Σταῦρος Ἐμμανουήλ
Φῶς ἱλαρό· χρυσαφένιο φῶς καταυγάζον τὰ χρώματα. Καὶ τὶς ψυχές. Φαιδρὴ ἀτμόσφαιρα γαλήνης καὶ καταλλαγῆς. Κλίμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς πραότητας.
Ἀττικὸ ἀπόγευμα.
Σὲ μιὰ ἀθηναϊκὴ αὐλή, κάτω ἀπὸ τὴν φυλλωσιὰ μιᾶς λεμονιᾶς, ἕνας νέος, διαβάζει. Καὶ προσπαθεῖ νὰ καταλάβει. Ἕνα πουλὶ ἔστειλε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ ψιθύρισε τὴν ἀπάντηση. Ἀλλὰ αὐτὸς γυρεύει τὴ σοφία τοῦ κόσμου. Αὐτῶν ποὺ οἱ ἁρμόδιοι προβάλλουν ὡς σπουδαίους.
Ὁ νέος μας εἶναι ὁ Λευτέρης. Ἕνας ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ προοδεύσουν πνευματικά, νὰ μάθουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν. Ἀπὸ μικρὸς ἔχει παραδοθεῖ στὸ γοητευτικὸ ταξίδι τῆς γνώσεως. Χωρὶς ὁδηγό. Γιατὶ στὸ σχολεῖο βέβαια, σπάνια μπορεῖ κανεὶς νὰ ἱκανοποιήσει τέτοιες πολυτέλειες. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ ἐμπιστευτεῖ τὶς προσδοκίες του στὰ βιβλία. Στὰ πρῶτα του βήματα τὸν καθοδήγησε ὁ πατέρας του, ἕνας πετυχημένος δικηγόρος, ἐνταγμένος σ’ αὐτὸ ποὺ ἀποκλήθηκε «προοδευτικὸς χῶρος».
Ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια μελέτησε τὴν Ἱστορία τοῦ τόπου μας καὶ τὴν παγκόσμια. Καὶ ἀπόλαυσε μεγάλα ἔργα τῆς κλασικῆς λογοτεχνίας. Ἡ γνώση τῆς ἱστορίας ἀποδείχθηκε πολύτιμη. Μελετώντας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πατέρα του τὶς πρωτογενεῖς πηγὲς ἀπέκτησε μιὰ ἀμεσολάβητη ἄποψη. Καὶ κυρίως καλλιέργησε κρίση.
Φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Ἀθηνῶν στὴ συνέχεια, κατ’ ἐπιλογὴν ὄχι κατὰ τύχη. Ἀληθινὸς φοιτητὴς φιλοσοφίας. Μὲ τὸν ζῆλο ἐκεῖνο τῶν ἀρχαίων χρόνων, ποὺ ἀνέδειξε μεγάλα πνευματικὰ ἐπιτεύγματα καὶ ἀνθρώπους. Ἢ σὰν τὴν θερμὴ ἀναζήτηση τῆς προόδου, κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Ἀφοσιωμένος σὲ μιὰ ἀτέρμονη περιπλάνηση στοὺς δαιδάλους τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τοὺς ἀπείρως ἐκτενέστεροὺς τοῦ μινωικοῦ.
Τὸ κυρίαρχο ἰδεολογικὸ ρεῦμα ἐκείνου τοῦ καιροῦ, κυρίαρχο στὸν λόγο καὶ γενικότερα στὸν πολιτισμό, ἔχοντας παραμερίσει τὸν Θεό, ὑποσχόταν καὶ ἀπαιτοῦσε, τὸν κόσμο τῆς παρακοῆς νὰ διορθώσει… παρακούοντας. Ὁ Λευτέρης ἀφέθηκε στὴ διερεύνηση αὐτῆς τῆς προοπτικῆς. Σύντομα ὅμως ἔνοιωσε τὶς ἀντιφάσεις της. Μεταξὺ ἐξαγγελιῶν καὶ κρυφῶν ἐπιδιώξεων. Ὁ πατέρας τοῦ ἕνα τραυματικὸ παράδειγμα, ὁ ὁποῖος πίσω ἀπὸ μεγαλόστομες διακηρύξεις ἔκρυβε μιὰ βαθιὰ ἰδιοτέλεια. Ἀλλὰ ἀντίφαση, κυρίως μεταξὺ ὑποσχέσεων καὶ πραγματοποιήσεων ὅπως φάνηκαν σὲ τόσες χῶρες, ἐπὶ τόσα χρόνια, μὲ τέτοιο κόστος. Διαπίστωσε ὅτι τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ἐγγενῆ καὶ ἀναπόδραστα! Ἔμαθε τότε, καὶ δὲν τὸ ξέχασε, ὅτι μιὰ ἐπιτυχὴς κριτική, δὲν συνοδεύεται ἀπαραιτήτως ἀπὸ μιὰ ἀποτελεσματικὴ πρόταση.
Δυστυχῶς, γιὰ τοὺς περισσότερους αὐτὴ ἡ διάψευση δὲν σημαίνει ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια. Ἔχοντας ἤδη ἀποδομήσει πίστη καὶ αἰώνιες ἀρχὲς καὶ ἰδανικά, λίγοι ἐπιτυγχάνουν νὰ ὑπερβοῦν τὴν ἐμμονὴ τοῦ ἐγώ τους. Οἱ πολλοὶ ὁδηγοῦνται στὸν κυνισμὸ ἢ ἐγκλωβίζονται στὸν δογματισμὸ ἢ προσχωροῦν σὲ ἰδεολογίες καὶ στάσεις ζωῆς ποὺ δίνουν καταξίωση στὴν ἀσυδοσία καὶ τὰ ἀχαλίνωτα πάθη. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη προσφέρει μιὰ πλούσια ποικιλία τέτοιων ὑποπροϊόντων τοῦ μηδενός. Ἐκεῖ θὰ συναντηθοῦν μὲ νέους ποὺ φτάνουν ἀπὸ ἄλλους δρόμους στὸ ἴδιο σημεῖο. Ὁ παροξυσμὸς αὐτῆς τῆς κατάπτωσης ἐμφανίστηκε – ὄχι τυχαῖα – μετὰ τὸν 2ο Παγκ. Πόλεμο στὴν παραλογοτεχνία τοῦ «Μπὶτ» κινήματος. Ἀμέτρητοι θὰ χαθοῦν ἀκολουθώντας τὴν ἀπελπισμένη ἀναζήτηση τοῦ Κέρουακ, τοὺς σκοτεινοὺς ἐφιάλτες τοῦ Μπουκόφσκι, τὶς παραισθησιογόνες ἐμπειρίες τοῦ Μπάροουζ, τὰ ψυχεδελικὰ ὁράματα τοῦ Καστανέντα. Διαβάζοντας Σάλιντζερ, ἔπιναν – καὶ πέθαιναν – γιὰ ἕναν ἀνώτερο σκοπό. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ποὺ ἀναγνωρίστηκαν ὡς λογοτεχνία, θὰ ἀποδειχτοῦν ὅπλα μαζικῆς καταστροφῆς. Τὰ σάπια φροῦτα τῆς ἑσπερίας δηλητηρίασαν τὶς κοινωνίες. Μὲ ναρκωτικά, παραίτηση, αὐτοκαταστροφή, εὖ-δαιμονισμό. Θέρισε καὶ ἁλώνισε ὁ ἀντίθετος.
Στὶς μέρες μας, ἔχει ἴσως ὑποχωρήσει ἡ ἔνταση αὐτῶν τῶν φαινομένων, ἀλλὰ σ’ αὐτὴ τὴν ἔνταση ἔχουν βρεῖ πολλὴ μεγαλύτερη ἀπήχηση. Ὣς καὶ στὴ μορφὴ τῆς πολιτικῆς παρέμβασης.
Ὁ Λευτέρης, ἤδη κάτοχος μιᾶς ἀνώτερης παιδείας, δὲν παρασύρθηκε σ’ αὐτὴ τὴν κατάπτωση. Ἡ συνεχὴς ἀναζήτηση τοῦ νοήματος ἀλλὰ καὶ ἡ διάσταση μὲ τὸν πατέρα του τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ διατηρήσει ἕνα ἀνεξάρτητο πνεῦμα. Νὰ μὴν γίνει ὀπαδὸς κάποιου ρεύματος. Αὐτὸ κάνει ἐνδιαφέρουσα τὴν ἱστορία του.
Τὸν βρίσκουμε τώρα ἀφοσιωμένο στὴ μελέτη τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς κλασικῆς λογοτεχνίας. Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι καλύτερα ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ καὶ συγκεχυμένα. Ὁ Λευτέρης περιηγήθηκε στὰ «ἱερὰ τέρατα» τῆς σκέψης καὶ τῆς τέχνης τοῦ λόγου. Ἀνακάλυψε ὅτι ἄλλα ὑπῆρξαν ἱερὰ καὶ ἄλλα τέρατα! Παραταγμένα δίπλα δίπλα δυσδιάκριτα ἀναμειγμένα. Μεγάλοι δημιουργοὶ καὶ μεγάλοι καταστροφεῖς ἢ ἐπιδέξιοι πραγματευτὲς τοῦ κενοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μηδέν. Αὐτοὶ ποὺ ὑπηρέτησαν τὸ οὐσιῶδες νόημα. Κι οἱ ἄλλοι ποὺ ἔθεσαν τὴν πένα τους καὶ τὸ χάρισμά τους στὴν ὑπηρεσία τοῦ ψεύδους ἢ τῆς πλάνης.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ λοιπὸν ποὺ ἦταν βυθισμένος στὰ ἐρωτήματα καὶ τὶς πιθανότητες καὶ δὲν ἔβλεπε πουθενὰ στεριὰ καὶ ἔδαφος βεβαιότητας, παραβρέθηκε σὲ μιὰ διάλεξη τοῦ ἀγαπημένου του καθηγητῆ στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολή, πάνω στὸ ἔργο τοῦ Ζ. Λορεντζάτου γιὰ τὸ «χαμένο κέντρο». Ἡ διάλεξή του σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς σπάνιες δημόσιες ἐμφανίσεις του, καθήλωσε τὸ ἀκροατήριο. Ἀνέδειξε μὲ ἐνάργεια τὴν οὐσία τοῦ θέματος. Ὑψώνοντας τὸ χέρι του, ἀνασήκωσε τὸ πέπλο ποὺ συσκοτίζει τὴν ἀλήθεια καὶ ἀποκάλυψε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Ἔδειξε τὸν Θεό, στὸ βαθύτερο νόημα τοῦ κέντρου ποὺ χάθηκε. Ὅτι ὅλες οἱ συνιστῶσες τῆς ἀπώλειας τοῦ κέντρου σχετίζονται μ’ αὐτόν. Ὁ Λευτέρης ἔνοιωσε σὰν ναυαγὸς ποὺ διακρίνει πλοῖο στὸν ὁρίζοντα. Καὶ τὸ πλοῖο δὲν πελαγοδρομοῦσε, ἀλλὰ εἶχε σταθερὴ πορεία καὶ προορισμό. Μετὰ τὸ τέλος τῆς διάλεξης, περίμενε ὑπομονετικὰ νὰ τελειώσει ὁ καθηγητὴς μὲ τὶς φιλοφρονήσεις καὶ τοὺς ἐπαίνους γιὰ νὰ τὸν πλησιάσει. «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ μὲ διακρίνει;» ἀναρωτήθηκε. Δὲν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια. Βεβαίως καὶ τὸν θυμόταν στὴ σχολή, τοῦ εἶπε, καὶ εἶχε ἐκτιμήσει ἰδιαίτερα τὸν ζῆλο του. Ἂν καὶ κουρασμένος, δέχτηκε νὰ συνομιλήσουν περπατώντας ὣς τὴ στάση τοῦ λεωφορείου. Ὁ Λευτέρης βιάστηκε νὰ μπεῖ στὸ θέμα γιὰ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὸ λίγο χρόνο.
Ὁ Λευτέρης βέβαια θὰ ἤθελε νὰ πετάξει ἀπὸ τὴν χαρά του ἀλλὰ συγκρατήθηκε. Ἀφοῦ κανόνισαν τὴ συνάντηση τοῦ ἔσφιξε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ χώρισαν.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, κατέβηκε στὸν Πειραιὰ μὲ τὸν «ἠλεκτρικό», γιὰ τὴν καθορισμένη ἐπίσκεψη. Περπατώντας πάνω ἀπ’ τὴν ἀκτή, ἔνιωσε ὅτι στὸν Πειραιά, ἡ θαλασσινὴ αὔρα καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ βλέμματος στὸν ὁρίζοντα δίνουν μιὰ ἀνάπαυση στὴν πίεση ποὺ ἀσκεῖ τὸ «σφιχτὸ» ἀττικὸ ἄστυ. Τὸ παλιὸ σπίτι τοῦ καθηγητῆ ἔστεκε ἀντίκρυ στὴ θάλασσα, ποτισμένο ἁρμύρα καὶ χρόνο. Τὸν ὑποδέχθηκε δίπλα στὴ σύζυγό του. Στὸ ἐσωτερικό, βασιλεύει ὁ χρόνος καὶ τὸ πνεῦμα, μαζὶ μὲ τὴ φροντίδα τῆς νοικοκυρᾶς. Τὸ θάμπος τοῦ εἰκονοστασιοῦ μὲ τὴν ἀναμμένη καντήλα, τοῦ ζέστανε τὴν καρδιά. Παντοῦ γύρω του οἰκογενειακὲς φωτογραφίες παιδιῶν καὶ ἐγγονιῶν. Κάθισαν. Σπιτικὸ λικὲρ καὶ καφὲς ἀπὸ τὴν κ. Τούλα κι ἡ κουβέντα ἄρχισε.
Στὴν ἀρχὴ ἡ συζήτηση περιστράφηκε σὲ γενικὰ καὶ προσωπικὰ θέματα. Ὁ καθηγητὴς τοῦ μίλησε γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ ὁ Λευτέρης γιὰ τὴ ζωή. Δὲν ἀπέφυγε νὰ ἀναφερθεῖ στὴν ὀδυνηρὴ σχέση μὲ τὸν πατέρα του ζητώντας τὴ συμβουλή του.
Τὸ τρυφερὸ βλέμμα αὐτοῦ τοῦ σοβαροῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀγκάλιασε μὲ συμπάθεια.
Πέρασε στὴ συνέχεια στὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν ἀρχίσει τὸ βράδυ τῆς διάλεξης.
Τὶς ἑπόμενες μέρες ὁ Λευτέρης, ἀναπολώντας τὰ λόγια του καθηγητοῦ, αἰσθάνθηκε ὅτι ἔφθασε ἐπιτέλους στὴν κατάληξη τῆς ἀναζήτησής του. Ἀξιώθηκε νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἄρνηση. Κατάλαβε ὅτι ἡ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς προϋποθέτει κατάφαση. Γνώρισε τὸ περιεχόμενο τοῦ ἀγώνα του.
Από το αφιέρωμα «Tο μηδέν και το νόημα» του περιοδικού Πειραϊκή Εκκλησία τεύχος 29, Ιανουάριος 2018.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του Γιώργου Μαργαρίτη.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου