Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER - ΠΛΑΤΩΝ (26)

Συνέχεια από Παρασκευή, 20 Νοεμβρίου 2015
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                WalterdeGruyteru. Co, Berlin 1964 )
                            
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΙΧ  /  ΜΥΘΟΣ    (συνέχεια)
  
   Περιορίζεται λοιπόν στο ‘δικαστήριο’ ή τη ‘δίκη’ ο μύθος τού «Γοργία». Ενώ προσθέτουν τα δυό άλλα έργα – κι αυτό είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο και μεγαλειώδες – μιαν ακριβέστατη κοσμολογική εικόνα καταμεσίς αυτής τής αφήγησης για τη μοίρα τής ψυχής: την εικόνα τής υδρόγειας σφαίρας με τα σπήλαιά της και τα συνδετικά κανάλια ο «Φαίδων», κι εκείνην τού ουρανίου αδραχτιού με τις ουράνιες ‘σφαίρες’ (Sphӓren) η «Πολιτεία». Η σκέψη περί τού Κόσμου (Kosmos) είναι ήδη ζωηρά παρούσα στον «Γοργία» (507 Ε), και αναφέρει ως ύψιστο παράδειγμα απέναντι στους εκπροσώπους τής αταξίας όσον αφορά στην ‘κοσμική’ τάξη, «τους σοφούς» ο Σωκράτης. Δεν ‘εισβάλλει’ ωστόσο ακόμα εδώ στον μύθο η κοσμολογία (Kosmologie), επειδή περιορίζεται ακριβώς, σχεδόν εντελώς στο ηθικο-πολιτικό πεδίο ο διάλογος. Ενώ ‘στρέφονται’ αντίθετα, σε πολύ μεγαλύτερον βαθμό, και προς το πεδίο τής γνώσης ταυτόχρονα τα δυό άλλα έργα, όπου και κατέχει βέβαια μιαν ιδιαίτερα υψηλή θέση η φυσική γνώση.
        Στην αφήγηση του Σωκράτη για τη φιλοσοφική του εξέλιξη στον «Φαίδωνα», ‘αξιώνεται’ μια άποψη περί κόσμου, που φανερώνει ως ένα σχεδόν τέλεια τακτοποιημένο σύστημα το σύμπαν. Γι’ αυτό και πρέπει να αντιστοιχούν σε μιαν τέτοια ερμηνεία τού κόσμου, η μορφή τής Γης και η θέση της στον κοσμικό χώρο, σ’ αυτήν ακριβώς την αρχή τού «αρίστου».Η απογοήτευση ωστόσο για όλες τις παρόμοιες ερμηνείες στον Αναξαγόρα, αλλά και ο περιορισμός στην περιοχή τού Λόγου (Logosεν λόγοις), δεν εμποδίζουν τον Σωκράτη να ομολογήση, ότι θα δεχόταν ευχαρίστως να διδαχθή από κάθε ειδήμονα περί τής φύσεως (99 C). Και είναι άραγες συμπτωματικό το ότι παρουσιάζει ένας «κάποιος» μιαν κοσμική άποψη, μιαν άποψη περί κόσμου στον τελικό μύθο, επαρκή σ’ αυτό που πριν ‘αξιώθηκε’; Είναι μια σφαίρα στη μέση τού ουρανού η Γη. Που δεν χρειάζεται τον αέρα ή ένα οποιοδήποτε άλλο μηχανικό υπόστρωμα για να στηριχθή, αλλά μπορεί να κρατηθή η ίδια σε ισορροπία.           Ανταπαντώντας έτσι σε κείνους που απέδιδαν σε υλικές αιτίες τη σταθερότητά της (97 D, 98 C 1). ‘Κατασκευάζεται’ ωστόσο κατ’ αυτόν τον τρόπο κατόπιν η Γη, ώστε να κατανοούνται τα πιο σημαντικά φυσικά φαινόμενα (όπως οι παλίρροιες, οι άνεμοι, οι πηγές και οι εκρήξεις τών ηφαιστίων) απ’ αυτήν την κατασκευή, ενώ ‘γεννιούνται’ ταυτόχρονα και οι συμβολικοί τόποι για τημοίρα τήςψυχής: το εσωτερικό τής γης (η ‘μέσα γη’…), η κοιλότητα – για τον χρόνο τής επίγειας ζωής -, η «πραγματική γη». Και εκπληρώνει έτσι αυτή η αρμονία (Harmonie) αιτιώδους και τελεολογικής ‘κατασκευής’ ή ερμηνείας την παραπάνω αξίωση και ελπίδα. Ακολουθεί δε ακόμα και η κοσμική δομή τού «Τίμαιου» την ίδιαν ακριβώς ‘διπλή άποψη’.
         Στην «Πολιτεία» δεν παρατηρείται πλέον η Γη ως κέντρο τού κοσμικού οικοδομήματος, αλλά το ίδιο το κοσμικό οικοδόμημα με τις ‘σφαίρες’ του. Και φανερώνεται η αναγκαιότητα του ανθρώπινου πεπρωμένου (που δεν αποκλείει, αλλά περιλαμβάνει την ελευθερία τού καθενός). Oι τρεις θεές τής μοίρας – η Κλωθώ, που κλώθει, η Λάχεση, που ‘λύνει’, κι η Άτροπος, που δεν αποφεύγεται (η αναπόφευκτη…) – είναι κόρες τής Ανάγκης, της αναγκαιότητας. Απ’ τους ‘κόλπους’ τής Λάχεσης λαμβάνονται οι ‘εκλύσεις’ (οι πανουργίες, οι ακολασίες…). Και πρέπει να διαβούν κάτω απ’ τον θρόνο τής Ανάγκης, για ν’ αποκτήσουν απ’ τα χέρια τής Κλωθώς και της Ατρόπου επιβεβαίωση και σταθερότητα για την ελεύθερα επιλεγμένη καινούργια ζωή  οι ψυχές. Κινούν όμως τα ίδια αυτά χέρια τών Μοιρών και τις τροχιές τών άστρων, και γυρίζει μέσα στους ‘κόλπους’, στην ‘αγκαλιά’ τής Ανάγκης το αδράχτι τού κόσμου. Τόσο στενά συνδέονται τα κοσμικά συμβάντα και η ανθρώπινη μοίρα. Είναι όμως ακόμα βαθύτερη η συνάρτηση. Γιατί περικλείει και την «Πόλη» η κοσμική εικόνα, την πόλη που παιδαγωγεί, και στην οποία ορίσθηκε ως ένα σημαντικό αντικείμενο της παιδαγωγίας η αστρονομία (Astrοnomie). Η οποία όμως και νοείται ως μια προπαρασκευή τήςδιαλεκτικής (Dialektik) εκεί (VII 529 Cκ.ε.): που δεν έχει ως αντικείμενο την ποικιλία (ποικιλοχρωμία!...) τών ουρανίων φαινομένων, αλλά τις αληθινές ταχύτητες, αριθμούς και σχήματα που αντιλαμβάνεται η καθαρή σκέψη, και προς τα οποία αναλογούν όπως οι απεικονίσεις προς τα πρωτότυπα αυτά που βλέπουμε με τα αισθητά μας μάτια στον ουρανό. Μια τέτοια ‘κατασκευή’ τού σύμπαντος και των κινήσεών του σύμφωνα με καθαρά μαθηματικές σχέσεις: αυτό είναι – έστω και μυθολογικά ‘περιβεβλημένο’ – το αδράχτι με τις ‘περιπλοκές’ του (με τα ‘τυλίγματά’ του…). Κι αν περιστρέφεται τώρα σε κάθε ‘τύλιγμα’ μαζί και μια Σειρήνα (Sirene), δίνοντας η καθεμιά πάντοτε έναν ήχο και έναν τόνο, έτσι ώστε «να συμφωνούν ωστόσο σε μιαν και μοναδικήν αρμονία (Harmonie)» και οι οκτώ, πρέπει τότε να ξαναθυμηθούμε το Έβδομο Βιβλίο, όπου ‘ταιριάζει’ με την αληθινή αστρονομία η αληθινή διδασκαλία τής μουσικής, που δεν έχει να κάνη παρά με τη συγχορδία καθαρών αριθμητικών σχέσεων   (( Σημ. τ. μετ.: Πρόκειται για μεγαλειώδεις συλλήψεις και αντιλήψεις τών αρχαίων Ελλήνων, που μόνον ένας πολιτισμός μπόρεσε μέχρι σήμερα να τις προσλάβη αληθινά και να υμνήση με όλα αυτά τον αληθινό και φανερωθέντα στους ανθρώπους Δημιουργό: ο ‘βυζαντινός’… )) . Κι ο τρόπος που συνδέονται εδώ αστρονομία και μουσική (όπως το είχαν ήδη ‘δη’ οι Πυθαγόρειοι και το θεώρησε ύψιστα σημαντικό ο Πλάτων) είναι ένα ‘παράδειγμα’ κι ένα ‘υπόδειγμα’ για κείνην την κοινότητα και συγγένεια των διαφόρων επιστημών, που με τη μέθοδό τους (Methodos – μεθ-οδός…) ανέρχεται κανείς στον επιθυμητό στόχο. Βλέπουν ωστόσο και αντιλαμβάνονται και οι ψυχές αυτόν τον Κόσμο (Kosmos) τών αστρικών τροχιών και των καθαρών ήχων στο Επέκεινα, πλησιάζοντας έτσι στις ύψιστες γνώσεις. Και δεν λείπει παρά η θέα και των ίδιων των ύψιστων εικόνων, που θα την ‘προσκομίση’ κατ’ αρχάς ο «Φαίδρος». Ενώ απλώς υποδηλώνεται εδώ με κείνο που ‘βλέπουν’ κατά την ουράνια διαδρομή τους οι ψυχές τών ‘καλών καγαθών’: «Εικόνες (όψεις, θεάματα…) ανείπωτης ωραιότητας» (615 Α).
      Και κάτι το τελευταίο και ύψιστο. Κινείται σ’ αυτήν την κατεύθυνση και η νεοπλατωνική ερμηνεία τού μύθου, που διαθέτουμε στην οριστική διατύπωση του Πρόκλου: όπως πρέπει να είναι μια ‘τακτοποιημένη’ (διευθετημένη, ταξινομημένη…) πολιτεία (Politeia) η ψυχή μας, και επαναλαμβάνει (απλώς…) εκτεταμένο το οικοδόμημα της ψυχής η πόλη, έτσι φανερώνει «το ίδιο σε μεγαλύτερο μέτρο» (τά αυτά μειζόνως – ΙΙ 99, 23), έτσι όπως παρουσιάζεται στον τελικό μύθο κι ο Κόσμος. Μπορεί να αρνούμαστε τις μεμονωμένες ερμηνείες, επειδή υπερβαίνουν (πράγματι…) τους σαφείς χαρακτηρισμούς τού Πλάτωνα. Αν λάβουμε όμως υπ’ όψιν μας και τον «Τίμαιο», που περιγράφει άλλη  μια φορά το οικοδόμημα της πόλης, πριν αναγείρη το κοσμικό οικοδόμημα, γίνεται ολοφάνερη η «συμμετρία» (Symmetrie) πόλης και κόσμου. Κι όταν λέγεται στον «Τίμαιο» (90 CD), πως είναι καθήκον τού ανθρώπου να γνωρίση τις αρμονίες και τις κυκλικές κινήσεις τού σύμπαντος, και να εξομοιώση σύμφωνα με τις πρωταρχικές φύσεις (κατά τήν αρχαίαν φύσιν) αυτό που γνωρίζει σε κείνο που έχει ήδη γνωσθή, είναι (πιστεύουμε…) σαφής η συμμετρία τής ιδιαίτερης ψυχής και του κόσμου. Στηρίζεται δε στην ομολογία (Homologie) ψυχής και πόλης ολόκληρο το οικοδόμημα της πλατωνικής «Πολιτείας».   (( Σημ. τ. μετ.: Ο αγώνας τού φωτός απέναντι στο σκοτάδι είναι παντοτινός σ’ αυτήν εδώ την ζωή, μέχρι Δευτέρας Παρουσίας… Μόνο που δεν θα είχαμε καμμιάν ελπίδα δίχως την ‘απόλυτη’ παρουσία τού Χριστού και της Αγίας Τριάδος στην ζωή μας… )) . Και διαβάζεται έτσι πράγματι, με την έννοια του Πλάτωνα αυτό το έργο, καθώς βλέπουμε να ολοκληρώνεται στον τελικό μύθο το σύνολο οικοδόμημα: ανθρώπινη ψυχή, πόλη και κόσμος ως τρεις συμμετρικές γύρω απ’ το ίδιο κέντρο (Zentrum) μορφές. Και καθόλου διαχωρισμένες, παρότι ιδιαίτερα διαμορφωμένες ‘σφαίρες’. Γιατί όπως ανήκει κατά τη φύση του στην πόλη ο άνθρωπος, έτσι μοιάζει να ανήκη, κατά τη φύση του και πάλι στον κόσμο. Κι όπως η υδρόγειος σφαίρα στον «Φαίδωνα», έτσι φαίνεται κι εδώ οικοδομημένο, για να δημιουργήση τον εκάστοτε κατάλληλο για την ανθρώπινη ψυχή χώρο, το κοσμικό οικοδόμημα   (( Σημ. τ. μετ.: «Τί θα ωφεληθή ο άνθρωπος, αν κερδίση όλον τον κόσμο, αλλά χάση την ψυχή του…» )) .
  Οι μεγάλοι μύθοι τής ψυχής  αναπαριστούν στο τέλος κάθε φορά ενός έργου το άγνωστο επέκεινα της ζωής, αφού έχει ωστόσο προσδιοριστή προηγουμένως, με το βλέμμα βέβαια στραμμένο στο αιώνιο Είναι, στο Ενθάδε η τάξη, ή έχει γνωσθή αυτό που από εδώ μπορεί να γίνη εννοιολογικά γνωστό. Και δεν πρόκειται παρά για παραλλαγές τού ενός και ίδιου θέματος, που ταιριάζουν ωστόσο στον εκάστοτε διάλογο η καθεμιά. Γιατί δεν συνιστούν, διαφορετικά απ’ τους μύθους τής πρώτης πλατωνικής βαθμίδας, κάποιο ‘ανεύθυνο και αστείο παιχνίδι’ αυτοί οι γνήσια σωκρατικοί μύθοι, που μπορεί συμπτωματικά να ‘επιτύχουν’ και κάτι το ουσιαστικό. Προϋποθέτουν την εννοιολογική συζήτηση και προχωρούν πέρα απ’ τα ‘σύνορα’, που έχουν (βέβαια…) τεθή στην ανθρώπινη ύπαρξη και γνώση. Ή κι ακόμα περισσότερο, με την έννοια ή το ‘πνεύμα’ τού Πλάτωνα: διαθέτει τη δική του δομή, όπως κι ο λόγος, ο μύθος, που δεν έχουν αμφότερα εφευρεθή, αλλά (ακριβώς…) ως ‘χαμένα’ ανευρεθή. Και μόνον τότε αξίζει ο μύθος, όταν αποδεικνύεται, πως συνεχίζει ταιριαστά τον λόγο   (( Σημ. τ. μετ.: Στέκει ο (φιλόσοφος…) άνθρωπος με θαυμασμό μπροστά στα μυστήρια που του αποκαλύπτονται, καθώς επιθυμεί με ερωτικό πάθος να μάθη και να γνωρίση όσα η αληθινή γνώση κάθε φορά τού προσφέρει… )) .
       Και κάτι τελευταίο: δεν φοβάται, τουλάχιστον στον «Μένωνα» (86 Β) και τον «Φαίδωνα» (114 D), να κλονίση ξανά στο τέλος τη βεβαιότητα του μύθου ο Πλάτων, και δεν μας αφήνει πουθενά να αμφιβάλουμε για το ότι  αναμειγνύονται η αλήθεια και η ποιητική επίνοια εδώ. Κι ανήκει πράγματι στη φύση τού μύθου αυτή η ‘εκ νέου αβεβαιότητα’, «ώστε να μην ‘οπλιστή’ με την ακαμψία» (( ! )) . «Δεν επιθυμώ και να εγγυηθώ απολύτως γι’ αυτό», διαβάζουμε στον «Μένωνα». Ενώ: «Μοιάζει να είναι έτσι είτε έτσι», στον «Φαίδωνα». Σταθεροποιείται όμως άλλο τόσο η βεβαιότητα τωναπαιτήσεων, που έχει ενισχύσει ο μύθος απ’ την  άλλη: «Μπορεί να είναι πεπεισμένος κανείς για τη μοίρα τής ψυχής, αν απέφυγε τις σωματικές χαρές σ’ αυτήν την ζωή, κι αν εξάσκησε τις χαρές τής μάθησης, κι αν στόλισε με τα στολίδια που πράγματι της ανήκουν από εδώ την ψυχή του» (Φαίδων 114 D).«Πρέπει να προσέξη κανείς περισσότερο να μην αδικήση, παρά να μηναδικηθή· και να προσπαθή, όχι να φαίνεται, αλλά να είναι καλός· κι αν διαπράξη κανείς αδικία, πρέπει να τιμωρήται, και το να πραγματοποιηθή αυτό συνιστά και το νόημα της ρητορικής» (Γοργίας 527 Β). «Πρέπει να πιστεύη κανείς στην αθανασία και να παραμένη στον ανηφορικό δρόμο, και να εξασκή με κάθε τρόπο τη συνδεδεμένη με τον λόγο δικαιοσύνη» (Πολιτεία 621 C). Είναι χαρακτηριστικό πόσο συμφωνούν όλα αυτά αναμεταξύ τους. Και βρίσκεται στην ‘ευθεία γραμμή τής βουλήσεως’ (directiovoluntatis), για να το πούμε με τα λόγια τού Δάντη, η κυριότερη αξία τού μύθου. Γι’ αυτό και καταλήγουν, όπως συμφωνούσαν προηγουμένως με την εννοιολογική συζήτηση, ξανά στο αίτημα που έχει ανατεθή στην ζωή μας, και που το ‘διαφώτισε’ και θεμελίωσε ο διάλογος, οι ‘διαδρομές’ του.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: