Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (75)

Συνέχεια από Τρίτη,3 Οκτωβρίου 2017
                                     
                                   PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος

           ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ - «ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»

                                           17.  Γ Ο Ρ Γ Ι Α Σ

       Στον «Γοργία» ‘μεταφέρει’ το αντικείμενο και τη μορφή τού «Θρασύμαχου» σ’ ένα νέο ‘σακαλοπάτι’ τού έργου του ο Πλάτων. Το πρόβλημα της δικαιοσύνης και ο αγώνας με το αντίθετό της είναι κι εδώ κι εκεί το θέμα. Κι έχει κι εδώ όπως κι εκεί τρεις αντιπάλους ο Σωκράτης, που απομακρύνονται ο ένας περισσότερο απ’ τον άλλον απ’ αυτόν, οπότε κινούνται αντίστοιχα σε τρία επίπεδα, με αυξανόμενη την ένταση του αγώνα, αμφότεροι οι διάλογοι.
       Ας προσέξουμε αμέσως και την αντίθεση! Στον «Θρασύμαχο» βρισκόταν στο πρώτο επίπεδο, στο πρόσωπο του γερο-Κέφαλου, ένας απλός και αφιλοσόφητος άνθρωπος, που αντιπροσώπευε σε μια φυσική προτύπωση τη δικαιοσύνη. Όμως ο Γοργίας, που αντιστοιχεί σ’ αυτόν σχηματικά στον διάλογό μας, ανήκει μάλλον εντελώς στο βασίλειο της αδικίας (Adikia), μόνο που δεν διαθέτει αρκετή ‘συνέπεια’, ώστε να το ομολογήση. Είναι διαφορετικό λοιπόν το σημείο εκκίνησης, απ’ το οποίο και προχωρά κάθε φορά μέχρι το επίπεδο της ανεπιεικούς (αδυσώπητης…) ομολογίας το σύνολο. Μ’ αυτό συναρτάται και κάτι δεύτερο. Παρίστατο στον πρώιμο διάλογο κατά κάποιον τρόπο ‘γυμνό’ το πρόβλημα της δικαιοσύνης, με τη μορφή εκείνων δηλ. των ‘οριστικών’ (περί ορισμού…) ερωτημάτων, που δεν μπορούσαν παρά να καταλήξουν σύμφωνα με τη φύση τους στην απορία (Aporie). Ο πιο οξύς εκπρόσωπος της αδικίας ήταν εκεί ο Θρασύμαχος, ο σοφιστικός ρήτορας. Δεν είχε καταστή όμως σαφές, παρ’ όλο που θά ’πρεπε ο καθένας να το σκεφτή ‘ακολουθώντας’ το όνομά του, το επάγγελμά του, και έμενε έτσι και ο συνδυασμός σοφιστικής και αδικίας στο σκοτάδι. Αυτό ακριβώς καθιστά τώρα συνειδητό (το εξυψώνει στη συνείδηση…) ο «Γοργίας», ενσαρκώνοντας στη μορφή τού φημισμένου τεχνίτη τού λόγου τη σοφιστική ρητορική, και στη μορφή τού Καλλικλή τον επακολουθούντα αμοραλισμό (Immoralismus – ανηθικότητα…). Καθώς αυτο-συστήνεται ευθύς εξαρχής ως οπαδός τού Γοργία ο Καλλικλής, έχει ως ‘αρχή’ του (Prinzip) τη σοφιστική ρητορική, και δεν αγωνίζεται πλέον απέναντι μόνο σ’ αυτήν την ‘αρχή’ ο Σωκράτης, αλλά απέναντι ταυτόχρονα σ’ αυτό το σύστημα ‘κουλτούρας’ (Kultursystem), που θα φανερωθή ως το έδαφος που τρέφει τον αμοραλισμό και θα εξουδετερωθή έτσι πνευματικά   (( Σημ. τ. μετ.: Γι’ αυτό, εκείνο που προσπαθεί πρώτα απ’ όλα να καταστρέψη το σύγχρονο σύστημα της παγκόσμιας δικτατορίας είναι ακριβώς τα ήθη και τα έθιμα, ‘ελπίζοντας’ πως δεν θα έχουν καμμιά βάση πια οι άνθρωποι να κατανοήσουν τον επιχειρούμενον εξανδραποδισμό… Βέβαια πρόκειται για τους ‘άγραφους νόμους’, πέρα από κάθε ‘σύστημα’… )) .
      Διαφορετικά απ’ τους δύο άλλους μεγάλους σοφιστικούς διαλόγους, τον «Πρωταγόρα» και τον «Ευθύδημο», δεν έχουμε μιαν επαναδιήγηση, αλλά μιαν άμεση δραματική παρουσία στον «Γοργία». Ο οποίος και ‘παραιτείται’ έτσι από κάθε ‘παρασκήνιο’, κάθε συμβολική τού χώρου, κι αφήνει να εκφράσουν με την ύψιστη σαφήνεια τους ‘εαυτούς’ τους και τις αντικειμενικές τους αντιθέσεις οι άνθρωποι. Η κατάσταση στην αρχή έχει – παρόμοια όπως στον «Ιππία ελάσσονα» - ως εξής: Μόλις έχει εκφέρει τον ‘λαμπρό’ του λόγο ο διάσημος επισκέπτης και περιστοιχίζεται ακόμα από έναν κύκλο ανθρώπων, που θα μας τους ‘γνωρίση’ και περαιτέρω εδώ κι εκεί ο Πλάτων. Συναντά λοιπόν τον Καλλικλή – στον οποίον και κατοικεί, όπως ο Πρωταγόρας στον Καλλία, ο Γοργίας - , τον σπιτονοικοκύρη άρα κατ’ αρχάς, ερχόμενος απ’ την Αγορά και μπαίνοντας στο σπίτι του ο Σωκράτης. Και τίθενται τα πρώτα-πρώτα λόγια στο στόμα εκείνου τού ανθρώπου, που θα αποδειχθή ο πιο σφοδρός εχθρός στο τελευταίο μέρος τού διαλόγου, ο οποίος και ‘εισέρχεται’  με κείνο τον ανησυχητικόν αιφνιδιασμό, όπως ο Άνυτος στον «Μένωνα», στη συζήτηση. Και γίνεται έτσι αμέσως ορατή η συνάφεια (η ομοείδεια…) Καλλικλή και Γοργία, αμοραλισμού και ρητορικής, καθώς προσδιορίζεται έτσι και η δομή τού όλου έργου.
       «Μάχη και πόλεμος»: Αντηχεί ήδη, καθόλου συμπτωματικά, το θέμα ακριβώς αυτού τού διαλόγου σ’ αυτά τα πρώτα-πρώτα λόγια. «Έτσι πρέπει να χάνουμε τη μάχη και τον πόλεμο, λέει η παροιμία (όπως χάσατε εσείς τον λόγο τού Γοργία)», αστειεύεται ο Καλλικλής. «Φτάνουμε άρα κατόπιν εορτής», συμπληρώνει και ο Σωκράτης. Μια ιδιαίτερα δραματική ειρωνεία, καθώς ό,τι συνέβη μέχρι τώρα, ήταν πράγματι ένα ΄παιχνίδι’· ο σφοδρός πόλεμος θ’ ακολουθήση.
       Και ξεκινά με μια σύντομη αψιμαχία τών μαθητών, του Χαιρέφονα και του Πώλου, αυτός ο πόλεμος. Κατευθύνεται όμως αμέσως στην ουσία τού πράγματος το γνήσια σωκρατικό ερώτημα: «τί είναι πράγματι (τί έστιν – 447 C) αυτό που αναγγέλλει και διδάσκει ο περίφημος αυτός άνδρας»; Όμως ο μαθητευόμενος Χαιρέφων, που τον ‘θέτει’ τρόπον τινά ενάντια στον εχθρό ο Σωκράτης, κατέχει τόσο τη σωκρατική ερωτηματική τέχνη όσο και ο μαθητής τού Γοργία Πώλος την τέχνη τού δασκάλου του. Κι αντί να προσδιορίση την ουσία αυτής τής ‘τέχνης’, εκφέρει ένα μικρό εγκώμιο στην καλύτερη περίπτωση ο ‘ανερχόμενος’ ρήτορας, που τελειώνει με έναν ‘ύμνο’ προς τον Γοργία (448 C). Κι εδώ σκοντάφτει ο διάλογος. Δεν ξεύρει να ρωτήση παρακάτω ο Χαιρέφων, όπως τα χάνει ένας μαθητευόμενος δάσκαλος, όταν δεν αντιστοιχή σ’ αυτά που έχει ο ίδιος προετοιμάσει η απάντηση του μαθητή. Παρεμβαίνει τότε ο Σωκράτης και ‘παρασύρει’ και τον Γοργία στη συζήτηση. Και ξεκινά έτσι ο κυρίως διάλογος: Πρέπει να είναι πράγματι Σωκράτης κανείς, για να διεξάγη σωκρατικό διάλογο.
       Ας παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς μια συγκεκριμένη μορφολογική συγγένεια με την αρχή τού «Πρωταγόρα». Όπως είχε ‘εξετάσει’ εκεί (311 Β) τον νεαρόν Ιπποκράτη με το ερώτημα ο Σωκράτης, «ποιος» είναι πράγματι ο λατρευτός του Πρωταγόρας, έτσι ‘αφήνει’ να ρωτήση κι εδώ ο Χαιρέφων, «ποιος» είναι ο Γοργίας, και διευκρινίζεται κι εδώ όπως κι εκεί με τα παραδείγματα ενός γιατρού κι ενός καλλιτέχνη (γλύπτη ή ζωγράφου), ότι η επιθυμητή απάντηση στο ερώτημα είναι – κατ’ αρχάς – το επάγγελμα, του οποίου και η ουσία πρέπει να παρατηρηθή κριτικά. Στο μικρό εγκώμιο του Πώλου για τη ρητορική και για τον Γοργία ως εκπρόσωπό της αντιστοιχεί ο ‘συστατικός’ λόγος, τον οποίον και εκφέρει για την τέχνη του και για τον εαυτό του ο Πρωταγόρας (318 Α κ.ε.). Ενώ ‘μεταφέρεται’ και στους δυό διαλόγους απ’ τον εισαγωγικό στον κυρίως διάλογο το ερώτημα για την ‘ουσία’ (ή τη ‘φύση’…), που σημαίνει πως θα διεξαχθή πλέον με τους ίδιους τους δύο μεγάλους σοφιστές η συζήτηση. Γιατί κατευθύνεται κι εδώ κι εκεί ενάντια σε κείνο το σοφιστικό πεδίο η ‘εφόρμηση’, το οποίο παρουσιάζεται ως παιδαγωγικό μάλλον σύστημα στον «Πρωταγόρα», ενώ ως ρητορική και πολιτική δράση στον «Γοργία». Όπου ‘μεταφέρεται’ κατόπιν στο ερώτημα για τη φύση τής αρετής η συζήτηση στον «Πρωταγόρα», ενώ παραμένει το Τί τής σοφιστικής ευφράδειας το αντικείμενο στον «Γοργία»   (( Καλούμαστε να γνωρίζουμε πάντα για ποιο πράγμα, για τί μιλάμε… )) .
       Όποιος αντιλαμβάνεται αυτή τη συγγένεια της μορφής, ‘θυμάται’ με τον εισαγωγικό διάλογο του «Γοργία» πράγματα, που πρέπει ακριβώς να ακουστούν «σαν από μακριά» κι εδώ. Υπάρχει εδώ η αντίθεση προπάντων μεταξύ ‘λόγου’ και διαλόγου. Εξέφερε έναν εγκωμιαστικό λόγο ο Γοργίας. Και εκφράζει ο Καλλικλής στον Σωκράτη την αναμονή του, πως θα ξαναδώση ένα τέτοιο ‘λαμπρό κομμάτι’ ο δάσκαλος. Ο Σωκράτης τον ‘καθηλώνει’ ωστόσο αμέσως σε λόγο και αντίλογο, ή σε λόγο και απάντηση. Η ‘απαγγελία’ θα μπορούσε να αργοπορήση. (Να αργοπορήση, μέχρι τότε που θα έχη ‘εξολοθρευθή’ η απαίτηση της ρητορικής! Όπως μεταθέτει στον «Ίωνα» - 530 D – για αργότερα τη λαμπρή απαγγελία τού ραψωδού ο Σωκράτης.)  Μπορεί βέβαια να υποστηρίξη και στον διάλογο, απαντώντας, τον άνθρωπό του ο Γοργίας. Χωρίς να πλησιάζη όμως έτσι τη σωκρατική ‘αρχή’, αλλά σαν μια άλλη μορφή τής επίδειξης (Epideixis), όπως δηλ. μια γελοιογραφική τρόπον τινά αντίθεση στον σωκρατικό διάλογο. Αντηχούν κι εδώ οι αγώνες, που διεξήχθησαν μέχρι την απειλή να διαλυθή κάθε διάλογος στον «Πρωταγόρα». Και θα θυμηθούμε ιδιαιτέρως τον πρώιμον εκείνον σοφιστικό δάλογο με τις εντάσεις του, όταν αναγγέλη το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα (Programm) με τον Πρωταγόρα εδώ ο Γοργίας: ότι μπορεί δηλ. να εκφέρη ανυπέρβλητου μήκους λόγους και να δώση ανυπέρβλητης συντομίας απαντήσεις (σε όλα…) (449 BC.  Πρωταγ. 329 Β. 334 Ε). Τα οποία και αποτελούν άλλωστε τους δύο πόλους τής ίδιας ‘πολυπραγμοσύνης’ στους σοφιστές.
        Όταν ‘καλείται’ να προσδιορίση κατά τη φύση της ή την ουσία της την τέχνη τού δασκάλου του ο Πώλος, προκύπτει παρ’ όλην την ‘καθοδήγηση’ με τα παραδείγματα, ότι είναι «η ωραιότερη των τεχνών» (448 C). Παρατηρεί δε εξίσου λίγο με τον μαθητή του τί είναι λανθασμένο σ’ αυτό ο Γοργίας – όπου και ξεσκεπάζει βέβαια, όπως τόσο συχνά, μια βαθύτερη έλλειψη το λογικό σφάλμα: ότι ενδιαφέρονται πολύ λιγότερο για το ίδιο το αντικείμενο, παρά για το ‘στόλισμα’ το οποίο τούς αποφέρει, αυτοί οι ‘καλλιτέχνες’. Πρέπει να αποσαφηνίση λοιπόν τη διαφορά ανάμεσα στην ουσία (τίς τέχνη) και την ‘ποιότητα’ ή κατασκευή (ποία τις τέχνη) ο Σωκράτης, διαφορά που κατέστη ήδη στον «Ιππία μείζονα» και στον «Ευθύφρονα» - και εννοιολογικά μάλιστα σ’ αυτόν (11 Α): ουσία – πάθος – αντιληπτή.
       O Σωκράτης απευθύνεται στον Γοργία ως τον ‘επαγγελματικόν’ εκπρόσωπο της ρητορικής τέχνης και τον ρωτά για το αντικείμενο της γνώσης και εκπαίδευσης, για την οποίαν και εγκωμιάζεται (περί τί τών όντων τυγχάνει ούσα; - 449 D). Ο Γοργίας πιστεύει ακόμα πως πρόκειται για τη δόξα του, και θα ήταν και η απάντησή του, αν δεν του το είχε απαγορεύσει ρητά ο Σωκράτης, ένα εγκώμιο της τέχνης του, όπως το παρουσίασε εν μέρει ο Πώλος, κι όπως το παρουσιάζει ο ίδιος ο Πρωταγόρας στον ομώνυμό του διάλογο. Δεν αντιλαμβάνεται ο Γοργίας, ότι καθώς ‘υποτάχθηκε’ στον Σωκράτη, του επέβαλε εκείνος τον νόμο του, κι ότι θα πρέπη να δικαιολογήση τώρα την απαίτησή της (να διδάσκη και να παιδαγωγή…) μπροστά στη φιλοσοφία η ρητορική   (( Σημ. τ. μετ.: Πράγματι η φιλοσοφία γεννήθηκε και ‘ανδρώθηκε’ μόνο στην Ελλάδα, για όλην την Οικουμένη… Όστις θέλει… Με τις ‘γνωστές’ – και άγνωστες – συνέπειες που είχε αυτό για την ζωή και τον θάνατο εκείνων τών φιλοσόφων… )) . Ονομάζει λοιπόν ο Γοργίας, εντελώς γενικά και εντελώς ‘απόμακρα’, «τον προφορικό λόγο» (περί λόγους) ως το Τί τής ρητορικής, φανερώνοντας άλλη μια φορά την αδυναμία του στην εννοιολογική σαφήνεια, καθώς και την υπερβολή τής απαίτησής του. Ο Σωκράτης βοηθά στο ‘ξεκαθάρισμα’: Καθιστά σαφές, ότι η ρητορική δεν διδάσκει μόνον το να μιλάς, αλλά το να σκέπτεσαι και να μιλάς (φρονείν καί λέγειν), προφυλάσσοντας έτσι (ο Σωκράτης…) απ’ το να καταστή κενός ήχος ο λόγος. Και βοηθά κατόπιν να περιορισθή διπλά – με τη διαιρετική (diairetisch) διαδικασία – το πολύ εκτεταμένο πεδίο. Ξεχωρίζουν και ‘απομακρύνονται’ κατ’ αρχάς εκείνες οι τέχνες, που στην πράξη τους έχει μικρή σημασία ο λόγος. Αλλά και όσον αφορά εκείνες, τις οποίες δεν ‘συνοδεύει’ απλώς αλλά είναι κυρίαρχος ο λόγος, πρέπει να ορισθή ένα ακόμα στενώτερο ‘πλαίσιο’ για τη ρητορική σε σχέση με πολλές άλλες τέχνες – κι ανάμεσά τους τις μαθηματικές επιστήμες -, όπου και θα ‘παρατηρήσουμε’ το δικό της «περί τινος» (περί τί). Σαν να θέλη τώρα να ξανακερδίση σε δύναμη  αυτό που χάνει σε ‘χώρο’ η τέχνη του, προσδιορίζει ως «το μεγαλύτερο και ωραιότερο» το αντικείμενό της ο Γοργίας (451 D), ξαναπέφτοντας στο λάθος τού Πώλου και προδίδοντας όπως κι αυτός, μαζί με την έλλειψη λογικής εκπαίδευσης, και την κενοδοξία του. Παραπέμπουν ωστόσο αυτές ακριβώς οι φαινομενικά ‘άδειες’ λέξεις, με μιαν ιδιαίτερα δραματικήν ειρωνεία σε όσα θα ακολουθήσουν. Αφού έκρινε δηλ. το λανθασμένο στην τελευταία απάντηση του Γοργία ο Σωκράτης, ‘προκύπτει’ πλουσιώτερη σε λόγια (αμετροεπέστερη…) απ’ ό,τι χρειάζεται, και μάλιστα στη συνέλευση της πόλης (όστις άν πολιτικός σύλλογος γίγνηται), η «πειθώ». Θεωρείται εδώ πως είναι η πολιτική το πεδίο τής ρητορικής, της οποίας αυξάνεται μάλιστα η σημασία καθώς καθίσταται αιτία τής ιδίας (της δικής μας…) ελευθερίας αλλά και της κυριαρχίας πάνω σε άλλους (452 DE). Παρατηρούμε δε, το πώς αναδύεται εδώ ακριβώς αυτό που θα καταστή το ‘θέμα’ αργότερα του διαλόγου. Συμπεραίνει συνοπτικά, πως «επενεργεί την πειθώ» (πειθούς δημιουργός – 453 Α) η ρητορική, ο Σωκράτης. Για ν’ αποδειχθή άλλη μια φορά, πως ‘πάει πολύ μακριά’ αυτό. Και να επανέλθη το ερώτημα για το «σε τί (συνίσταται η ρητορική…)», μέχρι να προσδιορίση τελικά ως το «δίκαιο και άδικο» το αντικείμενό της ο Γοργίας (περί τούτων ά έστι δίκαιά τε καί άδικα – 454 Β). Και ν’ αναγνωρίση έτσι το ίδιο της το αίτημα η ρητορική, το πιο υψηλό με την έννοια του Σωκράτη, υψηλότερο απ’ ό,τι οποιοσδήποτε, ακόμα κι ο Γοργίας, μπορεί να υποψιαστή. Ένα αίτημα που θα μπορούσε ωστόσο μόνο μια εντελώς άλλη απ’ τη δική του τέχνη να εγείρη.
       Απέναντι σ’ αυτό το αίτημα πρέπει να συνεχίση τώρα το έργο του, το να θέτη όρια, ο Σωκράτης. Διαπιστώνοντας – διαιρετικά πάλι - μαζί με τον Γοργία τη διαφορά ανάμεσα στη γνώση ‘εδώ’, και την αποδοχή με ‘πίστη’ και εμπιστοσύνη ‘εκεί’. Γιατί μπορεί να είναι, ανάλογα, σωστή ή λανθασμένη μια τέτοια άποψη· δεν υπάρχει όμως λανθασμένη γνώση. Και συνεπάγεται αυτό, ότι δεν είναι παρά αποδοχή πίστεως εκείνη η πειθώ που εξασκεί ο ρήτορας, και όχι η βεβαιότητα της κατανόησης, ακόμα και για τον λόγο ότι δεν είναι δυνατόν να διδαχθή σε σύντομο χρόνο για τόσο σημαντικά πράγματα ένα πλήθος (455 Α). Και ‘περιορίστηκε’ έτσι διπλά η περιοχή τής ρητορικής: κατ’ αρχάς ως προς το εύρος, γιατί δεν έχει σε τίποτα να κάνη με την πραγματικότητα της ζωής, για την οποίαν και είναι κάθε φορά και κάποιοι ‘ειδικοί’ κατάλληλοι. Και κατά δεύτερον ως προς το βάθος: γιατί δεν διαθέτει ούτε και σ’ αυτό που της απομένει, το πεδίο τού δίκαιου και του άδικου, καμμιά γνώση. Τί λοιπόν τής απομένει;
       Εγείρεται όμως τώρα, που μοιάζει να χάνη τόσο σε δύναμη όσο και σε περιεχόμενο η ρητορική, ‘απαρασάλευτη’ ακόμα και απέναντι σε μιαν τόσο οξεία διαλεκτική, η πραγματικότητα της ιστορικής ζωής τής πόλης, με τα μεγάλα ονόματα του Θεμιστοκλή και του Περικλή, που έκαναν τόσο ‘φοβερά’ πράγματα με τον λόγο. Και ‘ξεδιπλώνει’ άλλη μια φορά, παρωθούμενος απ’ τον Σωκράτη, την ουσία τής ρητορικής ο Γοργίας: τη δύναμη (δύναμις – 455 D 7. 456 A 8. C 6. 457 A 5), που εξασκεί πάνω από κάθε ‘αντικειμενική’ γνώση (τού γιατρού ή τού χειροτέχνη π.χ.) στην ζωή τού καθενός και της πόλης αυτή η τέχνη. Με την ίδια δύναμη φανερώνεται βέβαια και ο κίνδυνος της παράχρησης. Και αισθάνεται έτσι υποχρεωμένος ο Γοργίας, που αντιπροσωπεύει μεν τη ρητορική, αλλά είναι αφοσιωμένος κατά τα άλλα σε μιαν απολύτως ‘πολιτική’ (τής πόλεως…) ηθική, να προειδοποιήση, την ίδια σχεδόν στιγμή όπου ανέδειξε τη δύναμη, για την κατάχρηση, μεταθέτοντας ωστόσο στους καταχραστές και όχι στη ρητορική, στον μαθητή και όχι στον δάσκαλο την ευθύνη μιας τέτοιας κατάχρησης.
       Το ποια αντίφαση, απ’ την πλευρά τού Λόγου (Logos), και ποιος κίνδυνος, απ’ την πλευρά τής ζωής, κρύβεται εδώ, θα το φανερώση τώρα ο Σωκράτης, δίνοντας έτσι το αποφασιστικό χτύπημα ενάντια στην τοποθέτηση του Γοργία. Αλλά για να επιταθή η σημασία αυτού που τώρα πρέπει ν’ ακολουθήση, συμφωνούν προηγουμένως ο Σωκράτης και ο Γοργίας, ότι τούς ενδιαφέρει μόνον το ίδιο το ‘πράγμα’ και δεν θα επιτραπή καμμιά προσωπική ευαισθησία στο ‘παιχνίδι’. Συμφωνεί βέβαια ελαφρά εξαναγκασμένος ο Γοργίας, και χρειάζεται την υποστήριξη της ομήγυρης για να συνεχίση τον διάλογο, που θα συνεισφέρη ακριβώς στην ήττα του.


      ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: