Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (82)

                                     
                                      PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος

           ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ - «ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»

                                             19.  Μ Ε Ν Ω Ν
                                                 ( συνέχεια )

      Kαθώς βλέπουμε να επιστρέφουν στο τρίτο μέρος τού διαλόγου στο ερώτημα για την ουσία τής αρετής ο Μένων και ο Σωκράτης (86 C), μπορούμε να θεωρήσουμε πως υπερβαίνει τα όρια του πραγματικού προβλήματος ολόκληρο το μεσαίο μέρος. Ενώ μάς διδάσκουν και κάτι το διαφορετικό τα τελευταία λόγια τού μεσαίου μέρους: ότι «θα γίνουμε καλύτεροι». Σκεπτόμενοι ελληνικά, και διακρίνοντας ένα επίθετο που οδηγεί στην αρετή στη λέξη «καλός», παραμένουμε μέσα στα όρια του προβλήματος, το οποίο και αντιλαμβανόμαστε σ’ ένα εντελώς διαφορετικό ξαφνικά βάθος: στη σχέση τής «ύπαρξης» με τη «μεταφυσική» (Jaspers). Καθίσταται ορατή δηλ. στην πραγματική της εργασία η ψυχή, που είναι η αναζήτηση της «πραγματικότητας του όντος», και μας χρησιμεύει τώρα σε μια βασική ηθική αποστολή αυτή η εμπειρία: στο να γίνουμε οι ίδιοι καλύτεροι. Είναι σ’ αυτά τα βάθη που πρέπει να αναζητηθή πλέον η απάντηση, τόσο στο ερώτημα για την ουσία όσο και για τη διδακτότητα της αρετής.
      Ακολουθώντας ωστόσο την εξωτερική πορεία τού διαλόγου, θα ξαναβρούμε στο τρίτο μέρος τα προβλήματα που έθεσε το πρώτο μέρος. Όπως εμφανίστηκαν δηλ. ‘προοπτικά’ κατά κάποιον τρόπο στο πρώτο μέρος τα ερωτήματα «αν διδάσκεται η αρετή» και «τί είναι αρετή», έτσι παρουσιάζονται κι εδώ, ειρωνικά ‘αναμεμειγμένα’ αναμεταξύ τους, εκ νέου. Θέτει λοιπόν ξανά το ουσιαστικό ερώτημα ο Σωκράτης, και επιστρέφει ξανά στο πρακτικό ερώτημα για τη διδακτότητα ο Μένων, για να το αποδεχτή αυτό ο Σωκράτης, ‘αποφασίζοντας’ προσωρινά και «υποθετικά» - κατά τον τρόπο τών γεωμετρών – για το ουσιαστικό ερώτημα, ώστε να υπάρξη μια  ‘εξαρτημένη’ έστω και υπό όρους απόφαση για το άλλο. Δεν θα μπορούσε πραγματικά να ειπωθή με πιο μεγάλη σαφήνεια, το πόσο αναπόσπαστα συνδέονται τα δυό ερωτήματα – κάτι που συμβολίζει και την ενότητα γνώσης και διδασκαλίας, «φιλοσοφίας» και «παιδαγωγικής» στον πλατωνικό Σωκράτη.  
    Συναρτώνται άρα πλέον στενά ο προσδιορισμός τής ουσίας και το ερώτημα για τη διδακτότητα. Αν είναι μια γνώση (επιστήμη) η αρετή (Arete), τότε διδάσκεται, κι αν δεν είναι, δεν διδάσκεται. Διατυπώνεται λοιπόν ως εξής το ερώτημα: είναι άραγες μια γνώση η αρετή; Για να βασιστούν ωστόσο στο εξής όλα τα περαιτέρω: στο ότι είναι κάτι το Καλό, και ένα Αγαθό η αρετή – κάτι το αυτονόητο, καθώς συνδέονται στενά γλωσσικά και τα δυό για τον κάθε Έλληνα   (( Καλός καγαθός… )) . Αν μπορέσουμε να αποδείξουμε λοιπόν, πως δεν υφίσταται κανένα καλό καγαθό εκτός απ’ τη γνώση, τότε θα αποδείξουμε και ότι είναι δυνατή ως γνώση, και άρα και ως παιδαγωγία, η αρετή   (( «Η πρώτη μας αμαρτία είναι η άγνοια», λέει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής… )) . Αναλαμβάνει λοιπόν εδώ ο Σωκράτης την καθοδήγηση, καθιστώντας ορατή την ουσία τού Καλού και Αγαθού. Έχουν απαριθμηθή ήδη στον τέταρτον ορισμό τού πρώτου μέρους σύμφωνα με τη διαδεδομένη ιδέα τα αγαθά, και έδειξε ήδη εκεί ο Σωκράτης, πως το πραγματικό κριτήριο (Kriterium) αν είναι πράγματι αγαθά, δηλ. «ωφέλιμα», υπάρχει έξω απ’ αυτά, στο πώς τα αποκτούμε, με «δίκαιο» ή με άδικο «τρόπο». Ώστε να μπορέση να παρουσιασθή μια πολύ συστηματικώτερη διαβάθμιση των αξιών. Αγαθά τού σώματος, όπως η ωραιότητα, η δύναμη και η υγεία, και αγαθά που ανήκουν ευρύτερα στον άνθρωπο, όπως ο πλούτος, είναι, αν τα προσέξουμε καλύτερα, άλλοτε ωφέλιμα κι άλλοτε βλαβερά. Το αν είναι λοιπόν πράγματι αγαθά, αυτό εξαρτάται απ’ τη «σωστή τους χρήση» (ορθή χρήσις) απ’ τη μεριά τού ανθρώπου, απ’ τη μεριά δηλ. της ανθρώπινης ψυχής. Και αντίστοιχα είναι και οι κοινώς ονομαζόμενες αρετές τής ψυχής άλλοτε ωφέλιμες κι άλλοτε βλαβερές, όπως φάνηκε άλλωστε καθαρά στο παράδειγμα της – θεωρούμενης γενικά, και όχι σωκρατικά – αρετής τής «ανδρείας». Εκείνο ωστόσο που τα αναβιβάζει όλα αυτά σε αξίες (τα αξιώνει…) και τα ‘μετατρέπει’  κατ’ αρχάς σε ευδαιμονία (Eudämonie), είναι η γνώση, και η φρόνηση (φρόνησις). Είναι η φρόνηση άρα «εκείνο που ωφελεί», και είναι «κάτι το ωφέλιμο» η αρετή, έτσι ώστε είτε να ταυτίζονται τα δύο απολύτως, είτε να αποτελή ένα μέρος τής φρονήσεως η αρετή. Δεν φωτίστηκε ωστόσο καθόλου η ουσία τής αρετής: Το ότι οφείλουμε ν’ αναρωτηθούμε για το αντικείμενο της κενής καθαυτήν «γνώσεως», και ότι θά ’πρεπε να προσδιοριστή ως «αγαθό» αυτό το αντικείμενο, μας το διδάσκει μια παρεμφερής, αλλά βαθύτερη εξήγηση της «Πολιτείας» (VI 505 B)· είναι πράγματι εντελώς ‘εισαγωγική’ η συζήτηση στον «Μένωνα», και θα αναφερθή αυτό σαφώς – όπως και το εντελώς αντίστοιχο στον «Αλκιβιάδη» - στο τέλος τού διαλόγου. Μπορεί όμως να συνεχιστή κανονικά η συζήτηση για τη διδακτότητα. Όπου και θα συμπεράνη ‘εύκολα’, βιαστικός καθώς είναι και επικεντρώνοντας πάντα στο ένα απ’ τα δυό ερωτήματα, ότι διδάσκεται η αρετή ο Μένων. Για να ‘ακυρωθή’ όμως, μ’ αυτήν τη ‘ρηχή’ και συνηθισμένη  έκφραση, και με τον κίνδυνο που περιέχει η βούλησή του για εξουσία, εκείνο το οποίο φανερώνει με όλη του την ύπαρξη, αυτός και μόνος, ο Σωκράτης. Που μπορεί να εμποδίση βέβαια μια τέτοια παραχάραξη. Με τον εντελώς ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον και διδάσκει, αυτός και μόνος, την αρετή.
     Μόλις ξεκίνησε η ‘αντίστροφη κίνηση’, και προσκαλεί τον Άνυτο ο Σωκράτης στη συζήτηση, που είχε μάλιστα καθίσει «στον σωστό χρόνο» κοντά στους δυό συνομιλητές. Πρέπει να ψάξουμε μακριά, για να ανακαλύψουμε τις ρίζες αυτού τού διαλογικού μέρους στο πλατωνικό έργο. Δείχνει πράγματι στην «Απολογία» ο Σωκράτης, το πώς ακριβώς εξάσκησε την αποστολή του να ελέγχη τούς ανθρώπους, κατ’ αρχήν τούς πολιτικούς, και μετά τούς ποιητές, με το ίδιο πάντοτε αποτέλεσμα, τη φανέρωση δηλ. της αγνοίας τους, και πώς τον μίσησαν γι’ αυτό (21 Β κ.ε.). Μας παρουσιάζει επίσης στον «Ίωνα» μια παρόμοια συνάντηση ο Πλάτων, όχι με τον ίδιον τον ποιητή, αλλά με τον εξ αυτού προερχόμενον ραψωδό. Στο επεισόδιο εδώ τού «Μένωνα» ελέγχει τον πολιτικό ο Σωκράτης, και μάλιστα έναν απ’ τους κατηγόρους του, τους οποίους και θα αντιμετωπίση στην «Απολογία». Είναι δε άκρως συμβολικό το ότι τοποθετούνται και στους δυό διαλόγους (Ίων 534 CD, Μένων 99 C), αλλά και στην «Απολογία» (22 C), τη μια ο ποιητής και την άλλη ο πολιτικός δίπλα στους «θεїκούς οραματιστές και τους τραγουδιστές τών χρησμών», οι οποίοι και επιτελούν όλοι το έργο τους όχι μέσα απ’ τη σωκρατική γνώση, αλλά εν ενθουσιασμώ (Enthusiasmus), συμμετέχοντας (όπως λέγεται με περισσότερη ή λιγότερη ειρωνία) στη θεїκή μοίρα.
     Το ιδιαίτερο σημείο ωστόσο, στο οποίο και ελέγχει τον πολιτικό ο Σωκράτης στον «Μένωνα» προκαλώντας την εχθρότητά του, είναι το τόσο σημαντικό για τον Πλάτωνα ερώτημα, γιατί δεν μεταβίβασαν σε κανέναν οι διάσημοι πολιτικοί τής Αθήνας με τη διαπαιδαγώγηση τη ‘γνώση’ τους. Το πρόβλημα αυτό συζητείται συνεχώς ανελισσόμενο στον «Πρωταγόρα», τον «Αλκιβιάδη» και τον «Γοργία». Για να ‘συμπτυχθή’ εδώ στο ‘βήμα’ τού πλατωνικού «Μένωνα», στην ίδια τη σωματική παρουσία τού πολιτικού, τον οποίον και «τον εκπαίδευσε καλώς ο πατέρας του, - όπως ‘αποφαίνεται’ το μεγάλο πλήθος τών Αθηναίων». Αν αποδεικνύεται όμως τώρα, πως δεν μπορούν να παιδαγωγήσουν τούς γυιούς τους οι πολιτικοί; Αν δεν είναι λοιπόν, όπως φαίνεται, «διδακτή η αρετή» (94 Ε); Ο Άνυτος νοιώθει θιγμένος απ’ τον «άσχημο λόγο» (κακώς λέγειν) για τους πολιτικούς – προς τους οποίους και συνυπολογίζει τον εαυτό του, ενώ υπαινίσσεται ειρωνικά ο Σωκράτης, πως υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους πολιτικούς και τον Άνυτο! Και παρατηρούμε, το πόσο αυξάνει εδώ το μίσος του! Γνωρίζουμε, ποιος θανάσιμος αγώνας προετοιμάζεται, κι όποιος δεν το παρατήρησε μέχρι τώρα, θα το καταλάβη τώρα καθαρά, ότι δεν πρόκειται για λόγια, αλλά για την ίδιαν την πραγματική ζωή!
     Δεν θίγεται όμως μόνον προσωπικά ο Άνυτος, αντιπροσωπεύει κι ένα σύστημα: διδασκόμαστε την πρακτική τέχνη τής πολιτικής ή την πολιτική αρετή ή την καλοκαγαθία (Kalokagathie) μέσα σε μια σταθερή παράδοση, που κληρονομούν οι προηγούμενοι στους επόμενους. Παρόμοια ανέφερε δε, αν και δημοκρατικώτερα ή μάλλον πιο δημαγωγικά, και ο Μέλετος, στην κατήχηση (Katechese) που επιχειρεί απέναντί του στην «Απολογία» ο Σωκράτης (24 D κ.ε.), ως φορέα τής πολιτικής διαπαιδαγώγησης κατ’ αρχάς τα «έθιμα», και εντέλει «όλους τούς Αθηναίους» - με μοναδική βέβαια εξαίρεση τον Σωκράτη! Εδώ στον «Μένωνα» ακούγεται ‘αριστοκρατικώτερη’ η θέση: πρόκειται για το παιδαγωγικό σύστημα αριστοκρατιών, όπως αυτό συνέβαινε πράγματι στην παλαιά δημοκρατική Ρώμη, κι όπως ήταν ένα κενό αίτημα στην Αθήνα τού Περικλή, αλλά ακόμα και του Θεμιστοκλή. Γι’ αυτό και εκπροσωπείται με μεγαλύτερη ορμή, και γι’ αυτό είναι τόσο οξεία η εχθρότητα του Άνυτου προς τους «σοφιστές», που αμφισβητούν με την παρουσία τους και την επίδρασή τους εκείνο το παραδοσιακό παιδαγωγικό σύστημα. Εχθρικός όμως είναι ο Άνυτος κυρίως απέναντι στον Σωκράτη, και παρατηρούμε, πόσο ελάχιστα διακρίνει ανάμεσα σ’ αυτόν τον ‘σοφιστή’ (τον Σωκράτη!...) και τους υπόλοιπους, ακριβώς όπως κι εκείνος ο παράξενος Κάποιος στο τέλος τού «Ευθύδημου». Επειδή διαισθάνονται πράγματι και οι δυό σωστά, ότι είναι πολύ πιο ‘επικίνδυνη’ (γι’ αυτούς…) η εχθρότητα του Σωκράτη, απ’ ό,τι είναι η εχθρότητα όλων τών άλλων μαζί. Αφού εξουδετερώνεται πράγματι, με το φαινομενικά σκεπτικιστικό (skeptisch) ερώτημα του Σωκράτη, το παιδαγωγικό – ή μη-παιδαγωγικό – σύστημα που αντιπροσωπεύει ο Άνυτος.
      Θα συζητηθή τώρα μέχρι τέλους, κι αφού θα έχη αποσυρθή πλέον ο Άνυτος, το ίδιο θέμα απ’ τους βασικούς συνομιλητές, τον Μένωνα και τον Σωκράτη. Χωρίς να επικρατή πουθενά - ώστε να συνεχιστή η ‘γραμμή’ τού ΄Ανυτου – μια ενιαία πεποίθηση. Δεν είναι δηλ. κατά κανέναν τρόπο σίγουροι  για το αν μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή οι πολιτικοί. Ενώ δεν ‘διεκδικούν’ κάτι τέτοιο ούτε όλοι οι σοφιστές, καθώς ομολογεί π.χ. πως ειδικεύεται (μόνο…) στη ρητορική τέχνη ο δάσκαλος του Μένωνα, ο Γοργίας. Αμφιταλαντεύεται δε και ο ίδιος ο Μένων, με την αμφιταλάντευση που συναντάμε και στον ποιητή Θέογνι. Είναι δε αξιοπρόσεκτο το ότι δεν υπάρχει πουθενά στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, με τα οποία και ‘μετρά’ τόσο συχνά τη σίγουρη πράξη ο Πλάτων, μια τέτοια αβεβαιότητα. Δεν υφίστανται όμως  αναγνωρισμένοι δάσκαλοι της αρετής, άρα ούτε και μαθητές, και δεν μπορεί να υπάρχη άρα και καμμιά δυνατότητα διδασκαλίας.
     Αποδείχτηκε κατ’ αρχάς διαλεκτικά στο τρίτο μέρος ο γνωσιολογικός χαρακτήρας, και άρα η διδακτότητα της αρετής. Για να ξεκινήση κατόπιν μια αντίθετη κίνηση, και να δείξη η ανάλυση της πραγματικής ζωής πως δεν υφίσταται (παρ’ όλ’ αυτά…) καμμιά διδασκαλία, ούτε άρα και διδακτότητα. Αποστολή τού τελευταίου μέρους είναι το να λύση τώρα αυτήν την αντινομία (Antinomie). Η οποία και προήλθε απ’ το ότι κοιτάξαμε τα πράγματα με μιαν καθαρήν αντίθεση (Antithese) γνώσης και μη-γνώσης. Μας δείχνει ωστόσο η ζωή, ότι υφίσταται και η «σωστή άποψη ή γνώμη» (ορθή δόξα) ανάμεσα στη γνώση και τη μη-γνώση. Όπου και υπερβαίνεται το ελεατικό και ‘άκαμπτο’ Είτε-είτε, που έδωσε ήδη και την αφορμή για κάθε είδους εριστικές (eristisch) ‘διαστροφές’ στον «Ευθύδημο»· και μπορεί να ‘σχηματιστή’ ένα κλιμακωτό σύστημα μορφών γνώσης, με την ένταξη της ανθρώπινης γνώμης ως το πραγματικά ανθρώπινο ‘πεδίο’, ανάμεσα στις ακραίες περιπτώσεις τής ‘καθαρής’ γνώσης και μη-γνώσης. Θα μάθουμε περισσότερα δε γι’ αυτό στο «Συμπόσιο», από τη Διοτίμα. Αναζητά εδώ προς το παρόν τη διαφορά ανάμεσα στη γνώση και τη σωστή γνώμη ο Μένων, και αποδίδει το «Παντοτινό» κι αυτό που παραμένει στη γνώση (97 C). Για να τον ‘απαλλάξη’ ωστόσο, με μιαν ελαφρά σοφιστική αντι-κίνηση απ’ αυτό το επιχείρημα ο Σωκράτης, και να το αναλάβη κατόπιν, και με μεγαλύτερη σαφήνεια ο ίδιος: θά ’πρεπε, λέει, να συνδέεται στέρεα με τη «λογοδοσία για την αιτία» (την αιτιολόγηση… αιτίας λογισμώ – 98 Α) η σωστή γνώμη, ώστε να προέλθη γνώση απ’ αυτήν – εντελώς (μάλιστα…) προσωρινά, όπως το επισημαίνουν και οι δυό συνομιλητές (έοικεν, εικάζων), και όπως θα το αποδείξη στην τρίτη του βαθμίδα ο «Θεαίτητος». Ανοίγεται έτσι ένα πλατύ πεδίο εδώ, όπου και μας κατευθύνει η επαναφορά τού μύθου τής ψυχής  (98 Α) προς την, αντίθετη (ωστόσο…), γνωσιακή διδασκαλία τής «Πολιτείας». Αφού προσδιορίστηκε ως βαθμίδα γνώσης η «σωστή γνώμη», υποδεικνύονται τώρα ως «θεїκοί άνδρες» αυτής τής βαθμίδας οι Αθηναίοι πολιτικοί, και απελευθερώνονται έτσι, με τη βαθειάν ειρωνία τού συσχετισμού τους με τους «τραγουδιστές τών χρησμών και τους θεϊκούς οραματιστές», απ’ την ‘καταδίκη’, στην οποίαν και τους είχε ‘καταδικάσει’ ο Γοργίας. Για να παρουσιαστή προαισθητικά στο τέλος ο «πολιτικός εκείνος άνδρας», που μπορεί να καταστήση και άλλους πολιτικούς άνδρες – κάτι που δεν μπορούσαν οι αθηναίοι πολιτικοί -, και που αντιπαρατίθεται, όπως ο ομηρικός Τειρεσίας, ως ο μόνος νουνεχής (προικισμένος με αληθινές αισθήσεις…) απέναντι στις ‘σκιές’ (στις σκιώδεις υπάρξεις…). Ξαναβλέπουμε λοιπόν εδώ μιαν αναφορά στην «Πολιτεία», όπου και θα οικοδομήση ένας πολιτικός άνδρας την αληθινή Πόλη, με τρόπον ώστε να μπορή να καταστήση και τους άλλους πολιτικούς άνδρες. Μας μένει προς το παρόν η υπόδειξη, ότι είναι προσωρινό το συμπέρασμά μας, καθώς και η προτροπή, «να ερευνήσουμε, τί είναι τέλος πάντων καθεαυτή η αρετή» (αυτό καθ’ αυτό ζητείν τί ποτ’ έστιν αρετή). Γνωρίζουμε, ποιος είναι εκείνος ο αληθινός πολιτικός· γιατί τον αντικρύσαμε. Και υφίσταται απ’ την πλευρά τού μύθου, που μας έδειξε ότι σχετίζεται απαραιτήτως με τη γνώση τής «αλήθειας του όντος» η ψυχή,  η δυνατότητα να προσεγγίσουμε και το ‘καθ’ εαυτή’. Ο Σωκράτης και το Είδος (Eidos), η ύπαρξη και το αληθινό Είναι: αυτές είναι οι δυό ‘όψεις’, που συνενώνονται τελικά, για να τελειώση και ο διάλογος.
     Aς  αναπαραστήσουμε άλλη μια φορά την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική όλου τού έργου, αναφερόμενοι προπάντων στις μορφές. Ένας απαιτητικός μαθητής τών ρητόρων, που εμφανίζεται ως ένας άνθρωπος προορισμένος για την εξουσία, όπως και στην ιστορική του μοίρα, επιθυμεί να συζητήση για το ‘παγκόσμιο’ ερώτημα, αν μπορούμε να καταστήσουμε άξιους, ικανούς και σπουδαίους τούς ανθρώπους. Που δεν μιλά όμως αυτήν τη φορά στο κενό. Γιατί έχει απέναντί του τον Σωκράτη. Μπροστά σ’ αυτόν που γνωρίζει αγνοώντας, που παιδαγωγεί μη παιδαγωγώντας, αποκτά το θέμα τής συζήτησης – που πίσω του κρύβεται βέβαια το αίτημα του εξουσιαστή πολιτικού – βαθύτατη σοβαρότητα, και γίνεται το ερώτημα για τη δυνατότητα ερώτημα για την ουσία, και η εξέταση του πράγματος εξέταση του ανθρώπου. Το πρώτο μέρος τού διαλόγου τελειώνει με τον τρόπο που τελείωναν προηγουμένως οι απορητικοί διάλογοι. Η ουσία δεν μπορεί να συμπιεσθή σ’ έναν στενόν ορισμό. Κατά τις συνεχώς ανανεούμενες όμως προσπάθειες ορισμού υποδεικνύονται δρόμοι και άλλοι αποκόπτονται, και καθίσταται ‘διαφανής’ ως προς το είδος του μπροστά στον Σωκράτη ο άνθρωπος. Για να αναδυθή ξαφνικά, πάνω απ’ την απορία, ο μύθος τού επέκεινα στο μεσαίο μέρος, και να συνδεθή μ’ αυτήν τη ματιά στο επέκεινα κάθε εμπειρίας η πιο οξεία φαινομενικά αντίθεση: η γεωμετρία. Αντλώντας τώρα μυστικά απ’ αυτό το μεσαίο μέρος, αναζητά μιαν απάντηση στην αρχική ερώτηση το τελευταίο μέρος, απάντηση που δεν μπορεί να ανευρεθή πλέον σ’ ένα απλό Ναι ή Όχι, αλλά μόνο στον διαλεκτικό ‘κυματισμό’ (στο Πάνω και Κάτω…). Και δίνει τον πιο ισχυρόν τόνο σ’ αυτό το τελευταίο μέρος, το πώς συμπεριλαμβάνεται ξαφνικά και ο Άνυτος στη συζήτηση, πώς αποσύρεται κατόπιν επίσης ξαφνικά, παραμένοντας ένας πικρόχολος (εξαγριωμένος…) μέχρι το τέλος παρατηρητής, την ώρα που διεξέρχεται ήσυχα μαζί με τον Σωκράτη το αντικείμενο της συζήτησης ο Μένων.
      Καταλαβαίνουμε κάτι σ’ αυτήν την εντελώς ασυνήθιστη καμπή τού διαλόγου, αν αναλογιστούμε τον μύθο τού σπηλαίου τής «Πολιτείας». Έρχεται στο φως στο μεσαίο μέρος τού «Μένωνα» η ψυχή και βλέπει την πραγματικότητα του Όντος. Και παρέχει εδώ μιαν απαραίτητη βοήθεια η γεωμετρία. Θυμόμαστε ωστόσο, ότι κατεβαίνει πάλι στον μύθο τού σπηλαίου κάτω στους «αιώνια δεσμευμένους» εκείνος που είχε ανέβει – εκείνος που είχε βρη την άνοδο, άρα ο Σωκράτης – και «προσπαθεί να τους λύση και να τους οδηγήση προς τα επάνω. Και ότι θα τον σκότωναν πράγματι, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους». Έτσι επιστρέφει κι εδώ στον «Μένωνα», αφού είδε το επέκεινα, τρόπον τινά στο σπήλαιο ο Σωκράτης και δείχνει στους ανθρώπους, και κυρίως στους θεωρούμενους πιο περήφανους απ’ όλους «πολιτικούς», το τί τούς λείπει. Ένας απ’ τους «δεσμευμένους» είναι κι ο Άνυτος. Κι απ’ τη σύγκρουσή του με τον Σωκράτη γεννιέται το μίσος και η απειλή ενάντια στον απρόσκλητο λυτρωτή.


       ( τέλος κεφαλαίου, και τέλος τού 2ου τόμου – συνεχίζεται με τον 3ο και τελευταίο τόμο και με το κεφάλαιο «Συμπόσιον» ) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: