Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Είναι και Χρόνος (3)

Συνέχεια από: Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Περί του ομώνυμου βιβλίου τού Martin Heidegger
Του Gerhard Krüger
στο περιοδικό Theologische Blätter, 1929, σελίδες 57-64


Πρέπει να κατανοηθεί «υπαρξιακά», και όταν την έχει κατανοήσει θεολογικά, τότε πρέπει να αντιμετωπίσει δια τής διαλεκτικής την παρεξήγηση, πως «υπήρξε» μια για πάντα η αποκάλυψη: όλα όσα ειπώθηκαν πρέπει να τίθενται με επιμονή υπό ερώτημα. Πρόκειται εδώ περί πράγματος θεμελιώδους, που διαποτίζει κάθε μεμονωμένη πρόταση: πρόκειται περί ενός οντολογικού προβλήματος. Πώς μπορεί να κατανοηθεί το είναι ενός όντος (das Sein eines Seienden), σε ποιον «ορίζοντα» πρέπει να ιδωθεί, αυτό είναι το συγκεκριμένο ερώτημα περί της ανθρώπινης καταστάσεως, εντός τής οποίας και μόνο μπορεί να γίνει λόγος περί όντος. Το ερώτημα περί της κατάλληλης ερμηνείας τής ιδίας υπάρξεως είναι στην θεολογία προϋπόθεση για την ορθή ερμηνεία τών χριστιανικών μαρτυριών. Πώς πρέπει για παράδειγμα να κατανοηθεί η εσχατολογία τής Καινής Διαθήκης (Κ. Δ.); θέλει η Κ. Δ. να μας πει απλώς πως θα «συμβούν» διάφορες καταστροφές, οι οποίες θα «ιδωθούν» τότε; Είναι μήπως το χρονικό σημείο τής καταστροφής σημαντικό; Πρέπει να κατανοηθεί το εσχατολογικό «τότε» ή το «σήμερον, τό σήμερον» τού Ευαγγελισμού ως ένα «χρονικό δεδομένο» το οποίο βρίσκουμε στο ημερολόγιο; Πως «είναι» ο χρόνος για τον οποίο εδώ γίνεται λόγος; Σε ποιον ορίζοντα μπορεί αυτός ο χρόνος να κατανοηθεί ως ον;
Και έτσι το αρχαίο ερώτημα περί του Είναι (Sein) έχει και σήμερα μια θεμελιώδη σημασία. Ο Heidegger δίνει μια ερμηνεία περί τού τρόπου τού «είναι» τού ανθρώπου, ερμηνεύοντας το είναι ως Dasein (είναι στο παρόν). Γιατί ο άνθρωπος είναι αυτός που ρωτά περί του είναι. Εξαρτάται από την κατανόηση τού εαυτού του (Selbstverständnis), εάν και πως κατανοεί το Είναι. Η ερμηνευτική του Dasein, αυτή η εξειδικευμένη οντολογία, έχει την λειτουργία μιας «θεμελιώδους θεολογίας» (Fundamentaltheologie) (Ε. και Χ., σελ. 37). Πρέπει (η ερμηνευτική) να καταστήσει σαφές, κατά πόσον το «πως» του Dasein, διακρίνει στο θεωρητικό επίπεδο, την «ύπαρξη» (με την σημασία που δίνει στην έννοια ο Kierkegaard)  από την «προ-χειρότητα» (Zuhandenheit-ιδιότητα ενός πράγματος να βρίσκεται διαθέσιμο) των χρηστικών πραγμάτων και  τής «περιβάλλουσας φύσης» (Umweltnatur) από την μια, και της απλής παρεύρεσης (Vorhandenheit) των πραγμάτων από την άλλη. Η «ύπαρξη» είναι-σε ακραία αντίθεση προς την διαθεσιμότητα- ένα είναι, στο οποίο το ον δεν είναι «απλό», αλλά τέτοιο, ώστε μέσα «στο είναι του αυτό να ενδιαφέρεται για το ίδιο αυτό είναι» (σελ. 12). Το ανθρώπινο Dasein, με το να «υπάρχει» (existieren) έχει στην ουσία μια κατανοούσα σχέση προς το είναι (Sein) του. Είναι δηλαδή οντολογικό (ontologisch). Ο Heidegger διακρίνει όμως ξεκάθαρα μεταξύ της οντικής, (ontisch) υπαρξιακής (existentiell) κατανόησης, την οποία το Dasein διαθέτει από μόνο του, ως ον (Seiendes), και της οντολογικής, «υπαρκτικής» (existenzial) κατανόησης που διαθέτει, φιλοσοφικά, από το γεγονός πως είναι Είναι (Sein). Η ερμηνευτική του Dasein είναι «υπαρκτική αναλυτική» (existenziale Analytik) που δεν ασχολείται με τις συγκεκριμένες, πραγματικές δυνατότητες ύπαρξης, αλλά με την «υπαρκτικότητα» (Existenzialität) της ύπαρξης. Το φαινόμενο της ύπαρξης είναι το προσανατολίζον θεμελιώδες φαινόμενο (Grundphänomen), παρά την γενική φιλοσοφική του σύλληψη.
[Από μια κριτική του Rafael Capuro στο έργο τού Franco Volpi, «Heidegger e Aristotele»: ο Volpi κάνει ένα παραλληλισμό μεταξύ των τριών τρόπων υπάρξεως κατά τον Heidegger, δηλαδή Dasein, Zuhandenheit, Vorhandenheit και των αριστοτελικών διακρίσεων πράξις, ποίησις και θεωρία. Η αντιστοιχία Dasein και πράξεως φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξενη. Ο Volpi καταδεικνύει στο σημείο αυτό την αποφασιστική ρήξη/διείσδυση του Heidegger στην κριτική που άσκησε στον μέχρι τότε επικρατούντα διανοητικό-θεωρητικό προσδιορισμό του ανθρώπου... Ο νους πρακτικός του Αριστοτέλη παραλληλίζεται με την έννοια «Verstehen», κατανόηση, του Heidegger.]
Στην υπόθεση εργασίας αυτής της διερεύνησης εκφράζεται ολόκληρη η διαφορά μεταξύ της κατάστασης της αρχαιότητας και της σήμερα δυνατής οντολογίας: ενώ η ερμηνεία του όντος στον Αριστοτέλη προσανατολίζεται στον δεδομένο κόσμο (και μάλιστα με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, που πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω), η σημερινή οντολογία δεν μπορεί παρά να αναφέρεται  στήν «ύπαρξη». Στον βαθμό που η οντολογία «ορίζει το τέλος του νοήματος κάθε φιλοσοφικής ερώτησης, εκεί από όπου πηγάζει και εκεί όπου επιστρέφει» (σελ. 38, 436), δηλαδή στην ύπαρξη τού φιλοσόφου, γίνεται κατανοητό γιατί έχουν έτσι τα πράγματα: ως την ουσία ιστορικώς υπάρχουσα, η φιλοσοφία δεν μπορεί να παραβλέψει, πως οι δυνατότητες ύπαρξης και κατανόησης (και με τον τρόπο αυτό οι «ορίζοντες» του ερωτάν) έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά σε σύγκριση με την αρχαιότητα: η αναλυτική τού Dasein του Heidegger δίνει-με ένα μέχρι τώρα μη διαπιστωμένο τρόπο-χώρο στο δεδομένο, πως η σημερινή μας ζωή (άμεση, και προπάντων έμμεση) καθορίζεται από ένα χριστιανικό παρελθόν. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το δεδομένο: είμαστε το παρελθόν μας. Ο τρόπος όμως της φιλοσοφικής τοποθέτησης προς αυτό, ο τρόπος κατανόησης του, όπως και κάθε άλλου πράγματος, κυριαρχείται από την εντελώς ξεριζωμένη οντολογία της αρχαιότητας.[ Δέν είχε τό υποκείμενο σάν ρίζα, οπωσδήποτεΑυτό μπορεί να μας το δείξει ένας στοχαστής όπως ο Hegel, που είχε θέσει ως σκοπό την οικειοποίηση και τελείωση της χριστιανικής παράδοσης ως προς το περιεχόμενο. Ως προς τις έννοιες του όμως μένει ανεπηρέαστος από αυτήν. Ο Hegel εκκοσμικεύει το χριστιανικό πρόβλημα της συμφιλίωσης Θεού και ανθρώπου, ως προς την κατανόηση, μέσα στην οποία βάζει την διαλεκτική «συμφιλίωση» του απείρου με το πεπερασμένο. Και αυτό δεν είναι καθόλου αδιάφορο! Για τον λόγο αυτό ο Kierkegaard επιτέθηκε στον Hegel, αντιπαραθέτοντας στον τόπο του «πνεύματος του κόσμου» τον τόπο του «υπάρχοντος» ατόμου. Ενώ όμως ο Kierkegaard παραμένει εννοιολογικά φυλακισμένος στην διαλεκτική του Hegel και καταπολεμά μόνο τις συνέπειες του τρόπου σκέψης του Hegel, ο Heidegger προσπαθεί να βρει μέσα στην «εν γενέσει ύπαρξη» (werdende Existenz) τις έννοιες, τον ορίζοντα δηλαδή της φιλοσοφικής κατανόησης και σύλληψης. Η προσπάθεια αυτή δεν θέλει να γίνει αντιληπτή, θέλει να γίνει κατανοητή δια της έρευνας. Έτσι εξηγείται η καινούργια ορολογία του και η φαινομενικά αχρείαστη αυθαιρεσία της. Αν ο Kierkegaard έχει δίκαιο τουλάχιστο στο ένα σημείο, πως το άτομο, «εκείνο» το άτομο, είναι το μόνο ον με το οποίο ασχολείται η χριστιανική διδασκαλία, τότε η προσπάθεια αυτή του Heidegger αξίζει την μέγιστη προσοχή από πλευράς της θεολογίας.


Αμέθυστος

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: