηρισθεῖ ἡ θεολογία του ὡς καινοφανής διδασκαλία, ὡς “νέα θεολογία”, οὔτε βεβαίως καί ὁ ἴδιος ὡς “καινός θεολόγος”. Ὁ ἴδιος διερμηνεύει τήν παράδοση καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα εἶχε γνωρίσει καλῶς καί βιώσει λειτουργικῶς, ὡς ἁγιορείτης μοναχός καί στή συνέχεια ὡς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Μέ τήν ἀκαταμάχητη καί πειστική ἐπιχειρηματολογία του ἀναδεικνύει ἀφενός τήν ἄμεση καί ἐνεργειακή σχέση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μέ τήν κτιστή δημιουργία του καί ἀφετέρου τή δυνατότητα καί πραγματικότητα τῆς κοινωνίας, τῆς κατά χάρη μέθεξης τοῦ ἀνθρώπου στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ θεοποιός ἐνέργεια.
Οἱ συνέπειες τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νά γίνουν γνωστές καί νά οἰκειωθοῦν ἀπό κάθε ἄνθρωπο μέ τή βιωματική κοινωνία καί μετοχή του στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ κύρια ἀποστολή εἶναι ἡ θεραπεία, ἡ σωτηρία καί ἡ κατά χάρη θέωση ὅλων τῶν μελῶν της.
Ἡ συγκεφαλαίωση ὅλης τῆς πατερικῆς θεολογίας καί ὁ τρόπος ἔκφρασης τῶν θέσεών του, εἶναι ἐκχύλισμα καί καρπός τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι χαρισματικῆς ζωῆς του, πού προέρχεται ἀπό τήν ἡσυχαστική ἄθληση καί προσευχητική του ἐμπειρία, τή μετοχή του στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ποιμαντική του μέριμνα καί εὐθύνη μέ τήν ἀνάληψη τοῦ ἀρχιερατικοῦ του λειτουργήματος. Μέ τή θεολογία του ὁ ἱερός πατήρ δέν πράττει τίποτε λιγότερο ἀπό τό νά ὑπερασπισθεῖ κάτι πολύ οὐσιῶδες καί μάλιστα τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί θεώσεως ὡς πρωτεύοντος σκοποῦ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Βασιλείου Αθ. Τσίγκου: Οἱ προϋποθέσεις τῆς θεώσεως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν ΠαλαμᾶΣτήν ἀκροτελεύτια παράγραφο τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Τόμου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν ἐπιβεβαίωση καί ἐπισφράγιση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ἴδιος ὁμολογώντας τήν πίστη του ἀναφέρει: “Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας”. Αὐτά ἀκριβῶς τά στοιχεῖα, δηλαδή ὁ ἀποδεικτικός λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ πατερική ἑρμηνεία, ἡ πιστότητα στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί παράδοση ἀλλά καί ἡ δική του “μικρά πεῖρα”, συνιστοῦν γιά τόν ἡσυχαστή θεολόγο τήν ἀφετηρία καί τό στερεό ὑπόβαθρο πάνω στό ὁποῖο περιγράφει τήν Ἐκκλησία ὡς “κοινωνία τῆς θεώσεως”. Ἡ βάση αὐτοῦ τοῦ ἰδιαίτερου καί ἄκρως περιεκτικοῦ ὅρου γιά τό χαρακτηρισμό τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἴδια μέ τά θεμέλια καί τίς προϋποθέσεις ὁλόκληρης τῆς παλαμικῆς θεολογίας.
Καί ἐνῶ κατά τή Μεταμόρφωση ὁ Χριστός φώτιζε τούς μαθητές του ἔξωθεν, ὅμως μέ τή θεία Εὐχαριστία εἰσέρχεται στά σώματα τῶν μετεχόντων καί καθώς ἐνυπάρχει ἐντός αὐτῶν τούς φωτίζει καί τούς θεώνει ἔνδοθεν.
Ἡ διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ ζῶσα παρουσία καί ἡ ἐμπλοκή της στήν ἱστορία καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν της, κατ’ ἐξοχήν ὅμως διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός, εἶναι ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος, ὁ Χριστός εἶναι ἡ πληρέστατη ἀποκάλυψη τῆς θεολογίας τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατά ταῦτα, ἡ “ἐκφαντορική θεολογία τῆς αὐτοαληθείας Χριστοῦ”, τοῦ “πρώτου θεολόγου” εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό Του, τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Σέ ὁλόκληρη τήν πατερική θεολογία ὁ πρωταρχικός σκοπός τῆς δημιουργίας εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ συνεχής ὑπόμνηση ἀπό τόν ἱερό πατέρα τῆς σημασίας τοῦ μοναδικοῦ γεγονότος τῆς ἐνσάρκωσης· “ὄντως κατά τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ἐτελέσθη τῶν παρά Θεοῦ γεγονότων τό ἄριστον... τό δέ πάντων ἄριστον, μᾶλλον δέ τό μόνον ὄντως καί ἀσύγκριτον ἄριστον, ἡ ἐνανθρώπησίς ἐστι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ”. Ὁ Χριστός, “ὁ μόνος καί Θεός καί θεολόγος”, ὡς φορέας, μάρτυρας καί ἑρμηνευτής τῆς φανέρωσης τοῦ Θεοῦ στήν κτίση καί τήν ἱστορία μᾶς ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό καί μέ τό ἔργο του συνδέει Θεολογία καί Οἰκονομία.

2. Ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οἰκείωση τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία διά τῶν ἱερῶν μυστηρίων

Τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο κορυφώνεται στό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου, ἀποσκοῦσε στό νά ἑνοποιήσει τόν κόσμο καί νά συστήσει γιά τόν ἄνθρωπο μία θεανθρώπινη κοινωνία ἀγάπης, ἀνακαινισμοῦ καί θεώσεως. Ἡ ἀποδοχή τῆς θείας Οἰκονομίας, οἱ συνέπειες τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νά γίνουν γνωστές καί νά οἰκειωθοῦν ἀπό κάθε ἄνθρωπο μέ τή βιωματική κοινωνία καί μετοχή του στή  ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ κύρια ἀποστολή εἶναι ἡ θεραπεία, ἡ σωτηρία καί ἡ κατά χάρη θέωση ὅλων τῶν μελῶν της.
Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει πρωτίστως γιά νά εὐαγγελίζεται καί νά διακονεῖ τή δυνατότητα τῆς μετοχῆς τοῦ πιστοῦ στίς ἁγιοπνευματικές ἐνέργειες καί τά δωρήματα τοῦ Θεοῦ, μέ τελικό σκοπό τήν κατά χάριν ἕνωση μαζί του. Ἄλλωστε, ὁ μύχιος πόθος, ὁ ἔσχατος προορισμός, ἀλλά καί ἡ τελική ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελοῦσε ἐξαρχῆς ἡ θέωση. Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀνθρωπολογική θεμελίωση τῆς θεώσεως εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νά ζεῖ ὡς δημιούργημα “κατ’ εἰκόνα Θεοῦ” καί νά προχωρεῖ πρός τό “καθ’ ὁμοίωσιν”, δηλαδή πρός τή θέωση, ἡ ὁποία συνιστᾶ τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
Ἡ κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ κατά χάριν θέωσή του φανερώνεται καί βιώνεται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ στήν Ἐκκλησία ὡς “σῶμα Χριστοῦ” καί θεανθρώπινη κοινωνία. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος “ἐνιδρύει... τήν ἀέναον πηγήν τῆς χάριτος”. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐγγυᾶται τήν οἰκείωση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ ἀπό κάθε πιστό. Τό Ἴδιο διαμοιράζει τά χαρίσματά του σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, συνεργεῖ στήν ἐνεργοποίηση καί αὔξησή τους στήν πορεία τοῦ καθενός στή Χριστοζωή καί κάνει τόν ἕνα Χριστό νά “μερίζεται ἀμερίστως καί νά μετέχεται πλήρως ἀπό πολλούς χριστοειδεῖς”. Ἡ “θεανδρική ἐνέργεια” τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ, διά Πνεύματος Ἁγίου, τήν πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς κατά χάριν θεώσεως κάθε ἀνθρώπου.
Καθώς ὁ πιστός ἑνώνεται διά τῆς κοινωνίας τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέ τόν Χριστό μεταβάλλεται σέ ναό τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ὅπως στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ ὅλο τό πλήρωμα τῆς θεότητος, κατά ἀνάλογο τρόπο καί στούς μετέχοντες στή θεία Εὐχαριστία ἐνοικεῖ ἡ Ἁγία Τριάδα.
Μέ βάση πληθώρα μαρτυριῶν ἀπό τό σύνολο τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἱεροῦ πατρός θεμελιώνεται ὅτι τό πλῆρες καί ἀκριβές θεολογικό πλαίσιο τῆς διδασκαλίας του, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, κατανοεῖται ὀρθοδόξως στή “στενή συσχέτιση τῆς Χριστολογίας μέ τήν Πνευματολογία μέσα στήν παράδοση τῆς πίστεως καί ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”. Σέ αὐτήν ὁ λόγος περί Χριστοῦ εἶναι ἀχώριστος ἀπό τό λόγο περί Ἐκκλησίας καί τή θέση κλειδί τήν ὁποία κατέχει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἐκεῖνο πού ἔχει ἄμεσο σωτηριολογικό ἐνδιαφέρον γιά κάθε ἄνθρωπο εἶναι ὅτι ὅσα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μποροῦν νά οἰκειωθοῦν καί νά πραγματωθοῦν ἀπό αὐτόν, μέ συγκεκριμένο τρόπο στή λειτουργική της ζωή, διά τοῦ ἐμπλουτισμοῦ του μέ τήν ἄκτιστη θεοποιό χάρη τῶν ἱερῶν της μυστηρίων. Πράγματι ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πού συντελέσθηκε ἐν Χριστῷ, γίνεται προσιτή σέ κάθε ἄνθρωπο διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Σέ ὁλόκληρη τή λειτουργική της ζωή, διά τῶν θεωτικῶν της μυστηρίων, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού συνδέει ὅλα τά μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Κατά ταῦτα, ἡ λειτουργική ζωή καί μάλιστα ἡ συμμετοχή στά μυστήρια τοῦ Χριστοῦ ἐπιτρέπει σέ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, κατά τό βαθμό τῆς δεκτικότητας καί τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως, νά βιώσει “τήν κρείτονα” ἀνακαινιστική ἐμπειρία, πού ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί τή θέωσή του.
Τά ἱερά μυστήρια, δηλαδή οἱ μυστηριακές φανερώσεις τῆς ἀέναης ἑνώσεως καί σχέσεως τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, εἶναι τό ἐπίκεντρο, ἡ κεντρική τρόπον τινά μονάδα τῆς σύνδεσης, μέθεξης καί κοινωνίας τοῦ πιστοῦ στίς θεοποιούς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσωπική, ἐνσυνείδητη μετοχή στά ἱερά μυστήρια συνεργεῖ ὁ ἴδιος ὥστε, ἀκολουθώντας τή θεραπευτική μέθοδο καί τά μέσα πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία, νά φθάσει νά γίνει μέτοχος καί κοινωνός τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί νά καταστεῖ “θείας φύσεως κοινωνός”. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἦταν προηγουμένως, οὔτε ἔγινε ἐξαρχῆς μέ τή δημιουργία του κοινωνός αὐτῆς τῆς φύσεως.

3. Ἡ θέωση διά τῆς θείας Εὐχαριστίας

Ὁ ἱερός πατήρ ὡς ἰδιαίτερα μέσα καί διόδους πού ὁδηγοῦν στή θέωση ἀναφέρεται ἐκτενέστερα στά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, τά ὁποῖα, κατ’ αὐτόν, συγκεφαλαιώνουν ὁλόκληρη τή θεία Οἰκονομία καί ἐκ τῶν ὁποίων ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου· “ἐν γάρ τοῖς δυσί τούτοις πᾶσα ἡμῶν ἤρτηται ἡ σωτηρία πάσης τῆς θεανδρικῆς οἰκονομίας, ἐν τοῖς δυσί τούτοις συγκεφαλαιουμένης”. Σέ ὁρισμένη ἐκκλησιαστική κοινότητα ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει τήν ἐν Χριστῷ ζωή του μέ τή μετάνοια καί τό Βάπτισμα καί στή συνέχεια ὡς μέλος τῆς “κοινωνίας τῆς θεώσεως” τρέφεται καί ἀναπτύσσεται μετέχοντας στή θεία Εὐχαριστία.
Στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος κάθε μέλος βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μέ τά ἄλλα μέλη. Γι’ αὐτό στήν Ἐκκλησία ὡς εὐχαριστιακή σύναξη δέν γίνεται δεκτό κανένα εἶδος ἀτομικῆς πνευματικότητας, θεώσεως καί σωτηρίας. 
Ἰδιαιτέρως ἡ σπουδαιότητα τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἔκδηλη στά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ ἀποκαλουμένου θεολόγου τοῦ φωτός. Ἄλλωστε, καί αὐτή ἡ τέλεσή της, ὅπως καί ὅλων τῶν ἄλλων μυστηριακῶν ἐκφάνσεων, δοξολογεῖται καί ὄντως εἶναι μία φωτοδοτική θεοφάνεια. Ἡ θεία Εὐχαριστία προϋποθέτει τό Βάπτισμα, ὁποῖο προσφέρεται στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἐντάξει στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί νά τόν προετοιμάσει νά μετάσχει στήν κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐνῶ τό Βάπτισμα παρέχει στόν ἄνθρωπο τήν κάθαρση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τήν εἴσοδό του στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ θεία Εὐχαριστία ἐπεκτείνει καί κατευθύνει διά ἀσφαλοῦς καί ἐπαληθευμένου τρόπου στό καθ’ ὁμοίωσιν, τήν κατά χάριν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό. Μόλις πού χρειάζεται νά ὑπομνησθεῖ ὅτι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, ἡ θέωση, πού συντελεῖται διά τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀποτελεῖ τήν ὕψιστη μορφή ἐκφράσεως τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς τά δημιουργήματά Του· “Ὁρᾷς ὅτι τό ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς εἰς ἡμᾶς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διά τῆς μεταδόσεως τοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου τούτου γίνεται καί δείκνυται;”.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα συγκροτεῖ καί ἀρχιτεκτονεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ. Εἶναι τό Ἴδιο πού κάνει πράξη τήν “ἀπό τοῦ βαπτίσματος καί πρό τῶν μυστηρίων” γέννηση τοῦ πιστοῦ. Εἶναι ὁ ἄμεσος συντελεστής τῆς ἔνταξης καί συσσωμάτωσης κάθε μιᾶς ἰδιαίτερης ἀνθρώπινης ὕπαρξης στήν Ἐκκλησία, στήν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστός, ὡς “κοινωνήσας ἡμῖν παραπλησίως σαρκός καί αἵματος καί δι’ αὐτῶν ἡμῖν ὁμοιωθείς” γίνεται ὄχι μόνο “ἀδελφός” καί “φίλος” ἀλλά καί “πατήρ καί μήτηρ” τῶν ἀνθρώπων. Καί τοῦτο διότι ὡς πατέρας τούς ἀναγεννᾶ διά τοῦ Βαπτίσματος καί τούς “τρέφει μαστοῖς οἰκείοις, ὡς ὑπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος” ὄχι μόνο διά τοῦ αἵματός του ἀντί τοῦ γάλακτος, ἀλλά καί διά τοῦ σώματος καί διά τοῦ πνεύματός του. Διά τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία εἶναι “πολυειδής καί ἄφατος κοινωνία”, δέν προσκολλώμεθα μόνον, ἀλλά καί ἀνακιρνώμεθα μετά τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί δέν γινόμαστε μόνο ἕνα σῶμα, ἀλλά καί ἕνα πνεῦμα μέ Αὐτόν. 
Σέ διαφορετική περίπτωση ἐλλοχεύει ἕνας σοβαρότατος κίνδυνος, νά ἔχουμε τήν ἀνεξέλεγκτη ἀνάπτυξη σ’ ἕνα θεολογικό οἰκοδόμημα ἤ καί σύστημα, μέ χαρακτηριστικά αὐτονόμησης καί ἐνίοτε ἀπολυτοποίησης ἤ ἀκόμη καί ἰδεολογοποίησης κάποιας θεολογικῆς ἔκφρασης, ὅπως συνέβη στήν περίπτωση τῆς εὐχαριστιακῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς προσωποκεντρικῆς θεολογίας. 
Ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς τό μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, ἀποτελεῖ τήν ἀστείρευτη πηγή ἀπό τήν ὁποία διαρκῶς ἀρδεύεται, τρέφεται καί ἐμπλουτίζεται ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας· “Ὁμοῦ τε γάρ τρεφόμεθα παρ’ αὐτοῦ καί διδασκόμεθα κοινωνεῖν”. Εἶναι ἀληθές ὅτι πρωτίστως καί κυρίως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Χριστός, συμμιγνύοντας ἑαυτόν μ’ ἕναν ἕκαστο ἐκ τῶν πιστῶν, ἑνώνεται καί γίνεται “σύσσωμος” μέ τούς ἀξίους μετέχοντες· “ἑκάστῳ συνανακιρνῶν ἑαυτόν διά τῆς τοῦ ἁγίου σώματος μεταλήψεως, καί σύσσωμος ἡμῖν γίνεται”.
Εἶναι ἀπαραίτητο ἐδῶ νά διασαφηνισθεῖ ὅτι ἡ ἕνωση καί ἀνάκραση τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε ἕναν πιστό, πού συντελεῖται διά τῆς μεταλήψεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, δέν εἶναι ὅμοια μέ τήν ἕνωση (τήν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωση) τοῦ Θεοῦ Λόγου μέ τήν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά καί δέν εἶναι ἠθική ἤ κάποιου ἄλλου εἴδους ἕνωση. Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἑνώνεται πραγματικῶς καί ὄχι ἁπλῶς ἠθικῶς μέ κάθε ἄνθρωπο πού προσέρχεται μέ πίστη σέ αὐτό τό μυστήριο, ἐν τούτοις δέν συνθέτει μέ Αὐτόν μία ὑπόσταση, ὅπως συνέβη μέ τήν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωση τοῦ Λόγου μέ τό ἀνθρώπινο πρόσλημμα. Ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία τοῦ πιστοῦ εἶναι πραγματική “κατ’ ἐνέργειαν καί χάριν” ἕνωση μέ τόν Χριστό. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς τό λόγο ὁ  Χριστός παραμένει πάντοτε ἕνας, ὡς ἔχων “μίαν καί παντάπασιν ἀμέριστον ὑπόστασιν”, ὅμως “χριστοειδεῖς” γίνονται πολλοί. 
Ὅταν ὁ πιστός μετέχει στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἑνώνεται μέ τή θεωθεῖσα σάρκα τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται μέτοχος τῆς αἰωνίου ζωῆς. Διά αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ὁ ἄνθρωπος καθίσταται “σύσσαρκος” καί “σύσσωμος” Χριστοῦ. Ἡ συσσωμάτωση αὐτή δέν εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς μαγικῆς ἤ μηχανιστικῆς διαδικασίας, ἀλλά προσφέρεται ὡς δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο δέχεται καί οἰκειώνεται ὁ ἄνθρωπος προσωπικά καί ἐλεύθερα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ὅσον ἀφορᾶ στή μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνωση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία ὅταν ἑνώθηκε ὑποστατικῶς μέ τή θεία φύση θεώθηκε καί κατέστη πηγή ἁγιασμοῦ, σωτηρίας καί θεώσεως γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Ἐπιπλέον καθώς ὁ πιστός ἑνώνεται διά τῆς κοινωνίας τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέ τόν Χριστό μεταβάλλεται σέ ναό τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ὅπως στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ ὅλο τό πλήρωμα τῆς θεότητος, κατά ἀνάλογο τρόπο καί στούς μετέχοντες στή θεία Εὐχαριστία ἐνοικεῖ ἡ Ἁγία Τριάδα. “Ἀλλ’ ὤ θαύματος οὐδεμίαν ἀπολείποντος ὑπερβολήν”, σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος· “καί αὐταῖς ταῖς ἀνθρωπίναις ὑποστάσεσιν ἑνοῦται” διά τῆς θείας Εὐχαριστίας “καί ναόν τῆς ὅλης θεότητος ἡμᾶς ἀπεργάζεται”. Καί ἐνῶ κατά τή Μεταμόρφωση ὁ Χριστός φώτιζε τούς μαθητές του ἔξωθεν, ὅμως μέ τή θεία Εὐχαριστία εἰσέρχεται στά σώματα τῶν μετεχόντων καί καθώς ἐνυπάρχει ἐντός αὐτῶν τούς φωτίζει καί τούς θεώνει ἔνδοθεν. 
Γι’ αὐτό καμία ἁγιοπνευματική βιωματική κατάσταση δέν εἶναι νοητό νά ἑρμηνευθεῖ ὀρθῶς, ἐάν δέν ἔχει ὡς σταθερή βάση της τήν ἄκτιστη χάρη τῶν ἱερῶν μυστηρίων, πρωτίστως τῆς θείας Εὐχαριστίας, καθώς καί ὁλόκληρο τό θεολογικό, ἱστορικό, ἱεραρχικό, ἀσκητικό καί μυσταγωγικό πλαίσιο τῆς ζωῆς καί λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἐντός τῆς ὁποίας τελοῦνται αὐτά ἐγκύρως.
Ἡ μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν Εὐχαριστία, μέ τίς ἀπαραίτητες πνευματικές προϋποθέσεις, συνδέεται ἀληθινά καί ἄμεσα μέ τή θέωσή του, εἶναι μεθεκτική ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ θεία ζωή “τῶν θεοπρεπῶς ζώντων” μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγματώνεται πνευματικῶς, διά τῆς μετοχῆς τους στή “ζωή τοῦ Πνεύματος”, πού εἶναι “τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας”. Στήν πνευματολογική αὐτή θεμελίωση, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται καί ὄντως εἶναι ἀληθινή, γιατί ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία ἐμπεριέχει πλήρως “πᾶσαν τήν ἀλήθειαν”. Ἡ ἀλήθεια εἶναι τόσο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὅσο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Συνεπῶς, ἀληθινή ζωή σημαίνει ζωή ἐντός τῆς ἀληθείας καί κοινωνίας τῶν πιστῶν μέ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς “οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί”, διαβεβαιώνει μέ κατηγορηματικό τρόπο ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς Θεςσαλονίκης κατά τόν ΙΔ΄ αἰῶνα.

4. Ἡ Ἐκκλησία ὡς “κοινωνία θεώσεως”

Στό θεολογικό αὐτό πλαίσιο ὁ ἱερός πατήρ τήν κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἐντός τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας  χαρακτηρίζει ὡς “κοινωνία τῆς θεώσεως”. Ἡ ζῶσα καί δυναμική αὐτή πραγματικότητα συνιστᾶ τήν ἰδιαίτερη ταυτότητα, τό σημαῖνον γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δέ τρόπος ζωῆς τόν ὁποῖο προτείνει συνεπάγεται ἀφενός σύνδεσμο καί συνταύτιση μέ τήν ἀλήθειά της καί ἀφετέρου μετοχή καί κοινωνία στά θεωτικά της μυστήρια μέ κεντρικό ἄξονα τή θεία Εὐχαριστία.
Στό πλαίσιο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία περιγράφεται ὡς “κοινωνίας τῆς θεώσεως” προσφέρονται ὄχι μόνο ὁ τρόπος καί τά μέσα ἀλλά καί ὁ κατάλληλος χῶρος πραγμάτωσης καί φανέρωσης αὐτῆς τῆς κοινωνίας. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία κάνει δυνατή τήν ἕνωση καί κοινωνία Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς γιατί εἶναι μία θεανθρώπινη κοινωνία καί λειτουργεῖ ὡς “κοινωνία τῆς θεώσεως”. Ἀντιστρόφως, ὅταν “ἡ Ἐκκλησία παύει νά λειτουργεῖ ὡς “κοινωνία τῆς θεώσεως”, παύει νά λειτουργεῖ καί ὡς Ἐκκλησία”.
Σέ κάθε ἐποχή ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ ἐναγωνίως νά σωθεῖ, νά ἐλευθερωθεῖ  ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο καί ἐν τέλει νά θεωθεῖ. Αὐτό ἀκριβῶς πραγματοποιεῖται μέ προσωπική μετοχή, μέ τήν ἀνάκραση τοῦ πιστοῦ στήν ἄκτιστη θεία ζωή, πού παρέχεται στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὡς “κοινωνίας τῆς θεώσεως”. Αὐτή ἡ κοινωνία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐντός τῆς ὁποίας ἡ κατά φύση ζωή, ὁ τρόπος τοῦ ἀληθῶς ζεῖν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀκριβῶς “ἡ ζωή κατά μίμηση τῆς τριαδικῆς ζωῆς”. Ἡ βάση αὐτῆς τῆς ζωῆς καί τῆς σχέσης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μυστηριακή, εὐχαριστιακή. Γι’ αὐτό ἡ θεία Εὐχαριστία καί γενικῶς τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὡς “κοινωνίας τῆς θεώσεως” εἶναι τά μέσα, οἱ δίοδοι, τά σημεῖα ἐπαφῆς καί κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν μελῶν τοῦ σώματός του ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Δι’ αὐτῶν μετοχετεύεται ἡ ἄκτιστη χάρη στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι μέ τή συνεργία τους ἀθλοῦνται γιά νά διέλθουν ὅλα τά στάδια τῆς ἐν Χριστῷ ἐνηλικιώσεως μέχρι νά φθάσουν “εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ”, πραγματικότητα ἡ ὁποία κατά περιεχόμενο ταυτίζεται μέ τήν κατά χάριν θέωση.
Σέ ἀντίθεση μέ τήν προτεσταντικοῦ τύπου ἀτομική σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ Ἐκκλησία προτείνει μία ἄλλη σχέση πού δημιουργεῖ ἡ κοινωνία προσώπων. Οἱ πιστοί στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γίνονται δέκτες καί κοινωνοί τοῦ μεγέθους τῆς θείας ἀγάπης, τήν ὁποία “ἐκχέει πλουσίως ὁ Θεός” καί ζοῦν ὡς μέλη τῆς “κοινωνίας τῆς θεώσεως”. Κυρίως στή θεία Εὐχαριστία οἱ μετέχοντες ἀνακαινίζονται καί θεώνονται ὡς σύσσωμοι καί σύναιμοι μέ τόν Χριστό καί πραγματώνουν τήν “κοινωνία τῆς θεώσεως”. Ἔτσι φανερώνουν τήν κοινωνία τῶν θεουμένων μελῶν τοῦ σώματος, ἐντός τοῦ ὁποίου οἱ πολλοί πιστοί γίνονται ἕνας καί ὁ Ἕνας ὑπάρχει στούς πολλούς. Στήν περίπτωση τοῦ θεωθέντος ἀνθρώπου αὐτός λαμβάνει χάρη καί δύναμη “ἐκ τοῦ πληρώματος” τῆς χάριτος τοῦ θεωθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό πλήρωμα τῆς χάριτος πού κατοικεῖ σωματικά στόν Χριστό γίνεται ἡ ζωοποιός δύναμη τῆς καινῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς “κοινωνίας τῆς θεώσεως”.
Ἡ μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ μέθεξη τῆς θεώσεως δέν εἶναι ἕνα θεωρητικό ἰδεολόγημα, οὔτε ἀτομιστικό, ὑποκειμενικό καί μηχανιστικό ἐπίτευγμα ἤ μαγικό κατόρθωμα, ἀλλά ἀληθινό, ἐκκλησιολογικό γεγονός, ἰδιαίτερη δωρεά καί εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους, φανέρωση στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς “κοινωνίας τῆς θεώσεως”.
Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι κοινωνία ἀνθρώπων, τῶν πρός τόν ἁγιασμό καί τή θέωση πορευομένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὡς κοινωνία ἀνθρώπων εἶναι κοινωνία ἀγάπης κατ’ εἰκόνα καί μετοχή τῆς Τριαδικῆς θεότητας. Ἐξάλλου, ὁ Θεός, στή ζωή τοῦ ὁποίου μετέχει ὁ θεούμενος ἄνθρωπος, δέν εἶναι μονάδα, ἀλλά Τριάδα προσώπων. Στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος κάθε μέλος βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί μέ τά ἄλλα μέλη. Γι’ αὐτό στήν Ἐκκλησία ὡς εὐχαριστιακή σύναξη δέν γίνεται δεκτό κανένα εἶδος ἀτομικῆς πνευματικότητας, θεώσεως καί σωτηρίας.
Ἡ θέωση ἑνός μέλους τῆς Ἐκκλησίας πραγματώνεται πάντοτε σέ κοινωνία καί σχέση ἀγάπης μέ τά ἄλλα μέλη της καί ἀσφαλῶς μέ τή συμβολή ἐμπείρου πνευματικοῦ πατρός. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι “ἀναγκαῖον ἕκαστος πνευματικόν ἔχειν πατέρα, καί προσιέναι τούτῳ μετά πίστεως”. Αὐτός μυσταγωγεῖ μέ τά μυστήρια καί τό λόγο τή γέννηση, τήν αὔξηση καί πνευματική ὡρίμανση τῶν πνευματικῶν του τέκνων, στά ὁποῖα προσφέρει “πνευματικήν ἰατρείαν” καί τά χειραγωγεῖ ὀρθῶς στόν προορισμό τους πού καταλήγει στή θέωση. Ὅταν, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ κατ’ αὐτό τόν τρόπο, τότε ὁλόκληρη ὡς κοινωνία θεουμένων ἀνθρώπων, ἀλλά καί κάθε πιστός, εἰκονίζει τόν ἕνα Τριαδικό Θεό.
Στό ἀνωτέρω ἐκκλησιολογικό, μυσταγωγικό καί ἀσκητικό περίγραμμα ἑρμηνεύεται ἀκριβέστερα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄντως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας “κοινωνία τῆς θεώσεως”. Γι’ αὐτό πνευματικές καταστάσεις καί χαρισματικές δωρεές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ θέα τοῦ θείου φωτός, ἡ κατά χάριν θέωση τοῦ πιστοῦ, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, “μέ κανέναν τρόπο δέν μπορεῖ νά ἀπομονωθοῦν ἀπό τή συνολική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τή μυστηριακή, τή λειτουργική καί τήν ἔμπρακτη σέ ὅλα τά ἐπίπεδα”.

5. Συνέπειες τῆς θεώσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας

Ἀπό τά ἀνωτέρω καθίσταται προφανές ὅτι, τό μυστήριο τῆς κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ θέωση δέν ἀποτελεῖ ἀτομική ὑπόθεση ἤ κατόρθωμα δεξιοτήτων, ἀλλά ἐκκλησιολογικό γεγονός, τό ὁποῖο ἀντανακλᾶ σέ ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκριβέστερα σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἐκπλήρωσης τῆν ἁγίων ἐντολῶν διαφυλάσσει ἐντός του “ἀμείωτον τήν χάριν τοῦ Θεοῦ” καί “ἐπιτυγχάνει” τήν κατά χάρη θέωσή του, ἀναδεικνύεται ὄντως “νέος ἄνθρωπος”. Γι’ αὐτό καί ἡ ἕνωσή του μέ τόν Θεό τόν ὁδηγεῖ στό νά “θέλει ὅλοι νά σωθοῦν, ὅλοι νά γευθοῦν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ”.
Ἡ ἀληθινή ζωή συνδέεται μέ τήν εὐχαριστιακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τή σώζουσα ἀλήθεια, πού αὐτή κομίζει καί μέ τόν τρόπο καί τά μέσα, πού αὐτή προσφέρει γιά τήν πραγμάτωσή της. Οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ κοινωνία, ἡ μέθεξη τῆς θεώσεως οἰκειώνονται ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο προσωπικά, κατά τό μέτρο τῆς δεκτικότητάς του καί τῆς πνευματικῆς του ἐνηλικίωσης. Ἐν πρώτοις γίνονται γιά τόν ἴδιο προσωπική βιωματική ἐμπειρία μέ τήν διά Πνεύματος Ἁγίου ζωή του μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, κάθε ἐπιμέρους προσωπική ἁγιοπνευματική ἐμπειρία, ὅπως αὐτή τῆς θεώσεως κοινωνεῖται, καί ὅταν ἐπαληθεύεται καί ἀναγνωρίζεται στή συνταύτισή της μέ τήν καθολικότητα καί πληρότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ φρονήματος τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί Πατέρων καί ὅλων ἐκείνων διά τῶν ὁποίων “τό ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται”, τότε μόνον ἀναγνωρίζεται ὡς αὐθεντική ἐκκλησιαστική ἐμπειρία.
Ἡ θέωση, ὡς καρπός τῆς ἐν Πνεύματι τελειώσεως τοῦ πιστοῦ ὡς ὀργανικοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ δυνατότητα κοινωνίας καί μέθεξης σέ αὐτήν ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ χαρισματική αὐτή πραγματικότητα εἶναι ἄκτιστη δωρεά τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐλογία καί “δώρημα τέλειον ἄνωθεν” καταβαῖνον γιά ὅλους, τό ὁποῖο ὅμως κάθε ἕνας λαμβάνει “κατά τήν ἀναλογίαν τῆς μεθέξεως” καί κατά τή βαθμίδα πού βρίσκεται στήν πνευματική κλίμακα. Συγχρόνως, ἡ θεοποιός ἐνέργεια καί χάρη τήν ὁποία λαμβάνουν καί μετέχουν οἱ παθόντες τά θεῖα καί οἱ ἔμπειροι τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, συνιστᾶ γεγονός κοινωνίας, καθώς μεταδίδεται δι’ αὐτῶν εἰς ἄλλους καί πάλιν εἰς ἄλλους καί ἔτσι προχωρεῖ διαδοχικῶς ἐπεκτεινόμενη σέ ὅλο τό χρόνο καί ὅλο τόν κόσμο. Ἡ ἁγιοπνευματική χάρη γίνεται “διαδόσιμος... καί χωρεῖ κατά διαδοχήν τῷ παντί χρόνῳ συμπαρατείνουσα” τήν πορεία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία.
Ἐκεῖνο πού ἔχει ἄμεσο σωτηριολογικό ἐνδιαφέρον γιά κάθε ἄνθρωπο εἶναι ὅτι ὅσα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μποροῦν νά οἰκειωθοῦν καί νά πραγματωθοῦν ἀπό αὐτόν, μέ συγκεκριμένο τρόπο στή λειτουργική της ζωή, διά τοῦ ἐμπλουτισμοῦ του μέ τήν ἄκτιστη θεοποιό χάρη τῶν ἱερῶν της μυστηρίων.
Λαμβάνοντας ὑπόψη τά ἀνωτέρω, κατανοεῖται εὐχερέστερα τό ἐκκλησιοκεντρικό περίγραμμα μέθεξης ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό καμία ἁγιοπνευματική βιωματική κατάσταση δέν εἶναι νοητό νά ἑρμηνευθεῖ ὀρθῶς, ἐάν δέν ἔχει ὡς σταθερή βάση της τήν ἄκτιστη χάρη τῶν ἱερῶν μυστηρίων, πρωτίστως τῆς θείας Εὐχαριστίας, καθώς καί ὁλόκληρο τό θεολογικό, ἱστορικό, ἱεραρχικό, ἀσκητικό καί μυσταγωγικό πλαίσιο τῆς ζωῆς καί λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἐντός τῆς ὁποίας τελοῦνται αὐτά ἐγκύρως.
Σέ διαφορετική περίπτωση ἐλλοχεύει ἕνας σοβαρότατος κίνδυνος, νά ἔχουμε τήν ἀνεξέλεγκτη ἀνάπτυξη σ’ ἕνα θεολογικό οἰκοδόμημα ἤ καί σύστημα, μέ χαρακτηριστικά αὐτονόμησης καί ἐνίοτε ἀπολυτοποίησης ἤ ἀκόμη καί ἰδεολογοποίησης κάποιας θεολογικῆς ἔκφρασης, ὅπως συνέβη στήν περίπτωση τῆς εὐχαριστιακῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς προσωποκεντρικῆς θεολογίας. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς σέ κάθε περίπτωση κρίνεται ἀπαραίτητο νά λειτουργεῖ, κατά τή γνωστή ἔκφραση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, ὁ κριτικός ἔλεγχος τῶν ἐφαρμογῶν τῆς θεολογίας.
Μέ τή μετοχή τῶν πιστῶν στή θεία Εὐχαριστία καί τή δική τους συνεργιακή συνδρομή, μέ τόν ἀδιάλειπτο ἀγώνα κατά τῶν παθῶν καί τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων, μέ τή συνεχή ἄθληση, τή νηπτική ἐγρήγορση, μέ τήν ἐπίπονη ἐργασία καί φύλαξη τῶν θείων ἐντολῶν, ὁ Θεός “κοινωνεῖ τοῖς ἀξίοις ἀπορρήτως” καί αὐτοί ἔχουν τή δυνατότητα νά μετέχουν στή θεία ζωή, νά φθάσουν νά γίνουν κατά χάριν “θεοί, χωρίς τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος”. Ἔτσι ὁ ἀπρόσιτος καί ἀκατάληπτος Θεός, ἐνῶ “ὅλος μένει ἐν ἑαυτῷ”, ὅταν ἑνώνεται μέ τόν ἄνθρωπο, οἰκεῖ ταυτοχρόνως “ὁλικῶς ἐν ἡμῖν”. Ὅμως, ἀκόμη καί στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ὁ πιστός δέν ἐπιτρέπεται νά ἐπαναπαυθεῖ ἤ νά ὀλιγωρήσει, γιατί αὐτή δέν εἶναι μία μόνιμη καί ἀμετάπτωτη κατάσταση, ἀλλά ὀφείλει νά ἀγωνίζεται διαρκῶς καί ἐπιμόνως γιά νά τή διατηρήσει καί νά τήν ἐπαυξήσει ἀνερχόμενος ὅλο καί περισσότερο στήν πνευματική κλίμακα. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ  μέθεξη τῆς θεοποιοῦ ἐνέργειας διά τῆς κοινωνίας τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀντανακλᾶ καί νά ἐπεκτείνεται. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀκολουθώντας ἐπ’ αὐτοῦ τόν ἱερό Χρυσόστομο προτρέπει τούς ἀκροατές του: “μή οὖν τοῦ αἵματος τῆς τοῦ Χριστοῦ διαθήκης μεταλαμβάνοντες ἀβέβαιον ταύτην διά τῶν ἔργων ποιήσωμεν”.
Στήν εὐχαριστιακή ζωή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας οἱ θεῖες ἐνέργειες καρποφοροῦν στόν μετέχοντα καί δι’ αὐτοῦ σέ ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στό ὁποῖο ἐπιδροῦν ἀνακαινιστικά. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ ἁγιοπνευματικές δωρεές μεταδίδονται, κοινωνοῦνται, δηλαδή ἔχουν εὐεργετικό ἀντίκτυπο σέ ὅλους καί οἰκοδομοῦν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως σημειώνει, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ἄνθρωπος πού μετέχει στή θεία Εὐχαριστία φωτίζεται ἀπό τό ἄκτιστο φῶς καί ἀγκαλιάζει μέσα του, περιχωρεῖ κατά κάποιο τρόπο, ὁλόκληρη τήν κτίση καί ἀποκτᾶ τήν τέλεια ἀγάπη. Ἡ θεανθρώπινη ζωή τοῦ Χριστοῦ φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά περιχωρεῖ στή ζωή τῶν ἁγίων. Στήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία καί στήν πραγματικότητα τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, “ὅλος ὁ Θεός περιχωρεῖ σέ ὅλους τούς ἀξίους, σέ ὅλον δέ τόν Θεό περιχωροῦν ὅλοι οἱ ἅγιοι ὁλικά, ἔχοντας προσλάβει ἀντί τόν ἑαυτό τους ὅλο τόν Θεό”. 

6. Τελείωση τῆς θεώσεως

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἑρμηνεύοντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο, συμπληρώνει ὅτι ἡ διά τῆς θείας Εὐχαριστίας θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὅραση τοῦ Χριστοῦ “ἐν τῇ ἀκτίστῳ αὐτοῦ δόξῃ”, εἶναι δυνατή ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ὄχι ὅμως “πρόσωπον πρός πρόσωπον”, παρά μόνο “δι’ ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι”. Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι κοινωνία τῶν ἐσχάτων, καθώς αὐτή ὄχι μόνο ἔχει ἐσχατολογική σημασία ἀλλά πληροῦται καί τελειοῦται στά ἔσχατα. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ἐσχατολογικός χαρακτήρας τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ ὁποῖος εἶναι κοινός τόπος σέ ὁλόκληρη τήν πατερική θεολογία, ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα στήν περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἡ θέωση ὡς κοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ κάθε ἕναν πιστό γίνεται συγκεκριμένη πράξη ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀπό αὐτή τή ζωή διά τῆς ἐνσυνειδήτου μετοχῆς του στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, διά τῆς θείας Εὐχαριστίας, δέν ἀποτελεῖ ἐσχατολογική προσδοκία ἤ μόνο μελλοντική δωρεά, ἀλλά εἶναι ζῶσα κατάσταση καί ἐμπειρική πραγματικότητα τῆς παρούσας ζωῆς. Ὅταν ὁ πιστός κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων λαμβάνει τόν ἀρραβῶνα “τῆς ἀπορρήτου κοινωνίας” μετά τοῦ Χριστοῦ κατά τό μέλλοντα αἰῶνα. Καί ἐνῶ ὁ πιστός ζεῖ καί πολιτεύεται ἐντός τοῦ παρόντος κόσμου, εἶναι συνάμα μέτοχος μιᾶς “ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου” καί πολίτης τῆς ζωῆς  τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἡ κατάσταση τῆς θεώσεως δέν ἔχει χαρακτήρα στατικό ἀλλά ἐσχατολογικό καί ἡ ἐμπειρία της στά ὅρια τῆς ἱστορίας καί ἐντός τοῦ εὐχαριστιακοῦ πλαισίου μοιάζει μέ “ἀρραβῶνά τε καί προοίμιον”. Ἡ φανέρωσή της στήν πληρότητα καί τελειότητά της ἀναμένεται στήν ὀγδόη ἡμέρα, στήν “ἀδιάδοχο καί ἀνέσπερο ἡμέρα” τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. “Οὐκ ἐπ’ ἄπειρον οἱ ἅγιοι κατά τήν θεοπτίαν ἐπί τοῦ μέλλοντος προκόψουσιν αἰῶνος;” ἐρωτᾶ ὁ ἱερός πατήρ καί σπεύδει νά ἀπαντήσει ὁ ἴδιος, ὅτι οἱ θεούμενοι μετέχοντες καί κοινωνοῦντες τῆς θείας χάριτος καί καθιστάμενοι διά αὐτῆς τῆς μετοχῆς συνεχῶς καί ὅλο καί περισσότερο “χωρητικοί” τῆς θείας δόξας θά δέχονται διαρκῶς χάριν ἀντί χάριτος ἀπό τόν ἄπειρο καί ἀστείρευτο χορηγό αὐτῆς, τόν Θεό· “Παντί που δῆλον ὡς ἐπ’ ἄπειρον... πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν, ἀλλ’ οὐ τελεώτατον προσθήκην οὐκ ἐπιδέχεται”.

Συμπεράσματα

Ἀπ’ ὅσα προελέχθησαν προκύπτουν τά ἑξῆς συμπεράσματα:
1. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς αὐθεντικός φορέας τῆς ζώσας πίστεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἄκουσε τό ρυθμό τῆς καρδιᾶς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Γι’ αὐτό μέ τή θεολογία του ὄχι μόνο δέν ἔχασε ἀλλά ἀκολούθησε τήν ὁδό, πού ὁδηγοῦσε σέ αὐτήν τήν καρδιά. Σέ μία κρίσιμη ἐποχή, μέ τούς ἀγῶνες του ὑπεραμύνθηκε καί ἀποτύπωσε στά συγγράμματά του μέ πληρότητα καί ἀκρίβεια τή δυνατότητα, τόν τρόπο και τά μέσα τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας, μέθεξης καί κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τῶν προϋποθέσεων αὐτῆς διά τῆς θείας Εὐχαριστίας στή ζωή τῆς ἘΚΚΛΗΣΙΑ
2. Ἡ θεολογική θεμελίωση τῆς θεώσεως στηρίζεται καί τεκμηριώνεται πληρέστατα σέ στερεό τριαδοκεντρικό ὑπόβαθρο, τό ὁποῖο ἀναμφιβόλως εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένο μέ τή διδασκαλία περί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης, μέ τίς θεολογικές του συνέπειες καί ἐφαρμογές καί τή σωτηριολογική του σημασία γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθώς καί ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ προσωπική οἰκείωση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ στή ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι ὁρισμένες μόνο θεολογικές πτυχές, πού πιστοποιοῦν καί ἀναδεικνύουν τήν ὑπάρχουσα λειτουργική συνύπαρξη, τήν ἄρρηκτη συναρμογή καί ἑνότητα τῆς διδασκαλίας περί Χριστοῦ μέ αὐτήν περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί φανερώνουν τήν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία τῆς θεώσεως καί ἐν ταυτῷ τόν ἀσφαλή καί ἐπαληθευμένο τρόπο θεώσεως τοῦ πιστοῦ διά τῆς Εὐχαριστίας.
3. Ἡ μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ μέθεξη τῆς θεώσεως δέν εἶναι ἕνα θεωρητικό ἰδεολόγημα, οὔτε ἀτομιστικό, ὑποκειμενικό καί μηχανιστικό ἐπίτευγμα ἤ μαγικό κατόρθωμα, ἀλλά ἀληθινό, ἐκκλησιολογικό γεγονός, ἰδιαίτερη δωρεά καί εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους, φανέρωση στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς “κοινωνίας τῆς θεώσεως”. Αὐτή γίνεται συγκεκριμένη πράξη γιά κάθε πιστό μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐντός τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς συνειδητῆς μετοχῆς τῶν μελῶν της στά θεωτικά της μυστήρια καί κυρίως στή θεία Εὐχαριστία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινη κοινωνία, ὡς προσευχομένη κοινότητα, μέ τή λειτουργική της ζωή, τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική μέθοδο καί γενικῶς τήν ἐν Χριστῷ ζωή τῶν μελῶν της, καθώς καί ἡ ἐκκλησιοκεντρική ἑρμηνεία τῶν ἁγιοπνευματικῶν καταστάσεων πού βιώνουν οἱ πιστοί, προσφέρουν τίς κατάλληλες θεολογικές προϋποθέσεις καί τά ἑρμηνευτικά κλειδιά τῆς περί θεώσεως διδασκαλίας τοῦ μεγάλου θεολόγου καί συμπολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης κατά τόν ΙΔ΄ αἰῶνα.
Ὅταν ὅλα αὐτά συνδέονται ὀργανικά, συνυπάρχουν ἰσόρροπα καί συλλειτουργοῦν ἁρμονικά καί βεβαίως μέ τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς καί πλήρους θεολογικῆς θεμελίωσης, τότε ἡ Ἐκκλησία διά τῆς θείας Εὐχαριστίας λειτουργεῖ καί ὄντως εἶναι “κοινωνία τῆς θεώσεως”. Ἡ θέση αὐτή συνιστᾶ τήν πεμπτουσία τῆς Ἐκκλησιολογίας τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ πλήρης θεολογική σημασιοδότηση καί ἡ ἀκριβέστερη ἑρμηνεία της, συνάμα δέ καί ἡ ἐπικαιρότητά της, ὀφείλει, ἀναντιρρήτως, τά μέγιστα στή διδασκαλία τοῦ μεγάλου θεολόγου τῆς Εὐχαριστίας, τοῦ δικαίως ἀποκληθέντος “νέου Χρυσοστόμου”, ἑνός αὐθεντικοῦ ἐκκλησιολόγου πατρός τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Πολύ καλός καθηγητής και δογματολογος που δεν ξεφεύγει από την ορθόδοξη παράδοση. Να τον έχει καλά ο Θεός.