Κύπρος, τὸ μαρμαρένιο ἁλώνι τοῦ Γένους
«Ἡ Ἑλένη, συμμαθήτριά μου χρόνια, ἔγραφε πάντα στὸ ἐπάγγελμα πατρὸς μία λέξη ποὺ ποτὲ δὲν καταλάβαινα: Ἀγνοούμενος…»
Τὸν Μάρτιο τοῦ 2007 εἶχε ἐπισκεφτεῖ τὸ Κιλκὶς ἡ Ἑλένη Φωκᾶ, ἡ ἡρωίδα Κύπρια «Δασκάλα τοῦ Γένους», ἡ ὁποία δίδασκε, ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ 1974 ὣς τὸ 1997, στὰ λίγα ἐγκλωβισμένα Ἑλληνόπουλα τοῦ Ριζοκάρπασου. Βρῆκα τότε τὴν εὐκαιρία καὶ τῆς πῆρα μία μικρὴ συνέντευξη, ποὺ δημοσιεύτηκε σὲ τοπικὴ ἐφημερίδα τοῦ Κιλκίς. Ἐπειδὴ τοῦτες τὶς «πονηρὲς» ἡμέρες, κάτω στὸ πολύπαθο νησί, οἱ σύγχρονες Ἡρωδιάδες, πάλι μαίνονται καὶ ταράσσονται, ζητώντας ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴ τῆς Κύπρου, ἀποσπῶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐξομολόγηση τῆς Δασκάλας, λίγα «σπαράγματα». (Μιλοῦσε ἡ γερόντισσα καὶ δάκρυζε μὲ σπαραγμό. Περίλυπη ἱστοροῦσε τὰ μαρτύριά της, ὅμως… περήφανη καὶ ἀγέρωχη, ὡραία σὰν Ἑλληνίδα τοῦ ’21, ποὺ «τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως/τὲς ἔμπνευσε χορό»). Ἡ Κύπρος συνιστᾶ τὸ τελευταῖο ὅριο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀπώλεια τῆς Κύπρου, ἂν ὑπογράψουν οἱ Ἐφιάλτες, «μὲ χέρια καὶ ποδάρια», πού ᾽λεγε ὁ Μακρυγιάννης, τὸ νέο σχέδιο «Ἀνάν», θὰ σημάνει καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τῆς μείζονος παρουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τὸν ὁριστικὸ ἐγκλεισμό του στὸ συρρικνωμένο μνημονιοκρατίδιο. Εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ μηχανισμοὶ καταδολίευσης τοῦ λαοῦ καὶ τὰ ἀργύρια τῆς προδοσίας θὰ ἐπιστρατευτοῦν καὶ πάλι. Οἱ ἐχθροὶ πανηγυρίζουν γιὰ τὰ κοινὰ ἀνακοινωθέντα. Καὶ ὡς γνωστὸν «ἐπαινούμενος γὰρ ὑπὸ τῶν ἐναντίων ἀγωνιῶ μή τι κακὸν εἴργασμαι», ὅταν χειροκροτοῦν Τοῦρκοι καὶ Φράγκοι, πρέπει νὰ τρέμουμε. Ἡ δημοσιογραφικὴ ξεφτίλα ἤδη “πῆρε γραμμὴ” καὶ μπῆκε στὴ γραμμή. Οἱ πολιτικοὶ νάνοι καὶ ἀρλεκίνοι, τὰ γνωστὰ πουλημένα τομάρια, βγῆκαν ἀπὸ τὰ θαλάμια τους. Ὀρθῶς λέχθηκε ὅτι «κακὸ εἶναι νὰ πουλιέσαι, ἀλλὰ χειρότερο εἶναι νὰ πουλιέσαι καὶ νὰ μὴν σὲ ἀγοράζει κανείς».
Ἂν νομίζουν ὅτι θὰ ἐπιβιώσουν ἀνεβάζοντας τὴν στάθμη τῆς ἀτιμίας καὶ τῆς σαπίλας τους, αὐτοαπατῶνται. «Πολλοὺς ἀφέντες ἄλλαξες/δὲν ἄλλαξες καρδιὰ»,ἔγραφε ὁ Παλαμᾶς γιὰ τὴν Κύπρο. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Θὰ ξυπνήσει ὁ γίγαντας καὶ τότε θὰ τοὺς πάρει καὶ θὰ τοὺς σηκώσει…
Ἂς παραθέσω ὅμως τὰ λόγια της Δασκάλας τοῦ Γένους:
«–Κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες γινόταν τὸ μάθημά σας;
Ἔκανα μάθημα σὲ συνθῆκες Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Τοῦρκοι τσαούσηδες ἔστηναν αὐτὶ γιὰ νὰ ἀκοῦν τί λέμε. Πολλὲς φορὲς τὰ βράδια, βρώμιζαν τὸ σχολεῖο καὶ μεῖς τὸ καθαρίζαμε τὸ πρωί. Ὅσο γιὰ τὰ βιβλία, αὐτὰ ἔφθαναν στὰ χέρια μας ἀπὸ τὶς ἐλεύθερες περιοχὲς τὸν Μάρτιο.
–Τί κάνατε γιὰ νὰ διατηρήσετε τὸ ἐθνικὸ φρόνημα τῶν μαθητῶν σας;
Ἤμουν μαθήτρια τῶν μαθητῶν μου. Κάθε πρωὶ ζωγραφίζαμε στὸν πίνακα τὴν ἑλληνικὴ σημαία, γιὰ νὰ μὴν ξεχνοῦν. Ζητοῦσαν πολὺ νὰ κάνουμε ἱστορία, νὰ μιλᾶμε γιὰ ἥρωες καὶ Συναξάρια ἁγίων. Δὲν ἔσκυψαν ποτὲ τὸ κεφάλι, οὔτε φοβήθηκαν. (σ.σ. Αὐτὰ νὰ τὰ διαβάζουν οἱ ποικιλώνυμοι μεταπατερικοὶ ἐκκλησιομάχοι καὶ ἐπίβουλοι τῶν Θρησκευτικῶν καὶ τῆς Ἱστορίας).
–Ποιές ἦταν οἱ συνθῆκες ζωῆς τῶν ἐγκλωβισμένων;
Ζούσαμε μία νέα Τουρκοκρατία. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ μᾶς τὸ ἔκαναν οἱ ἔποικοι. Βίαζαν, δολοφονοῦσαν καὶ οἱ οἰκογένειες ποὺ εἶχαν κορίτσια ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὶς ἐλεύθερες περιοχές. Οἱ ἔποικοι ἦρθαν σὲ δύο δόσεις. Οἱ πρῶτοι ἦρθαν στὶς 25 Μαρτίου καὶ οἱ δεύτεροι τὸν Δεκαπενταύγουστο, ὅταν γιορτάζει ἡ Παναγία, γιὰ νὰ μᾶς ἐξευτελίσουν.
Ἐπίσης, νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι ὁ πατέρας μου, ὅταν χρειάστηκε ἐγχείρηση, πῆγε σὲ νοσοκομεῖο στὰ κατεχόμενα. Ἡ τομὴ ἔγινε σὲ σχῆμα μισοφέγγαρου καὶ τὸν ἕραψαν ὅπως ράβουν τσουβάλια μὲ πατάτες. Ἡ κατάστασή του ἐπιδεινώθηκε καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε.
Ἐπίσης, νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι ὁ πατέρας μου, ὅταν χρειάστηκε ἐγχείρηση, πῆγε σὲ νοσοκομεῖο στὰ κατεχόμενα. Ἡ τομὴ ἔγινε σὲ σχῆμα μισοφέγγαρου καὶ τὸν ἕραψαν ὅπως ράβουν τσουβάλια μὲ πατάτες. Ἡ κατάστασή του ἐπιδεινώθηκε καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε.
–Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὸ Σχέδιο Ἀνάν;
Ἀνάλγητοι ξένοι, ὑποστηρικτὲς τῆς Τουρκίας, χάριν τῶν στυγνῶν συμφερόντων τους καὶ ὑποτελεῖς στοὺς ξένους δικοί μας, μεθόδευσαν τὸ περιβόητο Σχέδιο Ἀνάν. Ὄχι γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Κύπρου. Ὄχι γιὰ ὅσα περιμέναμε ἀπὸ τὸν Ὀργανισμὸ Ἡνωμένων Ἐθνῶν. Οὔτε καὶ γιὰ τὶς ἀρχὲς καὶ ἀξίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ τουρκικοῦ ἐλέγχου σὲ ὁλόκληρη τὴν Κύπρο. Γιὰ τὴ διάλυση τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Γιὰ τὴ μετατροπὴ τῆς Κύπρου σὲ προτεκτοράτο. Γιὰ τὴν ἐπιβολὴ ἑνὸς ρατσιστικοῦ, ἀντιδημοκρατικοῦ καθεστῶτος διαχωρισμοῦ, μόνιμης καταπάτησης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιὰ τὴ νομιμοποίηση τοῦ παράνομου τουρκικοῦ ψευδοκράτους καὶ τῶν ἐποίκων».
–Ποιά εἶναι ἡ ἄποψή σας γιὰ τὸ βιβλίο ἱστορίας τῆς ϛ´ Δημοτικοῦ;
Τὸ βιβλίο Ἱστορίας εἶναι ἀπαράδεκτο. Χάνουμε τὴν ταυτότητά μας, ἐξευτελιζόμαστε μὲ τέτοια βιβλία. Ὁ πατέρας μου ἔλεγε ὅτι οἱ Τοῦρκοι θρησκεία δὲν ἔχουν καὶ θρησκεία τηροῦν. Ἐμεῖς ἔχουμε Ἱστορία καὶ Ἱστορία δὲν τηροῦμε».
Σπουδαῖα, τρανὰ λόγια. Τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ ποὺ οἱ τωρινοὶ τσαρλατάνοι τῆς ἱστοριογραφίας καὶ τῶν Μ.Κ.Ο. ἀπορρίπτουν, ζοῦσε καὶ βασίλευε στὴν Κύπρο ὣς τὰ χρόνια μας. Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν… Ὅταν τέτοιοι «μεταξένιοι» ἄνθρωποι, σὰν τὴν Ἑλένη Φωκᾶ, λένε Ἑλλάδα, ἐννοοῦν τάφο. Λόγος ἐθνικὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι νὰ μιλᾶς μὲς ἀπὸ τὸ μνῆμα. Νά, σὰν τὸν Αὐξεντίου, τὸν Γρηγόρη τὸν ἀντρειωμένο, ποὺ ἔγινε λαμπάδα τοῦ Γένους, στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 1957, ἐκεῖ στὸν Μαχαιρᾶ. (Στὸ χωριὸ Ἀκρίτας τοῦ Κιλκίς, δίπλα στὰ σύνορα μὲ τὸ σκοπιανὸ ψεῦδος, στέκεται ὁλόρθη προτομὴ τοῦ ἥρωα. Γύρω στὸ 1950 ὑπηρετοῦσε ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικὸς τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἐδῶ στὸν νομὸ Κιλκίς. Ἄραγε πῆγε ποτὲ ἕνα σχολεῖο νὰ τὸν τιμήσει, νὰ καταθέσει ἕνα δάφνινο στεφάνι στὴν μνήμη του; Προλαβαίνουμε ἀπὸ τοὺς ἀποκριάτικους χοροὺς καὶ τὶς λοιπὲς ἀξιολύπητες… ἐκδηλώσεις).
Κι ἂν «ἀνεβοῦμε» λίγο στὸν Μάρτιο, «θὰ σκοντάψουμε» στὶς 13, τότε ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἀνηφοριὰ καὶ τὰ σκαλοπάτια τῆς λευτεριᾶς ὁ Εὐαγόρας Παλληκαρίδης. Πῆγαν στὴν μάνα του, τὴν περήφανη Ρωμηὰ τῆς Κύπρου, νὰ τῆς ποῦν, νὰ πιέσει τὸ γιό της, ὥστε νὰ προδώσει. Οἱ λίρες πολλὲς καὶ ἕνα διαβατήριο οἰκογενειακὸ γιὰ τὴν Ἀγγλία. Τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ δὲν ἐγέννησα παιδὶ νὰ τὸ λαλοῦν προδότη/χαλάλι τῆς πατρίδας μου τὸ αἷμα τοῦ παιδιοῦ μου». Στὰ παλιὰ βιβλία Γλώσσας ϛ´ δημοτικοῦ (πρὸ τοῦ 2006) ὑπῆρχε, στὸ γ´ τεῦχος, ἕνα ὡραιότατο ποίημα γιὰ τὸν Εὐαγόρα, γραμμένο ἀπὸ τὸν Δωδεκανήσιο Φώτη Βαρέλη. Τὸ ἀντιγράφω:
«Ἐψὲς πουρνὸ μεσάνυχτα στῆς φυλακῆς τὴ μάντρα/ μὲς στῆς κρεμάλας τὴ θελιὰ σπαρτάραγε ὁ Βαγόρας. /Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δὲν τ’ ἄκουσε κανένας. /Ἡ μάνα του ἦταν μακριά, ὁ κύρης του δεμένος,/ οἱ νιοὶ συμμαθητάδες του μαῦρο ὄνειρο δὲν εἶδαν,/ ἡ νιὰ ποὺ τὸν ὁρμήνευε δὲν εἶχε νυχτοπούλι./ Ἐψὲς πουρνὸ μεσάνυχτα θάψαν τὸν Εὐαγόρα. /Σήμερα Σάββατο ταχιὰ ὅλη ἡ ζωὴ σὰν πρῶτα./ Ἐτοῦτος πάει στὸ μαγαζί, ἐκεῖνος πάει στὸν κάμπο, /ψηλώνει ὁ χτίστης ἐκκλησιά, πανὶ ἁπλώνει ὁ ναύτης/ καὶ στὸ σκολειὸν ὁ μαθητὴς συλλογισμένος πάει./ Χτυπᾶ κουδούνι, μπαίνουμε στὴν τάξη του ὁ καθένας./ Μπαίνει κι ἡ Πρώτη ἡ ἄταχτη κι ἡ Τρίτη ποὺ διαβάζει, /μπαίνει κι ἡ Πέμπτη ἀμίλητη, ἡ τάξη τοῦ Εὐαγόρα./
-Παρόντες ὅλοι;
-Κύριε, ὁ Εὐαγόρας λείπει.
-Παρόντες, λέει ὁ δάσκαλος, καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρέμει:
-Σήκω, Εὐαγόρα, νὰ μᾶς πεῖς ἑλληνικὴ ἱστορία.
-Κύριε, ὁ Εὐαγόρας λείπει.
-Παρόντες, λέει ὁ δάσκαλος, καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρέμει:
-Σήκω, Εὐαγόρα, νὰ μᾶς πεῖς ἑλληνικὴ ἱστορία.
Ὁ δίπλα, ὁ πίσω, ὁ μπροστά, βουβοὶ καὶ δακρυσμένοι,/ ἀναρωτιοῦνται στὴν ἀρχή, ὥσπου ἡ σιωπή τους κάμνει /νὰ πέσουν μ’ ἀναφιλητὰ ἐτοῦτοι κι ὅλη ἡ τάξη./ -Παλληκαρίδη, ἄριστα, Βαγόρα, πάντα πρῶτος, /στοὺς πρώτους πρῶτος, ἄγγελε πατρίδας δοξασμένης,/ σὺ μέχρι χθὲς τῆς μάνας σου ἐλπίδα κι ἀποκούμπι, /καὶ τοῦ σχολειοῦ μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία. /Τά ᾽πε κι ἁπλώθηκε σιωπὴ πὰ ‘στὰ κλαμένα νιάτα, /ποὺ μπρούμυτα γεμίζανε τῆς τάξης τὰ θρανία,/ ἔξω ἀπ’ ἐκεῖνο τ’ ἀδειανό, παντοτινὰ γεμάτο».
Τὸ πέταξαν ἔξω καὶ στὴ θέση του διδάσκουμε τὸν ἡρωισμὸ μέσῳ μιᾶς σαχλαμάρας μὲ τίτλο «Μὲ λένε Σόνια» (β´ τ., σελ. 62). Ἡ «Σόνια» εἶναι μία γάτα-ἥρωας, γιατί νιαούριζε καὶ ξύπνησαν οἱ γείτονες καὶ ἀποσοβήθηκε μία πυρκαγιὰ καὶ τὴν ἐπαινοῦν οἱ πυροσβέστες καί… δὲν συνεχίζω, γιατί «καπνίζουν τὰ μάτια μου» ἀπὸ ὀργή. Ὅπως τὸ εἶπε ἡ Δασκάλα, «ἐμεῖς ἔχουμε Ἱστορία καὶ Ἱστορία δὲν τηροῦμε», γιατί κυβερνάει τὸ σκουπιδαριό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου