Συνεχίζεται από:Τετάρτη, 31 Δεκεμβρίου 2014
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ. Το Μοντέρνο Πνεύμα της Ασίας
Δημιουργώντας την Θρησκεία της Ανατολής
Το πνευματικό σώμαΠολιτική πνευματικότητα
Οι μουσουλμάνοι στην Ινδία και την Κίνα ε
Η επέκταση του ισλάμ στην Ασία
Μουσουλμάνοι στην Ινδία και την Κίνα σήμερα
Μουσουλμάνοι ως outsiders
Στο μεγάλο του έργο περί της διαδικασίας εκπολιτισμού, ο Norbert Elias συνδέει την ανάδυση τής έννοιας «πολιτισμός» (civilization) με την άνοδο της εθνικής συνείδησης στην Ευρώπη15. Η έννοια του πολιτισμού αναδύεται όταν η κοινωνική και πολιτική σημασία του ancien regime έχει παρακμάσει κατά την διαδικασία δημιουργίας του έθνους κράτους. Αυτό καθιστά αμέσως σαφές, πως η ρητορική του εθνικισμού που εξαίρει την ανωτερότητα του εθνικού πολιτισμού αναφέρεται στον πολιτισμό ως την ουσία του έθνους, το υπερβατικό πνεύμα που κινεί την ιστορία. Αυτό είναι σαφές στον Hegel, και επηρεάζει σημαντικά τον Marx και τον Weber.
Οι μουσουλμάνοι θεωρείται πως βρίσκονται εκτός του
πολιτισμικού πυρήνα, τόσο στην ινδική όσο και στην κινέζικη μορφή εθνικισμού. Ο
ινδικός πολιτισμός περιέχει μια πληθώρα θρησκευτικών και φιλοσοφικών παραδόσεων
οι οποίες «ανακαλύφθηκαν» κατά τον 18ο αιώνα από τους Βρετανούς, και
ονομάστηκαν Ινδουισμός. Οι παραδόσεις αυτές είναι τοπικές, σε μερικές
περιπτώσεις όμως ασκούνται σε ολόκληρη την υπό-ήπειρο. Οι πιο πλατιά
διαδεδομένες παραδόσεις είναι αυτές των Βραχμάνων ιερέων, έχουν ως ιερή γλώσσα
τα σανσκριτικά, και μερικές φορές αποκαλούνται Βραχμανισμός. Όπως ανέφερα
προηγουμένως, ο Βραχμανισμός συνδέεται με την ιεραρχία των καστών. Στον
βραχμανισμό χρησιμοποιούνται μερικές φορές φυλετικά στοιχεία, όπως άρειος σε
αντίθεση προς τον μη-άρειο, που μπορεί να ενσωματώνεται στο σύστημα με τρόπο
ιεραρχικό ή να χρησιμοποιηθούν για πολιτική κινητοποίηση. Ορισμένες βραχμανικές
παραδόσεις, όπως αυτές που επικεντρώνονται στον θεό-βασιλιά Ράμα, ίσως να
χρησιμοποιήθηκαν με σκοπό την αντίσταση στο έτερο που ήταν ο μουσουλμανισμός. Ο
Ινδουισμός και ιδιαίτερα η βραχμανική μορφή του, ταυτίζονται με την «παραδοσιακή
τάξη» της Ινδίας, κατ’ αρχάς από τους Βρετανούς, και αργότερα από τους
κοινωνιολόγους όπως οι Max Weber και Louis Dumont17. Ο εθνικισμός
επίσης θεωρεί τον Ινδουισμό ως τον ινδικό πολιτισμό, και τον χρησιμοποιεί
ταυτόχρονα ως πηγή αντίστασης στον δυτικό πολιτισμό. Υπάρχει μια ανησυχία
μεταξύ των διανοουμένων πως ο Ινδουισμός δεν είναι αρκετά μοντέρνος για να
μπορεί να εθνικοποιηθεί, αλλά θεωρείται πως αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί
μέσω μεταρρυθμίσεων. Ο Ινδουισμός παρουσιάζεται από μερικούς εθνικιστές ως
ανώτερος της εκκοσμικευμένης Δύσεως, εξαιτίας της πνευματικότητας του, αλλά και
ως ανάγκη έχων μεταρρύθμισης λόγω της οπισθοδρομικής του μαγείας και του
τελετουργικού χαρακτήρα του. Μέσα στο είδος αυτό, αποικιοκρατικό και
εθνικιστικό, του στοχασμού περί του Ινδουισμού, οι «άλλες» θρησκευτικές
παραδόσεις, όπως των ανέγγιχτων και του
ισλάμ, στιγματίζονται ως «ξένες» προς τον ινδικό πολιτισμό. Ο τρόπος αυτός
σκέψης επηρέασε τον μουσουλμανικό αποσχιστισμό και τον αντί-μουσουλμανικό
εθνικισμό, και συνεχίζει να είναι σημαντικός μέχρι σήμερα στις σχέσεις
πλειονοτήτων και μειονοτήτων.
Το πιο σημαντικό κίνημα μετά την ανεξαρτησία, που οδήγησε
τους Ινδουιστές εναντίον των μουσουλμάνων, ήταν το κίνημα που σκοπό είχε την
κατεδάφιση του τζαμιού που τον 16ο αιώνα είχε κτίσει ο αυτοκράτορας Babar, στην βόρεια Ινδία, στο
προσκυνηματικό κέντρο Ayodhya, και αντικατάσταση
τού τζαμιού με ναό αφιερωμένο στον θεό Rama, που υποτίθεται
ότι είχε γεννηθεί στον τόπο όπου ήταν κτισμένο το τζαμί. Το κίνημα αυτό είχε εν
μέρει επιτυχία, καθώς το 1992 κατάφεραν να καταστρέψουν το τζαμί, αλλά δεν
κατάφεραν ακόμα να κτίσουν τον ναό που σκόπευαν. Την καταστροφή ακολούθησαν
εκτεταμένες εξεγέρσεις στην Ινδία, κατά
τις οποίες πέθαναν χιλιάδες άνθρωποι (στην πλειονότητα τους μουσουλμάνοι). Η
αποτυχία της κεντρικής κυβέρνησης, που το 1992 ήταν υπό τον έλεγχο του Congress Party, να προστατεύσει το τζαμί, προκάλεσε μια βαθιά αποξένωση
στους μουσουλμάνους, και οδήγησε στην εξουσία ινδουιστές σωβινιστές, όπως ο Narendra Modi, πρωθυπουργός του Gurajat. Το κρατίδιο του Gurajat συνδυάζει με ενδιαφέροντα
τρόπο μεγάλες επενδύσεις από το εξωτερικό με την νέο-φιλελεύθερη ανάπτυξη, ενώ
την ίδια στιγμή γίνονται διακρίσεις εναντίον των μουσουλμάνων, που φτάνουν
μέχρι και σε πογκρόμ. Το πολιτικό κόμμα BJP, που βρίσκεται
πίσω από τα κινήματα εναντίον των μουσουλμάνων, ήταν το ηγετικό κόμμα της
κυβέρνησης συνασπισμού από το 1999 μέχρι το 2004.
Η καταστροφή του τζαμιού του Babar στην Ayodhya, και οι βιαιότητες
που επακολούθησαν δημιούργησαν μια αντί-μουσουλμανική ατμόσφαιρα σε πόλεις όπως
η Βομβάη, και η ανταπόκριση στην
ατμόσφαιρα αυτή ήταν βομβιστικές επιθέσεις από μουσουλμάνους γκάνγκστερ, σε
στρατηγικά σημεία της πόλης. Σε επιπλέον επιβάρυνση των σχέσεων Ινδουιστών και
μουσουλμάνων οδήγησε και το από το κράτος οργανωμένο πογκρόμ εναντίον των
μουσουλμάνων στο κρατίδιο Gujarat στην δυτική Ινδία,
που είχε ως αποτέλεσμα πάνω από χίλιους νεκρούς μουσουλμάνους. Τέλος, το 1998
σοκ προκάλεσαν χτυπήματα σε ξενοδοχεία 5 αστέρων και άλλες τοποθεσίες στην
Βομβάη, από την πακιστανική οργάνωση Lashkar-e-Taiba, κίνημα που
συνδέεται με τον αγώνα για την ανεξαρτησία του Κασμίρ. Τα βίαια γεγονότα που
επακολούθησαν την καταστροφή του τζαμιού Babar και οι επιθέσεις
εναντίον του ινδικού κράτους (το 2001 χτυπήθηκε το κοινοβούλιο) που οργανώθηκα
από πολεμιστές του Κασμίρ που υποστηρίζονται από το Πακιστάν, χαρακτηρίζονται
ως «μουσουλμανική βία». Μια εξέλιξη στην υπόθεση αυτή είναι η σύλληψη ενός
Ινδουιστή sadhu (άγιος άνθρωπος),
του Swami Asimanand, ο οποίος παραδέχτηκε πως η
ομάδα του βρισκόταν πίσω από μερικές βομβιστικές επιθέσεις οι οποίες είχαν
προηγουμένως χαρακτηριστεί ως «μουσουλμανική βία». Εν συντομία, η σχέση μεταξύ
Ινδουιστών και μουσουλμάνων συνεχίζει να χειροτερεύει.
Αναταραχές τέτοιου βαθμού δε σημειώθηκαν στην Κίνα, αλλά
η κατάσταση των μουσουλμάνων στην Xinjiang χειροτέρευσε από
τότε που άρχισαν οι προσπάθειες για την αυτονομία που οδήγησαν σε βομβιστικές
επιθέσεις στην Xinjiang και το Πεκίνο, και
η ανησυχία είχε κορυφωθεί πριν την έναρξη των ολυμπιακών αγώνων το 2008. Η
κατάσταση αυτή κατέληξε σε βίαιες επιθέσεις Ουιγούρων εναντίον των Χαν Κινέζων,
αλλά και σε πράξεις αντεκδίκησης το 2009. Και ενώ η κυβέρνηση ήθελε να
χρησιμοποιήσει τους αγώνες ως σημείο ανόδου της Κίνας στο επίπεδο μιας
παγκόσμιας δύναμης, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό επετεύχθη, οι ακτιβιστές στο
Θιβέτ και το Xinjiang θεώρησαν την
στιγμή αυτή, που η προσοχή όλου του κόσμου ήταν στραμμένη στην Κίνα, ως μια
καλή ευκαιρία να εκφράσουν τα παράπονα τους.
Στο πρόσφατο έργο του για τους μουσουλμάνους και τις εθνικές
μειονότητες στην Κίνα, ο Dru Gladney υποστηρίζει ότι η κινέζικη
διανόηση είναι τόσο αφιερωμένη στην ιδέα μιας ολοκληρωμένης κοινωνίας των Χαν,
ώστε έχει προβλήματα να θέσει ερωτήματα για την «πλειονότητα των Χαν», πράγμα
κοινό για την ινδική διανόηση όσον αφορά την
«ινδουιστική πλειονότητα»18. Και πράγματι, η κατασκευή της
πλειονότητας και της μειονότητας είναι μέρος της εθνικοποίησης του πολιτισμού.
Όπως στην περίπτωση της κατασκευής της θρησκευτικής-εθνικής «πλειονότητας των
Ινδουιστών» στην Ινδία, πρέπει να εξεταστεί και η κατασκευή της
πολιτισμικής-εθνικής «πλειονότητας των Χαν». Θεωρείται πως οι Χαν αποτελούν το
90% του κινέζικου πληθυσμού. Στο γλωσσολογικό επίπεδο υπάρχει μεγάλη
ποικιλομορφία μεταξύ των Χαν. Υπάρχουν 8 γλωσσικές ομάδες: Mandarin, Wu, Yue, Xiang, Hakka, Gan, νότια και βόρεια Min, αλλά και υποδιαιρέσεις μεταξύ
των κατηγοριών. Οι ομάδες αυτές αλλά και οι υποδιαιρέσεις διαφέρουν τόσο πολύ
μεταξύ τους, ώστε να μην είναι δυνατή η συνεννόηση μεταξύ ατόμων που ομιλούν
διαφορετικές γλωσσικές υποδιαιρέσεις19. Η Mandarin (Hanyu ή γλώσσα των Χαν ή
Putonghua) είναι η διάλεκτος
στην βόρειο Κίνα, η οποία ορίστηκε ως η εθνική γλώσσα και επιβλήθηκε από το
κράτος δια μέσου της σχολικής εκπαίδευσης. Στην πραγματικότητα δεν είναι μια
ομιλούμενη γλώσσα, αλλά μια από το κράτος επιβεβλημένη γραφή, που δημιούργησε
την ενότητα στην Κίνα κατά την διάρκεια μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου. Η
ενοποιός λειτουργία της γραφής ήταν φυσικά περιορισμένη στον βαθμό που η
μόρφωση ήταν περιορισμένη μέχρι την δεκαετία του 1950.
Τα γλωσσολογικά κριτήρια λοιπόν δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν εύκολα για την διάκριση πλειονοτήτων από τις μειονότητες. Όταν
ταξινομούσαν επίσημα τις μειονότητες στην Κίνα, 440 ομάδες υπέβαλαν αίτηση για
αναγνώριση ως μειονότητα, αναγνωρίστηκαν 41 ομάδες. Αυτή την στιγμή υπάρχουν 56
αναγνωρισμένες εθνικότητες, μαζί με την πλειονότητα των Χαν. Ο όρος
«εθνικότητες» χρησιμοποιείται για να αποδώσει τον όρο minzu, που έχει την σημασία του σοβιετικού όρου «natsionalnost», όπως την όρισε ο Στάλιν: μια
ομάδα που μοιράζεται 4 κοινά χαρακτηριστικά: γλώσσα, περιοχή, οικονομία και
ψυχολογική φύση που εκφράζεται στον πολιτισμό20. Πολλές ομάδες
προσπαθούν να πετύχουν την αναγνώριση ως μειονότητες (shaoshu minzu), καθώς αυτό τους
δίνει πλεονεκτήματα, όπως πρόσβαση στην εκπαίδευση. Η προσπάθεια αυτή
βέβαια έχει αμφίβολη έκβαση, καθώς
πολιτισμική ποιότητα και μοντέρνα πρόοδος ταυτίζονται με την πλειονότητα των
Χαν. Ο Gladney αναφέρει πως ενώ η
έννοια του Χαν ως προσώπου υπάρχει εδώ και αιώνες, η έννοια της εθνικότητας Χαν
ως εθνική πλειονότητα προέρχεται από τον Sun Zhongshan, ηγέτη των εθνικιστών κατά τις
αρχές του 20ου αιώνα21. Η έννοια της πλειονότητας των Χαν
συνδέεται με τον κινέζικο εθνικισμό, με τον ίδιο τρόπο που η έννοια του
Ινδουισμού συνδέεται με τον εθνικισμό στην Ινδία.
Η κύρια διαφορά μεταξύ της κατασκευής της πλειονότητας
των Χαν και της πλειονότητας των Ινδουιστών, είναι πως η πρώτη βασίζεται στην
εθνικότητα και η δεύτερη στην θρησκεία. Οι μουσουλμάνοι στην Ινδία θεωρούνται
πρωταρχικώς ως θρησκευτική μειονότητα, ενώ στην Κίνα ως εθνική κατηγορία. Δεν
υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ θρησκείας και εθνικότητας, και μπορούμε να
επισημάνουμε διαδικασίες όπου η θρησκευτική ταυτότητα εθνικοποιείται ή η
εθνική ταυτότητα ενισχύεται από την
θρησκεία, όπως βλέπουμε στην διαμόρφωση των μειονοτήτων σήμερα στην Ευρώπη.
Στις διαδικασίες διαμόρφωσης της ταυτότητας σημαντικό ρόλο παίζουν μεγάλα
πολιτικά γεγονότα, και αυτό σαφώς ισχύει για τους μουσουλμάνους στην Ινδία και
την Κίνα. Σημαντικός παράγοντας για την διαμόρφωση της ταυτότητας είναι φυσικά
και το ποσοστό των μουσουλμάνων στον πληθυσμό, πριν αλλά και μετά την
ανεξαρτησία. Το ισλάμ χρησιμοποιήθηκε ως βάση για πολιτική κινητοποίηση κατά
τον αγώνα για ελευθερία από την αποικιοκρατία
στην Ινδία, αλλά και για την απόκτηση ξεχωριστής πατρίδας για τους
μουσουλμάνους. Και πάλι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με την κατάσταση
στην Κίνα, όπου οι μουσουλμάνοι είναι απλώς
μια από τις σχετικά μικρές μειονότητες.
Πέραν της
μουσουλμανικής μειονότητας, υπάρχει τόσο στην Ινδία όσο και στην Κίνα μια
σημαντική θρησκευτική μειονότητα, οι Χριστιανοί. Ο Χριστιανισμός είχε
αξιοσημείωτη επιτυχία στην Κίνα, αλλά μέχρι σήμερα θεωρείται «ξένος» και
«ιμπεριαλιστικός», επειδή θεωρούν πως συνδέεται με ξένες δυνάμεις, κυρίως τις
ΗΠΑ. Μετά το 1949, αφού δεν ήταν πια δυνατό να εκδιωχθεί (αν και ιεραπόστολοι
διώκονταν), έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο. Η κατάσταση είναι παρόμοια με την
κατάσταση στην Ινδία, όπου ο χριστιανικός προσηλυτισμός απαγορεύεται δια νόμου,
και οι ιεραπόστολοι θεωρούνται «ξένοι πράκτορες» και υφίστανται επιθέσεις. Οι
Χριστιανοί δεν θεωρούνται εθνική ομάδα, ούτε στην Κίνα ούτε στην Ινδία. Σε
ορισμένες περιοχές όμως της Ινδίας υπάρχει μια κάποια σύνδεση μεταξύ
Χριστιανισμού και εθνικότητας. Για παράδειγμα οι Nagas, στο Nagaland (ανατολική Ινδία)
μετεστράφηκαν σχεδόν στο σύνολο τους στον Χριστιανισμό, και βρίσκονται σε
διαμάχη με το ινδικό κράτος σε θέματα αυτονομίας και ανεξαρτησίας.
Το ισλάμ, ως θρησκεία τής μιας από τις πέντε κύριες
κινέζικες εθνικότητες (Han, Mongol, Manchu, Hui, Tibetan) και των 10 από τις 56
αναγνωρισμένες εθνικότητες στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ήταν πάντα
περισσότερο θέμα πολιτικής αποικιοκρατίας και εσωτερικού οριενταλισμού, παρά
δομικό στοιχείο του κινέζικου πολιτισμού. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ Ινδίας και
Κίνας είναι πως οι Κινέζοι δεν εστιάστηκαν στην θρησκευτική ταυτότητα ως
ειδοποιό διαφορά. Τόσο οι εθνικιστές όσο και οι κομμουνιστές ενίσχυσαν την θέση
πως η Κίνα κατοικείται από μια μεγάλη πλειονότητα των Χαν, και πως οι
μειονότητες όπως μουσουλμάνοι και Θιβετανοί, εκπολιτίζονται βαθμιαία και
ενσωματώνονται στον κινέζικο πολιτισμό. Οι κομμουνιστές δεν απομόνωσαν τους
μουσουλμάνους για να τους καταπολεμήσουν, αλλά συνέχισαν τις μακροχρόνιες
προσπάθειες αφομοίωσης τους και απομάκρυνσης τους από την αποξένωση προς ότι
είναι κινέζικο. Οι προσπάθειες αυτές έχουν ως παράδοξο αποτέλεσμα την ενίσχυση
της αίσθησης πως οι μουσουλμάνοι είναι μια διαφορετική κοινότητα, εθνικά και
θρησκευτικά. Οι παγκόσμιες διαδικασίες ισλαμοποίησης, οι οποίες δεν αφήνουν τους
Κινέζους μουσουλμάνους ανεπηρέαστους, και οι προσπάθειες του κράτους να
απευθυνθούν στους Hui ως σε ξεχωριστή
εθνικότητα με τα μέσα της θετικής διάκρισης, τονίζουν ακόμα περισσότερο την
μουσουλμανική ταυτότητα των Hui.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου