5) Η Τριάδα πέραν της ιστορίας.
Η Θέση της αντιστοιχίας ανάμεσα στην Οικονομική Τριάδα και την ενυπάρχουσα (την ουσία), στην διπλή της θεμελίωση, αποκαλυπτικής και σωτηριώδους, δέν είναι ελεύθερη απο όρια και κινδύνους. Η αντιστοιχία δέν μπορεί να ενοηθεί σαν ταυτότητα.
Η Θέση της αντιστοιχίας ανάμεσα στην Οικονομική Τριάδα και την ενυπάρχουσα (την ουσία), στην διπλή της θεμελίωση, αποκαλυπτικής και σωτηριώδους, δέν είναι ελεύθερη απο όρια και κινδύνους. Η αντιστοιχία δέν μπορεί να ενοηθεί σαν ταυτότητα.
Εάν απο τον Τερτυλλιανό και μετά κυριάρχησε η ανάγκη να διατυπωθεί η διάκριση ανάμεσα στην Οικονομία και στην ουσία (την ενύπαρξη) του Τριαδικού μυστηρίου, αυτό δέν έγινε χωρίς λόγο. Η οικονομία δέν μπορεί να εξαντλήσει τα βάθη του Θεού. Η ιστορία δέν μπορεί, ούτε πρέπει , να συλλάβει την δόξα. Και αυτό στο όνομα της υπερβατικότητος και της Θείας ελευθερίας, που είναι και το θεμέλιο του θαυμάσιου δώρου της αγάπης της Αγίας Τριάδος για μας. Γι’αυτό δέ ακριβώς επειδή απορρέει απο μία άλλη και κυρίαρχη Βούληση, ολοκληρωτικώς ελεύθερη χωρίς καμμία ανάγκη, η θεία πρωτοβουλία τής Σωτηρίας φαίνεται να οφείλεται μόνον στο δώρο της αγάπης. Ένας Θεός χαμένος στην ιστορία, μία Τριάδα ενυπάρχουσα και απολύτως προσαρμοσμένη στην οικονομική της φανέρωση, δέν θα ήταν πλέον ο Θεός των Χριστιανών, αλλά άλλη μία απο τις δυνάμεις αυτού του κόσμου, ίσως ακόμη και η πιό πολύτιμη και αναγκαία.
Η υπερβατικότης και το επέκεινα του Θεού καθ’εαυτό σε σχέση με τον «Θεό για μας», συλλαμβάνονται σε μία διπλή κατεύθυνση: απο το ένα μέρος, στο νόημα της αποφάσεως, του αρρήτου του Θείου μυστηρίου που είναι ολοκληρωτικώς άλλο, παρότι εισήλθε πλήρως στα ανθρώπινα πεπραγμένα και απο το άλλο, στο νόημα της εσχατολογίας, του ερχομένου και νέου, του Χριστιανικού Θεού ακριβώς σαν του Θεού της επαγγελίας.
Η απόφαση δείχνει την έκπληξη, την λατρεία και την σιωπή που είναι αναγκαίες μπροστά στο απόλυτο μυστήριο. «Μη πλησιάσεις εδώ, λύσον τα υποδήματά σου εκ των ποδών σου, διότι ο τόπος επί του οποίου Ίστασαι, είναι γή αγία» (Εξ 3,5). «Ο Θεός λατρεύεται με την σιωπή, όχι επειδή δέν μπορούμε να μιλήσουμε ή να ερευνήσουμε γι’αυτόν, αλλά επειδή συνειδητοποιούμε πως βρισκόμαστε πάντοτε σ’ενα έλλειμα ώς πρός μία ικανοποιητική κατανόησή του» (Ακινάτης, περί Τριάδος). «Μαζί θα διασχίσουμε τον δρόμο του ελέους, ψάχνοντας γι’Αυτόν για τον οποίο έχει λεχθεί: Αναζητείστε πάντοτε το προσώπο του. Σ’αυτή την ήσυχη και ταπεινή διάθεση θα ήθελα να βρεθώ ενωμένος, μπροστά στον Κύριο μας και Θεό μας, με όλους τους αναγνώστες των βιβλίων μου, αλλά ιδιαιτέρως με τούτο που ερευνά την ενότητα της Τριάδος του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, καθότι δέν υπάρχει άλλο θέμα σχετικά με το οποίο το λάθος να είναι πιό επικίνδυνο, η έρευνα πιό απαιτητική και η ανακάλυψη πιό γόνιμη». (Αυγουστίνος, περί Τριάδος). [Όπως βλέπουμε η αυτοαναφορά είναι το μόνο περιεχόμενο. Η ψυχολογία είχε ήδη πάρει την θέση της ψυχής. Ο Αδάμ υποδύεται τον Χριστιανό, σαν Θεός].
Η έρευνα πάνω στο Τριαδικό μυστήριο, απαιτεί σωφροσύνη και ταπεινοφροσύνη: η πιό ακατάλληλη μορφή σκέψης και λόγου επομένως, για την έρευνα αυτή, είναι μάλλον η μορφή του Επαίνου, της Ευχαριστίας και της θεωρίας της αγάπης. Και μ’αυτή την έννοια ο Πάνενμπεργκ προτιμά να ορίσει τον ανθρώπινο λόγο για τον Θεό, σαν «δοξολογικό», παρά σαν «αναλογικό». Σ’αυτόν οι λέξεις επικαλούνται αυτό που απείρως τις υπερβαίνει, διότι δέν μπορούν να συλλάβουν την πραγματικότητα του ούτε και να την εγκλωβίσουν στα σχήματά μίας άφρονης προτάσεως. Αυτός ο λατρευτικός τρόπος του λόγου για τον Θεό, είναι στην πραγματικότητα μία θεολογία της απαντήσεως. «Η Ευχαριστία που απορρέει εξ αυτής και η γνώση του Θεού που περιέχεται απαντούν στην σωτηρία της οποίας αποκτάται η εμπειρία.» Η απάντηση όμως παραμένει συνειδητοποιημένη της απείρου υπερβατικότητος του δώρου, και γι’αυτό της ανάγκης να ανταποκριθούμε σ’αυτό με την σιωπή και την αναμονή του ακούσματος και της βιωμένης αγάπης. Έτσι η Τριαδική Θεολογία δέν αντιτίθεται στην «αρνητική Θεολογία αφού την απαιτεί κυρίως σαν δική της στιγμή την οποία δέν μπορεί να εγκαταλείψει. «Ανάμεσα στον Δημιουργό και την δημιουργία δέν μπορεί να παρατηρηθεί κάποια ομοιότης, χωρίς να γίνει εμφανής η ακόμη μεγαλύτερη ανομοιότης (Η Σύνοδος του Λατεράνου IV 1215 ). Όσο αυξάνει η γνώση του μυστηρίου τόσο ανεξάνλητος φανερώνεται ο πλούτος του και το βάθος του, τόσο αυξάνει η επίγνωση της χρησιμότητος της σιωπής.
Αυτό το ατελές του Θεολογικού λόγου τρέφεται όμως με την ελπίδα: διότι ότι μας δόθηκε στην Οικονομία είναι μία προκαταβολή απο αυτό που θα αποκαλυφθεί πλήρως στον καιρό της δόξας. Η θεία υπόσχεση κατευθύνει πρός το τέλος: η εσχατολογία προσφέρεται σαν την υπέρβαση του παρόντος στο μέλλον που έρχεται, εξασφαλισμένο και επιβεβαιωμένο απο την ιστορία της αποκαλύψεως σαν το μέλλον του Τριαδικού Θεού με τους ανθρώπους. Η σχέση ανάμεσα στην Οικονομία και στην ουσία (ενύπαρξη) του μυστηρίου [εφόσον και τα έσχατα είναι μέλλον, δηλαδή χρόνος, ο Θεός ενυπάρχει στην ιστορία ή στον κόσμο, αναλόγως την πίστη], έρχεται να συσταθεί με διαλεκτική μορφή: [Το μέλλον σαν τέλος δέν συνειδητοποιείται εύκολα. Διότι το μέλλον σαν τέλος είναι ο Θάνατος. Απλώς οι θεολογούντες της Δύσεως αντικατέστησαν τον μελλοντικό και τελικό θάνατο με την μελλοντική και τελική Ανάσταση, για την οποία μας βεβαίωσε ο Θεός. Αυτή η διαβεβαίωση είναι το περιεχόμενο της Δυτικής πίστης]. Στην θέση λοιπόν «η Οικονομική Τριάδα είναι η ουσιαστική Τριάδα «αντιστοιχεί η αναγκαστική αντί-θεση: «η Οικονομική Τριάδα δέν είναι η ουσιαστική Τριάδα, είναι όμως στην αναμονή της εσχατολογικής συνθέσεως, στην οποία ο Θεός θα είναι όλος σε όλους (1 Κορ, 15,28). Και η ιστορία και η δόξα θα ζήσουν μία διαφορετικότητα απολύτως επανασυμφιλιωμένη [Όλη η ιστορία στηρίζεται στην κακοδοξία ότι ο Κύριος αποκατέστησε τον Αδάμ, και ο Αδάμ θα αποκαταστήσει την Δημιουργία. Στην αποκατάσταση των Πάντων, ακόμη και των Δαιμόνων. Ηδη καταδικασμένης απο την ένδοξη Ορθοδοξία, διότι σήμερα επιβιώνει μόνον η σκιά της].
Απέναντι σ’αυτό το «όχι ακόμη [εμείς πάντως έχουμε Αγίους] της υποσχέσεως, σ’αυτή την τελευταία πατρίδα [Πατρίδα είναι και η πρώτη], την οποία μισοβλέπουμε αλλά δέν κατέχουμε [μυριάδες οι άγιοι που την κατέχουν], ο Θεολόγος ξέρει πώς σκέφτεται στο μισοσκόταδο, στο λυκόφως [Όταν βγαίνουν και τα φαντάσματα] : Όπως ο φρουρός περιμένει το ξημέρωμα, όταν η γνώση της αυγής θα πάρει την θέση της γώσεως του δειλινού, της Δύσεως [Εμείς είμαστε Ανατολή ήδη] των χρόνων των προσκυνητών. Αυτό το μελλοντικό φώς δίνεται σαν πιό καθαρός αντικατοπτρισμός [ ο Κύριος κατήργησε τα Είδωλα και τις εικόνες] στην εμπειρία των μυστικών και των πνευματικών, στους οποίους πραγματοποιείται ο ευαγγελικός λόγος: «Εάν κάποιος με αγαπά θα τηρήσει τον λόγον μου και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν σ’αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί του» (Ιωάν 14,23). Στο σχολείο τους, η Τριαδική θεολογία καλείται να τραφεί με προσευχή, να μολυνθεί απο το κάλλος και την ωραιότητα, να αποπνέει την Ειρήνη. Ταυτόχρονα δέ το κάλεσμα της Τριάδος στην πατρίδα, θυμίζει στην σκέψη του μυστηρίου, την ανάγκη για μία μόνιμη μεταρρύθμιση (στην θέση της Μετάνοιας), για μία διαρκή έρευνα. Μ’αυτή την έννοια, κάθε λόγος της Τριάδος παραπέμπει σε νέους λόγους, κάθε σιωπή σε νέα[Ζέν], που –χωρίς να αρνούμαστε τα πλούτη του παρελθόντος, αλλά συμπεριλαμβάνοντας τα πάντα στην ενότητα μίας αδιάκοπης έρευνας της πίστεως- ωθούν πρός τα μπρός, πρός τα βάθη του ζωντανού Θεού.
Αυτή η διαρκής εσχατολογική ένταση είναι γεμάτη με μία αξία κριτικο-προφητική: αυτή κεντρίζει κάθε στάση, απελευθερώνεται απο κάθε γοητευτική απαίτηση κατοχής, αμφισβητεί κάθε δυνατή ταύτιση του κόσμου με την Βασιλέια, ελευθερώνοντας τον πιστό απο τις δυνάμεις του θανάτου, για να τον ανοίξει πάντοτε εκ νέου στην υποσχεμένη μελλοντική ζωή. Η επανεύρεση της Τριαδικής Πατρίδος, ακόμη και μέσω του εσόπτρου εν αινίγματι (1 Κορ 13, 12), ξαναζωντανεύει τον χρόνο της εξορίας, σκίζει την μάσκα κάθε φαινομενικής πληρότητος που μας παγιδεύει, ενεργοποιεί τους προσκυνητές στην αναζήτηση της ειρήνης και της δικαιοσύνης της Βασιλείας! Στην οδό του ζωντανού Θεού δέν υπάρχει στάση και σταθμός που να μπορεί να μας συγκρατήσει! Ακόμη και η αναποφασιστικότης είναι αμαρτωλή απόρριψη (Άγιος Βερνάρδος).
Συνεχίζεται
Με τόσα λίγα, μόνον με την ηδυπάθεια των λέξεων, η Δύση κατόρθωσε τα μέγιστα. Εμείς μέσα στους θησαυρούς πεθαίνουμε απο πείνα.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου