Δημιουργώντας την Θρησκεία της Ανατολής
Το πνευματικό σώμα
Πνευματικός εθνικισμός α
Η yoga έχει μεγάλη ιστορία, και η βασική πηγή της είναι οι Yoga Sutras του Patanjali, οι οποίες συνεγράφησαν γύρω στον πέμπτο μ. Χ. αιώνα. Τεχνικές αναπνοής και άλλες σωματικές ασκήσεις είχαν αναπτυχθεί ως μέρος θρησκευτικών πρακτικών που περιείχαν επίσης την λατρεία της εικόνας και τον ασκητισμό. Αυτές οι θρησκευτικές πρακτικές διδάσκονταν από πνευματικούς δασκάλους ή γκουρού, οι οποίοι συχνά έδιναν υπόσχεση αγαμίας και ήταν συνδεδεμένοι με πνευματικές γενεαλογίες στις οποίες διαδιδόταν η γνώση. Η αγαμία σε συνδυασμό με άλλες μορφές εγκράτειας έχει μια σειρά κοινωνιολογικές συνέπειες. Η αγαμία αντικαθιστά τις ιδέες της φυσικής συγγένειας και αναπαραγωγής, με αυτές της πνευματικής συγγένειας και αναπαραγωγής. Αυτό γίνεται άμεσα φανερό στην περίπτωση των ασκητών του Ramanandi, μεταξύ των οποίων έκανα εργασία πεδίου την δεκαετία του 1980, και οι οποίοι χρησιμοποιούν όρους συγγενείας, όπως parivar (οικογένεια) και bhai (αδελφός), όταν αναφέρονται στους δεσμούς μεταξύ των μαθητών ενός γκουρού. Αναφέρονται στον τύπο μύησης ονομάζοντάς τον μάντρα-σπόρος (bija-mantra), μιμούμενοι την φυσική αναπαραγωγή4. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει ένα εναλλακτικό κοινωνικό δίκτυο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς κάθε είδους. Τέτοιο δίκτυο είναι κατάλληλο για συγκέντρωση πόρων κατά την διάρκεια μεγάλων χρονικών περιόδων, πράγμα που εξηγεί και τον ενεργό ρόλο των Ινδουιστών ασκητών στην παροχή δανείων κατά την διάρκεια μιας μακράς ιστορικής περιόδου. Εφόσον η σημασία της κοινωνικής θέσης, που ήταν κεντρικό στοιχείο για την σύναψη γάμων, δεν έχει και τόσο μεγάλη σχέση πια με τα δίκτυα ασκητών, αυτά τείνουν να είναι πιο ανοικτά, πιο ευκίνητα, τόσο χωρικά όσο και κοινωνικά, και με τον τρόπο αυτό είναι ιδιαίτερα κατάλληλα για συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες, όπως εμπόριο σε μεγάλες αποστάσεις και μισθοφορική στρατιωτική υπηρεσία. Για τους εγκατεστημένους αγροτικούς πληθυσμούς ήταν φυσικά πιο δύσκολο να εμπλακούν σε τέτοιες δραστηριότητες. Οι δυνατότητες των Ινδουιστών ασκητών για εμπλοκή σε τέτοιες δραστηριότητες είχε μειωθεί δραστικά κατά τον 18ο αιώνα, λόγω των αλλαγών που επέφερε το αποικιακό κράτος5. Οι επαναστάσεις των Sannayasi που έλαβαν χώρα προς το τέλος του 18ου αιώνα, και απαθανατίστηκαν στο διάσημο μυθιστόρημα Anandamath (1882), ενός από τους μεγαλύτερους στοχαστές της Βεγγάλης, του Bankim Chandra Chatterjee, είναι μια σαφής έκφραση της αλλαγής που επήλθε.
Στην
προ-αποικιακή Ινδία, στρατιωτικές ομάδες ασκητών είχαν αναπτύξει
ασκητικές πρακτικές, τεχνικές αναπνοής και τεχνικές μάχης. Το αποικιακό
κράτος καταδίωξε όλες τις ληστρικές ομάδες που θα μπορούσαν να
αποτελέσουν ανταγωνιστή για το δικό του μονοπώλιο βίας. Με τον τρόπο
αυτό ο πολεμικός ασκητισμός τελείωσε, ιδιαίτερα μετά την ήττα των Sikh στο Punjab6. Η ασκητική βία δεν είχε βέβαια ξεριζωθεί ποτέ πλήρως από την θρησκευτική σκηνή, όπως το δείχνει το κίνημα του Khalistan στο Punjab, αλλά έγινε πιο περιθωριακή κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας. Κατά τον 19ο αιώνα ήρθαν νέα στοιχεία στην αστική θρησκευτικότητα.
Κατά πρώτον η πρόκληση των Χριστιανών ιεραποστόλων, που όχι μόνο
ισχυρίζονταν ότι ο Χριστιανισμός είναι η αληθινή θρησκεία, αλλά και ότι ο
Ινδουισμός είναι οπισθοδρομική θρησκεία. Μια
σειρά κινημάτων ανταποκρίθηκε σε αυτή την πρόκληση, δηλώνοντας πως ο
Ινδουισμός είναι πνευματικά όχι μόνο πιο αληθινός από τον Χριστιανισμό,
αλλά και μοντέρνος (ως αντίθεση στο οπισθοδρομικός), έχοντας φυσικά
μεγάλη ανάγκη μεταρρύθμισης. Στα πλαίσια αυτά έγιναν οι παραδοσιακές πρακτικές όπως yoga και πολεμικές τέχνες μέρος του αστικού θρησκευτικού τρόπου ζωής.
Η θεωρητική επεξεργασία από πλευράς των δυτικών της «ανατολικής
πνευματικότητας», είχε προετοιμαστεί από τα θρησκευτικά κινήματα στην
Ινδία κατά δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Για να είναι χρήσιμη στην αντιμετώπιση του χριστιανικού αποικισμού, η μετάφραση των ινδουιστικών θεωρητικών παραδόσεων σε «πνευματικότητα», σήμανε μια σημαντική μεταμόρφωση των παραδόσεων αυτών.
Για να είναι χρήσιμη στην αντιμετώπιση του χριστιανικού αποικισμού, η μετάφραση των ινδουιστικών θεωρητικών παραδόσεων σε «πνευματικότητα», σήμανε μια σημαντική μεταμόρφωση των παραδόσεων αυτών.
Η yoga
είχε ενσωματωθεί σε μια σειρά ασκητικών πρακτικών που ήταν θεωρητικά
αντιληπτές ως μέρος των αντικρουόμενων θεολογιών ή μεταφυσικών θέσεων.
Ένα σημαντικό μέρος αυτού του θεωρητικού σύμπαντος λεγόταν «ταντρικό».
Λέγεται πως η τάντρα περιλαμβάνει τεχνικές δεξιού χεριού για την λατρεία
της Μητέρας Θεάς και τεχνικές αριστερού χεριού, που ξεφεύγουν από τις
κοινωνικές νόρμες της ορθής συμπεριφοράς, όπως τελετουργικές σεξουαλικές
επαφές και χρήση τοξικών ουσιών. Εφόσον αυτές είναι εσωτερικές
(μυστικές) πρακτικές, είναι δύσκολο να εξετάσουμε τι πράγματι γίνεται. Ο
Ramakrishna, ιερέας στον ναό Dakshineshwar της Kali στην Καλκούτα, ήταν ένας από τους σημαντικότερους εφαρμοστές της ταντρικής yoga και της λατρείας της Μητέρας Θεάς. Ο Ramakrishna, όπως ήταν συνηθισμένο στους ασκητές της Βεγγάλης, πειραματιζόταν με την τάντρα, όπως και με την Vaishnava bhakti (αφιέρωση) και έπεφτε σε έκσταση όταν τον καταλάμβανε η Μητέρα Θεά. Ήταν παντρεμένος με την Sarada Devi, με την οποία δεν είχε σεξουαλική επαφή, και την οποία θεωρούσε ως ενσάρκωση της Θείας Μητέρας. Ο Ramakrishna είχε γίνει γνωστός στην αγγλόφωνη μεσαία τάξη της Καλκούτας, όταν μετέστρεψε τον κορυφαίο διανοητή Keshab Chandra Sen από τον Χριστιανισμό στην δική του μορφή του συγκρητιστικού Ινδουισμού. Μετά την έκδοση της βιογραφίας του Ramakrishna (1879) από τον Pratap Chandra Mukherjee (που συμμετείχε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Θρησκειών στο Σικάγο, ως αντιπρόσωπος του Brahmo Samaj), οι δυτικοί ειδικοί στον Ινδουισμό, όπως οι Max Müller και Romain Rolland, διέδωσαν στην Δύση την φήμη του Ramakrishna ως ενός «αυθεντικού Ινδού αγίου». Κατά την διάρκεια των σπουδών τής δυτικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Καλκούτας, ο Narendranath Dutta (που έγινε αργότερα γνωστός ως ο sadhu, ή «άγιος άνθρωπος» Vivekananda) γνώρισε τον Ramakrishna και έγινε μαθητής του7.
Μεγάλο βήμα προς την μοντέρνα κατανόηση των ινδουιστικών πεποιθήσεων και πρακτικών ήταν η δημιουργία της yoga από τον Swami Vivekananda, ως ινδικής επιστήμης της υπέρ-συνείδησης. Η yoga
είχε γίνει το ενοποιητικό σύμβολο του ινδικού έθνους, αλλά όχι μόνο για
εγχώρια κατανάλωση, αλλά για παγκόσμια κατανάλωση. Ήταν μια νέα
διδασκαλία, αν και ο Vivekananda τόνιζε πως ήταν αρχαία «σοφία». Το γεγονός πως είναι νέα διδασκαλία γίνεται αμέσως και σαφώς αντιληπτό λόγω της χρήσης του όρου raja-yoga, που σήμαινε yoga των βασιλιάδων, όρος που δεν υπάρχει σε κανένα σημείο στα κείμενα του Patanjali8. Πρόκειται για μια αντίληψη της yoga
που εστιάζεται στον διαλογισμό ή την πνευματικότητα, και όχι στο σώμα
και τις τέχνες προς απόκτηση εκείνων των δυνάμεων, όπως τις συνάντησα
στην εργασία μου ανάμεσα στους Ramanandis. Αυτό που θεωρώ σημαντικό στοιχείο στην yoga όπως την κατασκεύασε ο Vivekananda,
ως την καρδιά της ινδουιστικής «πνευματικότητας», είναι η απουσία
οποιουδήποτε λατρευτικού ή ασκητικού περιεχομένου, όπως λατρεία σε ναούς
ή ασκήσεις που δημιουργούν υπερφυσικές δυνάμεις (siddhis),
και με τον τρόπο αυτό ενέχουν θεολογική και λατρευτική θέση στις
διάφορες αντιπαραθέσεις μεταξύ διαφόρων παραδόσεων. Είναι επίσης καθαρή
από κάθε αναφορά στην σεξουαλικότητα ή ταντρικά πειράματα, αν και ο
δάσκαλος του Vivekananda, ο Ramakrishna τα χρησιμοποιούσε. Η επιτυχία αυτής της κάθαρσης για τους αφιερωμένους στον Ramakrishna, έτσι όπως τον μετέφρασε ο Vivekananda, φαίνεται στην μεγάλη αντιπαράθεση στην Βεγγάλη, γύρω από την ψυχαναλυτική μελέτη του Jeffrey Kripal, περί υποτιθέμενου όμοερωτισμού του Ramakrishna9. Αυτή η ασάφεια μαζί με τον «μοντέρνο ινδικό πουριτανισμό», κάνει τον ταντρισμό του Ramakrishna διαθέσιμο ως γενικευμένη «πνευματικότητα». Ο πουριτανισμός του Vivekananda
ήταν άμεσο προϊόν της Βικτωριανής ηθικής, και μια προσπάθεια να δείξει
πως οι ινδουιστικές παραδοσιακές πρακτικές δεν ήταν «ανήθικες». Στην
σημερινή Ινδία, οι ανταποκρίσεις στα ψυχαναλυτικά γραπτά περί
Ινδουισμού, φαίνεται να δείχνουν μια συνεχή ευαισθησία «για την γνώμη
του κόσμου» περί της ηθικής του Ινδουισμού. Αυτό είναι κατανοητό ως μια
συνεχιζόμενη αντίδραση στις επιθέσεις των ιεραποστόλων κατά του
Ινδουισμού, αλλά χρησιμεύει και στην εθνικιστική παρερμηνεία των
Ινδουιστικών παραδόσεων που σχετίζονται με το μεγάλο θέμα του ασκητισμού
και του ερωτισμού.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου