Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (16)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          V
Η ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

10. ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

4. Η φυσική μαγεία στα τέλη του Μεσαίωνα και κατά την Αναγέννηση
     
Από τα τέλη του 12ου αιώνα και ως τον 16ο στη λατινική Δύση αφθονεί η ‘μαγική’ λογοτεχνία: πρόκειται κυρίως για έργα που έχουν μεταφραστεί από τα αραβικά. Η έννοια τής «φυσικής μαγείας» αναδεικνύεται σταδιακά από τα τέλη του Μεσαίωνα και κατά την Αναγέννηση. Και η αντίληψη που αυτή η έννοια εκπροσωπεί, επιβάλλεται από τη στιγμή που αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να ερμηνεύσουμε με τρόπο φυσικό, σχεδόν επιστημονικό, τα φαινόμενα που μόλις προ ολίγου θεωρούσαμε έργο τών δαιμόνων, οι οποίοι εμφανίζονταν ως οι μόνοι γνώστες των μυστικών τής φύσεως. Η φυσική μαγεία αποδέχεται ότι ακόμη και οι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν τις κρυφές αρετές των πραγμάτων. Ότι η αρωγή των δαιμόνων δεν είναι απαραίτητη στη χρήση τών μυστικών δεξιοτήτων που βρίσκονται κρυμμένες στον μαστό τής φύσης. Αρκεί να ανακαλύψει κανείς τις αστρικές επιδράσεις, τις κρυφές ιδιότητες των ζώων και των φυτών, καθώς και τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες που διατηρούν μεταξύ τους τα όντα της φύσης.
     Στον Μεσαίωνα η αντίληψη αυτή εκπροσωπείται από τον Guillaume dAuvergne, ο οποίος συσχέτισε τις πρακτικές τής φυσικής μαγείας με αυτές τής ιατρικής. Ο Roger Bacon στη μελέτη του με τίτλο Περί των μυστικών έργων τής τέχνης και τής φύσεως (1260) εξακολουθεί να αποκαλεί τη «μαγεία» δαιμονική , αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι η «πειραματική επιστήμη», η «τέχνη που έχει ως εργαλείο της τη φύση», μπορεί να προκαλέσει συνέπειες πολύ πιο σημαντικές από τη μαγεία.
    Η οριστική επικράτηση τής φυσικής μαγείας οφείλεται στον Μαρσίλιο Φιτσίνο, που ανατρέχει, μεταμορφώνοντάς τις, στις ιδέες τού Πλωτίνου, ο οποίος είχε ήδη προτείνει μια καθαρά φυσική ερμηνεία τής μαγείας. Τα μαγικά ξόρκια, έλεγε, δεν είναι περισσότερο εντυπωσιακά από τή μαγεία της φύσεως, της οποίας χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μουσική. Διότι ο μεγαλύτερος μάγος είναι ο Έρωτας, που έλκει μεταξύ τους τα όντα. Και αυτή η υπερκόσμια έλξη είναι που καθιστά δυνατή κάθε είδους μαγεία. Οι τεχνητές παρεμβάσεις τής μαγείας μοιάζουν να προκαλούν κάποια σημαντική αλλαγή στη ροή τών πραγμάτων, αλλά δεν αποτελούν παρά μια παρέμβαση τού μάγου στις φυσικές ενέργειες και αντιδράσεις που ασκούνται ανάμεσα στα μέρη τού σύμπαντος. «Υπάρχουν [στο σύμπαν] άπειρες δυνάμεις αλληλουχίας και έλξεως», λέει ο Πλωτίνος, «που ενεργούν χωρίς μαγική παρέμβαση». Πολλές φυσικές διαδικασίες μοιάζουν μαγικές, διότι εκτυλίσσονται εξ αποστάσεως, όπως οι μουσικές χορδές που, όταν βρίσκονται σε αρμονία, πάλλονται στο άγγιγμα μιας μόνον απ’ αυτές. Αυτή η άμεση και αυθόρμητη μαγεία είναι απλώς η μαγεία τού έρωτα. Οι βοτανολόγοι «παντρεύουν» –αυτή είναι η έκφραση που χρησιμοποιείται απ’ την Αρχαιότητα – το αμπέλι με τη φτελιά. Πρόκειται απλώς για την κατάφαση σε μια φυσική συγγένεια, τον έρωτα, που κατά κάποιον τρόπο συνδέει τα δύο αυτά φυτά. Στον αισθητό κόσμο η ύπαρξη υπόκειται αναγκαστικά σε όλες τις αμοιβαίες και μακρινές επιδράσεις που ασκούνται ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη τού σύμπαντος, υπόκειται δηλαδή στο πάθος. Ακόμη και οι αστερισμοί, σαν μέρη του σύμπαντος, υπόκεινται, με έναν ασυνείδητο εξ άλλου τρόπο, σε διαθέσεις και σε παθήματα. Γι’ αυτό ανακουφίζονται από τις προσευχές, ή «γοητεύονται» από την άσκηση τής μαγείας, χωρίς να το αντιληφθούν, καθώς είναι απορροφημένοι  στην απάθεια των στοχασμών. Φυσική μαγεία είναι επομένως για τον Πλωτίνο η κοσμική αλληλεπίδραση: «Οτιδήποτε σχετίζεται με κάτι άλλο, δέχεται τη γοητεία του. Διότι αυτό με το οποίο έρχεται σε σχέση το γοητεύει και το συγκινεί».[οι σχέσεις]
     Στην Αναγέννηση ο Μαρσίλιο Φιτσίνο επανέρχεται ακολουθώντας τόν Πλωτίνο στο θέμα τού Έρωτα που μαγεύει:
    «Η ενέργεια τής μαγείας συνίσταται στην έλξη μεταξύ δύο πραγμάτων δια της φυσικής συγγένειας. Επομένως τα μέρη αυτού του κόσμου, όπως και τα μέλη ενός και μόνου ζωντανού όντος, εξαρτώμενα από έναν και μόνο δημιουργό, συνδέονται μεταξύ τους επειδή ανήκουν σε μια μοναδική φύση.[..] Από την κοινή τους συγγένεια γεννιέται ένας αμοιβαίος έρωτας, και από αυτόν τον έρωτα μια κοινή έλξη. Αυτή ακριβώς είναι η αληθινή μαγεία. [..] Έτσι και ο μαγνήτης έλκει το σίδερο, το κεχριμπάρι το άχυρο, το θειάφι τη φωτιά. Ο ήλιος καλεί τα άνθη και τα φύλλα, η σελήνη  επηρεάζει συνήθως τα ύδατα, ο Άρης τους ανέμους, και ορισμένα χόρτα προσκαλούν κάποια είδη ζώων. Στον κόσμο των ανθρώπινων υποθέσεων καθένας υφίσταται την έλξη της προσωπικής του ηδονής. Τα έργα τής μαγείας λοιπόν είναι έργα της φύσης, και η τέχνη δεν είναι παρά όργανο της φύσης. […] Αυτήν ακριβώς την τέχνη οι Αρχαίοι την απέδιδαν στους δαίμονες, διότι αυτοί γνωρίζουν τί σημαίνει συγγένεια των φυσικών πραγμάτων, τί αναλογεί στο καθένα, και τον τρόπο να αποκατασταθεί αυτή η συγγένεια ανάμεσα στα πράγματα στην περίπτωση που έχει απωλεσθεί. […] Χάρη σ’ αυτόν τον αμοιβαίο έρωτα, ολόκληρη η φύση αποκαλείται μάγισσα. […] Επομένως κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει κατά πόσον ο Έρωτας είναι μάγος, αφού ολόκληρη η εξουσία τής μαγείας εδρεύει στον Έρωτα και ο Έρωτας ενεργεί μέσα από τη γοητεία, τα ξόρκια και τη μαγεία».
     Το υποτιμητικό ύφος που συνοδεύει στον Πλωτίνο την ιδέα μιας μαγικής επίδρασης της φύσης, εξαφανίζεται ολοκληρωτικά στον Φιτσίνο. Δύο λόγοι εξηγούν αυτήν τη  διαφορά αξιολόγησης τής έννοιας της μαγείας. Πρώτον, οι νεοπλατωνικοί που έπονται του Πλωτίνου, δηλαδή κυρίως ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος, ανέπτυξαν, υπό την επίδραση των Χαλδαϊκών χρησμών, μια νέα αντίληψη της μαγείας, που θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αντιστοιχεί στην αποκατάσταση τού ρόλου ορισμένων αισθητών πραγμάτων στην υπηρεσία του πνευματικού βίου της ψυχής. Αναπτύσσεται δηλαδή στον ύστερο νεοπλατωνισμό ένα είδος μυστηριακού πνεύματος: ορισμένα αισθητά σημεία, τα «σύμβολα» και μερικές υλιστικές τελετές μπορούν να επιτρέψουν, στη νεοπλατωνική θεουργία, την επιστροφή τής ψυχής στη θεϊκή της προέλευση. Είναι αποδεκτό επομένως ότι ορισμένες υλικές υποστάσεις εμπεριέχουν κάποιο είδος θείας ενέργειας, και γίνεται προσπάθεια να ερμηνευθεί ο κώδικας τής κοσμικής έλξης, και να αποκατασταθούν οι δεσμοί που συνδέουν με τους θεούς όλα τα επίπεδα τής πραγματικότητας, ακόμη και τα κατώτερα. Ο δεύτερος λόγος, όπως τον εκφράζει ο Eugenio Garin ήδη από το τέλος του 12ου αιώνα, είναι ότι στη λατινική Δύση βλέπουμε να αναπτύσσεται βαθμιαία ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κείμενα που πραγματεύονται τη μαγεία, συνοδευόμενο, όπως είναι επόμενο, από μια συγκεχυμένη επιθυμία, ενδογενή σε κάθε διαδικασία μαγικής προέλευσης, διεύρυνσης τής εξουσίας τού ανθρώπου επί των ομοίων του, και επί της ύλης γενικότερα.
     Οι αντιλήψεις αυτές ενισχύονται κατά την Αναγέννηση υπό την επίδραση τού ερμητισμού, που παραχωρεί στον άνθρωπο μια μαγική εξουσία επί της φύσεως. «Magnum miraculum est homo», όπως αναφέρει σε ένα ερμητικό κείμενο ο Ασκληπιός: ο άνθρωπος είναι μέγα θαύμα. Ο Φιτσίνο ανήκει επίσης σε αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα. Στον «Έρωτα», τη «μαγεία», και τη «φύση» αποδίδει ένα τελείως διαφορετικό νόημα. Ακόμη και ο Πλωτίνος θα μπορούσε να είχε πει αυτό που γράφει ο Φιτσίνο: «Η φύση αποκαλείται “μάγισσα”, εξ αιτίας τού αμοιβαίου έρωτα των πραγμάτων». Μόνο που για εκείνον μια τέτοια φράση θα είχε αρνητικό νόημα: θα σήμαινε ότι τα όντα τού αισθητού κόσμου είναι δεσμώτες της φύσεως, εξ αιτίας τής κοσμικής αλληλεπίδρασης, των θελγήτρων και των παθών στα οποία υπόκεινται παρά τη θέλησή τους. Αντίθετα, στον Φιτσίνο, η πρόταση έχει θετικό νόημα: ο έρωτας συνιστά τον μέγα κανόνα τού σύμπαντος, ερμηνεύοντας έτσι την έλξη ανάμεσα στα μέρη του κόσμου. Αν όντως αυτό είναι το μυστικό τής μαγείας τής φύσεως, μπορούμε να αναζητήσουμε  τούς νόμους που διέπουν την κοσμική έλξη, προκειμένου να κατευθύνουμε τις ουράνιες δυνάμεις προς υλικά αντικείμενα, και ειδικότερα προς τις «μορφές» και τις «εικόνες» που συγγενεύουν αρμονικά με κάποιο υπερβατικό πρότυπο. Η μαγεία τής φύσεως θα προσφέρει τότε τη δυνατότητα μιας θεωρίας και μιας πρακτικής προορισμένης να ανιχνεύσει και να αξιοποιήσει με τρόπο φυσικό και λογικό όλους αυτούς τους μυστικούς συσχετισμούς. Αυτή η κατά κάποιον τρόπο φυσική μαγεία θα λειτουργήσει απέναντι στη φύση όπως και η γεωργία απέναντι στην ‘αυθόρμητη’ παραγωγή της γης: θα ενεργοποιήσει και θα πειθαρχήσει τις φυσικές διαδικασίες, με τη συνδρομή της επιστήμης της ‘συμπάθειας’ και της συγγένειας.    
     Στους τρείς τόμους τού έργου του Περί μυστικής φιλοσοφίας (1533), ο Cornelius Agrippa συγκέντρωσε και συστηματοποίησε όλο το υλικό περί μαγείας τής αρχαίας, αραβικής και μεσαιωνικής  παράδοσης, και θεωρώντας ότι η μαγεία αποτελεί την κατ’ εξοχήν φυσική φιλοσοφία, την ανέδειξε μέσα από ένα διευρυμένο κοσμικό πλαίσιο νεοπλατωνικού τύπου, στο οποίο η Ψυχή τού κόσμου κατέχει πρωτεύοντα ρόλο. Οι δυνατότητες τής μαγείας συνίστανται στο γεγονός ότι η ύλη των σωμάτων περιέχει μιαν «απόκρυφη ιδιότητα», μια κρυφή δύναμη που ανήκει σε κάθε πράγμα, στην οποία αναφέρεται και ο Αυγουστίνος. Η ανακάλυψη αυτών των απόκρυφων ιδιοτήτων δημιουργεί συγγενικές ακολουθίες τών κοσμικών πραγμάτων, από τους πλανήτες μέχρι τα μέταλλα και τους λίθους, συμπεριλαμβανομένων και των ζωντανών υπάρξεων, οι οποίες καταλήγουν σε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Χάρη στη μαγεία, και την πνευματική άσκηση που αυτή προϋποθέτει, «συμβαίνει ακριβώς να κυριαρχούμε επί τής φύσης εμείς οι ίδιοι οι οποίοι ανήκουμε σ’ αυτήν ακριβώς τη φύση».
     Το βαθύτερο νόημα της έννοιας τής μαγείας αναδεικνύεται στην περίληψη του ανέκδοτου έργου Κρυπτολογία από τον ίδιο τον συγγραφέα του Giambattista Della Porta:
     «Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τα πλέον απόκρυφα που βρίσκονται θαμμένα με κάθε μυστικότητα στον μαστό τής φύσης, μυστικά που δεν υπόκεινται σε φυσικές αρχές, ή προφανείς ερμηνείες, παρότι δεν ανήκουν στις δεισιδαιμονίες».
     Ο Della Porta προσπάθησε να αναδείξει το δαιμονικό, ή αντίθετα το φυσικό περιεχόμενο ορισμένων πρακτικών της μαγείας. Στις δύο εκδόσεις του έργου του Magia naturalis (Φυσική μαγεία) (1558 και 1589) επιδιώκει, όπως λέει ο William Eamon, «να αποδώσει θαυματουργικά φαινόμενα σε φυσικά αίτια». Αναδεικνύει σε γενικές γραμμές το ίδιο σύμπαν με τους προγενέστερούς του, ένα σύμπαν προικισμένο με απόκρυφες ιδιότητες, μεταξύ των οποίων αναπτύσσονται δυνάμεις έλξης και άπωσης, ανταποκρίσεις, συμπάθειες και αντιπάθειες, σε όλα τα επίπεδα τής πραγματικότητας.
   Όπως και ο Παράκελσος, πιστεύει ότι οι απόκρυφες αυτές ιδιότητες αναγνωρίζονται από τα «σημεία» που θέλησε να θέσει ο Θεός, δηλαδή από ορισμένες λεπτομέρειες τής εξωτερικής μορφής των όντων, που αντιστοιχούν στις μορφές άλλων όντων, έμψυχων ή άψυχων: τα σημεία αυτά μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ένα συγκεκριμένο ον επιδρά σε κάποιο άλλο επίσης συγκεκριμένο ον. Ο Della Porta αντιλαμβάνεται τη φυσική μαγεία σαν μια πρακτική επιστήμη, που μπορεί να χρησιμοποιήσει τη φύση προς το συμφέρον του ανθρώπου. Κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα έχει εδώ τη θέση της: προτείνονται για παράδειγμα διάφορες μεθοδεύσεις στους τομείς τής γεωργίας και της μεταλλουργίας. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του σε ό,τι αφορά την τελευταία.
     Στον βαθμό που εμφανίζεται με τη μορφή απαρίθμησης των ιδιαιτεροτήτων τής φύσης και των μεθοδεύσεων για την εξασφάλιση εντυπωσιακών και απρόβλεπτων αποτελεσμάτων, η φυσική μαγεία τοποθετείται στο πλαίσιο μιας λογοτεχνίας τών μυστικών και των θαυμάτων της φύσεως, ιδιαίτερα ζωντανής κατά την Αρχαιότητα, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στο 3ο κεφάλαιο. Διαφέρει όμως ως προς τη χρήση τής νεοπλατωνικής μεταφυσικής στην ερμηνεία τών ανταποκρίσεων και των ακολουθιών, των συμπαθειών και των αντιπαθειών που εκδηλώνονται σε ένα σύμπαν ενιαίο και ιεραρχημένο ταυτόχρονα.
     Η παράδοση τής magia naturalis θα παραμείνει ζωντανή μέχρι την εποχή τού γερμανικού ρομαντισμού. Το 1765 για παράδειγμα, εκδίδεται στο Tϋbingen ένα έργο με τίτλο Magia naturalis, στο οποίο συνεργάστηκαν μεταξύ άλλων οι Prokop Divisch, Friedrich Christoph Oetinger και Gottlieb Friedrich Rösler, και στο οποίο τα φαινόμενα του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού ερμηνεύονται δια της φυσικής μαγείας. Οι αντιλήψεις αυτές επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τούς γερμανούς ρομαντικούς φιλοσόφους της φύσεως, και ιδιαίτερα τον Franz von Baader.

5. Μηχανική και μαγεία κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση
            
Το είδος τής μαθηματικής φυσικής που αντιπροσώπευε η αρχαία μηχανική εξακολουθεί να καλλιεργείται και να αναπτύσσεται στον Μεσαίωνα. Η αντιμετώπιση τών προβλημάτων τής μηχανικής με μαθηματικές μεθόδους επικρατεί κατά τον 13ο αιώνα όπως αποδεικνύουν τα κείμενα τού Jordanus Nemerarius, στα οποία χρησιμοποιούνται μαθηματικοί υπολογισμοί για την άρση βαρών και τον χειρισμό τών μοχλών. Τον 15ο αιώνα ο Nicolas Oresme αναπαριστά με γεωμετρικούς υπολογισμούς τις παραλλαγές στην κίνηση των σωμάτων.
     Παράλληλα προς την εφαρμογή αυστηρών μαθηματικών μεθόδων, παρατηρείται από τον 13ο ως τον 15ο αιώνα η καλλιέργεια φαντασίας, φιλόδοξων ελπίδων και επιδιώξεων, μια θερμή πίστη στη μελλοντική ανάπτυξη τής τεχνικής και τής μηχανικής. Αυτές οι ελπίδες και οι φιλοδοξίες προσεγγίζουν το επίπεδο τής μαγείας. O Roger Bacon, τον οποίον αναφέραμε ήδη, σκιαγραφεί το σχέδιο μιας «τέχνης που χρησιμοποιεί τη φύση σαν εργαλείο», ανώτερης από τη ερασιτεχνική, όπως την αποκαλεί, μαγεία. Φαντάζεται την ύπαρξη πλοίων χωρίς κωπηλάτες, ιπτάμενων μηχανών τις οποίες θα μπορεί να οδηγεί ο άνθρωπος μετακινώντας τα φτερά τους κατά το παράδειγμα των πουλιών, μια μηχανή που θα μπορεί να ανασηκώνει ή να κατεβάζει βάρη, μια μηχανή ικανή να σύρει χίλιους ανθρώπους, μιαν άλλη που θα επιτρέπει την εξερεύνηση στο βυθό της θάλασσας, γέφυρες χωρίς πυλώνες, γιγάντιους καθρέφτες, συσκευές που θα επιτρέπουν να διακρίνονται αντικείμενα σε μακρινές αποστάσεις, ή τη δημιουργία αντικατοπτρισμών, συγκλίνοντες καθρέφτες που θα προκαλούν πυρκαγιές. Σ’ αυτά προστίθενται και όλα τα αναγκαία μέσα, όπως για παράδειγμα το πετρέλαιο για το άναμμα και τη συντήρηση της φωτιάς, μηχανές που θα προκαλούσαν ανυπόφορους θορύβους στον ουρανό, καθώς και ό,τι είναι δυνατόν να επιτευχθεί δια του μαγνητισμού. Στον τομέα της αστρονομίας φαντάζεται εργαλεία που θα χαρτογραφούν τον ουρανό. Τέλος, στον χώρο των ερευνών της αλχημείας, την κατασκευή χρυσού και την παράταση της ανθρώπινης ζωής.
      Με όλα αυτά τα σχέδια κατά νου, ο Roger Bacon θα μπορούσε να είναι ένας πραγματικός γιός τού Προμηθέα, που επιβάλλεται στη Φύση με τη βία. Η ακόμη ένας πρόδρομος τής σύγχρονης τεχνικής εξέλιξης. Αλλά η φαντασία τού Roger Bacon εντάσσεται στην προοπτική μιας χριστιανικής ενατένισης της ιστορίας, που δεν σχετίζεται καθόλου με αυτήν ενός σύγχρονου ανθρώπου, αλλά ανήκει σε έναν φραγκισκανό θεολόγο του Μεσαίωνα, καθηγητή στην Οξφόρδη του 13ου αιώνα, ο οποίος εξ άλλου κατέχει μιαν ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση: όχι μόνον ως θεολόγος και φιλόσοφος, αλλά και ως εξέχων επιστήμων στους τομείς τών μαθηματικών, της αστρονομίας και της οπτικής. Αντί για μια «φαουστική μορφή», όπως τον χαρακτήρισε ο Hans Blumenmerg, θα επιλέγαμε, μαζί με τον Emile Brehier, τον χαρακτηρισμό του «φωτισμένου θεοκράτη». Ο Roger Bacon επιθυμεί διακαώς να επισπεύσει την προσχώρηση στον χριστιανισμό της ανθρωπότητας, που απειλείται από την έλευση του Αντίχριστου. Όλες αυτές οι μηχανικές εφευρέσεις προορίζονται να υπηρετήσουν την απολογητική. Στα μάτια των απίστων θα παίξουν τον ρόλο θαυματουργικών επιτευγμάτων, που θα τους οδηγήσουν στην αναγκαιότητα της πίστεως. Αφού το ανθρώπινο πνεύμα δεν κατανοεί τα θαύματα τη φύσεως και της μηχανικής τέχνης,  γιατί να μην αποδεχτεί τις θείες αλήθειες που επίσης δεν κατανοεί; Σε ό,τι αφορά στις στρατιωτικές εφευρέσεις, αυτές προορίζονται για την άμυνα της χριστιανοσύνης στον ίσως επικείμενο αγώνα κατά του Αντίχριστου.
     Στο πνεύμα αυτού τού οράματος του κόσμου και της ιστορίας, τα σχέδια των μηχανικών εφευρέσεων του Roger Bacon απέχουν πολύ  από τις σύγχρονες αντιλήψεις. Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Roger Bacon είχε συλλάβει την ιδέα ότι οι μηχανές μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο απολογητικής. Τούτο σημαίνει ότι αντιλαμβανόταν τη σημασία που αντιπροσώπευε τόσο για το πνεύμα όσο και για το σώμα η αποκάλυψη των «μυστικών της φύσεως», δηλαδή των αξιοθαύμαστων δυνατοτήτων που διαθέτει η φύση και οι οποίες θα οδηγούσαν τη μηχανική, κατά τη μετέπειτα εξέλιξή της, σε αξιοθαύμαστα επιτεύγματα. Ο κόσμος παύει να είναι μόνο αντικείμενο στοχασμού, μεταβάλλεται και τίθεται στην υπηρεσία των ανθρώπων. Η αντίληψη αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο. Όπως ορθά υπογραμμίζει ο René Taton, «ένα νέο είδος ανθρώπου εμφανίζεται: ο αρχιτέκτονας ή ο μηχανικός», ήδη από τον 13ο αιώνα, και καλλιεργείται ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ενασχόληση με πρακτικές και τεχνικές εφαρμογές. Η ανάπτυξη των «μηχανικών» επιστημών, όπως η μελέτη τής στατικής και της δυναμικής, η υδροστατική και ο μαγνητισμός, που παρατηρείται επίσης από τα τέλη του 13ου αιώνα, εξηγούνται κατ’ αυτόν, από την στενή συνεργασία των σχολαστικών με τους τεχνικούς, κληρονόμους στην ουσία της αρχαίας μηχανικής. Για παράδειγμα ο Roger Bacon συνεργάστηκε με έναν ειδικό στις μηχανικές τέχνες, τον Pierre de Maricourt, ο οποίος είναι συγγραφέας μιας πραγματείας για τον μαγνητισμό. Την εποχή αυτή συνειδητοποιούνται οι δυνατότητες της τεχνικής και η σημασία της για την ανθρώπινη ζωή.
     Το πνεύμα αυτό θα κυριαρχήσει τον 14ο και 15 αιώνα, για να καταλήξει στους μηχανικούς της Αναγέννησης, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, του οποίου οι μηχανικές εφευρέσεις είναι διάσημες. Η ζωή του και το έργο του ως μηχανικού είναι κατά πολύ σημαντικότερα από την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Οραματίστηκε το αεροπλάνο, το υποβρύχιο, τα θωρακισμένα οχήματα. Κατασκεύασε αυτοματοποιημένες μηχανές, όπως το μηχανικό λιοντάρι, το οποίο είχε επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί κατά τις πριγκηπικές τελετές της εποχής. Δεν θα πρέπει όμως, όπως και για τον Roger Bacon, να υπερβάλουμε τον ρόλο του ως προδρόμου τής σύγχρονης επιστήμης. Οι αξιολογήσεις του, παρότι συχνά ιδιοφυείς, είναι αποσπασματικές και η συνεισφορά του στη λύση προβλημάτων τής φυσικής και της μηχανικής περιορισμένη.
     Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πνεύμα του Λεονάρντο ντα Βίντσι συνδυάζει την προμηθεϊκή αξίωση τής υποταγής τής φύσης στην υπηρεσία τού ανθρώπου, και την ορφική, όπως την αποκάλεσα, συμπεριφορά του σεβασμού και του θαυμασμού απέναντι στα φυσικά φαινόμενα. Πριν προχωρήσει στην κατασκευή μιας ιπτάμενης μηχανής προσπάθησε να παρατηρήσει με προσοχή και να σχεδιάσει το πέταγμα των πουλιών, προκειμένου να συλλάβει τη μηχανική λειτουργία του.
     Αυτό το ανήσυχο πνεύμα και η ροπή προς τις εφευρέσεις που αναδεικνύονται από τον 13ο ως τον 15ο αιώνα θα μπορούσαν να συγκριθούν με τον πνεύμα τής ελληνιστικής περιόδου, που καλλιεργήθηκε στην αυλή των Πτολεμαίων της Αλεξάνδρειας . Στο ίδιο πνεύμα θα μπορούσε να τοποθετηθεί και η άρνηση τής αφηρημένης σκέψης, η ευεργετική επιρροή φωτισμένων ηγεμόνων, όπως των Μεδίκων, ή και ηγεμόνων που υπήρξαν οι ίδιοι επιστήμονες, όπως ο Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν ή ο Αλφόνσο Ι΄ της Καστίλλης. Οπωσδήποτε, ο αναβρασμός των επιστημονικών ανακαλύψεων και της δημιουργικής φαντασίας που χαρακτηρίζουν αυτήν την περίοδο, κατά την οποία μηχανική και μαγεία συγκλίνουν στις επιδιώξεις τους, θα προσφέρει γόνιμο έδαφος στην επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα.


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: