Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

B) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ "PERSONA DEI" ΣΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ (Schelling)

Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧX)

Τώρα πια ο Σέλλινγκ δεν αντιπαραθέτει τον «θεϊσμό» και τον «πανθεϊσμό» για να συλλάβει το απόλυτο στην μορφή ενός «παν-εν-θεϊσμού». Διακρίνοντας «πανθεϊσμό» και «μονοθεϊσμό», επεξεργάζεται αυτόν τον τελευταίο σε μια πρωτότυπη και γοητευτική ταυτοχρόνως παρουσίαση.

Ο τελευταίος Σέλλινγκ συνεχίζει να απωθεί τον θεϊσμό του Γιακόμπι, τον οποίο ταυτίζει με τον Διαφωτισμό, καθώς δεν ικανοποιεί κατά την γνώμη του, ούτε το αίσθημα ούτε την διάνοια. Προσκολλημένος πάντοτε στην προϋπόθεση της φιλοσοφίας της ταυτότητος, θέλει ταυτόχρονα να υπερβεί και τον πανθεϊσμό, αλλά να τον υπερβεί στοχαστικά, πραγματοποιώντας τις νόμιμες προθέσεις του, και όλα αυτά σε έναν «μονοθεϊσμό» στον οποίο ο θεός μπορεί να είναι ολότης η οποία περιέχει τα πάντα, απρόσωπη ζωή και ταυτοχρόνως αυτοσυνειδησία δηλαδή διαφοροποίηση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο και τοιουτοτρόπως ΠΡΟΣΩΠΟ.

Πώς όμως είναι δυνατόν ο θεός να είναι το απόλυτο, το όλον των πραγμάτων και της Ιστορίας και ταυτόχρονα ένας άλλος, ξεχωριστός, Κύριος του Είναι και έτσι ΠΡΟΣΩΠΟ; Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε είναι η ερώτηση γύρω από την οποία κινείται ολόκληρη η φιλοσοφία του γέρο-Σέλλινγκ, την ίδια στιγμή όμως, ας μην ξεχνάμε, ότι η απάντηση ερευνάται σε μια τιτάνεια αντιπαράθεση, σε μια πάλη σώμα με σώμα του στοχασμού με το δόγμα του χριστιανικού θεού, τον Τριαδικό θεό.

Ήδη από το 1802 ο Σέλλινγκ είχε δηλώσει πως ο θεός και η Ιστορία έχουν μια ενδόμυχη αμοιβαιότητα, με την έννοια πως ο θεός ενσαρκώνεται από την αιωνιότητα στην περατότητα και επιστρέφει στην αιωνιότητα με μια μοναδική πράξη αυτογνωσίας και αυτοβεβαιώσεως. Στην συνέχεια όμως ο Σέλλινγκ, μέσα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της ταυτότητος, δεν ενδιαφέρεται πλέον για το Τριαδικό δόγμα, καθώς το σημείο εκκίνησης του στοχασμού είναι τώρα η απόλυτη ελευθερία του θεού στην δημιουργία του κόσμου. Βεβαίως ο θεός συνεχίζει να διαθέτει μια αναφορά στην Ιστορία, αλλά δεν διαλύεται σ’ αυτή, όπως σκεφτόταν κατ’ αρχάς ο Σέλλινγκ. Ακόμη και στα 1811 ο φιλόσοφος, παρουσιάζει ένα προτύπωμα του στοχασμού του γύρω από την Αγία Τριάδα το οποίο δεν ξαναεμφανίζεται, όπου η αΐδιος λειτουργία και η Ιστορία της Σωτηρίας των θείων προσώπων δεν είναι ακόμη διαφοροποιημένες.

Στην τελευταία όμως φιλοσοφία του Σέλλινγκ το Τριαδικό δόγμα επιστρέφει θριαμβευτικά. Στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» είναι το θεμελιώδες δόγμα ολοκλήρου του Χριστιανισμού, παρότι δεν είναι μια ιδέα αποκλειστικώς Χριστιανική, καθώς είναι αρχαία όσο και ο κόσμος.

Διακρίνει, ακόμη, μια στενή σχέση ανάμεσα στον τριαδικό θεό και στην Ιστορία και παρότι παρουσιάζεται και στην μυθολογία και στην Παλαιά Διαθήκη, απεκαλύφθη πλήρως μόνον με τον Χριστό. Φτάνει δε να αναγνωρίζει ο ίδιος πως η θέση του είναι ένας καθαρός Σαβελλιανισμός, και να δηλώσει πως έχει σαν σκοπό του να τον υπερβεί, όπως επίσης και τον Αρειανισμό. Δεν κατόρθωσε όμως τελικά παρά μόνον την αναγνώριση πως στην Ιστορική οικονομία τα τρία πρόσωπα είναι μόνον τρεις μορφές της μοναδικής θείας ουσίας, καθεμία από τις οποίες έχει διαφορετική σχέση με τον κόσμο.

Στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» ο Σέλλινγκ δεν ξεκινά μεθοδολογικά από την «οικονομική Τριάδα», δηλαδή από την Ιστορική σωτηριολογική δραστηριότητα κάθε προσώπου, για να αναρωτηθεί στη συνέχεια, γύρω από την «Τριάδα καθεαυτή», την μόνιμη (immanente) τριάδα. Παραμένοντας πιστός στον «Ιδεαλισμό» του θέλει να κατασκευάσει a priori τις συνθήκες με τις οποίες έγινε δυνατή η Δημιουργία και η Ιστορία, ξεκινώντας από την «απόλυτη προσωπικότητα», στην οποία ολόκληρη η θεότης πραγματοποιείται «προοδεύοντας» σε τρεις διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό το εσωτερικό γίγνεσθαι της θεότητος ή όπως το ονομάζει ο Σέλλινγκ, αυτή η «θεογονία» είναι αναμφισβήτητα ένα αποκαλυπτικό γεγονός, αλλά είναι ταυτοχρόνως συνδεδεμένο «αναγκαίως» στο αιώνιο θεμέλιό του. Τοιουτοτρόπως η Ιστορία στην ολότητά της είναι ένα τριαδικό ένδυμα, αλλά παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλε δεν κατόρθωσε να την διακρίνει από την αιωνιότητα. Η Ιστορία για τον Σέλλινγκ είναι η μοναδική μορφή, στην οποία μας επιτρέπεται να ομιλούμε για άπειρο.

Εάν μας επιτρέπεται να μιλήσουμε πριν της ώρας της για μια μεγάλη διαμάχη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η στάση του Hegel και του Σέλλινγκ απέναντι στον Χριστιανισμό συνθέτει την φιλοσοφική συμφωνία τους και την διαφωνία τους. Και οι δύο ξεκινούν από την ιδέα πως η γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητος του θεού πραγματοποιείται στην φιλοσοφία, συγκεκριμένα δε στην φιλοσοφία της θρησκείας. Για τον Hegel όμως η αποκεκαλυμμένη θρησκεία φανερώνει και αποκαλύπτει ολόκληρο το Μυστήριο, το οποίο στη συνέχεια ξεδιπλώνεται στον στοχασμό και στην δυναμική της έννοιας. Έτσι για τον Hegel ο θεός είναι άπειρη προσωπικότης, άπειρη ελευθερία μόνον στο τέλος της κινήσεως, της προόδου, όταν το πνεύμα το οποίο εξήλθε από τον εαυτό του επιστρέφει εις εαυτόν. Η Ιστορία του θεού είναι η αυτομεσιτεία, η αντίφαση τοποθετημένη και λυμένη, απαντημένη. Η ενσάρκωση του θεού είναι η απλή φανέρωση της ουσιώδους ενότητος του θεού με τον άνθρωπο. Εν συντομία λοιπόν, ο θεός του Hegel είναι ταυτόχρονα απόλυτη πραγματικότης και απόλυτος Ιδεαλισμός.

Ο θεός του τελευταίου Σέλλινγκ είναι απόλυτη πραγματικότης και επομένως αμείωτος σε μία ταυτότητα αντιθέτων. Η αποκάλυψη υψώνεται πάνω σ’ ένα σκοτεινό απλησίαστο βάθος, στην απόλυτη υπερβατικότητα του θεού. Γι’ αυτόν, όπως θα πει αργότερα ο Κίρκεγκαρντ, υπάρχει μία διαλεκτική αποκαλύψεως και αποκρύψεως, σχεδόν ένας Λουθηρανικός θεός κρυμμένος (Deus absconditus) και ένας θεός αποκεκαλυμμένος (Deus revelatus), σε ένα είδος θεϊκής είρωνιας, με την οποία η κυρίαρχη ελευθερία του Δημιουργού σώζεται μέσα στην ίδια πρόοδο αποκαλύψεως και αποκρύψεως. Για τον τελευταίο Σέλλινγκ η θεϊκότης του θεού σαν actus Purissimus παραμένει άθικτη, δεν εισέρχεται στην κοσμική πρόοδο. Η ενσάρκωση του θεού δεν στηρίζεται στην προσωπική ταυτότητα του θεού με τον άνθρωπο: Η «μορφή δούλου» φανερώνει την δόξα του Μονογενούς Υιού, αφαιρώντας του την δόξα της μορφής του θεού η οποία τύλιγε και έκρυβε την θεότητα.

Αμέσως μετά όμως είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πως ο Σέλλινγκ σαν καλός Ιδεαλιστής που ήταν, ανακατεύει και συγχύζει την τάξη της γνώσεως με την τάξη του Είναι, ομολογώντας την ταυτότητά τους. Αυτή η φιλοσοφία της ταυτότητος τον εμποδίζει να διακρίνει ανάμεσα στην αιώνια «θεογονία» και στην ιστορική «θεογονία». Εκμηδενίζοντας τοιουτοτρόπως την τόσο επιθυμητή ελευθερία του θεού και την τόσο αγαπητή του ελευθερία του ανθρώπου. Πρέπει να προσθέσουμε πως στην «φιλοσοφία της αποκαλύψεως» αναδεικνύεται μια πολύ δυνατή κατανόηση της οικονομίας της σωτηρίας, η οποία όμως συνθλίβεται μέσα στην χαώδη εκλογίκευση των χριστιανικών περιεχομένων, καταστρέφοντας έτσι τις καλές του προθέσεις. Για τον Σέλλινγκ η ομολογία πίστεως προσφέρεται από την συμφωνία των φιλοσόφων, από την συμφωνία των ανώτερων πνευμάτων και στο τέλος από την αυταπάτη του ότι είναι ο «οραματιστής όλων των αρμονιών».

Στην τελευταία περίοδο της σκέψης του το ενδιαφέρον του Σέλλινγκ για τα Χριστιανικά δόγματα επικεντρώνεται λοιπόν στο πρόσωπο του θεού. Τώρα υποστηρίζει την Τριάδα, αλλά στον επαναπροσδιορισμό που επιδιώκει όλα γίνονται «πρόοδος». Ο θεός λέει τώρα ο Σέλλινγκ, στην απόλυτη ενότητα των πρωτογενών δυναμεών του, είναι ο πατέρας, η δημιουργός προσωπικότης, η οποία παράγει ένα ομογενές προς εαυτόν ον ως προς το είδος, το οποίο όμως πρέπει να αναπτυχθεί και να φθάσει στην ισότητα αυτή, ξεκινώντας από μια εν δυνάμει κατάσταση. Η αναγκαία ύπαρξη η οποία εξέρχεται της ενότητος και βρίσκεται σε ένταση με τον πατέρα, είναι ο Υιός, γεννηθείς, χωρίς να διαθέτει όμως πραγματοποιημένη την πληρότητά του, ο οποίος γίνεται αληθινός Υιός, μόνον όταν επανέρχεται στην ενότητα έχοντας ήδη κατακτήσει μια δική του αυτόνομη προσωπικότητα, παρότι ταυτόσημη με τον πατέρα. Ταυτόχρονα όμως ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, εξαρτάται από το θείο γίγνεσθαι της δημιουργίας. Αυτή η εξάρτηση η οποία τίθεται από την ύπαρξη της δημιουργίας αφορά και το τρίτο πρόσωπο ακόμη δε και το πρώτο πρόσωπο, του Πατρός, ως προς το ότι είναι δημιουργός και ως προς το γεγονός πως οι δυνάμεις, στο πρώτο πρόσωπο, αποκαθίστανται σ’ αυτό στην ενότητά τους. Ο Υιός ονομάζεται γεννηθείς και άκτιστος, αλλά η κτίσις ορίζεται σαν απαραίτητη συνθήκη της γεννήσεως του Υιού, καθώς χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η ένταση των δυνάμεων, η επιστροφή στην ενότητα και η εγκατάσταση του Υιού σαν αυτόνομο πρόσωπο. Μόνον στο τέλος αυτού του γίγνεσθαι ο θεός είναι πραγματικός στα τρία του πρόσωπα: Ο άνθρωπος είναι το ον στο οποίο πραγματοποιείται αυτή η αποκατάσταση-πραγματοποίηση του θεού.

Για τον τελευταίο Σέλλινγκ λοιπόν ο θεός είναι πρόοδος, και καθότι πρόοδος, εισέρχεται στην πρόοδο του κόσμου, τόσο ώστε στο τέλος δεν υπάρχει ένας αληθινός κόσμος extra Deum, έξω απ’ τον θεό, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας αληθινός θεός extra mundum. Η φιλοσοφία του Σέλλινγκ όπως και του Hegel, καταλήγει στην άρνηση του Τριαδικού θεού του χριστιανικού δόγματος. Οπωσδήποτε, παρατηρεί ο Löwith, έχει κάποιους δεσμούς με τον Χριστιανισμό, η παραδοχή ότι ο θεός έχει μια αδυναμία προς τον άνθρωπο και ότι σ’ αυτή του την αδυναμία είναι πιο δυνατός από τον άνθρωπο. «Πάνω σ’ αυτή την αδυναμία του θεού για τον άνθρωπο -φτάνει να υπογράφει συμφωνίες μαζί του, τον τιμωρεί, τον αγαπάει και θέλει να αγαπηθεί από το αντικείμενο της αγάπης του- στηρίζεται ολόκληρη η άνθρωπο-θεολογία της Χριστιανικής σκέψης με όλες της τις Μεταφυσικές συνέπειες και σε όλες τις εκκοσμικευμένες της μορφές τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές». Παρόλα αυτά, εάν ο θεός δεν «είναι» εις εαυτόν, στην απόλυτη υπερβατικότητά του, πως μπορεί να είναι για μας Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, μ’ έναν τρόπο δηλαδή Σωτήριο και ελευθερωτικό; Στην πραγματικότητα για τον Σέλλινγκ, ο θεός δεν είναι, αλλά γίνεται Τριάδα. Ο άνθρωπος με την σειρά του πραγματοποιείται στο εσωτερικό μιας θεογονικής προόδου στην οποία ο θεός δεν είναι ούτε υπαρκτός, ούτε ανύπαρκτος, αλλά καθαρή ελευθερία, Βούληση που δεν θέλει τίποτε, χωρίς σκοπούς και επιθυμίες. Όλες οι θέσεις λοιπόν του τελευταίου Σέλλινγκ απέχουν τόσο από την Ιστορική Χριστιανική πίστη της Εκκλησίας, όσο και από τον θεϊσμό και τον αθεϊσμό του Διαφωτισμού.

Από την εποχή της κατηγορίας για Αθεϊσμό, της φιλοσοφίας, από εκείνη την διασταύρωση κατηγοριών για αθεϊσμό οι οποίες δεν άφησαν κανέναν ανέπαφο, ούτε αυτόν τον ίδιο τον «μεγάλο Ιεροεξεταστή» τον Γιακόμπι, μέχρι την μοντέρνα συζήτηση για το πρόσωπο του θεού, μάλιστα δε από ολόκληρη την περιπέτεια της σκέψης που ξεκίνησε από το Cogito του Καρτέσιου και κατέληξε στον Μηδενισμό των ημερών μας, μπορούμε να εξάγουμε μια προειδοποίηση!

Η διάλυση του Τριαδικού δόγματος, που ακολούθησε το Cogito, δεν καταλήγει μόνον στον θεϊσμό ούτε στον αγνωστικισμό: Γι’ αυτή την ίδια την λογική του, μια ενυπάρχουσα ανάγκη απαιτεί, στον Δυτικό πολιτισμό, τον αθεϊσμό. Εάν δεν ξαναπροσλάβουμε το αρχαίο δόγμα της Εκκλησίας, του μοναδικού θεού σε τρία πρόσωπα, δεν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να ελευθερωθούμε από την μοίρα του άθεου μηδενισμού.

Πώς να κατορθώσουμε όμως να πιστέψουμε ξανά την Αγία Τριάδα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος χωρίς να αγνοήσουμε και χωρίς να ειδωλοποιήσουμε την περιπέτεια της μοντέρνας φιλοσοφίας;

Αμέθυστος

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

κύριε amethystos καλησπέρα,
επειδή τυγχάνει να διαβάζω schelling αυτή την περίοδο και, αν και θεωρώ πως η θέση του φιλοσόφου είναι διαφορετική από αυτήν που περιγράφετε, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να ανοίξουμε έναν γόνιμο έναν διάλογο. Μπορείτε να μου γράψετε κάποια βιβλιογραφία του "χριστιανικού θεού" για μπορέσω να προετοιμαστω;
Ευχαριστώ,
φίλος του Σελλιγγίου

amethystos είπε...

Μιλάτε γιά τό Απόλυτο. Η μεγάλη ανάπτυξη βρίσκεται στήν Φιλοσοφία τής Αποκαλύψεως, τού Σέλλινγκ. Υπάρχει επίσης καί η ανάλυση τού Λυμπά,de Lubac, στόν Αποκρυφισμό τού Γερμανικού ιδεαλισμού.