Με αφορμή ένα ταξίδι του στην Βενετία και το άκουσμα του θανάτου του φίλου του Γκούσταβ Μάλερ , ο Γερμανός συγγραφέας Τόμας Μανν, έγραψε την νουβέλα «Θάνατος Στην Βενετία», το 1911. Στον 50χρονο συγγραφέα Γκούσταβ φον Ασχενμπαχ, ο Μανν, που μιλούσε γι αυτόν «σαν να ‘τανε κάποιος παλιός φίλος που έχει πια πεθάνει», ακουμπά την αφορμή να περιγράψει τις τάσεις παρακμής και πεσιμισμού της εποχής του, κάτω από την έντονη επιρροή του Νίτσε και του Σοπενχάουερ, αλλά και την προσωπική του αγωνία για τον θάνατο, την ομορφιά, την αισθητική και την αλλοίωσή της.
Στην Νουβέλα του, ο Μανν, πραγματεύεται μεταξύ άλλων την σχέση ζωής και τέχνης, απολλώνιου και διονυσιακού στοιχείου, κάλλους και αγαθότητας, μέσα από την επεξεργασία μυθολογικών συμβόλων και φιλοσοφικών θεωριών.
Τα στοιχεία της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας συγκροτούν ένα ιδιαίτερο μυθικό επίπεδο και είναι παντού, κωδικοποιώντας και αποκρυπτογραφώντας έννοιες συναισθήματα, ψυχολογικές μάχες και επιλογές.
Ο «ακατανόμαστος» Θεός Διόνυσος κρύβεται ως «ξένος Θεός» και εξορκίζεται έτσι, αφού η απόλυτη υποταγή σ’ αυτόν οδηγεί στην πλήρη κατάλυση των απολλώνιων αρχών και ορίων και αναπόφευκτα στον θάνατο, στην έσχατη διονυσιακή κατάσταση. Ο θαυμασμός που γεννά η ομορφιά του Τάτζιο, μια ομορφιά που παραπέμπει στην ακμή της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, γίνεται το όχημα που θα παραδώσει τον πεπτοκώτα στην Διονυσιακή λατρεία και στο ηθικο χαος.
Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, με τον πλατωνικό, στην αρχή, έρωτά του προς τον Τάντζιο, στηρίζει την εσωτερική του διαπάλη, ακριβώς πάνω στο Νιτσεϊκό δίπολο, διαγράφοντας την κίνηση από το μονομερώς Απολλώνιο στην σχετικοποίηση του και την βραχύβια ισορροπία του με το Διονυσιακό κι, από κει , στην παράδοση στο μονομερώς Διονυσιακό και την καταστροφή.
Ο Άσχενμπαχ, όπως τον περιγράφει ο Μανν (για τους μελετητές υπήρξε είδωλο του ψυχικού κόσμου του συγγραφέα), ζει στα πλαίσια της τάξης του, καθώς πρέπει, με βάση το πνεύμα της εγκράτειας και τη λογικής. Όμως η επαφή του με τη Βενετία, ο έρωτας και τα οράματά του, σαν αυτά που αλώνουν την ψυχή με την διονυσιακή τους ορμή, αφυπνίζουν το ασυνείδητο και τον κάνουν να αισθανθεί το πάθος, την αδυναμία του να αντισταθεί στο ολέθριο κάλεσμα στην ασέλγεια. Με αδήριτο αποτέλεσμα, τον αφανισμό.
Η αστική ηθική δεν επιστρέφει στον υποταγμένο και παραδομένο Ασχενμπαχ και η κάθοδος των σκαλοπατιών της αξιοπρέπειας καταλήγει στον λυτρωτικό θάνατο στην παραλία του Λιντο.
Ο Ασενμπαχ σταδιακά διαμορφώνει τον Διονυσιακό εαυτό του ως επιλογή και αφήνεται με απαξία όμως, στο τέλος που εκείνος δέχεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Υποτάσσεται στον «ξένο θεό» με ενοχές και δικαιολογίες, αφού
«… εισορμούσαν απέξω μέσα του τα γεγονότα βίαια, συντρίβοντας την αντίστασή του…».
Δέχεται την πλήρη κατάλυση των απολλώνιων αρχών, οδηγούμενος αναπόφευκτα, όπως το «κατέστρωσε» ο δημιουργός του Μανν, στον θάνατο, την έσχατη διονυσιακή κατάσταση.
Υποτάσσεται αλλά κρίνει και επικρίνει ως κάθοδο και πτώση την διονυσιακή του υπόσταση που πλέον κυριαρχεί. Το όνειρο που περιγράφεται στο απόσπασμα είναι ένα déjà vu, μια προμνησία του μέλλοντός του και, παρ΄ όλα αυτά, επιλέγει να την ζήσει και να βαδίσει μ’ αυτήν σ’ ότι προμηνύεται…
«…ελκύεται από τούτη την βακχεία και από το άμετρο της πιο άκρας θυσίας…σε μια αποβλακωτική ασέλγεια…»
Εύχεται την απόλυτη μοναξιά της ερήμωσης που κατορθώνει η απειλή του θανάτου, αρκεί να είναι αυτός ο δοκιμασμένος,ο ολομόναχος, ο παραδομένος, μαζί με τον Ωραίο, το λαχταρισμένο.
Παρότι η «…αποστροφή του ήταν μεγάλη…τίμια η θέληση να προστατεύσει ίσα με το τέλος ότι ήταν δικό του εναντίον του ξένου και του εχθρικού απέναντι του συγκρατημένου και αξιοπρεπούς πνεύματος…» παραδόθηκε.
Από την αντίσταση …«…Η ίδια η ψυχή του ήταν μάλλον η σκηνή…τα γεγονότα εισορμούσαν βίαια…αφήνοντας το διανοητικό οικοδόμημα της ζωής του, ερημωμένο. εκμηδενισμένο…»
ως την παράδοση, «…Μαζί του ανάμεσα τους ήταν κι ο ονειρευάμενος ….κι η ψυχή του γεύτηκε την ασέλγεια και την λύσσα του αφανισμού…» συντελείται θεαματικά, παραστατικά, ενοχικά, η μετάΠτωση του Απολλώνιου Βορείου, στην κόλαση του «Διονυσιακού, χαώδους και ανήθικου» χαρακτήρα του Νοτίου.
Με τον τίτλο ακόμα ο Μανν δίνει την πρώτη συμβολική διάσταση, αφού η πόλη της Βενετίας εμπεριέχει στοιχεία που απωθούν και έλκουν ταυτόχρονα. Η ομορφιά της, η ζωντάνια της από την μια μεριά και η υδάτινη ύπαρξή της από την άλλη. Μισοβυθισμένη στο νερό, να μυρίζει θάνατο, ώστε το ταξίδι σ’ αυτήν την πόλη να ‘ναι –συμβολικά- το ταξίδι προς αυτόν.
«… αναθυμιάσεις πίεζαν την όσφρηση…και μια μυρωδιά από νερό που σαπίζει…»
Στο έργο αυτό, στις αρχές του 20 αιώνα, ο Τόμας Μάνν είναι σαν να οσμίζεται τα επερχόμενα και τις αλλαγές που θα επιχειρηθούν, μέσα από αιματηρές προσπάθειες, να καταγγελθεί, να εξοντωθεί, να τελειώσει ως απειλή, η Διονυσιακή υπόσταση του Νότου. Αυτό που στο απόσπασμα που μελετήθηκε «…μύριζε και θύμιζε πληγές και μεταδοτική αρρώστια…» και το αποστρέφεται ο ενοχικά παραδομένος Ασχενμπαχ, έρχεται στις μέρες μας επίσης καταγγελμένο, ως σύγκρουση άλλης μορφής , ως εκτομή αποστήματος.
Για μια ακόμα φορά, προς συμμόρφωση, η ριζοκλασία, η απαξία, η παραδειγματική τιμωρία.
Στους δυό παγκόσμιους πολέμους, ειδικά στον δεύτερο, ο Απολλώνιος Γερμανός είδε άραγε ως …Διονυσιακή επιρροή τον θάνατο και την καταστροφή που σκόρπιζε, σ’ όλο τον «μιαρό» Νότο;
Στην σφαγή του Κομένου, για παραδειγμα, με τους 317 νεκρούς (εκ των οποιων 126 γυναίκες και 95 παιδιά), περιγράφεται από τους διασωθέντες το νυχτερινο ελεεινο γλεντοκόπι των κατάκοπων… Διονυσιοποιημένων Γερμανων.
«Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7πτώματα»
Ο Τόμας Μαν έγραφε στους «Στοχασμούς ενός απολιτικού» για τον «γερμανικό αγώνα εναντίον του δυτικού πνεύματος». Στράφηκε βέβαια εναντίον των χιτλερικών και αυτοεξορίστηκε, όμως το 1914 πίστευε ότι η «σοβαρή» συντηρητική Γερμανία είναι ο θεματοφύλακας εκείνου που αποκαλούσε και αυτός, όπως και πλήθος άλλοι, «κουλτούρα» – σε αντίθεση με τη γαλλική «επιπολαιότητα» των «πολιτισμολόγων».
Ο Τομας Μαν υποτάχθηκε στην νεωτερικότητα του μοντερνισμού αλλά οι συγχρονοί μας απογονοί του, ξαναγύρισαν στην παλιό τους εαυτό. Στην «κουλτούρα» τους!
Με ότι συνεπάγεται ο υπαινιγμός για τον κλασσικό …απολλώνιο Γερμανό!
A
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΝΤΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΑΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΣΟΒΑΡΟΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ.
ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙ-ΟΝΤΙΝ, ΕΝΑ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΗΘΙΚΙΣΤΙΚΟ ΕΝΔΥΜΑ. ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ.
ΕΝΑ ΕΝΔΥΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΠΝΙΓΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΡΩΕΙ ΤΙΣ ΣΑΡΚΕΣ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ.
Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΤΟΥΣ ΒΟΗΘΗΣΕ ΣΤΗΝ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΟΡΕΙΟΥ ΒΙΚΙΝΓΚ.
ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΟΥΝ ΖΩΗ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΠΟΥ ΤΡΕΦΟΥΝ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου