Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(7)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από Παρασκευή, 6 Ιανουαρίου 2017

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:

1. Πνευματικό περιβάλλον της εποχής του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. (Νεοπλατωνικές πλαισιώσεις: Πρόκλος –Δαμάσκιος)

Στην εποχή του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα είναι ο Νεοπλατωνισμός124, οι εκπρόσωποι του οποίου διακρίνονται για τα εγχειρήματά τους να αναχθούν στη γνώση του Θεού. Ο Νεοπλατωνισμός125 δείχνει να στηρίζεται κυρίως στα συστήματα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη. Αποτελεί πράγματι έναν συνδυασμό, υπό τους νέους όρους που έχουν διαμορφωθεί, κυρίως της πλατωνικής διδασκαλίας και του αριστοτελικού συστήματος, αλλά και σε συνάρτηση με στοιχεία του γνωστικισμού, του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού126.
Από τον Πλάτωνα υιοθετεί την άποψη σχετικά με το Αγαθό ως
υπερβατική αρχή, τη θεώρηση της ψυχής ως μία πραγματικότητα
αντίθετη ή αξιολογικώς ανώτερη από το σώμα αλλά και τη θεωρία των Ιδεών. Παράλληλα, από τον Αριστοτέλη αντλεί τα στοιχεία της λογικής, της μεταφυσικής θεολογίας και της ψυχολογίας. Σε κάθε περίπτωση η πρόσληψη και ο συνδυασμός τελούνται ανάλογα με τον θεωρητικό στόχο που επιδιώκεται. Η διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού στοχεύει στη λύτρωση του ανθρώπου από έντονα εμπερίστατες καταστάσεις (εσωτερικές ή εξωτερικής προέλευσης) μέσω μίας μεταφυσικής δυνάμεως. Για τους Νεοπλατωνικούς, η μεταφυσική δύναμη που οδηγούσε στην υπαρξιακή λύτρωση-πληρότητα ήταν το Εν. Για τους γνωστικούς127, ήταν η γνώση που οδηγούσε στην «ανακάλυψη» και την ένωση με τον Θεό, ενώ για τους Χριστιανούς και τους Ιουδαίους ήταν ο ένας και αληθινός Θεός. Έτσι, ο Νεοπλατωνισμός δημιουργεί για τον εαυτό του μία φιλοσοφία οργανωμένη κατ' εικόνα και ομοίωση της μεταφυσικής κλίσεώς του.

Ο Νεοπλατωνισμός επηρέασε τη βυζαντινή σκέψη αρχικά μέσα από τα συγγράμματα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Αργότερα τον 11ο και 15ο αιώνα οι Νεοπλατωνικές αντιλήψεις ανεβίωσαν στις νέες θεωρητικές τάσεις που διετυπώθησαν στο Βυζάντιο. Πρωταγωνιστές ανεδείχθηκαν ο Μιχαήλ Ψελλός κατά τον 11ο αιώνα, και κατά τον 15ο αιώνα ο Γεώργιος Πλήθων η Γεμιστός. Συνοπτικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι βασικές αρχές της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας συνοψίζοντες σε δύο, και επί του περιεχομένου τους ηκονίζετο η σχέση του με τον Χριστιανισμό: 

α) Τό «Ἕν» είναι η υπέρτατη οντολογική Αρχή, η οποία ίσταται υπεράνω κάθε ύπαρξης, ακόμη και των «ὄντως ὄντων» και γι' αυτό ονομάζεται «ὑπερούσιον». Στο θεωρητικό χάρτη του αρχηγέτη του Πλωτίνου από το «ὑπερούσιον Ἕν». Διά ακτινοβολίας «ἀπορροών», παράγονται διαδοχικά ο Νους, δηλαδή ο νοητός κόσμος των Ιδεών, η Ψυχή, η Φύση και εξελικτικούς τελευταία η ύλη. Ο Νους απορρέει από το Εν και η «Ψυχή» από τον Νουν. Με τον όρο «Ψυχή» εννοείται η καθολική κοσμική και όχι η ανθρώπινη. Η τελευταία προσλαμβάνει τις διάφορες δυνατότητες από την συμπαντική και εν ταυτώ φέρουσα τα μεταφυσικά αρχέτυπα. Το Εν, ο Νους και η Ψυχή αποτελούν -κατά την εκστατική παραγωγική πλευρά τους- την αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος, το οποίο περικλείεται από μία αδιάσπαστη ενότητα και λειτουργική συνέχεια128.

β) Ο ηθικός προορισμός του ανθρώπου είναι η επανύψωση της εκπεσούσης ψυχής από το «ὑπερούσιον Ἕν» στην αρχική αφετηρία της, δηλαδή την ένωσή της στο αρχικό «ἕν» και με τις προβολές του. Μετά από αυτήν την ένωση, η ψυχή περιπίπτει σε κατάσταση όλο και διευρυνομένης «ἔκστασης»129. Κύρια, όμως, προϋπόθεση για την εκπλήρωση της επανασύνδεσης αυτής είναι η «κάθαρση» που επιτυγχάνεται με τον διηνεκώς προοδεύοντα ενάρετο βίο.

Η αντιδιαστολή με τη διδασκαλία των χριστιανών Πατέρων είναι ότι στο οικείο τους σκεπτικό η «ἔκσταση» μπορεί ενίοτε να καταστεί όργανο για ποικίλες ψυχολογικές παρενέργειες, με συνέπεια να αποτελέσει αιτία της υπαρξιακής αποδόμησης πολλών ενασχολουμένων με θρησκευτικά ζητήματα130. Η γνώση του Θεού από τον άνθρωπο, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, επιτυγχάνεται, όταν ο άνθρωπος κατορθώσει να ανέλθει από την σαρκική γνώση στην ψυχική και από την ψυχική στην πνευματική. Τότε θεάται τον Θεό και αποκτά την γνώση του ως υπερτάτης πραγματικότητος, συνθήκη η οποία έχει ως συνέπεια την υπαρξιακή πληρότητά του. Η γνώση του Θεού δεν μπορεί να εδράζεται μόνον στον νου, αλλά είναι κυρίως υπαρξιακή, δηλαδή όλη η ύπαρξη του ανθρώπου γίνεται μέτοχος αυτής της θεογνωσίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της θεογνωσίας είναι η κάθαρση της εσωτερικότητας, δηλαδή η επιμελητεία της ψυχής, του νοός και του τρόπου ύπαρξης εν γένει. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδία ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»131.

Πώς, όμως θα επιτευχθεί η κάθαρση της εσωτερικότητας, ώστε ο
πιστός να επιτύχει τη θεωρία, δηλαδή τη θέα του Θεού; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο Γρηγόριος ο Θεολόγος υπογραμμίζοντας: «Ανέβα στο όρος της γνώσεως του Θεού μέσω του τρόπου της ζωής σου. Απόκτησε το καθαρό, δηλαδή τη θεία γνώση μέσω της κάθαρσης... Τήρει τις εντολές του Θεού, προχώρα μέσω των εντολών, διότι η πράξη, δηλαδή η αγιασμένη ζωή, είναι η άνοδος προς τη θέα του Θεού»132.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η γνώση του Θεού σημαίνει τη θέα των προβολών του και ότι μόνον εκείνος που έχει καθαριστεί και έχει ανοίξει με αυθεντικό τρόπο τα γνωστικά κέντρα του, τότε μόνον δέχεται τη γνώση της θείας δυνάμεως, η οποία προέρχεται από την υπερφυσική όραση των όντων και οδηγεί μέσω των επιδόσεών της στο να βυθιστεί ο νους του εκεί όπου βρίσκεται ο Θεός και έτσι να γίνει μέτοχος, όσο του επιτρέπεται, της ασύλληπτης και ανερμήνευτης γνώσης του υπερτάτου όντος133, δηλαδή των μεταφυσικών ad extra εκδηλουμένων ενεργειών. Σύμφωνα, λοιπόν με τους πατέρες της Εκκλησίας, ο άνθρωπος έχεις τις προϋποθέσεις, αρκεί να τις κατανοήσει και να τις ενεργοποιήσει, για να έλθει, σε επικοινωνία με μία πραγματικότητα που τον υπερβαίνει. Ο μοναδικός δρόμος γι’ αυτή τη γνώση είναι η καθαρότητα ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως, η οποία με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος επιτυγχάνει την διαμόρφωση των όρων για την επικοινωνία με το Εκείθεν υπό την έννοια της αγνωσίας134.

Από την άλλη πλευρά, ο Νεοπλατωνισμός, με βασικούς εκπροσώπους του τον Πρόκλο τον Λύκιο ή Διάδοχο135 και τον Δαμάσκιο τον 5ο και τον 6ο αιώνα, πραγματεύεται με ιδιαιτέρως επιμελημένο τρόπο τα διάφορα φιλοσοφικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα με βάση την ανώτατη οντολογική πραγματικότητα, το Εν – η οποία, στον δεύτερο χαρακτηρίζεται ως το απολύτως Άρρητον. Πρόκειται για την Αρχή εκείνη η οποία εκδηλώνεται διά μεσολαβήσεων παραγωγικά, έως και τις έσχατες
εκφάνσεις του υπαρκτού, την ύλη, προσδίδοντας μάλιστα σε αυτήν θετικό οντολογικό πρόσημο136. Γενικότερα, από την πλατωνική σκέψη διατηρούν την έννοια του Ἀγαθοῦ, ως την ανώτατη υπερβατική Ἀρχή, τη Θεωρία τῶν Ἰδεῶν, αλλά και τή διάκριση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, χωρίς να μάλιστα να την τεκμηριώνουν με ορολογία ανθρωπολογικού δυϊσμού137. Παράλληλα, υιοθετούν στοιχεία από την αριστοτέλεια σκέψη, όπως εκείνα της λογικής, της μεταφυσικής, της θεολογίας και της ψυχολογίας. Πολλές φορές οι όροι αλλάζουν περιεχόμενο διαφοροποιούμενοι από το μέχρι τώρα παραδοσιακό φιλοσοφικό νόημά τους και προσλαμβάνοντες έντονο θεολογικό, ενώ πολλές φορές καθιστοῦν την εμφάνισή τους νέοι, όπως π.χ. «ὑπόστασις», «ἑνάς» κ.ἄ.138.

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις


124. βλ. G. W. F. Hegel, Lecons sur l’ histoire de la philosophie (trans. P. Garniron), IV τόμος, publ. J. Vrin, Paris 1975, σ. 811-947. R. T, Wallis., Νεοπλατωνισμός, (μτφρ.) Σταματέλλου, εκδ. Αρχέτυπο, Αθήνα 2002.
125. «Ο όρος Νεοπλατωνισμός επινοήθηκε κατά τη νεότερη εποχή, ως αντιδιαστολή της διδασκαλίας του Πλάτωνος, όπως εκφράστηκε μέσα από τουςς διαδόχους του προς την αρχική διδασκαλία του ιδρυτή της Ακαδημίας», Μ. Τσιάμη, Οι γνωσιολογικές και παιδαγωγικές πλαισιώσεις της αυτογνωσίας στο Υπόμνημα στον Πρώτο Αλκιβιάδη του Νεοπλατωνικού Πρόκλου, Πάτρα 2012, σ. 17. S. Rappe, Μελετώντας τον Νεοπλατωνισμό, μτφρ. Ν. Παπαδάκη & Μ. Κόφφα, εκδ. Ενάλιος,
Αθήνα 2005, σ. 87-231. Για μία ενδελεχή εισαγωγή στον Νεοπλατωνισμό, βλ. Χρ. Τερέζη, Πλάτων-Αριστοτέλης: προς μία συμφιλίωση, Ανιχνεύσεις στον Ύστερο Νεοπλατωνισμό, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 11-66.
126. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Α΄, Αθήνα 1991, σ. 156.
127. «Η φιλοσοφική τάση των γνωστικών συστημάτων συνδεόταν αφ' ενός μεν προς το αγωνιώδες ερώτημα ως προς την προέλευση του κακού στον κόσμο, αφ' ετέρου δε προς την αδυναμία αποδόσεως της δημιουργίας ενός ατελούς υλικού κόσμου στο Απόλυτο Ον, χέρι του οποίου, κατ' επίδραση της Νεοπλατωνικής και της νεοπυθαγορείας φιλοσοφίας, είχαν μορφώσει μία ιδεαλιστική εικόνα. Η εν Χριστώ λοιπόν απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους δεν ήταν δυνατόν να ερμηνευθή ως άμεση σχέση Θεού και κόσμου, εντάχθηκε δε στα πλαίσια μίας πολύπλοκης διαδικασίας κοσμικής εξελίξεως, ώστε να αποχρωματισθή από τον καθαρώς θρησκευτικό, λυτρωτικό, ηθικό και ιστορικό χαρακτήρα της. Ο Γνωστικισμός στην πίστη της Εκκλησίας αντέταξε την λυτρωτική διαδικασία της
γνώσεως ως υπερβάσεως της απλότητας του περιεχομένου της χριστιανικής πίστεως για την ερμηνεία της σχέσεως Θεού, ανθρώπου και κόσμου», Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄, Αθήναι 1992, σ. 151-152. Συναφώς, Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Α΄, Αθήνα 1991, σ. 145-150. E. Artemi, «Clement’s of Alexandria teaching about the cryptic philosophical tradition», Vox Patrum, 34 (2014) t. 62, (61-71), 62-63. D. Brakke, The Gnostics: Myth, Ritual, and Diversity in Early
Christianity, Harvard University Press, London 2011.
128. Χρ. Τερέζη, Πλάτων – Αριστοτέλης: Προς μία συμφιλίωση, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 68-90.
129. «Για τους Δυτικούς η πλήρης και τέλεια απορρόφηση του ανθρώπου από το αντικείμενο της «θεωρίας» του οδηγεί η μάλλον ταυτίζεται με την έκσταση», Βλ. Λόσκυ, Η Θεά του Θεού, μτφρ. Μελετίου Καλαμαρά, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 12.
130. Αυτόθι.
131. Ματθ. 5, 8.
132. «Διά πολιτείας ἄνελθε, διά καθάρσεως, κτῆσαι τό καθαρόν. Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ, καί τῆς θεότητος ἄξιος; τάς ἐντολάς φύλασσε, διά τῶν προσταγμάτων ὅδευσον. Πράξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας», Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος Κ΄ - Περί δόγματος καί καταστάσεως ἐπισκόπων, IB΄, PG 35, 1080B.
133. Γρηγόριου Νύσσης, Περί τοῦ βίου Μωυσέως, ἤ περί τῆς κατ' αρετήν τελειότητος, PG, 44, 373B, 380Α-381C. Του ιδίου, Ἐξήγησις ἀκριβής εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν τοῦ Σολομῶντος, Α΄, PG, 44, 624C. Του ιδίου, Εἰς τήν Προσευχήν: Πάτερ ἡμῶν, Ε΄, PG, 44, 1177D. Συναφῶς βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1304D-1313B.
134. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Θεολογικός Λόγος Β: Περί θεολογίας, Λόγος 28, PG 36, 32B: «τό δέ τοσοῦτον πρᾶγμα τῇ διανοίᾳ περιλαβεῖν πάντως ἀδύνατον καί ἀμήχανον, μή ὅτι τοῖς καταβεβλακευμένοις καί κάτω νεύουσιν, ἀλλά καί τοῖς λίαν ὑψηλοῖς τε καί φιλοθέοις, καί ὁμοίως πάσῃ γεννητῇ φύσει, καί οἷς ο ζόφος οὗτος ἐπιπροσθεῖ καί τό παχύ τοῦτο σαρκίον πρός τήν τοῦ αληθοῦς κατανόησιν. οὐκ οἶδα δέ, εἰ μή καί ταῖς ανωτέρω καί νοεραῖς φύσεσιν, αἳ διά τό πλησίον εἶναι θεοῦ, καί ὅλῳ τῷ φωτί καταλάμπεσθαι, τυχόν ἂν καί τρανοῖντο, εἰ καί μή πάντῃ, ἀλλ᾽ ἡμῶν γε τελεώτερόν τε καί ἐκτυπώτερον, καί ἄλλων ἄλλαι πλεῖον ἢ ἔλαττον, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς τάξεως».
135. Ε. Μουτσόπουλου, «Ο Πρόκλος ως δεσμός ανάμεσα στην Αρχαία και την Νεότερη Φιλοσοφία», (μτφρ.) Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Η επικαιρότητα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, Αθήνα 1997, σ. 372-385.
136. βλ. Χρ. Τερέζη, Σπουδή στόν Ύστερο Νεοπλατωνισμό. Ο Πλάτων επιστρέφει στην Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2013, σ. 340 κ.ε. Χρ. Τερέζη, Πλάτων-Αριστοτέλης: προς μία συμφιλίωση, Ανιχνεύσεις στον Ύστερο Νεοπλατωνισμό, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 11-66.
137. Α. Γ. Στεφοπούλου, Η θέση των μύθων στην πραγμάτωση της πολιτικής τελολογίας κατά τον νεοπλατωνικό Πρόκλο, Πάτρα 2014, σ. 24.
138 Αυτόθι. M. Vegetti, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, (μτφρ.) Γ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2003, σ. 397.

Δεν υπάρχουν σχόλια: