Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (7)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

Pierre Hadot

                                                        
                                                            ΙIΙ
                                «Η ΦΥΣΗ ΑΓΑΠΑ ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ»
 4. Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

2. Φίλων ο Αλεξανδρινός
    
Η πρώτη ρητή αναφορά στον αφορισμό τού Ηράκλειτου εμφανίζεται στα κείμενα μιάς μάλλον περιθωριακής προσωπικότητας στο πλαίσιο της ελληνική παράδοσης, τον Ιουδαίο Φίλωνα από την Αλεξάνδρεια. Το έργο του θα είχε πιθανότατα εντελώς ξεχαστεί, εάν οι χριστιανοί συγγραφείς δεν τον είχαν χρησιμοποιήσει ως πρότυπο στις προσπάθειες να συλλέξουν στοιχεία  τών αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων και της αλληγορικής ερμηνείας τής εβραϊκής Βίβλου. Τα σχόλιά του, που αφορούν στην ελληνική μετάφραση τής Βίβλου, μας προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για την πλατωνική και στωική ελληνική φιλοσοφία, την οποία γνώριζε είτε χάρη στην προσωπική του μόρφωση, είτε μέσα από την παράδοση τών εβραίων σχολιαστών που προηγήθηκαν. Ο Φίλων χρησιμοποιεί την αλληγορική ερμηνεία αναζητώντας αναφορές στην ελληνική φιλοσοφία, τόσο μέσα από τα ίδια τα πρόσωπα τής Βίβλου, όσο και από τις δραστηριότητές τους. Για παράδειγμα, παραλληλίζει τις τέσσερις βασικές αρετές τών στωικών με τους τέσσερις ποταμούς του Παραδείσου που αναφέρονται στη Γένεση. Δεν είναι εξ άλλου ο πρώτος που εφάρμοσε την αλληγορική ερμηνεία στα κείμενα της Βίβλου. Αναφέρεται συχνά σε προγενέστερους ερμηνευτές, τους οποίους αποκαλεί φυσικούς, σε Ιουδαίους ερμηνευτές τής Βίβλου, που υποστήριζαν, υπό την επίδραση τής στωικής αλληγορικής ερμηνείας, ότι ανάμεσα στις ιστορίες τής Βίβλου και τα φυσικά φαινόμενα υπάρχει αντιστοιχία.
     Είναι αλήθεια ότι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται η αναφορά τού Φίλωνα στον αφορισμό τού Ηράκλειτου είναι κάπως ασαφές. Το αρχικό ελληνικό κείμενο δεν διασώζεται, υπάρχει όμως μια μετάφραση στα αρμενικά. Σύμφωνα με αυτή τη μετάφραση, ο Φίλων, σχολιάζοντας την «εμφάνιση τού Θεού στον Αβραάμ υπό την δρυ τού Μαμβρή», γράφει:
     «Η κατά το γράμμα ερμηνεία μού φαίνεται σαφής. Το δέντρο όμως περιέχει ένα αλληγορικό νόημα, το οποίο εκφράζεται στην γλώσσα των Χαλδαίων από τη λέξη “Μαμβρή”. Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, το δέντρο είναι η φύση μας, που προσπαθεί να μας αποφύγει και να κρυφτεί».
     Είναι σαφές ότι ο Ηράκλειτος ποτέ δεν είπε ότι το δέντρο είναι η φύση μας και ότι η φύση μας αγαπά να κρύβεται. Υπήρξε πιθανότατα κάποια παρερμηνεία κατά τη μετάφραση από τα ελληνικά στα αρμενικά. Στο ελληνικό κείμενο η αναφορά στον Ηράκλειτο είχε σκοπό να  αιτιολογήσει την ανάγκη μιας αλληγορικής ερμηνείας, ότι δηλαδή : «Θα πρέπει να εξηγήσουμε αυτό που σημαίνει η δρυς τού Μαμβρή, διότι σύμφωνα με τον Ηράκλειτο “η φύση αγαπά να κρύβεται”». Η λέξη «Μαμβρή» είναι αυτή που κατά τον Φίλωνα χρήζει αλληγορικής ερμηνείας, διότι όπως λέει, η ετυμολογική σημασία της είναι «αυτό που προέρχεται από την όραση», δηλαδή η ικανότητα τής όρασης. Έτσι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, ότι το κείμενο λέει, πως η θεία φύση έχει την τάση να κρύβεται, και ότι εδώ καλύπτεται επιπλέον πίσω από μιαν ανθρώπινη μορφή.
     Το ενδιαφέρον αυτού τού πρώτου κειμένου τού Φίλωνα συνίσταται στην αναφορά τού ονόματος τού Ηράκλειτου. Οι επόμενες αναφορές του όμως στον αφορισμό είναι πιο ευκρινείς. Όπως, για παράδειγμα,  σχετικά με το εδάφιο τής Γενέσεως 2,6: «πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς»:
     «Αυτοί που δεν έχουν μυηθεί στην αλληγορία και στην έννοια τής Φύσεως που επιθυμεί να κρύβεται, πιστεύουν ότι αυτή η πηγή είναι ο ποταμός τής Αιγύπτου».
     Κατά τον Φίλωνα η πηγή, σύμφωνα εξ άλλου και με τη θεωρία τών Στωικών, αντιπροσωπεύει το ηγεμονικό μέρος τής ψυχής μας: ως άλλη πηγή, διαχέεται στις πέντε δυνάμεις τών αισθήσεων. Όσοι αγνοούν τον αφορισμό τού Ηράκλειτου, αναζητούν τις ερμηνείες τους στο γράμμα τού κειμένου: η «πηγή» που αναφέρει η Βίβλος δηλώνει την παρουσία ενός ποταμού. Αλλά αυτοί που γνωρίζουν, όπως ο Φίλων, ότι «η Φύση αγαπά να κρύβεται», αναζητούν το «κάτι άλλο» που υπονοεί το βιβλικό κείμενο. Συνεχίζοντας το σχόλιό του ο Φίλων θα αναπτύξει το υπόβαθρο τού νοήματος της πηγής, όπως για παράδειγμα τις πηγές τής αρετής, ή ακόμη και την πηγή τής ζωής, που είναι ο ίδιος ο Θεός. Για τον Φίλωνα ο αφορισμός του Ηράκλειτου αποτελεί μια πρόκληση, που καλεί τον ερμηνευτή να αναδείξει μέσα από το βιβλικό κείμενο όλες τις διδακτικές και εποικοδομητικές εκδοχές, αναζητώντας τις αναλογίες που υπάρχουν ανάμεσα στη φυσική πραγματικότητα που περιγράφει το κείμενο, στην προκειμένη περίπτωση την πηγή, και τις πνευματικές αλήθειες που συνάγονται από τις πηγές με τή μεταφορική τους έννοια.
     Η ετυμολογία είναι επίσης αποκαλυπτική. Ο Θεός μετέτρεψε το όνομα Αβράμ σε Αβραάμ. Οι αλλαγές αυτές του ονόματος, λέει ο Φίλων, είναι σύμβολα τής «Φύσης που αγαπά να κρύβεται». Και επεξηγεί τούς ισχυρισμούς του προσθέτοντας ότι Αβράμ σημαίνει τον «ύψιστο Πατέρα», ενώ Αβραάμ είναι ο «Πατέρας του ήχου». Και χάρη σε μιαν επιδέξια επιχειρηματολογία συμπεραίνει ότι το πέρασμα από τον Αβράμ στον Αβραάμ αντιστοιχεί στην  εξέλιξη εκείνου που από μελετητής τής φύσης γίνεται κάτοχος τής σοφίας, που περνά δηλαδή από τη φυσική κατάσταση στην ηθική.
     Στο σημείο αυτό διακρίνω μιαν ανυπομονησία στον αναγνώστη μου, που δικαίως θα αναρωτηθεί: ποια είναι τέλος πάντων αυτή η Φύση, τής οποίας η αποκάλυψη περιορίζεται ουσιαστικά στην ανάδειξη κάποιου κρυμμένου νοήματος τού ιερού κειμένου; Θα του απαντήσω ότι κατ’ αρχήν ο Φίλων δεν επιδιώκει, όπως οι Στωικοί, να ερμηνεύσει τα ονόματα τών θεών, που τελικά σχετίζονται με τις κοσμικές διαδικασίες, αλλά να εξηγήσει τα ιστορικά φαινόμενα και τις πραγματικές προϋποθέσεις τους, όπως παρατίθενται στη Βίβλο. Αυτό που ακριβώς αναζητά είναι το αληθινό κρυμμένο νόημα. Διότι για τον Φίλωνα το πιθανότερο είναι ότι η φύση είναι συνώνυμη με την αλήθεια, ότι Φύση και Αλήθεια συνδέονται πολύ στενά. Και οι δύο συμβολίζονται από μια κοινή πραγματικότητα που αναφέρεται στη Βίβλο: π.χ. το Φρέαρ. Αναφερόμενος στα βιβλικά φρέατα, ο Φίλων υπαινίσσεται μιαν αντίθεση ανάμεσα στην επιφάνεια και το βάθος της γνώσης :
     «Το Φρέαρ είναι το σύμβολο τής γνώσης. Διότι η φύση τής γνώσης δεν βρίσκεται στην επιφάνεια αλλά σε βάθος. Δεν αναδεικνύεται
στο φως τής μέρας, αλλά προτιμά να καλύπτεται από μυστήριο, και δεν αποκαλύπτεται εύκολα, αλλά με μεγάλη δυσκολία».
     Παρότι εδώ πρόκειται για τη φύση τής γνώσης, διακρίνουμε σαφώς έναν υπαινιγμό στον αφορισμό τού Ηράκλειτου. Παριστάμεθα όμως ταυτόχρονα και σε μιαν ενδιαφέρουσα συνάντηση, η οποία θα επαναληφθεί αρκετές φορές, τού αφορισμού τού Ηράκλειτου με έναν αφορισμό τού Δημόκριτου, ο οποίος κατέστη παροιμιώδης, και σύμφωνα με τον οποίο, κατά την μαρτυρία τού χριστιανού συγγραφέα Λακτάντιου, η Αλήθεια κρύβεται στο βάθος ενός πηγαδιού: «Ο Δημόκριτος υποστηρίζει ότι η Αλήθεια βρίσκεται στο βάθος τού φρέατος». Από την πλευρά του ο Δημόκριτος είχε πει απλώς το εξής:
     «Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτε, διότι η Αλήθεια βρίσκεται μέσα σε μια βαθειά άβυσσο».
     Αυτή είναι πιθανότατα η κρυμμένη σε μεγάλα βάθη Αλήθεια στην οποία αναφέρεται ο Φίλων. Πριν απ’ αυτόν ο Κικέρων είχε ήδη συσχετίσει τους δύο αφορισμούς, αναφερόμενος σε φιλοσόφους τής Νέας Ακαδημίας, οι οποίοι προτείνουν μια καθαρά απορητική φιλοσοφία, και οι οποίοι, σ’ αυτούς που τους αντιτείνουν ότι σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης τους τίποτε πλέον δεν θα είναι βέβαιο, απαντούν:
     «Τί μπορούμε να κάνουμε; Μήπως εμείς φταίμε; Τη Φύση θα πρέπει να καταγγείλετε, που όπως λέει και ο Δημόκριτος, απέκρυψε εντελώς την Αλήθεια μέσα στην άβυσσο».
     Η Φύση του Ηράκλειτου, μοιάζει να λέει ο Κικέρων, έκρυψε την Αλήθεια τού Δημόκριτου μέσα στην άβυσσο. Εκείνο όμως που καλεί το ενδιαφέρον μας, τόσο στον Κικέρωνα όσο και στον Φίλωνα, είναι ότι σ’ αυτή την προοπτική διακρίνεται ένα είδος ταύτισης τής Φύσης με την Αλήθεια. Και οι δύο κρύβονται, και είναι πολύ δύσκολο κανείς να τις προσεγγίσει.
     Στο τέλος τού έργου του Θέματα περί της φύσεως, ο Σενέκας μάς καλεί να επιστρατεύσουμε όλες τις δυνάμεις μας και να αφιερωθούμε στην αναζήτηση αυτής της Φύσεως και αυτής της Αλήθειας:
     «Θα πρέπει να καταβάλουμε πολύ κόπο για να φτάσουμε σε αυτή την άβυσσο που βρίσκεται η Αλήθεια. Αυτήν όμως την Αλήθεια εμείς την αναζητούμε στην επιφάνεια και με ελάχιστο κόπο».
     Στην πραγματικότητα, όπως συχνά συμβαίνει με την ελληνική γλώσσα, αλήθεια δεν σημαίνει μιαν «αλήθεια» με την έννοια τής συμφωνίας τής πραγματικότητας με τη σκέψη, αλλά μια «πραγματικότητα» με την οντολογική της έννοια. Και η φύση μπορεί να αποκτήσει επίσης το ίδιο νόημα.          
     Ενώ ο όρος φύση χρησιμοποιείται συχνά από τον Φίλωνα προκειμένου να προσδιορίσει είτε τη Φύση που παράγει όντα, είτε τη γενική ροή τής φύσης, είτε τη φύση κάποιου πράγματος, ή ακόμη, με τη στωική έννοια, τη ζωή των φυτών, όταν πρόκειται να ερμηνεύσει τη Βίβλο ο Φίλων αποδίδει στον όρο φύσις την κρυμμένη πραγματικότητα ή την αλήθεια, η οποία προσεγγίζεται πέρα από το γράμμα τού κειμένου χάρη στην αλληγορική ερμηνεία, πραγματικότητα ή αλήθεια που είναι άυλη (ασώματη) και τελικά θεϊκή. Για παράδειγμα, τα ονόματα των πατριαρχών, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, υπονοούν «μια πραγματικότητα (φύση) λιγότερο εμφανή και σαφώς ανώτερη από αυτή των αισθητών πραγμάτων», διότι, για τον Φίλωνα, τα τρία αυτά πρόσωπα αντιστοιχούν, αλληγορικά, στα τρία στοιχεία που συνθέτουν την αρετή, δηλαδή την έμφυτη προδιάθεση, τη θεωρητική κατάρτιση και την πρακτική άσκηση. Το δηλώνει μάλιστα με ξεκάθαρο τρόπο όταν λέει:
     «Αυτό που λέγεται [στη Βίβλο], δεν περιορίζεται στα όρια τής κατά γράμμα και προφανούς ερμηνείας, αλλά υπονοεί μια πραγματικότητα (φύση), που είναι εξαιρετικά δυσνόητη στους πολλούς, πραγματικότητα που αναγνωρίζουν αυτοί που τοποθετούν το νοητό πάνω από το αισθητό και είναι σε θέση να διακρίνουν».
     Εδώ θα μπορούσαμε σχεδόν να κατανοήσουμε τη φύση ως «αίσθηση», σε αντίθεση με την κατά γράμμα ερμηνεία. Η «πραγματικότητα» είναι η αληθινή «αίσθηση». Μια αντίστοιχη προσέγγιση υπάρχει και στα λατινικά, όπου η λέξη res, που σημαίνει «πράγμα», «πραγματικότητα», μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να προσδιορίζει το πραγματικό νόημα μιας λέξης. Συμπερασματικά, η φύση αποκτά, στην προοπτική τής αλληγορικής ερμηνείας, ένα εννοιολογικό περιεχόμενο, και αντιστοιχεί σε μιαν άυλη πραγματικότητα. Αντιπαραθέτοντας τα σώματα στα πράγματα – όρος που χρησιμοποιεί για να εκφράσει τις άυλες πραγματικότητες – ο Φίλων θεωρεί, ότι μόνον «αυτοί που είναι σε θέση να διακρίνουν τις ασώματες πραγματικότητες (πράγματα) στον διαχωρισμό τους από το σώμα, και μέσα στη γυμνότητά τους», είναι σε θέση να εφαρμώσουν την αλληγορία. Μπορούμε επομένως να υποθέσουμε ότι για τον Φίλωνα το γεγονός ότι η «φύση» αγαπά να κρύβεται οφείλεται στο ότι δεν είναι προσβάσιμη στις αισθήσεις, αλλά τοποθετείται μέσα στο ευρύ πλαίσιο της άυλης (ασώματης) πραγματικότητας, που περιλαμβάνει από τις ψυχικές πραγματικότητες μέχρι και τη θεία πραγματικότητα, την οποία οι θνητοί πολύ δύσκολα γνωρίζουν.
     Επομένως η αλληγορία τού Φίλωνα είναι πολύ διαφορετική από την αλληγορία τών Στωικών. Ενώ κατά τη στωική αλληγορία οι μύθοι αντιστοιχούν σε ενσώματες, δηλαδή ζώσες και έμψυχες πραγματικότητες, η αλληγορία τού Φίλωνα αποκαλύπτει στο βιβλικό κείμενο ασώματες πραγματικότητες. Είναι επομένως πλατωνικής έμπνευσης και προαναγγέλλει την αλληγορία τών νεοπλατωνικών. Θα προσθέσουμε ότι αυτή η διαδικασία τής σκέψης, η οποία κατά τη μελέτη ενός ιερού κειμένου ανυψώνεται από το αισθητό στο νοητό επίπεδο, είναι μια πνευματική άσκηση στην οποία επιδόθηκαν επίσης και οι χριστιανοί μελετητές της Βίβλου.
(συνεχίζεται)

( Εξαιρετικό κείμενο, όπου ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς συνδέεται με τον Πλάτωνα και το θείο στοιχείο στην ανθρώπινη ψυχή, μιλώντας και για τον τριμερή ‘χαρακτήρα’ της αρετής: «την έμφυτη προδιάθεση, τη θεωρητική κατάρτιση και την πρακτική άσκηση» … )


Δεν υπάρχουν σχόλια: