Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (20)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Πέμπτη,25 Ιουλίου 2019
                            
                               Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                      ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                           Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
                                       2. ΣΠΑΡΤΗ (συνέχεια 5η)


     Η συμπεριφορά τής Σπάρτης στη διάρκεια των Μηδικών Πολέμων, με την ελπίδα ότι θα κυριαρχούσε στην Πελοπόννησο, ίσως ακόμη και με τη συγκατάθεση των Περσών, χαρακτηρίστηκε από τυφλό εγωισμό και άνανδρη εγκατάλειψη των υπολοίπων Ελλήνων. Στη μάχη τού Μαραθώνα οι Σπαρτιάτες έφθασαν σκόπιμα με καθυστέρηση· στον πόλεμο κατά τού Ξέρξη η μικρή στρατιωτική δύναμη του Λεωνίδα θυσιάστηκε συνειδητά με στόχο να δοξαστεί η Σπάρτη χωρίς να χρειαστεί να εκθέσει σε κίνδυνο μεγάλο μέρος τού στρατεύματός της. Ο Ηρόδοτος μάς πληροφορεί για το πώς αποφασίστηκε η Ναυμαχία τής Σαλαμίνας παρά την αντίθετη θέληση των Σπαρτιατών. Στην αρχή τής εκστρατείας τού Μαρδόνιου πίστεψαν ότι θα μπορούσαν απλώς να ‘βολτάρουν’, κατά την κορύφωση του πολέμου, πίσω από τα οχυρωματικά έργα τού Ισθμού που μόλις είχαν περατωθεί, και να αφήσουν την υπόλοιπη Ελλάδα στην τύχη της· μέχρις ότου ο σοφός Χείλων από την Τεγέα εξήγησε στους Σπαρτιάτες ότι υπήρχαν και άλλες πύλες εισόδου στην Πελοπόννησο, αν οι Αθηναίοι συμμαχούσαν με τους Πέρσες. Και τότε, την ύστατη στιγμή, η Σπάρτη πήρε την σπουδαιότερη απόφαση στην ιστορία της: τη μαζική αποστολή ολόκληρου του στρατεύματός της. Με τη νίκη στις Πλαταιές ανέκτησε πλήρως τον έλεγχο των εξελίξεων στην Ελλάδα, που τον είχε απωλέσει. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες από τις απαιτήσεις της, εξαιρετικά αναιδείς και αυθάδεις, των οποίων η απλοϊκότητα δεν θα πάψει ποτέ να μας εκπλήσσει, δεν εισακούσθηκαν, όπως για παράδειγμα το ότι  οι επάλξεις στα τείχη τών Αθηνών δεν έπρεπε να αποκατασταθούν, ότι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας θα έπρεπε να μεταφερθούν στην Ευρώπη, και ακόμη ότι οι Αθηναίοι θα έπρεπε να συμμετάσχουν στην καταστροφή τών οχυρώσεων άλλων πόλεων εκτός Πελοποννήσου.
     Μέχρι τον 6ον αιώνα οι Σπαρτιάτες, όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι, εμφανίζονται συμπαγείς γύρω από ένα μέλημα και έναν στόχο: να αυξήσουν την ισχύ τής Σπαρτής. Έκτοτε όμως αναδύονται ισχυρές ατομικότητες σε μυστική εξέγερση ενάντια στους περιορισμούς και τις στερήσεις που επέβαλαν οι νόμοι τής πατρίδας τους, και ωθούμενοι από μια μετά βίας συγκαλυμμένη ιερή αγανάκτηση εναντίον τών πάντων.
     Κατ’ αρχήν η επιθυμία για την απόκτηση προσωπικών αγαθών, περιφρονώντας την αρχή τής απόλυτης ισότητας, είχε διαφθείρει πράγματι τους πάντες. Στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο το χρήμα είχε ήδη καταστεί σε μεγάλο βαθμό κριτήριο ευζωίας και εξουσίας, και υπήρχε απόλυτη ελευθερία στην ανάπτυξη του πνεύματος προς όλες τις κατευθύνσεις· ο Σπαρτιάτης όμως έπρεπε να παραμείνει φτωχός και στερημένος, ενώ οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες τουλάχιστον έπλεαν στη διαφθορά. Ασφαλώς οι έφοροι έλεγχαν και το παραμικρό νόμισμα που έφτανε στα χέρια τών βασιλέων, αλλά κι αυτοί δεν μπορούσαν να είναι όλοι αδιάφθοροι, και καθ’ όλην τη διάρκεια της ανακατασκευής τών επάλξεων της Αθήνας το ερώτημα που ετίθετο ήταν, αν ο Θεμιστοκλής τούς εξαγόρασε ή τούς ξεγέλασε.
     Ήδη στον 6ον αιώνα συναντάμε την απαράμιλλη προσωπικότητα του βασιλιά Κλεομένη, στον οποίον οι έφοροι δεν μπόρεσαν να προβάλουν ούτε την ελάχιστη αντίσταση. Σίγουρα καταπολέμησε τη διαφθορά καθαυτή, αλλά το πρόβλημα εξακολουθούσε να αποτελεί καθημερινό θέμα συζήτησης στο περιβάλλον του, όπως μάς αποκαλύπτει με κάποιαν άλλην ευκαιρία η μικρή του κόρη Γοργώ, μόλις επτά ετών, που τον προειδοποιεί λέγοντας: «Πατέρα, αυτός ο ξένος (ο Αρισταγόρας) θα σε διαφθείρει αν δεν τον πετάξεις αμέσως έξω απ’ το σπίτι». Η γενική του συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από ένα συνονθύλευμα εγκληματικών ενεργειών κατά τών θεών και των ανθρώπων, εμπνευσμένων από υπερβολικές δεισιδαιμονίες· ο ίδιος άνθρωπος που εξαγόρασε την Πυθία σε βάρος τού συναδέλφου του Δημάρατου, συμβουλευόταν πριν από κάθε απόφαση την ταριχευμένη κεφαλή ενός δολοφονημένου πρώην συνεργού του. Η φυγή του, οι μηχανορραφίες του σε βάρος τών Αρκάδων, η επιστροφή του, ή τρέλλα του και η αυτοκτονία του, σύμφωνα με την περιγραφή τού Ηροδότου, θυμίζουν εφιάλτη. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι αυτός ο άνθρωπος, εξαιτίας ακριβώς τών μηχανορραφιών του σε βάρος τών Αρκάδων, τους οποίους φοβόταν, κλήθηκε να επιστρέψει στη Σπάρτη, «προκειμένου να βασιλέψει και πάλι». Τον διαδέχθηκε ο Παυσανίας, εξίσου δεισιδαίμων και αχρείος. Ίσως οποιοσδήποτε Σπαρτιάτης νικητής στη μάχη τών Πλαταιών να ήταν πλέον πέρα από κάθε έλεγχο· αλλά αυτός ο συγκεκριμένος έφτασε στο σημείο, από τη μνησικακία του εναντίον όλων τών εναπομενόντων Σπαρτιατών, να υποσχεθεί στους είλωτες την ελευθερία τους και τη συμμετοχή τους στα κοινά, αν εξεγείρονταν και τον βοηθούσαν να ανατρέψει τα πάντα. Η προηγούμενη απόπειρα συνωμοσίας με τους Πέρσες, με στόχο την υποδούλωση όλων τών Ελλήνων στον Μεγάλο Βασιλιά, ακόμη και των Σπαρτιατών, δεν του στοίχισε παρά μια σύντομη φυλάκιση, από την οποία μάλιστα απαλλάχτηκε (δωροδοκώντας χωρίς αμφιβολία)· αλλά αυτήν τη φορά, βλέποντας τον κίνδυνο που τους απειλούσε, οι έφοροι επενέβησαν – παρότι κάποιοι απ’ αυτούς τον προειδοποίησαν κρυφά, και κατόρθωσε έτσι να καταφύγει στον ναό τής Χαλκιοίκου Αθηνάς. Όπου και βρήκε τον θάνατο που όλοι γνωρίζουμε, γιατί ύστερα από όλα αυτά τα «επιτεύγματα», θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για κάποιον να τον σώσει. Ο νικητής τής Μυκάλης Λεωτυχίδας, που δωροδοκήθηκε στη διάρκεια μιας εκστρατείας στη Θεσσαλία και συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να κάθεται πάνω σε ένα χειρόκτιο πανοπλίας γεμάτο χρήματα, πέθανε εξόριστος στην Τεγέα. Αλλά η δολιοφθορά συνέχισε να υπάρχει στη Σπάρτη, κάθε φορά που μια κατάκτηση ήταν απαραίτητη, με τη διαφορά ότι δεν αρκούσε πια η εξαγορά τών βασιλέων, αφ’ ενός διότι τούς παρακολουθούσαν πλέον πολύ αυστηρά, και αφ’ ετέρου διότι είχαν ούτως ή άλλως περιορισμένη εξουσία, ενώ την ίδια τακτική ακολούθησε αργότερα και ο Περικλής, που «είχε τη συνήθεια να συμπεριφέρεται με απόλυτη ευγένεια απέναντι σε όλους τούς προκρίτους», αποστέλλοντας κάθε χρόνο στη  Σπάρτη δέκα τάλαντα, για να καθυστερήσει το ξέσπασμα της μεγάλης σύγκρουσης. Αλλά για τους Σπαρτιάτες ήταν δεδομένο ένα πράγμα· ο μεγάλος πειρασμός που απειλούσε αυτούς που κατείχαν σημαντικές θέσεις και για μεγάλο διάστημα έξω από τη χώρα τους. Αυτός είναι πιθανότατα και ο λόγος που παραιτήθηκαν από την ηγεμονία που είχαν αρχίσει να ασκούν στους υπόλοιπους Έλληνες, και παραχώρησαν στους Αθηναίους το μέρος που  τους ανήκε. Αυτό έγινε πράξη με το διάταγμα του 473 π. Χ., σύμφωνα με το οποίο η Σπάρτη παραιτήθηκε από την ηγεμονία τών θαλασσών, ενώ την ίδια στιγμή ο αθηναϊκός λαός ήταν σε συνεχή ετοιμότητα να αποπλεύσει και να αναλάβει εκστρατεία μέχρι την Αίγυπτο. Ακολούθησε μια περίοδος με βασιλείς ειρηνοποιούς και τίμιους, όπως ο Αρχίδαμος II, που υπηρέτησε επάξια την πατρίδα του κατά τον μεγάλο σεισμό τού 464 και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Η κρισιμότητα της κατάστασης έγινε αντιληπτή όταν, μετά τον θάνατο μεγάλου αριθμού Σπαρτιατών, εξεγέρθηκαν οι είλωτες της Λακεδαιμονίας και της Μεσσηνίας, γεγονός που δικαίως ονομάσθηκε τρίτος μεσσηνιακός πόλεμος. Οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να ελέγξουν την κατάσταση με τη βοήθεια των Πελοποννησίων συμμάχων τους, μετά από αγώνες εννέα ετών. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με εντολή τού Μαντείου τών Δελφών, αναγκάστηκαν να αφήσουν τούς αντιπάλους τους να αποχωρήσουν «κατόπιν συμφωνίας», αντί να τους εξολοθρεύσουν ή να τους υποδουλώσουν για μιαν ακόμη φορά, υπήρξε για τη Σπάρτη ένα μεγάλο βήμα προς την παρακμή, αλλά η πόλη κατόρθωσε να επιβιώσει με τα δικά της μέσα! Η Σπάρτη διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο στην αρχή τού πολέμου, όταν αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των Αθηναίων, τους οποίους είχε ωστόσο βαθύτατα προσβάλει. Οι Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν και έστειλαν 4.000 άνδρες, που βοήθησαν τους Σπαρτιάτες να πολιορκήσουν τους εξεγερμένους· αλλά αυτός ο τολμηρός και λαμπερός στρατός, εμπνεόμενος από ένα πνεύμα ανανέωσης, δημιούργησε πολύ σύντομα σοβαρές έγνοιες στην σπαρτιατική κυβέρνηση, και έτσι τον απέπεμψαν, επειδή η Σπάρτη δεν θα έπρεπε ούτε να προσβληθεί ούτε να διαποτιστεί από ένα τέτοιο πνεύμα.
     Οι μετέπειτα εκστρατείες τής Σπάρτης εκτός Πελοποννήσου έγιναν κυρίως για την τιμή τών όπλων, καθώς και η βοήθεια που πρόσφερε στους αδελφούς της τής Δωρίδας, και αργότερα στους Δελφούς κατά τής Φωκίδας· στις φιλονικίες τής Βοιωτίας θα είχε ευχαρίστως ενθαρρύνει τη Θήβα να στραφεί κατά τών Αθηνών· συνεισέφερε στη νίκη τής Τανάγρας και οδήγησε για μια φορά ακόμη τον Πελοποννησιακό στρατό στην Αττική, αλλά όλα αυτά από καθαρή σύμπτωση και χωρίς προθυμία. Με τη σύναψη της Τριακονταετούς ειρήνης (445) η Σπάρτη έδωσε την εντύπωση ότι δεν επιθυμούσε παρά τη διατήρηση του status quo και την αποφυγή τού πολέμου· ότι θα κώφευε στις διαμαρτυρίες τών συμμάχων της εναντίον ξένων και δεν θα τους απέδιδε σημασία· ότι όσοι υπολόγιζαν ακόμη στη βοήθειά της επλανώντο, γιατί η Σπάρτη αισθανόταν ασφαλής στα εδάφη της, μέχρις ότου οι αντίπαλοί της διπλασιάσουν τις δυνάμεις τους· συγκρινόμενη με την πολιτική τακτική τών Αθηνών, η επιλογή τής Σπάρτης έμοιαζε ασυνήθιστη. Αναμφίβολα, η μυστική δωροδοκία τής Αθήνας έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτή τη στάση αναμονής· αλλά θα πρέπει επίσης να εκτιμήσουμε σωστά τις υπάρχουσες συγκυρίες· η Σπάρτη, όπως λέει ο Θουκυδίδης δια στόματος του βασιλιά Αρχίδαμου, δεν υποτιμούσε τούς αντιπάλους της και δεν βασιζόταν στα λάθη τους, δηλαδή δεν υπηρετούσε τη φαντασία της ή τις περιστάσεις, όπως η Αθήνα με τη συνέλευση των πολιτών· τις αποφάσεις έπαιρνε η κυβέρνηση. Στη συνέχεια ο χρόνος κύλισε ευνοϊκά για τη Σπάρτη, γιατί σε όλες σχεδόν τις υπό εκδημοκρατισμό πόλεις υπήρχε μια καταπιεσμένη αριστοκρατική παράταξη, ενώ η Αθήνα από την πλευρά της τήρησε μια τόσο σκληρή στάση κατά τών συμμάχων της, ώστε η δυσαρέσκειά τους να υπόσχεται πολλά. Έτσι, όταν ξέσπασε πραγματικά ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η Σπάρτη είχε σαφώς την ευχέρεια να δηλώσει ότι πρόθεσή της ήταν να ελευθερώσει την Ελλάδα· είχε πλέον κερδίσει τη γενική συμπάθεια. «Οι περισσότεροι Έλληνες ήταν οργισμένοι κατά τών Αθηναίων· οι μεν ήθελαν να απαλλαγούν από την κηδεμονία τους και οι δε ζούσαν υπό την απειλή τής υποδούλωσής τους» (Θουκυδίδης). Αυτοί τούς οποίους οι γνωρίζοντες στην Ελλάδα τούς αποκαλούσαν «λακωνίζοντες», δεν ήσαν αναγκαστικά πολιτικοί υποστηρικτές τής Σπάρτης, αλλά απλώς θαυμαστές τής συμπεριφοράς της· το γεγονός όμως ότι η Σπάρτη αποτέλεσε γι’ αυτούς πρότυπο, υποδεικνύει ότι υπήρξε εκεί ένα σημείο τών καιρών.
     Στην πρώτη φάση τού πολέμου ο σπαρτιατικός στρατός έμεινε εντός Πελοποννήσου, και όποτε ήταν αναγκαίο έστελναν στρατεύματα της συνομοσπονδίας υπό σπαρτιατική διοίκηση· το γεγονός ότι το 425 στη Σφακτηρία 292 άνδρες, από τούς οποίους μόνον 120 ανήκαν στη διοικούσα τάξη, παραδόθηκαν στους Αθηναίους, αποτέλεσε συμβάν υψίστης σημασίας, και οι Αθηναίοι είχαν σοβαρούς λόγους να απορρίψουν την προσφορά τών Σπαρτιατών για ανταλλαγή τών αιχμαλώτων τους με ίσο αριθμό Αθηναίων αιχμαλώτων. Το γόητρο τής Σπάρτης αποκαταστάθηκε αργότερα υπό την διοίκηση του Βρασίδα, μιας από τις σπάνιες συμπαθείς φυσιογνωμίες τής κάστας του, τον οποίον όμως δεν συμπαθούσαν οι προύχοντες και δεν τον υποστήριξαν στην πρόθεσή του να αποκαταστήσει «την ηγεμονία τών κατακτήσεων». Καθ’ όλο το διάστημα αυτό η Σπάρτη δεν είχε κατορθώσει να απαλλαγεί από τις ανησυχίες που της προκαλούσαν οι είλωτες, σε διαρκή προσπάθεια φυγής, όπως και οι Μεσσήνιοι που είχαν εγκατασταθεί στην Πύλο, και παρότι αντιμετώπισε εν μέρει τον κίνδυνο εξολοθρεύοντας κρυφά περί τούς 2.000 είλωτες, δέχτηκε με ικανοποίηση την ειρήνη τού Νικία (421 π. Χ.), η οποία θα της επέτρεπε τουλάχιστον να αντιμετωπίσει προς το παρόν αυτήν την εσωτερική κρίση. Είναι πάντως γεγονός ότι στο διάστημα αυτής τής ειρήνης μειώνεται το γόητρο της Σπάρτης, ενώ η δημοκρατική επιρροή τών Αθηνών κερδίζει έδαφος στη χερσόνησο, και μόνον η εκστρατεία τών Αθηναίων στη Σικελία, με ό,τι επακολούθησε, επέτρεψε στους Σπαρτιάτες να αναθαρρήσουν πραγματικά. Στη δεύτερη φάση τού πολέμου, αφού εξασφάλισαν τον έλεγχο της Πελοποννήσου με τις συμβουλές τού Αλκιβιάδη, κατόρθωσαν να αφανίσουν και πάλι την Αττική, και με την εύνοια που τους εξασφάλισε η συμμαχία με τον βασιλιά Δαρείο τον Νόθο, απέκτησαν όχι μόνο τη δυνατότητα να οργανώσουν ναυτικές εκστρατείες, που ήταν πλέον απαραίτητες, αλλά και τη βοήθεια των σατραπειών του, δηλαδή την προσφορά στην πραγματικότητα των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Ο πόλεμος τερματίστηκε με τη νίκη στους Αιγός Ποταμούς και τη συνθηκολόγηση των Αθηνών με απόλυτα ταπεινωτικούς όρους. Η Σπάρτη εξασφαλίζει έκτοτε την κυριαρχία της στην Ελλάδα για περισσότερο από τρείς δεκαετίες.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: