Εκλογή β
Τον καιρό του
«λυκόφωτος της εθνικής κυριαρχίας», οι εξουσίες επιστρέφουν στον άνθρωπο την
δύναμη
Ο Philip Bobbitt είχε προβλέψει την εμφάνιση ενός
κράτους το οποίο δεν βασίζεται πια σε εκλογές, οι οποίες σπάνια λαμβάνουν χώρα,
αλλά το οποίο αντιδρά σε «επιθυμίες καταναλωτών οι οποίες διαρκώς μεταβάλλονται
και παρακολουθούνται»206. Για τον λόγο αυτό και μόνο, είναι
αναγκασμένο να παράγει διαρκώς «διαφάνεια», ώστε να μπορεί να προμηθεύει τα
μέλη του με την αναγκαία γνώση και να τα προστατεύει από ζημιές. Για να το
επιτύχει αυτό πρέπει να είναι σε θέση να βλέπει μέσα στα κεφάλια των
συμμετεχόντων στην αγορά - των πολιτών δηλαδή. Γιατί το κράτος τής αγοράς τής
πληροφορίας πρέπει να κάνει διαρκώς προβλέψεις για όλα τα πιθανά σενάρια του
μέλλοντος, για να μπορεί να «προβλέψει απειλές και να τις αποκλείσει». Είναι
μια μηχανή εκτίμησης ρίσκου, και με τον τρόπο αυτόν, ακριβώς ότι και ένα
μοντέρνο χρηματιστήριο.
Προτάσεις όπως η επόμενη, θα μπορούσαν να ειπωθούν τόσο
από ένα αναλυτή των αγορών όσο και από χειριστή ενός κοινωνικού δικτύου: «Ποτέ
άλλοτε δεν ήταν οι κυβερνήσεις αναγκασμένες να επαφίονται τόσο πολύ σε
πιθανολογίες περί του μέλλοντος, γιατί η απουσία μιας έγκαιρης αντίδρασης μπορεί
να προκαλέσει μόνιμες συνέπειες»207.
Τα κοινωνικά δίκτυα κατέχουν την δύναμη που τους δίνουν
οι μάζες, οι αυτοματοποιημένες αγορές κατέχουν τήν δύναμη του χρήματος, και το
παγκόσμιο κράτος τής αγοράς τής πληροφορίας, ως το τρίτο μέλος της συμμαχίας,
έχει την στρατιωτική και νομοθετική εξουσία. Η σημαντικότερη διάκριση που κάνει
ο Bobbitt, που
έχει την αυθεντία ενός πρώην μέλους του συμβουλίου ασφαλείας, είναι εκείνη
μεταξύ «παραγωγών» (χρησιμοποιούνται από τις μυστικές υπηρεσίες) και
«καταναλωτών» (intelligence producers and consumers).
Καθένας πρέπει να αξιολογείται ταυτόχρονα ως παραγωγός και καταναλωτής
πληροφοριών, και έτσι κλείνει ο κύκλος: ο άνθρωπος, ως πολίτης, ως τουρίστας ή
ως αναζητών εργασία, παθαίνει ακριβώς αυτό που παθαίνει όποιος διαβάζει κάτι
στο διαδίκτυο, και ταυτόχρονα διαβάζεται με σκοπό να προβλεφθεί η συμπεριφορά
του.
Το κράτος της
οικονομίας της πληροφορίας μιλά ευχαρίστως σε ξένες γλώσσες. Η αγαπημένη του
γλώσσα είναι εκείνη των ιδεαλιστών εχθρών του. Για τον λόγο αυτόν, ο Bobbitt και άλλοι
απαιτούν την δημιουργία ενός παράλληλου σύμπαντος για τις μυστικές υπηρεσίες
και δημόσιες υπηρεσίες ασφαλείας του νέου κράτους. Και επειδή όρος του
παιχνιδιού είναι να λες πάντα κάτι το οποίο σημαίνει κάτι άλλο, χρησιμοποιεί
έννοιες, οι οποίες ήταν ιερές για τους πρωτοπόρους του δικτύου: «Open Source», δηλαδή
πρόσβαση στους αλγόριθμους, παγκόσμια μηχανή αναζήτησης και «Creative Commons», δηλαδή
ελεύθερη (χωρίς να απαιτείται άδεια) εκμετάλλευση των πληροφοριών.
Βάσει αυτού του σχεδίου, οι πληροφορίες όλων των μυστικών
υπηρεσιών τού «ελεύθερου» κόσμου θα συγκεντρώνονται σε μια μοναδική πλατφόρμα,
και θα είναι προσβάσιμες μόνο σε εκείνους που εκπληρούν τις προϋποθέσεις
ασφαλείας. Στις απαιτήσεις της NSA ανήκουν: ένα «Google για τις
μυστικές υπηρεσίες» και ένα Open-Source κέντρο, που μαζεύει τις πληροφορίες οι
οποίες είναι προσβάσιμες για μικρό χρονικό διάστημα, όπως επίσης και μια ενιαία
δικαιοδοσία. Η πλατφόρμα αυτή δε θα παρακολουθεί μόνο τούς «καταναλωτές» και
τούς «παραγωγούς» τών πληροφοριών, αλλά θα αξιολογεί επίσης τις πληροφορίες
αυτές, όπως ένα χρηματιστήριο αξιολογεί τις μετοχές. Πληροφορίες που προδίδουν
ρίσκο, μια cyber-επίθεση
ή σχέδια τρομοκρατικής επίθεσης, διασφαλίζονται (hedge) μέσω συμβουλών
που δίνουν τα μαθηματικά, όπως γίνεται και με τα Funds (με την διάδοση
παραπλανητικών ειδήσεων στην δημοσιότητα). Οι αλγόριθμοι των χρηματιστηρίων,
του Facebook και των
μυστικών υπηρεσιών, έχουν εν μέρει ταυτόσημο ζύγισμα των δεδομένων. Διαφέρουν
μόνο σε ότι αφορά τον προσδιορισμό της τιμής - της «αλήθειας».
Το τι σημαίνει αυτό φαίνεται με τον καλύτερο τρόπο, όταν
ταυτοποιηθεί το υποκείμενο εκείνο στο οποίο αξίζει μια επένδυση, όπως την
εννοεί η αγορά. Για να γίνει αυτή η ταυτοποίηση, χρησιμοποιούνται Data Mining και αλγόριθμοι
που κάνουν προβλέψεις, που σήμερα εφαρμόζονται στον καθένα που εισέρχεται στις
ΗΠΑ. Όταν σε έναν κόσμο, όπου τα κράτη είναι κράτη της οικονομίας της
πληροφορίας, μια ανεξάρτητη επιτροπή -ένα «συμβούλιο των σοφών» που ονειρεύεται
ο Friedrich Hayek για τις
μοντέρνες δημοκρατίες- είναι πεπεισμένη ότι ο φυλακισμένος τρομοκράτης είπε
ψέματα, μπορούν τότε σύμφωνα με τον Bobbitt να εφαρμοστούν καταναγκαστικά μέτρα
«όπως στέρηση ύπνου, απομόνωση και παροχή ναρκωτικών. Όταν δεν υπάρχει σοβαρός
πόνος, δεν είναι βασανιστήριο»208.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο Bobbitt προβλέπει μια
σειρά νομικών περιορισμών («κανένα βασανιστήριο για πολιτικούς λόγους»), και
υποθέτει ότι υφίσταται το σενάριο «ticking bomb». Το σενάριο
δηλαδή, όπου ένας ύποπτος γνωρίζει που βρίσκεται η ενεργοποιημένη ωρολογιακή
βόμβα. Ο Bobbitt βέβαια,
πράγμα για το οποίο τον επαινεί ο Niall Ferguson, δεν απορρίπτει την μέχρι τώρα
εφαρμοζόμενη πρακτική (χρήση ορών αληθείας και «ελαφρών βασανιστηρίων»), αλλά
ασκεί κριτική λόγω απουσίας νομικής βάσης για την πρακτική αυτή. Η πρακτική
αυτή πρέπει να ελέγχεται όπως μια επενδυτική αγορά. Αυτό που κάνουν οι Αμερικανοί,
δηλαδή απαγωγή και ανάκριση υπόπτων για τρομοκρατία, σε χώρες όπου επιτρέπονται
τα βασανιστήρια, ο Bobbitt ονομάζει «outsourcing σε μη
ελεγχόμενες αγορές»209.
Ξεκαθαρίζει ότι απορρίπτει τέτοιες μεθόδους, γιατί
λαμβάνουν χώρα εκτός των πλαισίων του δικαίου. Το δίκαιο πρέπει να προσαρμοστεί
εξελικτικά. Αυτό σημαίνει πως η επιτροπή εκείνη, που θα αποτελείται από
σώφρονες, ανώνυμους ανθρώπους, «οι οποίοι επελέγησαν τυχαία από τον μεγαλύτερο
δυνατό αριθμό υποψηφίων», θα αποφασίζει με ποιο τρόπο θα αποκτούνται οι πληροφορίες
από τους τρομοκράτες. Δεν λειτουργούν «ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης, αλλά της
κοινωνίας, για την οποία η κυβέρνηση
αυτή πράττει»210.
Είναι σαφές πως το σύστημα που έχει αναπτυχθεί, εξαρτάται
από το ποιος είναι ο τρομοκράτης. Αν
ξεχάσουμε για μια στιγμή τις ξεκάθαρες περιπτώσεις, βλέπουμε πως όλα εξαρτώνται
από την ετικέτα που θα μπει. Ο Bobbitt επισημαίνει, πως ο ήρωας της Resistance (αντίστασης) Jean Moulin θεωρήθηκε
τρομοκράτης από τους ναζί, και πως οι ναζί χρησιμοποίησαν τον όρο τρομοκρατία
για να χαρακτηρίσουν την γαλλική αντίσταση. Ο Bobbitt δεν έχει καμιά
απάντηση στο ερώτημα: πως μπορεί να αποφευχθεί, να χαρακτηριστούν ως
τρομοκράτες αθώοι άνθρωποι, (βάσει του νέου όρου για το ποιος είναι εχθρός στα
πλαίσια ενός διεθνούς πολέμου); Το Guantanamo ενισχύει μάλλον την υποψία ότι αθώοι
μπορεί να πέσουν θύματα. Και τι γίνεται αν η επιτροπή βγάλει το συμπέρασμα πως
ο ύποπτος είναι τρομοκράτης και γνωρίζει που βρίσκεται η βόμβα; Σε ένα κόσμο
γεμάτο δυνατότητες ψηφιακής προσομοίωσης, όπου η κλοπή ταυτότητας μπορεί επίσης
να γίνει ψηφιακά, όπου νομιμοποιούνται πόλεμοι με ψέματα περί κρυμμένων όπλων
μαζικής καταστροφής, και τέλος, όπου υπάρχει η δυνατότητα όπως και στις αγορές,
να δημιουργηθεί συστηματικά μια παραπλανητική εικόνα, η απάντηση στο ερώτημα
αυτό είναι κάθε άλλο παρά καθησυχαστική.
Στα μάτια του Bobbitt, οι μορφές οργάνωσης του μέλλοντος δεν
είναι τα κράτη που παρακολουθούν τα πάντα, αλλά οι αγορές που παρακολουθούν τα
πάντα και βρίσκονται εντός των
δημοκρατικών κρατών. Δεν καταγράφουν μόνο την πιθανή απειλή απ’ έξω, αλλά και
την συμφωνία του πληθυσμού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόφαση ενός
καταναλωτή που είναι μόνιμος ψηφοφόρος.
Το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Και για τα δυο
απαιτούνται πολλά χρήματα και πολλή τεχνολογία. Είναι ακριβώς αυτό που αρχίζει
να γίνεται πολύ της μόδας.
Συνεχίζεται Αμέθυστος
Σημειώσεις
209. Bobbitt, Terror and Consent, σ. 385.
210. Bobbitt, Terror and Consent, σ. 390.
206. Bobbitt, Terror and Consent, σ. 90.
207. Philip Bobbitt, ‘Preface’, p. ix.
208. Bobbitt, Terror and Consent, σ. 390.209. Bobbitt, Terror and Consent, σ. 385.
210. Bobbitt, Terror and Consent, σ. 390.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου