Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (15)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          
                                                                 V
Η ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
10. ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

1. Η προμηθεϊκή αντίληψη
     
Η προμηθεϊκή αντιμετώπιση τής φύσεως, που συνίσταται στην χρήση τεχνικών μεθόδων για την απόσπαση τών «μυστικών» της με σκοπό την κυριαρχία και εκμετάλλευσή της, απέκτησε τεράστια επιρροή. Κυριάρχησε απόλυτα στον σύγχρονο πολιτισμό και την παγκόσμια ανάπτυξη τής επιστήμης και της βιομηχανίας. Δεν σκοπεύουμε ασφαλώς στα πλαίσια αυτής τής εργασίας να περιγράψουμε ένα τόσο σημαντικό φαινόμενο, αλλά  μόνο να προσδιορίσουμε τον ρόλο που διαδραμάτισε η μεταφορική αντίληψη περί των μυστικών τής φύσεως κατά την εφαρμογή της, ως συμπεριφορά απέναντι στη φύση, στις διάφορες εποχές τής ιστορίας.
     Κατά την Αρχαιότητα η προμηθεϊκή αντίληψη εμφανίζεται με τρείς μορφές: τη μηχανική, τη μαγική και ένα είδος πρώιμης εμπειρικής μεθόδου. Τρείς πρακτικές που χαρακτηρίζονται από την κοινή επιδίωξη που αποβλέπει στο να προκαλέσει συνέπειες ξένες προς της ομαλή ροή των φυσικών φαινομένων, συνέπειες που οι αιτίες τους δεν είναι ορατές σ’ αυτούς που δεν χρησιμοποιούν παρόμοιες τεχνικές. Περί το τέλος του Μεσαίωνα και τις αρχές της σύγχρονης εποχής, οι τρείς αυτές πρακτικές σταδιακά προσεγγίζουν μεταξύ τους και μεταμορφώνονται σε βάθος, προκειμένου να δημιουργήσουν την εμπειρική επιστήμη. Το έμβλημα επομένως του σύγχρονου κόσμου θα είναι: «Γνωρίζω σημαίνει μπορώ», αλλά επίσης: «Μπορώ, δηλαδή παράγω χάρη στον πειραματισμό, σημαίνει γνωρίζω».
2. Η αρχαία μηχανική
     Η ιδέα της απάτης και τελικά του εξαναγκασμού περιλαμβάνεται στη λέξη «μηχανική», διότι μηχανή σημαίνει «απάτη»[ Μηχανεύομαι]. Η εισαγωγή τού έργου Προβλήματα μηχανικά, ανώνυμου συγγραφέα, που τοποθετείται στα τέλη του 3ου ή τις αρχές του 2ου αιώνα π. Χ. είναι σχετικά με αυτό το θέμα απόλυτα σαφής:
     «Έκπληξη προκαλούν όλα αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν σύμφωνα με τη Φύση, αλλά αγνοούμε την αιτία τους, καθώς επίσης και όλα τα πράγματα που συμβαίνουν με τρόπο αντίθετο προς τη Φύση και προκαλούνται δια της τεχνικής (τέχνης), προς το συμφέρον τών ανθρώπων.
     Σε πολλές περιπτώσεις, πράγματι, η φύση παράγει συνέπειες αντίθετες προς το συμφέρον τών ανθρώπων. Διότι η φύση ενεργεί πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, και χωρίς περιστροφές, ενώ το συμφέρον μας συχνά μεταβάλλεται.
    Όταν χρειάζεται λοιπόν να προκαλέσουμε μια συνέπεια που είναι αντίθετη προς τη φύση, βρισκόμαστε σε αμηχανία, εξ αιτίας τής δυσκολίας που εμφανίζει ένα τέτοιο εγχείρημα: τούτο απαιτεί τη συνεισφορά τής (τέχνης) […]. Γι’ αυτό, τούτο το είδος τής τέχνης που προορίζεται ακριβώς να μας συνδράμει σε παρόμοιες δυσκολίες, αποκαλούμε δόλο (μηχανή). Όπως λέει και ο ποιητής Αντιφών: «Διά της τέχνης ελέγχουμε τα πράγματα που μας επιβάλλει η φύση».
     Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες το μικρότερο ελέγχει το μεγαλύτερο, ή αυτό που έχει ελάχιστο βάρος κινεί αυτό που έχει μέγιστο βάρος, και όλα τα υπόλοιπα που, ανάμεσα στα άλλα προβλήματα, αποκαλούμε προβλήματα του δόλου (μηχανικά). Τα προβλήματα αυτά δεν είναι ταυτόσημα με τα φυσικά προβλήματα [=που σχετίζονται με τη φύση]· δεν είναι ούτε εντελώς ξεχωριστά απ’ αυτά, αλλά σχετίζονται με την έρευνα των μαθηματικών και την έρευνα της φυσικής. Διότι ακριβώς το «πώς» γνωρίζεται δια της μεθόδου τών μαθηματικών, και το «πρός τί» δια των ερευνών της φύσεως».
     Τέσσερα είναι τα σημαντικά σημεία τού κειμένου. Πρώτον ότι η μηχανική τοποθετείται στην προοπτική τής πάλης τού ανθρώπου με τη φύση, η οποία περιγράφεται ανάγλυφα στο απόσπασμα τού τραγικού ποιητή Αντιφώντα. Η τεχνική είναι αυτή που μας επιτρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο επί τής φύσης. Δεύτερον ότι η μηχανική έχει στόχο της να υπηρετήσει τις πρακτικές ανάγκες του ανθρώπου, και επομένως να απαλύνει τους κόπους του, αλλά επίσης, πρέπει να το πούμε, να ικανοποιήσει τα πάθη και κυρίως των βασιλέων και των πλουσίων: το μίσος, την υπερηφάνεια, την ηδονή και τη χλιδή. Τρίτον ότι η μηχανική είναι μια τεχνική που επιτρέπει την εξαπάτηση τής φύσης, χάρη σε εργαλεία που κατασκευάζει ο άνθρωπος, «μηχανές» κάθε είδους, που προκαλούν συνέπειες αντίθετες προς τη βούληση της φύσεως. Η έννοια της «μηχανικής» τοποθετείται έτσι στην προοπτική τής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη «φύση» και τη «τέχνη», με την έννοια ότι η ανθρώπινη τεχνική αντιπαρατίθεται στη φύση. Τέλος η μηχανική συνδέεται στενά με τα μαθηματικά, διότι συνεισφέρουν στον προσδιορισμό τού «πώς» παράγεται ένα δεδομένο αποτέλεσμα.
     Παρότι όμως αντιτίθεται στη φύση, η μηχανική στηρίζεται, όπως αναφέρει τον 3ο αιώνα π. Χ. ο Φίλων ο Βυζάντιος, στους «νόμους» ή τους λόγους της φύσεως, δηλαδή στις εγγενείς «αιτίες» της φύσεως, και τελικά στις μαθηματικές (όπως του κύκλου), και στις φυσικές (βαρύτητα, ισχύς) ιδιότητές της, αποβλέποντας σε συνέπειες που είναι αντίθετες προς την φυσική ροή: όπως η μετακίνηση βαρέων αντικειμένων και η εκτόξευσή τους σε μεγάλες αποστάσεις. Έτσι τα μυστικά τής φύσεως καθίστανται ανυποψίαστες δυνατότητες που προσφέρονται μέσα από την ίδια τη φυσική διαδικασία. Την ιδέα αυτή εκφράζει ο Francis Bacon όταν δηλώνει ότι : «Στη φύση κυριαρχούμε μόνο υπακούοντάς την».
     Περί τα τέλη των αρχαίων χρόνων  ο Σιμπλίκιος θα αναγνωρίσει ρητά την εγγύτητα τής σχέσης ανάμεσα στη φυσική και τη μηχανική.
     «Η φυσική είναι χρήσιμη για τα πράγματα της καθημερινής ζωής· προσφέρει τις αρχές της στην ιατρική και τη μηχανική, και εξυπηρετεί επίσης τις υπόλοιπες τεχνικές, διότι κάθε τεχνική είναι αναγκαίο να μελετά τη φύση, καθώς και τις κατά την φύση τους διαφορές τής ύλης, το οποίο και αποτελεί το αντικείμενο τής κάθε τεχνικής».
     Ο Σιμπλίκιος εννοεί ασφαλώς ότι αυτός που για παράδειγμα επεξεργάζεται κάποια ύλη, όπως το μέταλλο ή το ξύλο, θα πρέπει να γνωρίζει τις φυσικές ιδιότητες αυτής της ύλης.
      Είναι γνωστό ότι κατά την Αρχαιότητα υπήρξε σημαντική πρόοδος τής μηχανικής, τόσο κατά την εποχή τών πρώτων ελλήνων φιλοσόφων, όσο και των πυθαγορείων, με εκπρόσωπο τον Αρχύτα από την Τάρανδο, ο οποίος υπήρξε διάσημος φιλόσοφος, επιστήμων, μηχανικός και πολιτικός· έφτασε δε στο απόγειό της κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Αναφερόμενος στις ανακαλύψεις τού Αρχιμήδη, ο Πλούταρχος ανατρέχει στον Αρχύτα από την Τάρανδο καθώς και στον Εύδοξο, σύγχρονο τού Πλάτωνα, αποδίδοντάς τους την κατασκευή εργαλείων που οδήγησαν στη λύση προβλημάτων τής γεωμετρίας. Είναι γεγονός ότι ήδη από τότε είχαν εφευρεθεί πολεμικές μηχανές, αλλά και έργα υποδομής, όπως τούνελ, υδραγωγεία, οχυρωματικά έργα, και είχαν κατασκευαστεί εργαλεία για αστρονομικές και γεωγραφικές έρευνες. Οι μηχανικοί της Αρχαιότητας γνώριζαν τις ιδιότητες του ατμού και του συμπιεσμένου αέρα, χρησιμοποιώντας τις για παράδειγμα στην εφεύρεση τής απορροφητικής και καταθλιπτικής αντλίας. Γνώριζαν επίσης την κατασκευή αυτομάτων μηχανών, με τις οποίες κινούσαν τα αγάλματα των θεών για να εντυπωσιάζουν τους πιστούς.
     Στους ελληνιστικούς χρόνους, στην Αλεξάνδρεια περί τα τέλη του 4ου π. Χ. αιώνα, και υπό την φωτισμένη καθοδήγηση των Πτολεμαίων, παρατηρείται μια σημαντική πρόοδος τής τεχνικής και της μηχανικής στα πλαίσια τής Βιβλιοθήκης και του Μουσείου τής Αλεξανδρείας. Το «Μουσείο» αυτό, αφιερωμένο στις Μούσες, και χρηματοδοτούμενο από το Κράτος, υπήρξε ένα ζωτικό κέντρο επιστημονικών μελετών, που συγκέντρωνε όλους τους επιστήμονες της εποχής.
     Οι μηχανικές αυτές ικανότητες δεν αντιπροσώπευαν απλώς μιαν εμπειρική γνώση, αλλά ήσαν αποτέλεσμα θεωρητικής σκέψης και απαρχή επιστημονικής συστηματοποίησης υπό τη μορφή αξιωμάτων, έργο εξεχόντων μαθηματικών. Υπάρχουν πολυάριθμες πραγματείες μηχανικής που χρονολογούνται τόσο από την ελληνιστική όσο και από τη ρωμαϊκή εποχή, όπως του Αρχιμήδη από τις Συρακούσες, του Ήρωνος από την Αλεξάνδρεια, του Πάππου του Αλεξανδρινού και του Φίλωνος του Βυζαντίου. Στο εξαιρετικής σημασίας έργο του Οι έλληνες Μηχανικοί, ο Bertrand Gille επικρίνει τα σχεδόν παγκοσμίως επικρατούντα στερεότυπα τα οποία παρουσίαζαν τούς Έλληνες εντελώς ανίκανους σε θέματα τεχνικής, και αποδεικνύει ότι η γέννηση τής τεχνολογίας θα πρέπει να αποδωθεί στους αρχαίους έλληνες μηχανικούς.
     Είναι γεγονός ότι οι φιλόσοφοι, και κυρίως οι πλατωνικοί, είχαν την τάση να υποτιμούν τη μηχανική. Ο ίδιος ο Πλάτων κατακρίνει τον μαθηματικό, αστρονόμο και φιλόσοφο Εύδοξο, ο οποίος αντί να περιοριστεί σε θεωρητικούς λογισμούς, χρησιμοποίησε  όργανα για την κατανόηση και τη λύση γεωμετρικών προβλημάτων δια τής αισθητής προσεγγίσεως.  Η δυσπιστία απέναντι στην αισθητή προσέγγιση συνοδεύτηκε στους πλατωνικούς από την περιφρόνηση τής χειρονακτικής εργασίας, την οποία προϋποθέτει η κατασκευή τών μηχανών. Ο Πλούταρχος, πιστός στην πλατωνική παράδοση, προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Αρχιμήδης, ο οποίος εφεύρε την υδραυλική αντλία και κατασκεύασε πολεμικές μηχανές που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον τών Ρωμαίων κατά την πολιορκία τών Συρακουσών, θεωρούσε  ως σοβαρή απασχόληση μόνον τη θεωρητική έρευνα και αντιμετώπιζε  την εφεύρεση μηχανών σαν διασκέδαση μιας «γεωμετρίας που ψυχαγωγείται». Ο βασιλιάς των Συρακουσών Ιέρων ήταν εξ άλλου εκείνος που παρότρυνε τον Αρχιμήδη να διαδώσει την τέχνη του με την κατασκευή διαφόρων ειδών μηχανών.
     Αντιθέτως, ο στωικός Ποσειδώνιος, απαριθμώντας,  χωρίς να αναφέρεται ρητά στη μηχανική, όλες τις τεχνικές στις οποίες επιδόθηκε ο άνθρωπος στη διάρκεια τής ιστορίας του, προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του: την αρχιτεκτονική, τη σιδηρουργία, τη μεταλλουργία, την εκμετάλλευση των ορυχείων σιδήρου και χαλκού, τη γεωργία, δηλαδή τεχνικές που μπορούν να χαρακτηριστούν όπως η μηχανική ως «ιδιοτελείς», βεβαιώνει ότι όλες αυτές εφευρέθηκαν από σοφούς ανθρώπους, όταν η καθαρότητα τού ήθους τού χρυσού αιώνα άρχισε να διαβρώνεται. Μια άποψη που αποδεικνύει ότι η φιλοσοφία και η καθαυτό σοφία ενέχουν κίνητρα τεχνικής προόδου και πολιτισμού. Πρόκειται για τη σύλληψη τής ιδέας τού σοφού εφευρέτη και ευεργέτη τής ανθρωπότητας, που αντιστοιχεί ακριβώς στους Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας. Λέγεται για παράδειγμα ότι ο Θαλής ο Μιλήσιος είχε προβλέψει μιαν έκλειψη, ή ακόμη ότι είχε πετύχει την εκτροπή ενός ποταμού. Η σοφία ήταν λοιπόν κατανοητή σαν μια δεξιότητα, ένα είδος πρακτικής γνώσης.
     Το φαινόμενο που σηματοδοτεί τήν εξέλιξη του πολιτισμού μας και αποκαλείται «μηχανοποίηση του κόσμου», συνίσταται κυρίως στην εφαρμογή τών μαθηματικών για τη γνώση των φαινομένων του κόσμου. Αυτή ακριβώς η στενή σχέση ανάμεσα στη μηχανική και τα μαθηματικά κληρονομήθηκε από τη μηχανική τής Αρχαιότητας, μηχανική που χρησιμοποιώντας μαθηματικούς τύπους για την ακριβή μέτρηση, στηρίχθηκε στις φυσικές και μαθηματικές ιδιότητες τών αντικειμένων που ερευνούσε. Η αρχαία μηχανική επομένως μηχανεύθηκε τρόπους εκμετάλλευσης τής φύσης, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που της προσέφεραν ορισμένα γεωμετρικά σχήματα, όπως ο κύκλος, καθώς και τους σύνθετους μαθηματικούς υπολογισμούς που εφεύραν οι αρχαίοι μηχανικοί. Ο Leibnitz, για παράδειγμα, προκειμένου να προσδιορίσει τον όρο που αποκαλεί «μηχανικοί λόγοι», υποστηρίζει ότι στηρίχθηκαν αποκλειστικά σε «σχήματα και κίνηση».
      Αν αναγνωρίσουμε ότι η μηχανική ερμηνεία τού κόσμου στη σύγχρονη εποχή «δια του σχήματος και της κίνησης» είναι απότοκος της μηχανικής τεχνικής τής Αρχαιότητας, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι είναι κληρονόμος τών καθαρά θεωρητικών παραδόσεων, οι οποίες πρότειναν μια μηχανική ερμηνεία τού κόσμου, πέρα από απόκρυφες ιδιότητες, ή κινητήριες δυνάμεις και πνεύματα: αναφέρομαι στη θεωρία των ατομιστών φιλοσόφων, Δημόκριτου και Επίκουρου, η οποία επίσης ερμηνεύει τα φαινόμενα «δια των σχημάτων και τής κίνησης». Το σύμπαν, με όλους τους άπειρους κόσμους του, μοιάζει σαν ένα γιγάντιο Lego, ή ένα κατασκευαστικό παιχνίδι Meccano: η καθαρά τυχαία συναρμολόγηση των τεμαχίων που είναι τα άτομα, τα οποία παρότι διαφέρουν κατά το σχήμα μπορούν να εφαρμώσουν το ένα στο άλλο, συνιστά τα σώματα και τους κόσμους. Δεν πρόκειται αυτή τη φορά για χρηστική φυσική επιστήμη, αλλά ασφαλώς για μια φυσική του στοχασμού, που στον Επίκουρο δεν έχει εξ άλλου σκοπό να ερμηνεύσει τον κόσμο, αλλά να κατευνάσει τις ψυχές. Υιοθετώντας αυτήν την αντίληψη τής θεωρίας τού ατομισμού, η Αναγέννηση και ο σύγχρονος κόσμος θα τη θέσουν στην υπηρεσία τής άλλης παράδοσης, αυτής τής τεχνικής μηχανικής τών μηχανικών τής Αρχαιότητας, με την οποία μόνο μπορούσε να συγγενέψει.
3. Η αρχαία μαγεία
     Η μαγεία ακολουθεί την ίδια σκοπιμότητα με τη μηχανική. Επιδιώκει να υφαρπάξει από τη φύση τα μυστικά της, δηλαδή να αποκαλύψει τις απόκρυφες διαδικασίες που επιδρούν στη φύση, προκειμένου να την υποχρεώσει να υπηρετήσει τα ανθρώπινα.
     Βασίζεται όμως κατ’ αρχήν στην πεποίθηση ότι τα φυσικά φαινόμενα προκαλούνται από αόρατες δυνάμεις, θεούς ή δαίμονες, και επομένως είναι δυνατόν να ελεγχθούν, υποχρεώνοντας τον θεό ή τον δαίμονα να υπηρετήσει δεδομένες προσταγές. Ο έλεγχος τού θεού ή τού δαίμονα επιτυγχάνεται δια τής επικλήσεως τού αληθινού του ονόματος, καθώς και με τη χρήση φυτών και ζώων που θεωρούνται φιλικά προς την αόρατη δύναμη που πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο. Έτσι ο θεός καθίσταται υπηρέτης αυτού που ασκεί τη μαγική πρακτική. Ο μάγος διατείνεται ότι, αφού κυριαρχήσει πάνω σ’ αυτή τη δύναμη θα την υποχρεώσει να εκτελέσει τις εντολές του.
     Η πρακτική τής μαγείας είναι πολύ παλαιά, αλλά μόλις στο τέλος τής Αρχαιότητας απέκτησε τους θεωρητικούς της. Στην Απολογία του, προσπαθώντας να υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι στις κατηγορίες ότι επιδόθηκε σε μαγικές πρακτικές προκειμένου να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση σε γάμο τής Πουδεντίλα, ο Απουλήιος, παρότι καταδεικνύει ευρεία γνώση των λεπτομερειών αυτών τών πρακτικών, αναφέρεται ελάχιστα στις φιλοσοφικές αρχές και τις ρίζες της μαγείας. Ο Άγιος Αυγουστίνος όμως εμβαθύνει πολύ περισσότερο, όταν προσπαθεί να ερμηνεύσει τη δύναμη που επέτρεψε στους μάγους τής Αιγύπτου, την εποχή τού Μωυσή, να υλοποιήσουν φίδια. Το μαγικό αυτό εγχείρημα συνίσταται στην απόσπαση από τον μαστό της φύσεως τών όντων που εμπεριέχει. Όλες οι συνέπειες τής θείας δημιουργίας, όλα τα όντα και τα φαινόμενα που αναδύονται ανά τους αιώνες, εμπεριέχονται δυνάμει στη διάρθρωση τών στοιχείων: «Όπως ακριβώς τα θηλυκά όντα εγκυμονούν, έτσι και ο κόσμος εγκυμονεί τις αιτίες και τα όντα που θα γεννηθούν». Ήδη από την εποχή των Στωικών οι κρυφές αυτές αιτίες αποκαλούνταν «σπερματικοί λόγοι». Σπερματικοί διότι αφορούν στα σπέρματα των όντων. Λόγοι, διότι αυτά τα σπέρματα ακολουθούν μια λογική, μια μεθοδευμένη και προγραμματισμένη διαδικασία ανάπτυξης και εξέλιξης. Εμπεριέχουν δηλαδή ενδογενώς και δυνητικώς τα διάφορα όργανα, τα οποία θα καταλήξουν σε πλήρη ανάπτυξη μέσα στη μελλοντική  ζωντανή ύπαρξη. Η Φύση γίνεται έτσι μια γιγαντιαία δεξαμενή που κρύβει μέσα της το σύνολο των σπερματικών λόγων. Βλέπουμε εδώ την ακριβή εξέλιξη τής έννοιας τού μυστικού τής φύσεως. Υπό την επιρροή τής στωικής θεωρίας τών σπερματικών λόγων, η φύση αποκτά οντολογικό νόημα. Τα μυστικά τής φύσης είναι στο εξής πραγματικά όντα, ή τουλάχιστον δυνατότητες, που βρίσκονται κρυμμένες μέσα στον «μαστό της φύσεως». Ο Θεός είναι εκείνος, λέει ο Αυγουστίνος, που δίνει τη δυνατότητα «στα σπέρματα να αυξάνουν κατά το πλήθος τους», δηλαδή να αναπτύσσουν το πρόγραμμα που εμπεριέχουν, και «να μας εμφανίζουν ορατές μορφές πλήρεις κάλλους, απελευθερώνοντάς τις από τα κρυφά και αόρατα πέπλα που τις καλύπτουν».
     Υπάρχει επομένως μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, που είναι ενδογενής στη φύση και ηθελημένη από τον Θεό. Είναι όμως δυνατόν και εξωτερικές παρεμβάσεις να κινητοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις και να θέσουν σε λειτουργία το πρόγραμμά τους. Αυτή η εξωτερική παρέμβαση επιχειρείται δια της μαγείας.
     «Όχι μόνον οι κακοί άγγελοι, αλλά και οι κακοί άνθρωποι είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν εξωτερικά αίτια – τα οποία, αν δεν είναι σύμφωνα προς τη φύση, χρησιμοποιούνται πάντως σύμφωνα με τους φυσικούς κανόνες  – προκειμένου να αναδυθούν τα πράγματα που βρίσκονται μέσα στον κρυφό μαστό της φύσεως, και να ενεργήσουν κατά κάποιον τρόπο εξωτερικά, παράγοντας τα μέτρα, τα ψηφία και τα βάρη, που έχουν μυστικώς λάβει από αυτόν ο οποίος πάντα μέτρῳ καὶ ἀριθμῷ καὶ σταθμῷ διέταξε (Σοφ. Σολ. 11, 20)».
     Τα μυστικά τής φύσης είναι επομένως εδώ μυστικές δυνάμεις, κρυμμένες στον μαστό τής φύσης, και οι δαίμονες, ως πραγματικοί αυτουργοί μαγικών εγχειρημάτων, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, είναι σε θέση να τις απελευθερώσουν. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Πλάτων στο Συμπόσιο (203a 1) συσχέτιζε τους δαίμονες με τη μαγεία. Η σύλληψη αυτή ενός «μυστικού μαστού της φύσης» επανέρχεται κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα στον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, καθώς επίσης και κατά την Αναγέννηση στους υποστηρικτές τής «φυσικής μαγείας». Σ’ αυτό τον μυστικό μαστό της φύσεως είναι παρούσες, αν και κρυφές, όλες οι δυνατότητες και οι δεξιότητες που μπορούν να παράγουν μορφές ή ορατές συνέπειες.


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: