Συνέχεια από
Παρασκευή, 12 Σεπτεμβρίου 2014
HANS – GEORG GADAMER
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ
ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Συνίσταται ακριβώς σ’ αυτό το σωκρατικό παράδοξο (Paradox) της γνώσης τής αρετής, να
δείξη πως ο ‘κανονισμένος’ κόσμος τής παράδοσης έχει ανάγκη να ‘λογοδοτήση’,
αλλά δεν είναι ικανός γι’ αυτό, και πως το νέο αίτημα της παιδείας δεν είναι
στ’ αλήθεια παρά μια τέχνη (Techne) τής επιτυχίας. Πρόκειται για μια λανθασμένη εντύπωση γνώσης, σαν να
υπάρχη εδώ πράγματι μια γνώση, που θα μπορούσε να θεμελιώση μάλιστα την
αυτονόητη συνέχιση του ‘κανονισμένου’ κόσμου (του κόσμου των κανόνων…). Κι αυτό
αποκαλύπτεται, όπως είδαμε, γελοιογραφώντας μια τεχνική γνώση ζωής στον
‘Πρωταγόρα’, που θα την αποτελούσε η γνώση για τη μεγαλύτερη δυνατή ηδονή (μετρητική τέχνη). Φανερώνεται όμως
προπάντων με το παράδοξο, ότι η αρετή δεν είναι, παρ’ όλο το αίτημα να τη
γνωρίσουμε, διδακτή.
Βλέπουμε λοιπόν, με πόσο τέχνη συνθέτει ο Πλάτων τον
‘Πρωταγόρα’ και τί δύναμη έκφρασης υπάρχει ήδη στη δραματική και μόνο
σκηνοθεσία: η αντιπαράθεση, στην οποία θέτει τον Σωκράτη του απέναντι στους
περίφημους σοφιστές τού καιρού του (τον Πρωταγόρα, τον Γοργία, τον Ιππία, τον
Θρασύμαχο) ο Πλάτων, φαίνεται να είναι η πιο ιδιαίτερη επινόηση του συγγραφέα,
που αποσκοπεί στο να αποσοβήση τη μοιραία εξίσωση του Σωκράτη με τους σοφιστές,
στην οποία και στηρίχθηκε η τραγική καταδίκη τού ‘δασκάλου’ του. Ο Ξενοφών
περιγράφει μια και μοναδική παρόμοια ‘σύζευξη’ με έναν σοφιστή, εκείνη με τον Ιππία
(Απομν. Δ 4), η οποία όμως και τίθεται εντελώς διαφορετικά: Ο σοφιστής γνωρίζει
καλά τον Σωκράτη – και παραπονιέται, πως είναι πάντοτε ίδιοι οι λόγοι του,
χωρίς να υπάρχη ποτέ κάποια θετική απάντηση εκ μέρους του (το θέμα τού
Κλειτόφωνου). Γι’ αυτό και επιμένει ο Ιππίας, ότι πρέπει να εκφρασθή επιτέλους
μια φορά θετικά περί τού δικαίου και
ο ίδιος ο Σωκράτης. Αυτό όμως το οποίο λέει με το στόμα τού Σωκράτη ο Ξενοφών,
αναφέρεται ελάχιστα σε κάποια δική του προσωπική ανάμνηση. Είναι μάλιστα εξαιρετικά τετριμμένη και
‘διαμπερής’ η ‘απολογία’. Το ότι δεν είχε ποτέ του αδικήσει ο ίδιος ο Σωκράτης,
αυτό το εξέφρασε μπροστά στους δικαστές του, και τον ‘αφήνει’ να το πη και τώρα
ο Πλάτων. Εκείνο όμως το οποίο
‘επιτρέπει’ να πη στον Σωκράτη για το ίδιο το δίκαιο ο Ξενοφών, ακόμα και το ότι είναι το νόμιμον, αλλά και όσα λέει για τους άγραφους νόμους και για να δικαιολογήση την απαγόρευση της
αιμομιξίας καθώς και για τους θεούς, είναι άχρωμα και ‘αφήνει’ να συμφωνήση
εξίσου άχρωμα τον σοφιστικό συνομιλητή, όπως το κάνουν άλλωστε και όλοι οι
υπόλοιποι συνομιλητές (του Σωκράτη…) στα ‘Απομνημονεύματα’. Εντελώς εξωτερική είναι στο μεταξύ και η άλλη
συνομιλία τού Σωκράτη μ’ έναν σοφιστή, που βρίσκουμε στον Ξενοφώντα: με τον
Αντίφωνα (Απομν. Α 6). Και δεν μοιάζουν εν πάση περιπτώσει καθόλου με τους
μεγάλους ‘σοφιστικούς’ διαλόγους τού Πλάτωνα αυτές οι απλοϊκές απολογητικές
αντιπαραθέσεις.
Ο Πλάτων αντιπαραθέτει αντίθετα στον ‘Πρωταγόρα’ τη
σοφιστική ψευδο-γνώση και το αίτημα της διδαχής της, απλώς και μόνο στο
σωκρατικό αίτημα για γνώση, και το ‘πολύτιμο’ αποτέλεσμα, στο οποίο και σταματά
ο διάλογος, είναι ότι ο Σωκράτης υποχρεώνει τους σοφιστές να συμφωνήσουν , πως
είναι μεν γνώση η αρετή, αμφισβητώντας όμως απ’ τη μεριά του τη δυνατότητα να
διδαχθή. Αν εννοούσε ωστόσο πραγματικά τον χαρακτήρα αυτής τής γνώσης με την
έννοια της τέχνης ο Σωκράτης, θα υποστήριζε και τη δυνατότητα διδαχής της. Για
τί είδους γνώση πρόκειται λοιπόν εδώ, που δεν μπορεί ολοφάνερα να διδαχθή; Αυτό
είναι το ερώτημα που πρέπει να θέση ο αναγνώστης (τού Πλάτωνα…). Και πρέπει να
αποσαφηνίση εν πάση περιπτώσει ο αναγνώστης τού ‘Πρωταγόρα’, πως η γνώση και η
‘λογοδοσία’ που αναζητά ο Σωκράτης, δεν έχει σε τίποτα να κάνη με τη σοφιστική τέχνη τής σκέψης. Κάτι που γίνεται
μάλιστα απ’ την πρώτη στιγμή σαφές, καθώς η αμφιβολία στη ‘διδακτότητα’ της
αρετής κυριαρχεί εξαρχής σ’ ολόκληρον τον διάλογο, καί είναι εμφανής ήδη στο ‘υπόστρωμα’
της εισαγωγικής σκηνής. Και πρόκειται τελικά για τη λογική εκείνη αιχμή τής
διαλογικής επινόησης, με την οποίαν και ‘κλείνει’ ο Πλάτων με ένα ‘κωμωδιακό’
τέλος τον ‘Πρωταγόρα’: ο γνωστικός χαρακτήρας τής αρετής δεν μπορεί να είναι
εκείνος τής τέχνης, και ούτε βέβαια εκείνος τής εξυμνούμενης ως τέχνης,
καινούργιας παιδείας.
Το πόσο ανεπαρκής είναι η έννοια της τέχνης στο να
διασαφηνίση τη γνώση τού Αγαθού και την ουσία τής αρετής, θα μπορούσε να
αποδειχθή με ολόκληρη τη σειρά τών σωκρατικών διαλόγων, που τελειώνουν όλοι με
μιαν αρνητική κατάληξη. Μιαν ιδιαίτερα κεντρική όμως θέση καταλαμβάνει εδώ ο
‘Μένων’, που προχωράει το θέμα ένα βήμα παραπέρα. Αυτός ο διάλογος ασχολείται
κατ’ αρχάς με το ίδιο πρόβλημα όπως ο ‘Πρωταγόρας’, δηλ. με τη ‘διδακτότητα’,
και επαναλαμβάνει κατά βάσιν το παράδοξο, στο οποίο και εμπλέκεται το αίτημα
‘λογοδοσίας’ τής αρετής, το παράδοξο δηλ., ότι αυτό το αίτημα θα έπρεπε να
συνεπάγεται και τη διδακτότητά της. ‘Αποτυγχάνει’ όμως πάλι αυτό το αίτημα
γνώσης, στα δεδομένα τής ηθικής και πολιτικής εμπειρίας. Οι γυιοί μεγάλων
ανδρών, που έχουν λάβει βέβαια κάθε δυνατή διαπαιδαγώγηση, αποτελούν συχνά
δυσάρεστες απογοητεύσεις. Πρέπει να υπάρχη λοιπόν κάτι άλλο το καθοριστικό εδώ,
απ’ τη γνώση – και ο Πλάτων το ονομάζει θεία
μοίρα, κάτι που το ‘επιδικάζει’ ο θεός.
Υπάρχει εδώ ένας πραγματικός ‘σταυρός’ για την
παραδοσιακή ερμηνεία στον Πλάτωνα. Γιατί μοιάζει με ημίμετρο το να ‘μετριάζη’
κανείς το ‘αδυσώπητο’ σωκρατικό αίτημα ‘λογοδοσίας’, εμφανίζοντας μια ‘θεϊκή
μοίρα’ στη θέση του. Ερμηνευτές με λεπτό αίσθημα βλέπουν αντίθετα μιαν αναφορά
εδώ στον μοναδικό αληθινό δάσκαλο της αρετής, που είναι ο ίδιος ο Σωκράτης. Και
είναι σίγουρα σωστό, ότι τελειώνει ολόκληρος ο ‘αποτυχημένος’ διάλογος με τον
Μένωνα, υπαινισσόμενος τον Σωκράτη ως τον πραγματικό και μοναδικό δάσκαλο. Δεν
θα εκτιμήσουμε όμως τα πράγματα σωστά, αν δεν αναγνωρίσουμε ταυτόχρονα και κάτι
το γενικό που υπάρχει εκεί. Δεν ιεροποιείται δηλ. ο χαρισματικός Σωκράτης, παρ’ όλο που στα μάτια τού
Πλάτωνα ο Σωκράτης υπήρξε σίγουρα (και…) ‘ιερός’. Πρόκειται όμως περισσότερο
για την υπέρβαση της λανθασμένης έννοιας περί διδαχής τής γνώσης, που κυριαρχεί
τόσο στον νεαρό Μένωνα όσο και στον ‘δάσκαλό’ του Γοργία. Γιατί στον Γοργία
χρησιμεύει η αναφορά στη ‘θεϊκή μοίρα’.
Σ’ αυτήν την εργασία είναι αφιερωμένος ολόκληρος ο
διάλογος με τον Μένωνα. Και δεν χρειάζεται παρά να αναρωτηθούμε μαζί με τον
Πλάτωνα: ποιος ήταν ο Σωκράτης και τί ήταν η γνώση του; Καθώς ‘κήρυξε’ ακριβώς
τη γνώση τής άγνοιας ως την
πραγματική ανθρώπινη ‘σοφία’. Και η διδασκαλία του δεν θα μπορούσε παρά να
είναι, αυτό που είναι πάντα: να ‘αποδειχθή’ η άγνοια και να καταστή έτσι
επείγουσα η ‘λογοδοσία’ (ο λόγος…) και η γνώση. Για κείνον που έχει φθάσει να
αναζητά και να ρωτά ο ίδιος, είναι οι αλαζονικές υποθέσεις, που έμαθε π.χ. από
έναν Γοργία και τις προβάλλει και ο Μένων, μάταιες και κενές, και στην
πραγματικότητα ένα σόφισμα (Sophisma), που αποζητά να αποτρέψη
κάποιον από κάθε αναζήτηση και ερώτηση με την επιχειρηματολογία, όπως το
παρουσιάζει εξάλλου με τυφλήν οξύνοια ο Μένων. Κι αυτό είναι το κεντρικό σημείο
τού ‘Μένωνα’, το ότι εξυψώνει δηλ. την ‘απορία’
(‘Aporie’)
ο Πλάτων, με την οποίαν και τελειώνουν συνήθως οι σωκρατικοί διάλογοι, σε σαφές
και ξεκάθαρο τώρα θέμα.
Οδηγούνται κι εδώ κατ’ αρχάς μια σειρά από προσπάθειες
ορισμού τής αρετής σε αποτυχία, αποκαλύπτοντας με μεγαλύτερη ή μικρότερη
σαφήνεια, το πώς υπάρχει πίσω απ’ την ηθική σύμβαση η μοναδική πραγματικότητα
της επιδίωξης για δύναμη. Και το εκφράζει μάλιστα αυτό με ακρίβεια η τελευταία
απάντηση που επιχειρεί να δώση ο Μένων, οικειοποιούμενος τα ποιητικά λόγια χαίρειν τε καλοίσι καί δύνασθαι, μ’
έναν τρόπο σαν να μη σήμαινε τίποτα άλλο η ‘αρετή’ παρά: να μπορέσω να
εξασφαλίσω το Ωραίο που επιθυμώ (77b). Όμως το καινούργιο εδώ βήμα είναι
να ‘αποδειχθή’, ότι συνιστά η ‘απορία’,
στην οποία και ‘τελειώνουν οι προσπάθειες του Μένωνα να ορίση την αρετή, την
προὒπόθεση ακριβώς, με την οποίαν και μπορεί να (ε)ρωτήση κανείς για την αρετή. Και ρωτάω σημαίνει εδώ: να
αναρωτηθώ. Μπορεί μόνο να επικαλεστή και
να (ανα)καλέση κανείς τη γνώση. Κάθε
γνώση είναι επανά-γνωση, και μ’ αυτήν την έννοια η επανάμνηση ενός γνωστού.
Ο
διάλογος του Μένωνα το αποσαφηνίζει αυτό αντιθετικά. Εμφανίζεται ο Μένων ως
κάποιος, που θέλει να οικειοποιηθή όσο γίνεται πιο ‘εύλογα’ τη νεώτατη σοφία,
και ‘εκρήγνυται’ όταν υποχρεώνεται να αναρωτηθή για τον ίδιον τον εαυτό του.
Διαθέτει λοιπόν τη σωστή ‘τρέλλα’ για να κατανοήση τί είναι πράγματι η ‘γνώση’.
Είναι δε η διδασκαλία τής ανάμνησης (Anamnesis), που εκφράζει το πραγματικό
νόημα της σωκρατικής ερώτησης. Ως κάποιος, που ο ίδιος μόνο ‘θυμάται’, είναι
δάσκαλος ο Σωκράτης, και ο Πλάτων εκείνος που θυμάται, παρουσιάζοντας τη
σωκρατική πράξη, ότι η γνώση είναι ανάμνηση, και επανά-γνωση.
Η
πραγματικότητα αυτή εισάγεται εδώ ως ένας μύθος, που σημαίνει, όχι ως ένα
ιδιαίτερο φαινομενικά επιχείρημα, αλλά ως μια γνώση θρησκευτικού είδους. Πρέπει
να δούμε όμως στο φως τού ερωτήματός μας αυτόν τον μύθο τής ανάμνησης.
Πρόκειται άραγες πράγματι για έναν μύθο; Εισάγεται βέβαια αυτή η διδασκαλία ως
ένας μύθος στον ‘Μένωνα’, με αναφορά σε πινδαρικούς στίχους και στην πυθαγόρεια
διδασκαλία για την περιπλάνηση των ψυχών. Ήδη όμως η αυθεντία, την οποία και
επικαλείται ο Σωκράτης, ηχεί παράξενα: ιερείς και ιέρειες, που μπορούν να
‘λογοδοτούν’! Αυτό είναι στην περιοχή
τής ελληνικής θρησκείας, που δεν ήταν μια θρησκεία τών βιβλίων και της ορθής
διδασκαλίας, αλλά τού συνεσταλμένου σεβασμού τού καθενός και της ‘κανονισμένης’
δημόσιας τιμής στο θεϊκό, κάτι το παράλογο. Και παρουσιάζεται τότε (‘ξαφνικά’…)
εντελώς νηφάλια η θέση, πως δεν είναι
κάθε αναζήτηση και μάθηση παρά ‘ανάμνηση’, χωρίς καμμιά θρησκευτική αναφορά. Η περίφημη
‘ώρα διδασκαλίας’ που παραδίδει στον σκλάβο τού Μένωνα ο Σωκράτης, απέχει πάρα
πολύ απ’ το να αποδείξη θρησκευτικά την προΰπαρξη των ψυχών. Γιατί τηρείται με
επιμέλεια σε κάθε βήμα αυτής τής ‘παράδοσης’, ότι δεν προσλαμβάνει τίποτα το
‘διδαγμένο’ ή ‘διδακτό’ ο σκλάβος, αλλά ότι θεωρεί και αντιλαμβάνεται κάθε
βήμα, αρνητικό ή θετικό, ο ίδιος, ‘αποδεικνύοντας’ έτσι ένα είδος γνώσης, χωρίς να έχη ‘μάθει’
ποτέ του μαθηματικά. Ύστερα όμως απ’ όλες αυτές τις ‘αναπαραστάσεις’ γίνεται
ακόμα περισσότερο σαφές, ότι αν συμπεραίνεται μια προ-ανθρώπινη τελικά εποχή,
στην οποία και γνώριζε ήδη η ψυχή, και άρα μια αθανασία τής ψυχής, δεν μπορεί
και να θεωρηθή ως ένα ισχυρό επιχείρημα αυτό. Αναιρείται δε πολύ περισσότερο,
κατηγορηματικά το αίτημα μιας τέτοιας απόδειξης (Μένων 86b), και γίνεται αποδεκτή λόγω καί έργω (86c2) η πρακτική και μόνο
βεβαιότητα, πως είναι καλύτερο να παραμείνουμε στο ότι μπορεί να αναζητήση
κανείς (ο ίδιος…), χωρίς να χρειάζεται να πλανηθή με σοφιστικές εδώ ενστάσεις.
Ο μυθικός ορίζοντας, στον οποίον και μεταθέτει μ’ έναν ειρωνικό ‘πανηγυρισμό’
αυτήν τη βεβαιότητα ο Σωκράτης, χρησιμεύει άρα βασικά μόνο στο να αποσαφηνίση
την ‘αυτο-εξήγηση’ της συνείδησης
που (ε)ρωτά.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου