Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. (23)

Συνέχεια απόΠαρασκευή, 22 Αυγούστου 2014

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

Του Hans-Georg Gadamer.

ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΥΣ.

         Η κίνηση της Φύσεως, ακριβώς επειδή δέν εξαρτάται απο μία εξωτερική αιτία, δέν έχει ούτε και έναν εξωτερικό σκοπό. Είναι μία κυκλική κίνηση. Αυτή η έννοια τής κυκλικής κινήσεως είναι βασική για την αριστοτελική λύση του προβλήματος που αντιπροσωπεύει η σχέση ανάμεσα στο Είναι και στην κίνηση. Και πράγματι, μία κυκλική κίνηση έχει ήδη φτάσει σ'ένα τελικό σημείο, με την έννοια πώς σε κάθε σημείο έχει την πληρότητα της, αλλά δέν είναι ποτέ στο τελικό σημείο. Υπάρχει ένα βαθύ απόφθεγμα ενός πυθαγορικού γιατρού, του Αλκμέωνος, που λέει πώς είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ανθρώπων να πεθαίνουν διότι είναι ανίκανοι να συνδέσουν το τέλος με την αρχή (DK 24 B2). Αυτή είναι μία τέλεια εικόνα τής κυκλικής κινήσεως τού Φυσικού όντος και ταυτόχρονα ανακαλεί εκείνη την επίσπευση του θανάτου που είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας του ανθρώπου και εκτός των άλλων, μπορούμε να τον βρούμε και στην μυθολογία: σκεφτείτε τον Προμηθέα του Αισχύλου, ο οποίος κάνει το λάθος να ξεχάσουν οι άνθρωποι τον θάνατο. Η ιδιαιτερότητα της θέσεως του ανθρώπου συνίσταται ακριβώς στην δυνατότητα που έχει να επισπεύσει τον θάνατο, και σ'αυτό μάλιστα υπάρχει η φανέρωση τού Είναι. Ακόμη και ο Χάιντεγκερ, στην τελευταία του φάση, έχει συνειδητοποιήσει πώς το Είναι έχει την ανάγκη του ανθρώπου για να φανερωθεί και το εκφράζει όπως γνωρίζετε με τους στίχους του Χαίλντερλιν: οι θεοί έχουν την ανάγκη των θνητών.
          Έτσι λοιπόν, η κίνηση ειναι κυκλική και επομένως αιώνια. Αλλά ποιά είναι άραγε η αιτία αυτής της κινήσεως; θα πρέπει να υπάρχει ένα πρώτο κινητό, το οποίο ακριβώς επειδή είναι πρώτο θα κινεί-και να η εννοιολογική δυσκολία που αντιμετωπίζεται απο τον Αριστοτέλη-χωρίς να κινείται. Για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία δέν φτάνει η πλατωνική έννοια μίας ουσίας αυτοκινούμενης-η ψυχή. Και πράγματι, ο ίδιος ο Πλάτων λέει πώς η ψυχή, γεννώμενη με το σύμπαν, έπεται της κινήσεως. Με άλλους όρους, η έννοια ενός όντος που κινείται αυθόρμητα, ένα αυτοκίνητον, προϋποθέτει τον δυαλισμό αυτού του όντος, καθότι κινεί και κινείται, και επομένως ένα υπόλειμμα δυνάμεως λόγω του οποίου αυτό το όν δέν θα μπορούσε να είναι το πρώτο. Αλλά τότε πώς να συλληφθεί κάτι το οποίο κινεί παραμένοντας ακίνητο; Η απάντηση του Αριστοτέλη είναι τόσο διάσημη που συχνά καταλήγουμε να ξεχάσουμε την ακραία δυσκολία του προβλήματος και την ιδιοφυΐα της λύσεως; είναι το αντικείμενο της επιθυμίας, το ορεκτόν ή της νοητικής αντιλήψεως, το νοητόν, αυτό που κινεί χωρίς να κινείται! Όρεξις και νόησις είναι οι δύο μορφές της κινήσεως στις οποίες κάτι ενεργεί σαν κινητό ακίνητο, κινεί σαν αυτό που αγαπάται. Είναι γνωστό ότι ο Αριστοτέλης, προχωρά, σ'αυτό το σημείο, γιά να ταυτίσει στον Θεό την πιό ολοκληρωμένη παρουσία τού Είναι, στην κινητή του ακινησία. Για να κατανοήσουμε αυτό το πέρασμα είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε καλά τί πράγμα είναι η θεωρία και τί πράγμα είναι η επιθυμία! Και τα δύο έχουν την ίδια δομή, είναι δηλαδή ένα περιστρέφομαι, ένα στρέφομαι σε κάτι που έλκει παραμένοντας ο εαυτός της. Πρόκειται με μία λέξη για την δομή που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο πνεύμα.
          Αλλά τότε λοιπόν επιθυμία (όρεξις) και νόησις, είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα και τότε πρακτικός λόγος και θεωρητικός λόγος καταλήγουν να συμπίπτουν. Δέν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης στα πολιτικά δηλώνει πώς, να πούμε ότι οι Θεοί δέν ενεργούν είναι λάθος, διότι η θεωρία είναι δραστηριότης. Φυσικά πρέπει να υπολογίσουμε πώς ο όρος δραστηριότης δέν αποδίδει σωστά την αριστοτελική έννοια, διότι ανακαλεί πάντοτε μία θέληση η οποία θα υπήρχε στην καταγωγή τής δραστηρότητος. Ο νούς αντιθέτως είναι αμεσότης. Μια αμεσότης η οποία προηγείται κάθε καθορισμού και κάθε διαχωρισμού ανάμεσα σ'αυτόν που διαισθάνεται και αυτό που γίνεται διαισθητό. Στο "περί ψυχής" (405 b 30-21), ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι ο Αναξαγόρας, ο οποίος είχε θέσει πρώτος την έννοια του νοός, λέει πώς αυτός πρέπει να χωρίσει απο κάθε πράγμα για να μπορέσει να αντικατοπτρίσει όλα τα πράγματα. Ο νούς δέν ταυτίζεται με τίποτε καθορισμένα, είναι σαν ένα μονόκλ το οποίο για να μπορέσει να διακρίνει τα διαφορετικά χρώματα, δέν πρέπει να έχει κανένα χρώμα. Στον νού, αν κοιτάξουμε καλά, χάνεται και ο ίδιος ο χωρισμός ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο, σκέψη και Είναι. Είναι μόνον ένα θέμα οπτικής γωνίας: Εάν ξεκινήσουμε απο την σκέψη τότε λέμε ότι ο νούς απευθύνεται σε κάτι, επομένως είναι μία πρόθεση, μία θέληση, εάν όμως ξεκινήσουμε απο το Είναι, είναι πάλι το ίδιο πράγμα επειδή τότε λέμε πώς στον νού το είναι φανερώνεται καθότι το αποβλεπόμενο, το διατεθειμένο. Η θεμελιώδης σύσταση του νοός είναι ακριβώς αυτή η άμεση συγχώνευση, η ταυτότης του αποβλεπόμενου και του είναι.
          Αυτή η έννοια του νού είναι φανερή στον Παρμενίδη, στο δικό του "το γάρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι" (DK, 28 B 3), το οποίο ταυτίζει σκέψη και είναι. Μόνον στην φιλοσοφία της Αθήνας το νοείν θα χρησιμοποιηθεί στην θέση του λέγειν. Και γι'αυτόν τον λογο ο Παρμενίδης εξετάζεται στην Φυσική, για να αποδείξει δηλαδή πώς το νοείν δέν έχει ένα καθορισμένο περιεχόμενο, είναι σαν μία αποφατική θεολογία. Είναι ακριβώς σαν την εικόνα που χρησιμοποιήσαμε πρίν: ένα μονόκλ το οποίο επειδή είναι ακριβώς άχρωμο, μπορεί να δείξει τα διαφορετικά χρώματα-μόνον που μπορούμε να ξεχάσουμε πώς το δικό μας βλέπειν τα χρώματα καθίσταται δυνατό απο το ίδιο το μονόκλ. Στον Παρμενίδη λοιπόν βρίσκουμε την άμεση ταυτότητα του νοείν και του είναι που συμβαίνει στην συγκεκριμένη εμπειρία που κάνουμε όταν αισθανόμαστε πώς κάποιο πράγμα είναι παρόν: δέν γνωρίζουμε ίσως τί πράγμα είναι, αλλά γνωρίζουμε ότι υπάρχει. Όπως για παράδειγμα το ζώο το οποίο μυρίζεται κάτι που γι'αυτό είναι μία απειλή. Εξάλλου και ο ίδιος ο Παρμενίδης λέει πώς αυτή η φανέρωση του Είναι, είναι πάντοτε ένα "είναι παρόν για..."!
          Τώρα λοιπόν, σέπτομαι πώς ο νούς, αυτό το "είναι παρόν για.." που συμπίπτει με το "απευθύνομαι σε" δέν είναι μόνον μία θεωρητική εμπειρία, αλλά και πρακτική. Γνωρίζουμε εξάλλου πώς η έννοια της φρόνησης είναι σύστοιχη με εκείνη της προαιρέσεως, μίας ελεύθερης επιλογής! Η ικανότης, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη και η αναγκαιότης της επιλογής είναι συστατική της αθρώπινης καταστάσεως. Εδώ βρίσκεται και το μεγαλείο του αθρώπου, ακριβώς σ'αυτή την προαίρεση, η οποία για να εξηγούμεθα, περιλαμβάνει την κοινωνική και την πολιτική διάσταση, συνδέεται με την ιδέα της ελευθερίας. Ο άνθρωπος είναι τέτοιος, όταν και επειδή είναι ελεύθερος. Γνωρίζουμε όλοι μας, για παράδειγμα, πώς το αποφασιστικό θέμα, που τίθεται απο το κίνημα που ωθεί στην επανάσταση τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι ακριβώς το θέμα της Ελευθερίας. Είναι φανερό λοιπόν πώς η προαίρεσις εξισούται με την ελευθερία, αλλά με ποιά σημασία παραπέμπει στον νού; ο Αριστοτέλης δηλώνει πώς η απόφαση μίας επιλογής συμβαίνει στο φώς ενός προηγηθέντος σκοπού και πώς αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο, μία πράξη "μειώσεως". Η απόφαση γεννιέται όταν μέσω του στοχασμού, διακρίνεται ο έσχατος σκοπός, που προσδίδει ένα νόημα στην αποφασισμένη πράξη, και αυτό είναι ο νούς και όπως βλέπουμε και απο εδώ, έχει μία πρακτική λειτουργία.
          Θα μπορούσαμε να πούμε πώς ο πρακτικός νούς, η φρόνηση, είναι η δίαίσθηση του σκοπού ο οποίος καθόσον δίνει νόημα στην πράξη, είναι επίσης και αρχή. Είναι μία πράξη μειώσεως, ανάλογη με εκείνη που έκανε ένας αρχαίος Αιγύπτιος, γεωμέτρης, όταν για να υπολογίσει την έκταση ενός αγρού, τον χώριζε μέχρι να τον μειώσει σε τρίγωνα δηλαδή σε απλές φιγούρες, οι οποίες δέν χώριζαν περαιτέρω, διαισθητικές. Είμαστε σε ένα οριακό σημείο, ανάλογο με εκείνο της αισθητής αντιλήψεως : στο άμεσο.
          Αίσθηση και νόηση, είναι μόνον δύο διαφορετικές μορφές για να εκφραστεί η ίδια έννοια, δηλαδή  η άμεση παρουσία απο κάτι. Είναι κατανοητό για παράδειγμα, ότι στην εποχή του Παρμενίδη ο διαχωρισμός δέν υπάρχει και ότι αίσθηση και νόηση είναι αμοιβαίως δυνατές εκφράσεις της εμπειρίας της αμεσότητος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: