Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (76)

                                       
                                      PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος

           ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ - «ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»

                                           17.  Γ Ο Ρ Γ Ι Α Σ
                                                ( συνέχεια )

     Απ’ όλα όσα έχει πη ο Γοργίας, εξάγει ο Σωκράτης την ‘αιχμηρή’ συνέπεια: αυτός που δεν γνωρίζει (ο ρήτορας) ασκεί στον κύκλο τών μη γνωριζόντων (στη μάζα) ισχυρότερη δύναμη πειθούς απ’ ό,τι αυτός που γνωρίζει (ο ‘ειδικός’) (ο ουκ ειδώς άρα τού ειδότος εν ουκ ειδόσι πιθανώτερος έσται – 459 Β). Η αμφισβήτηση της ρητορικής δεν θα μπορούσε να είναι πιο οξεία απ’ ό,τι μ’ αυτήν τη διατύπωση, με την οποία δεν μπορεί, έστω και ελαφρά στεναχωρημένος (τούτο ενταύθα γε συμβαίνει), παρά να συμφωνήση και ο Γοργίας. Είχε όμως αναγνωρισθή προηγουμένως το «δίκαιο και το άδικο» ως το πραγματικό πεδίο τής ρητορικής. Tί συμβαίνει λοιπόν: εκτείνεται το ότι δεν είναι αναγκαίο να γνωρίζης, η άγνοια του ρήτορα και στο δίκαιο και το άδικο, στο ωραίο και το άσχημο, σε κείνες δηλ. τις πραγματικότητες που προσδιορίζουν την ζωή; (Μπορεί να μιλά, χωρίς να γνωρίζη, ακόμα και γι’ αυτά ο ρήτορας;…)  Βλέπουμε πως θα ήταν αυστηρά συνεπές, να αρνηθούμε κι εδώ τη γνώση τού πράγματος στη ρητορική. Δεν πηγαίνει όμως τόσο μακριά ο Γοργίας, που συνδέει με μιαν παραδοσιακή ηθικότητα τη δύναμη της νέας τέχνης. Επιβεβαιώνοντας έτσι, με την παρότρυνση του Σωκράτη, την ανάγκη της γνώσης στο πεδίο τού δίκαιου και του άδικου. Αυτός που έχει μορφωθή ρητορικά (ρητορικός) γνωρίζει το δίκαιο. Και είναι τότε κι αυτός δίκαιος. Και πράττει και δίκαια. Και δεν μπορεί άρα να πράξη άδικα. Εδώ είναι όμως το σημείο, όπου επισημαίνει ο Σωκράτης την αντίφασή του (του Γοργία…). Πώς συμφωνούν αυτές οι δυό τοποθετήσεις; Η μια, ότι δεν πράττει ποτέ το άδικο αυτός που έχει μορφωθή ρητορικά· κι η άλλη, ότι δεν πρέπει να καταλογίσουμε στην ίδιαν τη ρητορική, αλλά στον καθέναν ξεχωριστά την κατάχρηση;
       Απέναντι σ’ αυτήν την παρουσίαση μιας αντίφασης θα μπορούσαν κάποια πράγματα να αντιταχθούν. Θα μπορούσαμε να καταδείξουμε – μαζί με τον Θρασύμαχο (Πολιτεία Ι 340 D κ.ε.) – τον «ρήτορα με την αυστηρήν έννοια» (τόν τώ ακριβεί λόγω ρητορικόν). Και θα ίσχυε τότε γι’ αυτόν το ότι δεν μπορεί να πράξη το άδικο· ενώ θα ίσχυε για τον ρήτορα με μιαν ανακριβή έννοια, που δεν θα ήταν τότε πράγματι ρήτωρ, το ότι μπορεί να το πράξη. Θα μπορούσε βέβαια πάλι να ρωτήση κανείς εδώ, πού βασίζει άραγες την απαίτησή της να κατέχη μια γνώση για το δίκαιο και το άδικο, τη στιγμή που παραιτείται σε όλα τα άλλα απ’ τη γνώση η ρητορική. Και θα αποδεικνυόταν τότε, ότι δε μπορεί πουθενά να θεμελιώση ένα τέτοιο αίτημα. Και θα οδηγούσε έτσι από εδώ ήδη σ’ έναν διαχωρισμό ανάμεσα στη ρητορική τού Γοργία και κείνην την αληθινή ρητορική, η οποία και αναδύεται – παράδοξα – στο τέλος τού διαλόγου και είναι ένα με τη φιλοσοφία, η συζήτηση. Το ότι περιέχεται δε στην επισημασμένη απ’ τον Σωκράτη αντίφαση αυτή η ‘πολικότητα’, καθίσταται άλλη μια φορά, σ’ ένα προχωρημένο σημείο τού διαλόγου σαφές (508 C), όταν αναφέρεται πάλι πίσω σ’ αυτό εδώ το σημείο ο Σωκράτης και λέει, πως παραδέχτηκε (εδώ…) ο Γοργίας ότι «θα έπρεπε να είναι (κι ο ίδιος…) δίκαιος και να διαθέτη γνώση στο πεδίο τού δικαίου όποιος θα ήθελε να είναι σωστά μορφωμένος ρητορικά». Με τονισμένη τη λέξη «σωστά» σ’ αυτήν τη φράση. Θα έφτανε προφανώς σε μια σύνθεση, αν επιχειρούσε να λύση εδώ την αντίφαση ο Πλάτων. Δεν έχει όμως παντελώς αναπτυχθή με επάρκεια ακόμα η εχθρική θέση, και γι’ αυτό δεν έχει και επαρκώς πολεμηθή. Κι έτσι διακόπτει εδώ ο Σωκράτης τη συζήτηση: «Χρειάζεται μακρά και κοινή συζήτηση για να ξεκαθαρίσουμε επαρκώς αυτό το θέμα, Γοργία μου». Για να παρέμβη (πάλι…) τότε ο μαθητής τού Γοργία Πώλος, και να καταστή ακόμα πιο ‘ριζική’ (να πάη πιο ‘βαθειά’…) η αυτο-παρουσίαση της ρητορικής. Και να εισέλθη έτσι στη δεύτερη βαθμίδα του ο διάλογος.
      H αυτο-παρουσίαση της ρητορικής είχε μιαν ασυνέπεια στον Γοργία. Αρκείται σε όλα τα πράγματα με το ‘φαίνεσθαι’ η ρητορική. Και μόνο στην περιοχή τού «δικαίου και αδίκου» απαιτείται μια γνώση. Η δε ασυνέπεια βασίζεται στο ότι θαμπώνουν παραδεδομένες δεσμεύσεις την καθαρότητα της αυτο-παρουσίασης, τόσο στην ζωή όσο και στη σκέψη. Στον Πώλο, που είναι νεώτερος, και δεν έχει πια τις δεσμεύσεις τής παλαιότερης γενιάς (461 C 7), θα εκφρασθή ριζοσπαστικώτερα για τον εαυτό της η ρητορική, και θα καταστή, με την παραίτηση του Πώλου από μια γνώση (απ’ το αίτημα για μια γνώση…) περί δικαίου και αδίκου, ακόμα πιο ισχυρό απ’ ό,τι στην πρώτη βαθμίδα το ηθικό πρόβλημα. Και αιωρείται εδώ – όπως πάντα στη γνήσια ειρωνεία – μεταξύ Ναι και Όχι η έκφραση του Σωκράτη, που υποδέχεται ως μια βοήθεια την είσοδο του Πώλου στη συζήτηση, βοήθεια με την οποία έρχεται να στηρίξη το αβέβαιο πια γήρας η νεότητα!
       Ξαναεμφανίζεται λοιπόν εκείνη η αντίθεση ανάμεσα στη σωκρατική και τη σοφιστική μορφή συζήτησης. Απ’ την αρχή κιόλας, εκεί που ξεκινά με έναν βιαστικό και ανακόλουθο (anakolouthisch) λόγο (όπως το είχε άλλωστε ήδη κάνει στην αρχή τού όλου διαλόγου) ο Πώλος, ζητά απ’ αυτόν ως προϋπόθεση, ότι θα υποταχθή στον διάλογο, ο Σωκράτης. Και αναλαμβάνει τότε τον ρόλο τού ερωτώντος, επειδή θεωρεί βέβαια – όπως ακριβώς κι ο Θρασύμαχος στην «Πολιτεία» (Ι 336 C) – πως είναι πιο εύκολο να ρωτάς παρά να απαντάς ο Πώλος. Και είναι ένα χαριτωμένο πια παιχνίδι, το πώς δεν γνωρίζει βέβαια να ρωτά μεθοδικά (methodisch), και πώς καθοδηγεί τις ερωτήσεις του, θέτοντας δηλ. μέσα απ’ τον Πώλο τις ερωτήσεις στον εαυτό του ο Σωκράτης! Δείχνει σαφώς ο Πώλος, ότι δεν αντιλαμβάνεται το βασικό χαρακτηριστικό, τη μεθοδική πρόοδο (τό εξής περαίνεσθαι τόν λόγον – 454 C) στον σωκρατικό διάλογο. Γιατί διαπράττει και ως ερωτών το ίδιο εκείνο λάθος που διέπραξε και στον πρωїμιακό διάλογο, και που το διέπραξε μετά και ο Γοργίας (448 Ε – 451 D). Και είναι πάλι ένα ηθικό ταυτόχρονα λάθος το λογικό λάθος: Καθώς ρωτά στον ακατάλληλο χρόνο και επανειλημμένα, αν δεν είναι «κάτι το ωραίο» η ρητορική ο Πώλος (462 C – 463 D), ‘προδίδει’ το ότι δεν μπορεί να διακρίνη ανάμεσα στο φαίνεσθαι ( ποίον ) και το είναι ( τί ), φανερώνοντας ταυτόχρονα την κενοδοξία του, η οποία και ενδιαφέρεται περισσότερο για τη φήμη (να γίνη φημισμένος…) παρά για την εξέταση, επισκόπηση και κρίση. Κι όταν αναλαμβάνη επιπόλαια τον σωκρατικό τρόπο στον εαυτό του ο σοφιστής, που είναι όμως μόνο στα χέρια τού δασκάλου ένα γνήσιο και ευγενές όργανο, και δεν γνωρίζει βέβαια να τον χρησιμοποιήση, απαντάει σφετεριζόμενος μια φορά τον σοφιστικό τρόπο τού μακρού λόγου απ’ τη μεριά του ο Σωκράτης, διακαιολογώντας μάλιστα σαφώς αυτήν την εξαίρεση με την ανικανότητα του άλλου να συζητήση φιλοσοφικά (465 Ε). Και είναι και το πιο ‘χιουμοριστικό’ εδώ, ότι διεκπεραιώνει ακριβώς μ’ αυτήν τη ρητορικο-σοφιστική μορφή την καταστροφική κατάταξη της ρητορικής και της σοφιστικής στο σύστημα των πλαστών τεχνών ο Σωκράτης.
      O αγώνας για τη μορφή συνεχίζεται σαν μια ανάλαφρη αψιμαχία μέσα σε όλον τον διάλογο. Ένας μακρύς λόγος τού Πώλου επιπλήττεται ως αντίθετος στη συμφωνία (471 D) απ’ τον Σωκράτη, που χρησιμοποιεί ωστόσο τον ίδιον μακρύ λόγο (μακρυγορία…) αμέσως μετά. Ακόμα και τα ερωτήματα του Πώλου είναι εμφανώς, ρητορικά επενδυμένες ως ερωτήσεις διαπιστώσεις, και δεν νοούνται ως εξεταστικά ερωτήματα με τη σωκρατικήν έννοια, όπου και παραπέμπει τον συνομιλητή του ο Σωκράτης, ενώ θέλει να εμφανίση εκ των υστέρων διαφορετικά τον χαρακτήρα τών ερωτήσεών του ο ‘συνομιλητής’ (466 Α – C). Ο οποίος και περιγελά, αντί να αποδείξη, ή θέλει να κάνη να φρίξη (να ανατριχιάση…) ο αντίπαλός του (473 DE), ή επικαλείται τη γενική άποψη ή και τους παρόντες· ή θέλει να προκαλέση μια ψηφοφορία, όπως το ερμηνεύει αστειευόμενος ο Σωκράτης, ο οποίος και τονίζει τότε ειρωνικά την ίδια του την ανικανότητα στις κοινοβουλευτικές ‘συνήθειες’ και το ακατάλληλο μιας τέτοιας διαδικασίας για την πραγματική γνώση (473 Ε. 475 Ε κ.ε.).
        Υπάρχει δε κι άλλη μια σημαντική λεπτομέρεια ως προς τη διαμόρφωση του λόγου. Στο σημείο όπου δεν μπορεί πλέον να βοηθηθή με τη σωκρατική μέθοδο ο Πώλος, παρεμβαίνει ξανά ο Γοργίας (463 D), και εκτυλίσσεται για λίγο ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Σωκράτη ο διάλογος, μέχρι να αποδώση, στον μεγάλο του λόγο, μιαν προσωρινή θέση στη σοφιστική ο Γοργίας, η οποία θέση θα την εξολόθρευε ωστόσο, αν μπορούσε να αποδειχθή με ακρίβεια. Δεν αποτελεί όμως μόνον ένα μέσον για να καταστή ακόμα πιο εμφαντική η ‘αμηχανία’ τού Πώλου, το ότι παρεμβαίνει εκ νέου ο Γοργίας. Αλλά επισημαίνεται συμβολικά μ’ αυτό, ότι διαπερνά εδώ το επίπεδο του πρώτου διαλόγου το επίπεδο του δεύτερου. Και δεν ξεχωρίζουν τόσο, όσο θα μπορούσε να φανή από μια σχηματική παρατήρηση, τα δυό επίπεδα στον Πλάτωνα. Στο ερώτημα για την επίδραση της ρητορικής και για τη σχέση της προς τη δικαιοσύνη, διεισδύει τώρα βαθειά το ερώτημα για την ίδια της τη ‘φύση’.
       Τίθεται λοιπόν εκ νέου κατ’ αρχάς αυτό το ερώτημα. Το οποίο και απαντάται με μιαν εκπλήσσουσα, αν και μόνο προσωρινή απάντηση, σε κείνον τον λόγο (ομιλία…) τού Σωκράτη, που ορίζει ως μια κολακευτική ή ψευδο-τέχνη τη ρητορική, μέσα σ’ ένα διαιρετικά (diairetisch) διαρθρωμένο σύστημα τεχνών και δεξιοτήτων, που αξιώνουν να ‘προάξουν’ το σώμα και την ψυχή, δεν είναι όμως παρά το ομοίωμα ενός συστήματος τεχνών, που προάγουν πράγματι σώμα και ψυχή (464 Β – 465 D). Και εμφανίζεται έτσι ως μια σκιώδης εικόνα ενός μέρους τής πολιτικής (πολιτικής μορίου είδωλον – 463 D) η ρητορική. Χαρακτηριζόμενη έτσι ως μη πραγματική και  αποσπασματική, τη στιγμή που εμφανίζονται από την άλλη πλευρά και απέναντί της οι σοβαρές και πράγματι πολύτιμες ενασχολήσεις, η γνήσια πολιτική, νομοθεσία και απόδοση δικαιοσύνης. Έτσι παρουσιάζεται η ‘κενωθείσα’ από κάθε αναγκαία σχέση προς τη «δικαιοσύνη» ρητορική – στα μάτια τού Σωκράτη! Μια απαξίωση, που δεν εντυπωσιάζει βέβαια καθόλου τον ‘αντίπαλο’. Γιατί μόνο διαβεβαιώνεται, χωρίς όμως και να αποδεικνύεται! Και υπάρχει μόνον ως μια προσωρινή απάντηση στο ερώτημα της πρώτης βαθμίδας, και τίποτα άλλο εδώ. Ενώ θα ξεδιπλωθή καθαρά στο τρίτο κατ’ αρχάς επίπεδο του διαλόγου και στον διαλεκτικόν αγώνα η αρχή, σύμφωνα με την οποίαν ‘οργανώνεται’ ο πίνακας των τεχνών και των πλαστών (ψευδο-) τεχνών: η αντίθεση ανάμεσα στο Καλό και την Απόλαυση (βέλτιστον – ήδιστον… 464 D).
      Έχει διπλή και αναμφισβήτητη βεβαιότητα ο ‘αντίπαλος’: για τη δύναμη της ρητορικής και για την ευτυχία που προσκομίζει. Και πρέπει να κατευθυνθή ενάντια σ’ αυτές τις δυό βεβαιότητες ο αγώνας (τού φιλοσόφου…). Η κατάρριψή τους είναι και το πραγματικό έργο τού δευτέρου διαλογικού επιπέδου. Κι ό,τι δεν είχε αρκετή αποδεικτική δύναμη με τη μορφή (και μόνον…) τού λόγου, πρέπει τώρα να ‘κερδηθή’ με τον διαλεκτικόν αγώνα.
       Παρατηρούμε τη δομική κατ’ αρχάς συγγένεια ανάμεσα στο δεύτερο επίπεδο του διαλόγου μας και το τρίτο τού «Θρασύμαχου». Εκεί κλονίστηκε με τρία ‘χτυπήματα’ η θέση για την υπεροχή τής αδικίας: με την απόδειξη, ότι θέτει η ίδια η φύση της την αδικία στην πλευρά τής αφροσύνης και της κακίας· με την ‘καταστροφή’ τού αιτήματός της να είναι «πιο ισχυρή»· και με την ‘καταστροφή’ επίσης τού αιτήματός της για ευδαιμονία (Eudämonie) (ούτε ισχυρότερη είναι, ούτε ευδαιμονία κομίζει…). Στο δεύτερο επίπεδο του «Γοργία» αγωνίζεται ο Σωκράτης ενάντια στην «ελεύθερη από δικαιοσύνη» («άνευ δικαιοσύνης»…) ρητορική, κατατάσσοντάς την στις ‘κολακευτικές’ (‘βαυκαλιστικές’…) τέχνες που απευθύνονται στην απόλαυση – ηδονή· ‘καταστρέφοντας’ τόσο την απαίτησή της για δύναμη, όσο και την απαίτηση για ευδαιμονία. Και δεν μπορεί να παραγνωρισθή αυτός ο γενικός παραλληλισμός (με τον «Θεαίτητο»…). Είναι όμως εξίσου σημαντικές και οι διαφορές. Γιατί επεκτείνεται κατ’ αρχάς εδώ, όπως και παντού στον περαιτέρω διάλογο, πολύ πιο κατηγορηματικά ο αγώνας ενάντια στην «αδικία» σ’ έναν αγώνα ενάντια σ’ ένα ‘πολιτιστικό’ σύστημα, στο οποίο και ενσαρκώνεται εκείνη η αδικία: την πολιτική ρητορική. Ενώ πρέπει να παρατηρήσουμε κατά δεύτερον και την αναδιομόρφωση του ‘αρχιτεκτονικού’ σχεδίου. Είδαμε δηλ., ότι το πρώτο επίπεδο, που ‘επιτίθεται’ στο κέντρο τής ουσίας τής αδικίας, δεν διεξήχθη διαλεκτικά, ολοδύναμα δηλ. στον διάλογό μας. Γιατί όμως δεν διεξήχθη; Γιατί θα αναληφθή στο τρίτο επίπεδο, στον διάλογο με τον Καλλικλή, εκτεταμένα αυτοτελής και με μεγαλύτερην ένταση αυτή η δύναμη. Καθώς  διανέμονται τα θέματα, που βρίσκονταν στο τρίτο και ανώτατο επίπεδο στον «Θρασύμαχο», στο δεύτερο και το τρίτο επίπεδο του «Γοργία», αναπτύσσεται στον ύψιστον βαθμό και ο αποφασιστικός αγώνας για τη φύση (την ουσία…) τής ρητορικής.


      ( συνεχίζεται )

ΣΧΟΛΙΟ: Οποιος θέλει νά καταλάβει εδώ θά βρεί τήν αιτία τής επιτυχίας τής εκκλησιαστικής ρητορικής. Ιδιαιτέρως αυτής πού σήμερα επιδίδεται στήν κατασκευή καί εδραίωση παρεκκλησίων. Οπως καί τού Καντιώτη ο οποίος έχει αφήσει βαρειά κληρονομιά πίσω του. Μετατοπίζει τό κέντρο από τό δίκαιο καί τό αγαθό πρός τήν απόλαυση, από τό βέλτιστον στό ήδιστον. "αυτός που δεν γνωρίζει (ο ρήτορας) ασκεί στον κύκλο τών μη γνωριζόντων (στη μάζα) ισχυρότερη δύναμη πειθούς απ’ ό,τι αυτός που γνωρίζει "

Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: