Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (22)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 13 Αυγούστου 2014

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

Του Hans-Georg Gadamer.

ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΥΣ.

          Ας περάσουμε όμως τώρα σε ένα άλλο θέμα που οφείλουμε να διευκρινίσουμε: στην ιδιαιτερότητα δηλαδή εκείνου του φυσικού όντος που είναι ο άνθρωπος.
          Ο άνθρωπος δεν είναι φύση στο ίδιο μέτρο με όλα τα άλλα φυσικά όντα. Ο κλασσικός ορισμός του ανθρώπου σαν animal rationale πρεπει να επιστρέψει στην αληθινή του καταγωγή, δηλαδή ένα ζώο που έχει την ικανότητα της ομιλίας. Και ομιλία σημαίνει παίρνω τις αποστάσεις μου από το ένστικτο δηλαδή από την απλή φυσικότητα. Η ομιλία περιλαμβάνει την ικανότητα της επιλογής, την αριστοτελική προαίρεση.
          Όλο αυτό τοποθετεί τον άνθρωπο σε μία θέση που δεν ορίζεται μόνον με τις κατηγορίες που χρησιμοποιούμε για να σκεφθούμε τα φύσει όντα. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα της ανθρώπινης υπάρξεως. Ο άνθρωπος μπορεί να επισπεύσει τον θάνατό του, αλλά αυτή ακριβώς η ικανότητα, κατά κάποιο τρόπο ενάντια στην φύση, τον διαφοροποιεί από τα άλλα φυσικά όντα, τα οποία δεν μπορούν να επισπεύσουν το δικό τους μη-είναι. Ακόμη και η δυνατότης της αυτοκτονίας είναι ένα ανθρώπινο προνόμιο διότι είναι η επίσπευση ενός πράγματος που δεν δίνεται στο παρόν.
Η "Φυσική" ανάπτυξη του ανθρώπου, επομένως, συνίσταται ακριβώς στην δυνατότητα του να πάει πέρα από την απλή φυσικότητα, στο ότι είναι, υπάρχει μέσα στην γλώσσα. Και πώς να εννοήσουμε την γλώσσα; Η πιο άμεση απάντηση είναι πώς η γλώσσα είναι ο λόγος και συγκεκριμένα ο αποφαντικός λόγος με την αριστοτελική σημασία, μία συζήτηση δηλαδή με προτάσεις λογικές. Αυτή είναι η μειωτική ερμηνεία της γλώσσας που βρίσκει την σφραγίδα της στον όρο "ορθολογισμός", στον οποίο στηρίζεται ο παραδοσιακός ορισμός του φυσικού όντος άνθρωπος. Σ'αυτό όμως το σημείο είναι ξεκάθαρο πώς, ορίζοντας τον άνθρωπο σαν ένα φυσικό όν προικισμένο με λόγο=ορθολογισμό, χάνουμε την αυθεντική οντολογική δομή τής υπάρξεως, η οποία όμως είπαμε προηγουμένως, σχετίζεται με την "έκσταση", με την απομάκρυνση, με την "εκ-θεση"!
          Ο τελευταίος Χάιντεγκερ κατάλαβε, πώς τοποθετώντας έτσι το πρόβλημα, δεν είναι δυνατόν, ούτε και με την αυθεντικότητα τής φροντίδος τής ενθαδικότητος τού είναι μας να πάμε πέραν του μοντέρνου υποκειμενισμού. Από εδώ η στροφή. Η γλώσσα είναι ήδη πέραν όλου αυτού και γι'αυτό ο Χάιντεγκερ τίθεται "σε περπάτημα, σε πορεία, προς την γλώσσα": εγώ δεν έχω κατορθώσει-σαν να ήμουν ο ιδιοκτήτης-να κατανοήσω εκείνη την γλώσσα η οποία δεν είναι ο λόγος της λογικής, αλλά ανοίγομαι σ'αυτόν, στην αλήθεια του, ερμηνεύοντας την ποιητική λέξη. Στα κείμενα τής συλλογής "πορευόμενος προς την γλώσσα" το θέμα του Χάιντεγκερ είναι όλο και πιο πολύ η γλώσσα της ποιήσεως, διότι το νόημα της ποιητικής λέξης δεν μειώνεται στην πρόθεση του υποκειμένου. Σε ένα ποίημα είναι η ποίηση η ίδια που μιλά, όχι ο ποιητής. Από εδώ συμπεραίνεται πόσο φτιαχτές είναι όλες εκείνες οι υποκειμενικές και ψυχολογικές απόψεις οι οποίες μειώνουν το έργο τέχνης σε προϊόν, σε κάτι κατασκευασμένο πάνω στην βάση ενός σχεδίου, ενός υπολογισμού, μίας τεχνικής. Το έργο τέχνης δεν γίνεται, συμβαίνει, είναι ένα γεγονός (μία εμπειρία). Και πιστοποιείται ακόμη περισσότερο αυτό, από το γεγονός πώς δεν μπορεί να ξανά-γίνει ούτε από τον ίδιο καλλιτέχνη χωρίς να καταστραφεί το είναι που κατοικεί σ'αυτό, δηλαδή η πραγματικότητά του, σαν έργου τέχνης.
          Για να ολοκληρώσουμε σ'αυτό το σημείο θα έλεγα ότι όταν ορίζουμε τον άνθρωπο σαν λογικό ζώο και ταυτίζουμε τον ορθολογισμό με τον λόγο, όλα εξαρτώνται από αυτό που εννοούμε με τον όρο λόγος.
          Τώρα λοιπόν θα ήθελα να επιστρέψω στο βιβλίο Λ. Αυτό όπως είναι γνωστό, είναι κατά κάποιο τρόπο ένα "μοναδικό κομμάτι", ένα γραπτό που στέκεται από μόνο του και έχει την αυτονομία του σε σχέση με την δομή της Μεταφυσικής. Έχει μία εισαγωγή, ένα κεντρικό μέρος και ένα συμπέρασμα. Αναπτύσσεται δηλαδή όπως ενομίζετο πώς θα έπρεπε να αναπτυχθεί μία καλή ρητορική ομιλία και οπωσδήποτε, να γράφεις ή να μιλάς για φιλοσοφία ή ακόμη και να την διδάσκεις, είναι πάντοτε, σε κάποιο μέτρο, ρητορική. Δεν νομίζω ότι μας είναι χρήσιμο να συγκεντρωθούμε στο πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου, στο οποίο μπορούμε να βρούμε, φανερά, τυπικές συζητήσεις τής Ακαδημίας. Και πράγματι αρχίζει με την διάκριση διαφόρων πλευρών του όρου ουσία, ο οποίος, σ'αυτό το πλαίσιο, φαίνεται να παίρνει μία καθαρή οργανωτική αξία, ταξινομήσεως. Πρέπει όμως να θυμηθούμε επίσης πώς σ'αυτό το βιβλίο Λάμδα περιέχεται και μία ιδιαίτερη διδασκαλία του Αριστοτέλη πάνω στην ουσία. Έτσι λοιπόν μία από τις πρωταρχικές σημασίες της ουσίας είναι : αγαθά της τύχης, ιδιοκτησίες, κάτι δηλαδή που είναι διαθέσιμο για ένα υποκείμενο. Θυμάμαι πώς ο όρος "διαθέσιμο" ήταν πολύ της μόδας γύρω στο '20 και ο Μπούλτμαν για παράδειγμα, σαν θεολόγος αναφερόταν πολύ συχνά στο μη-διαθέσιμο. Εκτός αυτού, κάτι παρόμοιο βρίσκουμε και στην φιλοσοφία των στωικών: για τον στωικό είναι βασικό, ενόψει της αποκτήσεως της ελευθερίας να αποσυρθεί από την φροντίδα όλων αυτών που δεν είναι σε θέση, δεν είναι δυνατόν να διαθέτει. Παρ'όλα αυτά με την έννοια της διάθεσης που ανακαλείται από την ουσία δεν υπάρχει μόνον η κυριαρχία ή η διάθεσις κάποιου πράγματος. Η διαθέσιμη ουσία είναι και κάτι οικείο, αυτό κοντά στο οποίο εγώ είμαι, αυτό που κατοικώ. Ο όρος επομένως ανακαλεί και την σημασία του κατοικώ, είμαι σπίτι, στα γερμανικά Wohnen. Πιστεύω πώς το ενδιαφέρον του Χάιντεγκερ για το Wohnen υπήρξε μία πρόοδος στην απομάκρυνση του από την βουλησιαρχία που παρέμενε ακόμη, παρότι σιωπηρά, στο Είναι και χρόνος. Διότι Wohnen έχει κάτι, ας πούμε, το υπέρ-υποκειμενικό. Ας σκεφθούμε την ατμόσφαιρα του σπιτιού μας: κανείς δεν μπορεί να πεί ακριβώς τι είναι ακριβώς, αλλά την αισθανόμαστε καθαρά όταν μας λείψει. Ο Αριστοτέλης κάνει ένα πέρασμα στην διάλεξη περί ουσίας, στο βιβλίο Λάμδα, από την πρώτη περιγραφή του προβλήματος της ουσίας ,στην εξέταση των διαφόρων ερμηνειών που δίνονταν στην Ακαδημία. Εδώ βρίσκουμε κυρίως, την απόρριψη της ταυτίσεως της ουσίας με την ύλη και βρίσκουμε επίσης μία διαφορετική εννοιολόγηση των μαθηματικών και της λειτουργικότητός των στην Φυσική. Αυτό είναι για μένα ένα κρίσιμο σημείο, όπως θα έχετε καταλάβει επίσης όλοι σας. Τι πράγμα είναι στ'αλήθεια ένα μαθηματικό αντικείμενο; Για τους πυθαγόρειους ήταν ο Πυρήνας του όντος. Για τον Πλάτωνα ο αριθμός, το μαθηματικό είδος, πρέπει να ξεχωρίσει από τα πράγματα που καθορίζει και μετρά. Γι'αυτό στον Φίληβο (23 C…) διακρίνει ανάμεσα στην πείρα, το άπειρον και το πεπερασμένον, το καθορισμένο πράγμα.
          Και εδώ γεννιέται το πρόβλημα: με ποιόν τρόπο συμβαίνει η μεταφύτευση τής μορφής, του είδους, στην αισθητή πραγματικότητα; Με ποιόν τρόπο η πείρα καθορίζει το άπειρο έτσι ώστε να συσταθεί το πεπερασμένο; Σχετικά μ'αυτό λοιπόν, θα έχετε σίγουρα συλλάβει αυτό που θέλησα να πώ όταν υπογράμμισα πώς η θεωρία των τεσσάρων αιτιών αντλούσε την έμπνευσή της από τον κόσμο της τεχνικής παραγωγής. Μ'αυτή ο Αριστοτέλης θέλει να πεί πώς η Φύση δεν είναι αδρανής ύλη, αλλά είναι παραγωγή και μάλιστα παραγωγή ,συμπληρώνει, σε μία μορφή εξέχουσα, μία παραγωγή δηλαδή κατά την οποία η πραγματοποίησή του προϊόντος δεν σημαδεύει ποτέ το τέλος της διαδικασίας. Από εδώ προέρχεται και η γνωστή κριτική του Αριστοτέλη στον Πλατωνικό δημιουργό, σαν μυθολογική εξήγηση της Φύσεως. Και πράγματι ο Αριστοτέλης θέλει να επεξεργαστεί σε έννοιες αυτό που στον Πλάτωνα παρουσιάζεται σε μυθική μορφή.
          Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία των τεσσάρων αιτιών χρειάζεται για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της σχέσεως ανάμεσα στο Είναι και στην κίνηση. Το όν σε κίνηση πρέπει να εξηγηθεί χωρίς να ανατρέξουμε σε μία κινητή αιτία εξωτερική. Μία τέτοια είναι η μυθολογική εξήγηση. Αλλά με μία αρχή η οποία θα είναι εσωτερική στο ίδιο το όν, όπως συμβαίνει για παράδειγμα, στο ζωντανό όν. Και είναι η έννοια της Ενέργειας αυτή που αποδίδει την δομή του όντος σε κίνηση, ή να το πούμε διαφορετικά, το κατορθωτό του ιδιαίτερου.
          Ας έχουμε υπ'όψιν πώς στο ρήμα ενεργείν κυριαρχεί η έννοια της χρονικότητος: ενεργείν είναι επέκταση μέσω του χρόνου. (Εδώ θα μπορούσαμε να πλατύνουμε την ομιλία μας. Ας σκεφθούμε πώς η χρονικότης είναι πάντοτε παρούσα στον λόγο, διότι μία πρόταση είναι τέτοια, είναι δηλαδή αποφαντική και δεν είναι μία απλή ονομασία μόνον εάν είναι ο συνδυασμός ενός υποκειμένου και ενός ρήματος, και το ρήμα, όπως γνωρίζουμε, υπονοεί την χρονικότητα. Δεν είναι τυχαίο που ο γερμανικός όρος που σημαίνει ρήμα, είναι zeitwort) [όχι όμως ο Ελληνικός].
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: