Συνέχεια από: Τετάρτη, 11 Ιανουαρίου 2017
17. Τί λοιπόν; Σε πείθουμε ήδη και σου φανερωθεί το φως ή θα επιμείνουμε ακόμη συνδυάζοντας τις αποδείξεις και διαλύοντας το σκότος της άγνοιάς σου;
ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση. Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο Ζηζιούλας καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν προσπαθώντας νά επιβάλλουν τήν πλάνη τους.
16. Αράγε έλαβες
νουν, εσύ ο ενάντιος, και επέλαμψε σε σένα φώς γνώσεως παρά του Λόγου της
αληθείας;
Ή μάλλον άρχισες άραγε εσύ ο ίδιος να ανοίγεις
τα βλέφαρα και να διαβλέπεις προς το φως, αντιλαμβανόμενος, αν και όχι τελείως,
αλλά πάντως αμυδρώς την έντονο και όχι αμυδρά αυγή, ώστε να ψηλαφήσεις και να δεις
ότι το τόσες φορές λεχθέν «θα δώσει» και «θα πέμψει» δεν το είπε χωρίς αιτία
ούτε χωρίς το λαμβάνον πρόσωπο δια το όποιον στέλλεται (πέμπεται), αλλά το
αποδίδει πάντοτε συνεζευγμένο με τις αιτίες αυτός ο οποίος είναι μόνος και Θεός
και θεολόγος, ενώ το δε εκπορευόμενο το έθεσε απολύτως χωρίς καμιά αιτία;
Δηλαδή την
μεν αιώνια και χωρίς αιτία έκπεμψιν προσέδωσε μόνον εις τον Πατέρα, την δε
έγχρονο (υπο χρόνον) και πάντοτε συνημμένη με αιτία, η οποία είναι κοινή,
απέδωσε εις τον εαυτό του και τον Πατέρα, ώστε γνωρίζοντας εσύ τούτο, να μη
βλασφημείς φρονώντας και λέγοντας ότι η εκπόρευση είναι το ίδιο με την αποστολή
ή από αυτή να στοχάζεσαι εκείνη και για αυτό να λέγεις ότι το άγιο Πνεύμα έχει
την υπόσταση εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Διότι όπως ο Θεός είναι αναίτιος, έτσι
και η ύπαρξη του Θεού είναι αναίτιος˙ έχει αιτίαν αυτόν από τον όποιον υπάρχει
αναιτίως, αλλά δεν υπάρχει εξ αυτού δι’ αιτίαν (αὐτόν αἰτίαν ἔχων τόν ἐξ οὗ ὑπάρχει
ἀναιτίως, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ ὑπάρχων δι᾿ αἰτίαν). [Πού πάει η αιτιώδης αρχή τού Γιανναρά καί τού Ζηζιούλα;]
Όπως δε Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος, έτσι το δι’ αιτίας γεγονός είναι κοινό εις το αναίτιο το ίδιο και εις τα αναιτίως εξ αυτού υπάρχοντα. Αυτό δε το όποιο είναι εις αυτά κοινό, δεν είναι ίδιον της θείας υποστάσεως. Γι’ αυτό το μεν αποστέλλεσθαι υπάρχει και εις τον Υιό και το Πνεύμα, όπως και το αποστέλλειν εις τα τρία˙ διότι γίνεται δι’ αιτίαν [Αφιερωμένο στόν Γιανναρά]. Το ἐκπορεύεσθαι ἤ καί ἐκπορεύειν δεν ανήκει και εις τον Υιό˙ διότι και δεν γίνεται δι’ αιτίαν. Όταν λοιπόν ακούσεις ότι το άγιο Πνεύμα στέλλεται προς κάποιους εκ του Υιού ή και διά του Υιού ή και από αμφοτέρους, να υπονοείς την έγχρονον και δι’ αιτίαν πρόοδον, όχι δε εκείνη την ακατάληπτο και υπέρ αιτίαν και προαιώνια προέλευση εκ του Πατρός.
Όπως δε Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος, έτσι το δι’ αιτίας γεγονός είναι κοινό εις το αναίτιο το ίδιο και εις τα αναιτίως εξ αυτού υπάρχοντα. Αυτό δε το όποιο είναι εις αυτά κοινό, δεν είναι ίδιον της θείας υποστάσεως. Γι’ αυτό το μεν αποστέλλεσθαι υπάρχει και εις τον Υιό και το Πνεύμα, όπως και το αποστέλλειν εις τα τρία˙ διότι γίνεται δι’ αιτίαν [Αφιερωμένο στόν Γιανναρά]. Το ἐκπορεύεσθαι ἤ καί ἐκπορεύειν δεν ανήκει και εις τον Υιό˙ διότι και δεν γίνεται δι’ αιτίαν. Όταν λοιπόν ακούσεις ότι το άγιο Πνεύμα στέλλεται προς κάποιους εκ του Υιού ή και διά του Υιού ή και από αμφοτέρους, να υπονοείς την έγχρονον και δι’ αιτίαν πρόοδον, όχι δε εκείνη την ακατάληπτο και υπέρ αιτίαν και προαιώνια προέλευση εκ του Πατρός.
17. Τί λοιπόν; Σε πείθουμε ήδη και σου φανερωθεί το φως ή θα επιμείνουμε ακόμη συνδυάζοντας τις αποδείξεις και διαλύοντας το σκότος της άγνοιάς σου;
Διότι το
έχεις πολύ και πυκνό, ώστε να επισκιάζει τις κόρες της διανοίας σου, εάν ούτε
τώρα δεν διαβλέπεις κάπως την αλήθεια, μολονότι το «δώσω» είναι ταυτόν
(ταυτόσημο) με το «πέμψω».
Επειδή
δηλαδή ούτε το πεμπόμενον μετατίθεται τοπικώς ούτε ο πέμπων διαχωρίζεται από το
πεμπόμενον (διότι πάντοτε και πανταχού είναι μαζί ο πέμπων και το δι’ αυτού
πεμπόμενον, εάν δε θέλεις και εξ αυτού˙ διότι η ευσέβειά μας δεν έγκειται επί
των λέξεων)˙ επειδή λοιπόν δεν διαιρούνται τοπικώς, ούτε περιλαμβάνονται εις
τόπον το πέμπον και το πεμπόμενον, άρα δεν δίδει ο πέμπων;
Αυτό είπε
και ο ίδιος ο Κύριος, φωτίζοντας εμάς, άλλοτε μεν «το όποιο θα δώσει ο Πατήρ»,
άλλοτε δε «το όποιο θα στείλει ο Πατήρ», χρησιμοποιώντας και τα δύο με την αυτή
έννοια. Αλλά και γι’ αυτόν γράφεται άλλοτε μεν ότι επέμφθη από τον Πατέρα,
άλλοτε δε ότι εδόθη, σαν να είναι ταυτόσημο το πέμπειν με το δίδειν.
ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση. Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο Ζηζιούλας καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν προσπαθώντας νά επιβάλλουν τήν πλάνη τους.
Αμέθυστος
16. Ἆρα νοῦν ἔλαβες ὁ δι᾿ ἐναντίας καί φῶς γνώσεως ἐπέλαμψέ
σοι παρά τοῦ τῆς ἀληθείας λόγου; Μᾶλλον δέ σύ γε αὐτός ἆρα διαίρειν ἤρξω τά
βλέφαρα καί διαβλέπειν πρός τό φῶς, εἰ καί μή τελέως, ἀλλ᾿ ἀμυδρῶς γοῦν
ἀντιλαμβανόμενος τῆς διαπρυσίου καί μή ἀμυδρᾶς αὐγῆς, ὥστε ψηλαφῆσαι καί ἰδεῖν
ὅτι τό «δώσει» τε καί τό «πέμψει» τοσαυτάκις εἰρημένον οὐδαμοῦ χωρίς αἰτίας
εἴρηκεν, οὐδ᾿ ἄνευ προσώπου τοῦ λαμβάνοντος δι᾿ ὅν καί πέμπεται, ἀλλ᾿ ἀεί
συνεζευγμένον ταῖς αἰτίαις ἀποδέδωκεν ὁ μόνος καί Θεός καί θεολόγος, τό δέ ἐκπορευόμενον
ἀπολύτως ἔθηκε ψωρίς ἡστινοοῦν αἰτίας; Τήν μέν γάρ συνδιαιωνίζουσαν καί χωρίς
αἰτίας οὖσαν ἔκπεμψιν μόνῳ τῷ Πατρί προσένειμε, τήν δ᾿ ὑπό χρόνον οὖσαν καί ἀεί
μετά τῆς αἰτίας συνημμένην κοινήν οὖσαν, ἐξεκάλυψεν ἑαυτῷ καί τῷ Πατρί, ὡς ἄν
τοῦτο συνιδών, μηκέτι βλασφημῇς τῇ ἐκπορεύσει φρονῶν καί λέγων τήν ἀποστολήν
ταὐτόν ἤ ἐκ ταύτης ἐκείνην στοχαζόμενος καί διά τοῦτο λέγων ἐκ τοῦ Πατρός καί
ἐξ Υἱοῦ τό θεῖον Πνεῦμα τήν ὑπόστασιν ἔχειν. Ὥσπερ γάρ Θεός ἀναίτιος, οὕτω καί
Θεοῦ ὕπαρξις ἀναίτιος, αὐτόν αἰτίαν ἔχων τόν ἐξ οὗ ὑπάρχει ἀναιτίως, ἀλλ᾿ οὐκ
ἐξ αὐτοῦ ὑπάρχων δι᾿ αἰτίαν. Ὥσπερ δέ Θεός Θεοῦ ὕπαρξις ἀναίτιος, οὕτω τό δι᾿
αἰτίαν γεγονός κοινόν αὐτῷ τε τῷ ἀναιτίῳ καί τοῖς ἀναιτίοις ἐξ αὐτοῦ
ὑπάρχουσιν. Ὁ δ᾿ αὐτοῖς κοινόν, θείας ὑποστάσεως οὐκ ἴδιον. Διό τό μέν
ἀποστέλλεσθαι καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Πνεύματι ὑπάρχει, ὥσπερ καί τό ἀποστέλλειν τοῖς
τρισί˙ δι᾿ αἰτίαν γάρ. Τό δέ ἐκπορεύεσθαι ἤ καί ἐκπορεύειν οὐχί καί τοῦ Υἱοῦ˙
καί γάρ οὐ δι᾿ αἰτίαν. Ὅταν οὖν ἀκούσῃς ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ καί δι᾿ Υἱοῦ ἤ καί ἐξ
ἀμφοῖν πρός τινας πεμπόμενον τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τήν ὑπό χρόνον καί δι᾿ αἰτίαν
ἐπί νοῦν λάμβανέ μοι πρόοδον, ἀλλά μή τήν ἐκ Πατρός ἄσχετον ἐκείνην καί ὑπέρ
αἰτίαν καί προαιώνιον.
17. Τί οὖν; Ἤδη πείθομεν καί διετρανώθη σοι τό φῶς, ἤ ἔτι
προσμενοῦμεν συνείροντες τάς ἀποδείξεις καί διαρριπίζοντες τό τῆς σῆς ἀγνοίας
σκότος; Ὥς πολύ τοῦτο καί βαθύ τά τῆς σῆς ἐπηλυγάζον διανοίας κόρας ἔχεις, εἰ
μηδέ νῦν πρός τήν ἀλήθειαν διέβλεψάς πω, καίτοι τό «δώσω» ταὐτόν ἐστι τῷ
«πέμψω». Ἐπεί γάρ μήτε τό πεμπόμενον τοπικῶς μετάγεται μήτ᾿ αὐτός ὁ πέμπων
διΐσταται τοῦ πεμπομένου (καί γάρ ἀεί τε ἅμα καί ἁπανταχοῦ καί ὁ πέμπων καί τό
δι᾿ αὐτοῦ πεμπόμενον, εἰ δέ βούλει καί ἐξ αὐτοῦ˙ οὐ γάρ ἐπί τῶν συλλαβῶν ἡμῖν ἡ
εὐσέβεια)˙ ἐπεί τοίνυν οὐ διαιρεῖται τόπῳ, οὐδέ τόπῳ περιλαμβάνεται τό πέμπον
καί τό πεμπόμενον, οὐκ ἄρα δίδωσιν ὁ πέμπων; Τοῦτο καί αὐτός ὁ Κύριος ἡμᾶς
φωτίζων νῦν μέν εἴρηκεν, «ὅ δώσει ὁ Πατήρ», νῦν δ᾿ αὖθις, «ὅ πέμψει ὁ Πατήρ»,
ἐπί τῆς ἀμφοτέροις διανοίας χρησάμενος. Ἀλλά καί αὐτός, νῦν μέν ὅτι ἐπέμφη παρά
τοῦ Πατρός, νῦν δ᾿ ὅτι ἐδόθη, ἀναγέγραπται, ὡς ταῦτοῦ ὄντος ἐπί τούτων τοῦ
πέμπειν τε καί τοῦ διδόναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου