Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Οι δυο έκτοι αιώνες του ελληνικού τρόπου

Χάρης Φεραίος

Αναφέρεται ο γράφων αφενός στον 6ο π.Χ. αιώνα, όπως και στον 6ο επίσης μ.Χ. όμως αιώνα αφετέρου, ως τους δυο αιώνες, που σηματοδοτούν, όχι βέβαια την γένεση, αλλά την  δ ι α σ ά φ η σ η  ως περιεχομένου, και την αποκρυστάλλωσή τους ως αισθητική μορφή, δυο εκ τών πολιτισμών, που «το τών Ελλήνων γένος», (καθώς ο Ισοκράτης το αποκαλεί) παρήγαγε, γέννημα βεβαίως «ελληνικού τρόπου». Τρόπου, δηλαδή, τού βίου, και ύπαρξης αλλά και συνύπαρξης κοινωνικής, κατά την ρήση τού Ηράκλειτου πάντα.[1] Αναφέρεται δε ειδικά ο γράφων, στους δυο ελληνικούς πολιτισμούς, τον Κλασικό αφενός, και τον (καλούμενο) Βυζαντινό αφετέρου, που σηματοδότησαν την πρώτη χιλιετία προ Χριστού ο πρώτος, και την πρώτη επίσης χιλιετία μετά Χριστόν ο δεύτερος. 
 
Όπως ήδη, και κατ’ επανάληψη, είπαμε, η, που προκάλεσε «αιφνιδιασμό», εκπληκτική παρουσία, ως λαμπρού μετέωρου, τού Ομήρου τον 8ο π.Χ. αιώνα, ήτανε στην πραγματικότητα ο προάγγελος τής γένεσης νέου, τρίτου ειρήσθω, ελληνικού πολιτισμού, τού Κλασικού. Που, σημειώνω, εμφανίστηκε ως σύνθεση τών δυο προηγηθέντων πολιτισμών, Μινωικού και Μυκηναϊκού, δεδομένου ότι εκείνοι είχαν βεβαίως συμπληρώσει πια τον «κύκλο τους», αν επιτρέπεται η έκφραση. Ακριβέστερα, είχαν «τελειώσει» (με την αρχαία έννοια τού όρου, τής τελείωσης) την πολιτισμική προσφορά τους. Όμως δυο αιώνες μετά τον Όμηρο, τον έκτο δηλ. αιώνα, είναι που έλαβε συμβολική μορφή, εκφραστική τού πνεύματος που τον συνείχε, ο Κλασικός πολιτισμός. Γεγονός σημαντικό, καθώς η «αισθητική έκφραση» υπήρξε ανέκαθεν αίτημα ενδότερο και θεμελιακό τού χαρακτήρα, (ως ιδιοπροσωπία του) τού κάθε ελληνικού πολιτισμού. Καθώς και ο (αρχαίος) Παρμενίδης το επεσήμανε, οι θεωρίες τών Ελλήνων ήσαν πάντα ευκυκλείς,[2] ενώ ο (σύγχρονος) Σπύρος Κυριαζόπουλος, επεσήμανε επίσης πως «η Ελλάς είδε τον κόσμο μορφολογικώς»! Για εκείνο το μορφολογικώς «ευκυκλές» άλλωστε, είναι που ο εκάστοτε συμβολισμός τής ελληνικής φιλοσοφίας, εκφράζεται, και κυριαρχικά συμβολίζεται, πάντοτε με ένα έργο εικαστικής τέχνης. Ακριβέστερα ένα έργο τής αρχιτεκτονικής τέχνης, κατά κανόνα με ναό. Κορυφαίο παράδειγμα φυσικά ο Παρθενών!
Και δεν νομίζω πως χωρεί αμφιβολία, ότι τον έκτο αυτόν προ Χριστού αιώνα, είναι που ολοκληρώθηκε μορφολογικά, η μετάβαση από την αρχαία ξύλινη οικία στο λίθινο «μέγαρο» αφενός, αλλά και κυρίως αποκρυσταλλώθηκε ως τύπος, ο περίπτερος ναός τών Ελλήνων. Τύπος βέβαια, τού οποίου η, συνεχής άλλωστε, μορφική επεξεργασία, (επεξεργασία μέχρι τού ιδανικού, δηλ. τού ιδεατού, άλλως τού «αληθούς»[3]) τον οδήγησε στην ύψιστη τελειότητα τού επόμενου αιώνα, τού Πέμπτου, έκφραση και υπέρτατος (ο κορυφαίος) συμβολισμός τής οποίας υπήρξε βεβαίως ο ίδιος ο Παρθενώνας.
Αντίστοιχα επίσης έδρασε και στον άλλο, τον μετά Χριστόν ελληνικό πολιτισμό, τον (καλούμενο) Βυζαντινό, ο έκτος επίσης αιώνας. Προηγήθηκαν πάλι κατά δυο αιώνες ο μελίρρυτος «ποιητικός» λόγος τού, εκ των Καππαδόκων Πατέρων, Ιωάννη τού Χρυσοστόμου, ως προάγγελος ξανά ελληνικού (τέταρτου) πολιτισμού, τού καλούμενου σήμερα Βυζαντινού. Και πάλι η αρχιτεκτονική είναι που κλήθηκε να συμβολίσει στην ύλη, ό,τι καινό κόμιζε ως πνεύμα ο αναμορφωμένος αυτός πολιτισμός. Που δεν ήταν άλλο από το Χριστιανικό άγγελμα, πως «κοινωνία» τώρα, (ό,τι δηλ. άλλοτε εξήγγειλε ο Ηράκλειτος) δεν είναι πια εκείνη τής πόλης απλώς, αλλά είναι η, κοινωνία πάλι,[4] όμως κοινωνία τής κοσμόπολης: Ακριβέστερα τής κοσμοπολιτείας τών λαών. Τους οποίους ενώνει πια, όχι το «κοινό γένος», αλλά η άνωθεν (η «εξ ύψους») κοινωνία, ως κοινωνία τού θείου σώματος! («...ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν...». Ιωάννης, 17, 22) 
Η τέχνη τής Αρχιτεκτονικής λοιπόν κλήθηκε πάλι να εκφράσει με το έργο της, ναοδομικό βεβαίως, το νέο αυτό πνεύμα: Μέχρι τότε φυσικά κυρίαρχο εκφραστικό μέσο τού υψηλόφρονος χαρακτήρα τού νέου πνεύματος τής εποχής, (τού Χριστιανικού) ήταν για την Αρχιτεκτονική, αναδιοργανωμένη και φυσικά αναμορφωμένη ως ναός πλέον, η παλαιά Ρωμαϊκή Βασιλική. Αλλά παρ όλη τη, σημαντική βεβαίως, αναμόρφωσή της, φάνηκε ότι η Βασιλική, ξυλόστεγη κατά το πλείστο, εκτός μόνο από την (αισθητική) έξαρση τού βάθους (με την ρυθμική τάξη των κιόνων και αψίδων, τοποθέτηση δε στο απώτατο βάθος και της κόγχης τού Ι. Βήματος) δεν είχε τη δυνατότητα να εκφράσει, ό,τι μεγαλόφρον ηθικά, και υψηλόφρον αισθητικά, κόμιζε το νέο εκείνο πνεύμα! Και κυρίως το αισθητικό Ύψος, κυρίαρχο όμως αίτημα τού Υψηλού φρονήματος τής Χριστιανικής Ιδέας. (Όχι ιδεολογίας. ή ιδεολογήματος!) Γι’ αυτό, και θεωρώντας η Αρχιτεκτονική ότι ολοκληρώθηκε ο κύκλος προσφοράς τής ξυλόστεγης Βασιλικής,[5]* στράφηκε η τέχνη αυτή σε αναζήτηση νέας, και δόκιμης για τον σκοπό αυτό, μορφής. Και γι’ αυτό, στράφηκε κυρίως στα ως τότε περίκεντρα κτήρια (βαπτιστήρια κλπ) με τον σφαιρικό θόλο, δηλ. τον ημισφαιρικό τρούλο! Από το σημείο αυτό είναι που ανέτειλε θριαμβική η πορεία τής Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής. Όπως άλλοτε, τον τότε 6ον εκείνο αιώνα (τον προ Χριστού) είχε αρχίσει η θριαμβική πορεία τής Κλασικής Αρχιτεκτονικής. 
Την πορεία αυτή, τη θριαμβική, σηματοδότησε στην αρχή τού έκτου λοιπόν αιώνα, η μεγαλοφυής δημιουργία τής Αγια-Σοφιάς. Το μεγαλοφυές σ’ αυτήν δεν είναι βέβαια η υιοθεσία απλώς από τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο, τού ήδη γνωστού άλλωστε τρούλου τών περίκεντρων κτηρίων. Αλλά ο συνδυασμός τής έκφρασης τού δυναμισμού τών δρομικών  ξυλόστεγων βασιλικών, με την ηρεμία τού τρούλου τών περίκεντρων κτηρίων, μαζί και τών, υποβλητικής ικανότητας, πλάγιων κλιτών. Το δρομικό λοιπόν στοιχείο το πέτυχαν οι αρχιτέκτονες τού ναού με την προσθήκη ανατολικά και δυτικά στον τρούλο δυο τεταρτοσφαιρίων (ημιτρούλιων). Και ολοκληρωνόταν η νεότροπη αυτή συμβολική δρομικού χώρου, με την τοποθέτηση τής λειτουργίας, και ειδικότερα τον συμβολισμό αυτής τής λειτουργίας, τού Ιερού Βήματος στο απώτατο ανατολικά πέρας τού «δρόμου» Η προσθήκη δε τών πλάγιων διαμερισμάτων, (άλλοτε πλάγιων κλιτών στις βασιλικές) δημιούργησε, ό,τι είναι αίτημα υποβολής τού Υψηλού, δηλ. το (ποιητικό αυτόχρημα) αίσθημα δυναμισμού τού (συνεχώς μορφούμενου και αναμορφούμενου, μέσα από τις σοφές αντιθέσεις, στο εσωτερικό τού ναού) «ενιαίου χώρου»! Με τον τρούλο φυσικά να συμβολίζει, αλλά κυρίως να εκφράζει, με ποιητικό πια τρόπο, το κυρίαρχο αίσθημα από το οποίο εμφορείται η νέα «θρησκεία», εκείνο δηλ. το αίσθημα τού Υψηλού! Ό,τι με άλλα λόγια ακριβέστερα συνέχει  ως «φιλοσοφία» τον νέο εκείνο ελληνικό πολιτισμό: Την και εξ ύψους πια κοινωνία. Θεία και ανθρώπινη...
Ορθώς λοιπόν, λέει ο γράφων, αναφέρθηκε στην αρχή, περί έκτων αιώνων, της προ και τής μετά Χριστόν χιλιετίας. Και επισημαίνει, το επίσης ορθό χρονολογικά: Μια δωδεκάδα αιώνων (προ και μετά Χριστόν) χρειάστηκε ως να γεννηθεί νέος (ο Βυζαντινός) πολιτισμός. Και είναι, λέει ο γράφων, όντως τραγικό: Ότι η επόμενη δωδεκάδα αιώνων, συμπληρωνόταν το συμβολικό έτος 1821! Όταν, εξερχόμενο το τών Ελλήνων γένος από το Οσμανικό σκότος, θα έπρεπε να ανατείλει νέος, ο Πέμπτος ελληνικός πολιτισμός! Ουδέν όμως έγινε! Αφού το αναγεννώμενο έθνος, πνίγηκε στην πλεκτάνη τού νέου σκότους, που κόμισαν από την «πεφωτισμένη» Εσπερία, ως μεταπράτες της βεβαίως, οι λόγιοί της, και ονομάστηκε βεβαίως Ελληνικός Διαφωτισμός! Που το γένος, για να μιλήσει κανείς και αλληγορικά, δολοφονήθηκε, όπως ακριβώς και ο νέος Κυβερνήτης του, ο Ιωάννης Καποδίστριας, μπροστά σε μια στενή πόρτα, πριν βεβαίως (ή ώστε να μην) προλάβει να μπει στην εκκλησιά. Και, τονίζω: Όχι στο Κυβερνείο του! Στην εκκλησιά...
 
*Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας του ΕΜΠ
 
Σημειώσεις
[1]. «Κοινωνούμεν, άρα αληθεύομεν», καθώς αποφάνθηκε ο προσωκρατικός εκείνος φιλόσοφος.
[2] .Δεν ήταν δηλ. αρκετό να είναι αληθείς. Έπρεπε να είναι και «ευκυκλείς», έχουσες δηλ. την μορφολογική τελειότητα τού   κύκλου. Άλλωστε, λέει ο γράφων, ο ελληνικός τρόπος, είχα στην φιλοσοφία του εισαγάγει δίπλα στο ηθικό, ως ισότιμο, και το αισθητικό στοιχείο. (Και «φιλοσοφούσε» και «φιλοκαλούσε», δεν διαπίστωσε και ο Θουκυδίδης;)
[3]. Είναι όντως εκπληκτικό να παρακολουθήσει κανείς την επί δυο αιώνες μορφολογική εξέλιξη, ενός πλαδαρού, στις αρχές του έκτου αιώνα, δωρικού κίονα, με τον «αβέβαιο» εκείνο εχίνο στο κιονόκρανό του, ως να φτάσει στην, υπερκόσμιας (θεϊκής πες) δύναμης, (και ιδεατής αλήθειας) γενναία μορφή, κίονα και κιονοκράνου του, στον Παρθενώνα τού τέλους τού πέμπτου αιώνα.     
[4]. Κοινωνία φυσικά, δεδομένου ότι αυτή ακριβώς η πρόταση βίου, είναι που σηματοδοτεί το ιδιοπρόσωπο τού ελληνικού πολιτισμού, που τον ξεχωρίζει στην Ιστορία, κατά το ότι έχει αποδεσμευθεί οριστικά από τον πρωτογονισμό του ατομοκεντρισμού!
[5]. Είναι πάντως χρήσιμο και πρέπει να λεχθεί, δεδομένου ότι το κείμενο αυτό απευθύνεται και σε αρχιτέκτονες, ότι ο ρυθμός της. θολοσκεπούς πια, βασιλικής, υπήρξε το κύριο εκφραστικό όργανο τής δυτικής εκκλησίας, και σε χρόνους πολύ μεταγενέστερους τού έκτου βυζαντινού αιώνα, ειδικά από την εποχή τού Καρλομάγνου και εντεύθεν. (Βλ. χαρακτηριστικά και σελ. 34, στο βιβλίο τού γράφοντος, «Ξυλόστεγος Φραγκοβυζαντινή Αρχιτεκτονική τής Κύπρου»). Όπου και η χριστιανική βασιλική είχε ως μοναδική εξέλιξη, τη δημιουργία σταυροειδούς σχήματος, (συμβολικού βεβαίως τής δυτικής ηθικής σωτηριολογίας) με όντως εγκάρσιο κλίτος. Στη διασταύρωση λοιπόν τών δυο αυτών κλιτών, υψωνόταν  συνήθως «πύργος», άλλοτε σημαντικού μεγέθους, κυρίως στην μεσαιωνική Αγγλία, και άλλοτε υποτυπώδης, στην κυρίως Ευρώπη. Μοναδικό παράδειγμα εγκάρσιου κλίτους βασιλικών στην ανατολική εκκλησία, είναι το συγκρότημα Αγίου Συμεών τού Στυλίτη, στο Καλάτ Σιμάν τής Συρίας. Εκεί όμως δεν πρόκειται για πραγματικά εγκάρσια κλίτη βασιλικής, αλλά για συγκρότημα τεσσάρων βασιλικών, σε σχήμα σταυρού, γύρω από ένα τεράστιο οκταγωνικό κτίσμα, υπερυψωμένο δε τόσο, ώστε να χωρεί η τοποθέτηση στο κέντρο του, τού περίφημου στύλου, όπου εγκαταβίωσε ο διάσημος εκείνος αναχωρητής άγιος, ο Συμεών δηλ. ο Στυλίτης.
 
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Οι άνεμοι της Ιστορίας") είναι έργο του Κώστα Βλάχου.
πηγή κειμένουAντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: