ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
Συνέχεια από Δευτέρα, 4Δεκεμβρίου 2017
ΙIΙ
«Η ΦΥΣΗ ΑΓΑΠΑ
ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ»
4. Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΗ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
1. Η θεολογική φυσική
Πριν εκθέσουμε τον τρόπο με τον οποίον οι Αρχαίοι και οι Σύγχρονοι
ερευνητές προσπάθησαν να αποκαλύψουν και να αναδείξουν τα μυστικά τής φύσης, θα
ήταν χρήσιμο να αναρωτηθούμε ποιο δρόμο ακολούθησε, στην αρχαία παράδοση, η
περίφημη ρήση τού Ηράκλειτου.
Θα χρειαστούν πέντε αιώνες για να εμφανισθεί μια αναφορά που να αποδίδει
ρητά στον Ηράκλειτο τον γνωστό μας αφορισμό, ο οποίος και αποτελεί ένα από τα
βασικά θέματα αυτού του δοκιμίου. Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, η
εξέλιξη τής έννοιας τής φύσης
και η επικράτηση τής μεταφορικής σημασίας τών «μυστικών τής φύσης», οδήγησε
τους φιλοσόφους στην αντίληψη ότι ο αφορισμός τού Ηράκλειτου σήμαινε «Η Φύση
αγαπά να κρύβεται». Δεδομένου ότι αυτή η μεταφορική σημασία ήταν αρκετά
διαδεδομένη στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι
η αναφορά στον αφορισμό αναδείκνυε τις δυσκολίες που εμφανίζονται κατά την
προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τα φυσικά φαινόμενα και να οικοδομήσει την «φυσική» πλευρά τής
φιλοσοφίας. Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Όταν ο Φίλων από
την Αλεξάνδρεια, στις αρχές τής μ. Χ. εποχής, ο Πορφύριος και ο Ιουλιανός, ή ο
Θεμίστιος, κατά τους 3ο και 4ον αιώνα, αναφέρονται στη
ρήση τού Ηράκλειτου, παρότι το υποκείμενό της είναι η «Φύση», αντικείμενό της
είναι το θείο στοιχείο ή οι θεοί και ο λόγος περί των θεών, δηλαδή η θεολογία.
Ο Ιουλιανός για παράδειγμα αναφέρεται σχετικά σε τελεστική και μυσταγωγική
θεολογία.
Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ως εξής: για τους Αρχαίους Έλληνες, η λέξη
«θεολογία», που γεννά σ’ εμάς μεταφυσικούς συμβολισμούς, αναφερόμενους στα
θρησκευτικά δόγματα ή τα ιερά κείμενα, είχε πολύ διαφορετικό νόημα. Η
«Θεολογία», που σήμαινε «λόγος περί των θεών», χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχήν
σχετικά με τον «περί των θεών λόγο» που αποδίδουν τα έργα τού Ομήρου, τού Ησιόδου
και τού Ορφέα. Οι ποιητές αυτοί χρησιμοποίησαν τις θρησκευτικές αναπαραστάσεις
και τους παραδοσιακούς μύθους, μερικές φορές ακόμη και όσους προέρχονταν από
την Εγγύς Ανατολή, για να περιγράψουν τη γενεαλογία τών θεών και να διατυπώσουν
έτσι μια πρωτόλεια ερμηνεία τής γένεσης τών πραγμάτων (φύσις), προσωποποιώντας τά φυσικά φαινόμενα: για παράδειγμα ο Ουρανός γονιμοποιεί τη Γη (Γαία) σκορπίζοντας βροχή.
Δεν θα πρέπει επομένως να μας ξαφνιάσει το γεγονός ότι οι λέξεις φυσιολογία, «λόγος περί της φύσεως»,
και θεολογία, «λόγος περί των
θεών», συνδέονται άμεσα, όπως σε αυτό το κείμενο του Πλούταρχου, πλατωνικού
φιλοσόφου του 1ου αιώνα μ. Χ.:
«Το ότι για του Αρχαίους, τόσο τους Έλληνες
όσο και τους Βαρβάρους, η φ υ σ ι ο λ ο γ ί α
ήταν ένας λόγος περί της Φύσεως
που περιβαλλόταν από μύθους, μια θεολογία συχνά
καλυπτόμενη από αινίγματα και κρυφά νοήματα, που σχετίζεται με Μυστήρια, και το
ότι για τις μάζες αυτό που λέγεται είναι λιγότερο σαφές από αυτό που δεν
λέγεται, κι αυτό που δεν λέγεται είναι ακόμη πιο προβληματικό από αυτό που
λέγεται, τούτο γίνεται προφανές αν λάβουμε υπόψη τα ορφικά ποιήματα και τους
λόγους των Αιγυπτίων και των Φρυγών. Εκείνο όμως που αποκαλύπτει κυρίως τη
σκέψη των Αρχαίων είναι οι μυστικές ιεροτελεστίες των μυήσεων και το συμβολικό
περιεχόμενο των θρησκευτικών τελετών».
Επομένως, οι τελετές και οι μύθοι περιείχαν μια κρυφή διδασκαλία σχετικά
με τη φύση. Η συνάντηση αυτής τής ποιητικής θεολογίας, που συνδεόταν εξ άλλου με
παγανιστικές λατρείες, με τον φιλοσοφικό στοχασμό, οδήγησε σε σύγκρουση. Οι
αποκαλούμενοι φυσικοί
καταδίκασαν την μυθική αναπαράσταση τών θεών, αποδίδοντας τη γέννηση τού κόσμου
σε καθαρά υλικές αιτίες. Φιλόσοφοι όπως ο Ξενοκράτης και ο Αναξαγόρας κατέκριναν
ρητά την ποιητική θεολογία. Και τον 5ο αιώνα π. Χ., με τους Σοφιστές, συντελέστηκε
ένας πραγματικός Διαφωτισμός, κατά
τον οποίον αμφισβητήθηκε η ύπαρξη τών θεών, αποκαλούμενη είτε ποιητική
φαντασία, είτε κοινωνική σύμβαση. Η συνθήκη αυτή οδήγησε τους φιλοσόφους τής
πλατωνικής- στωικής παράδοσης να αναπτύξουν ένα είδος διπλής αλήθειας. Αφ’ ενός
συμφώνησαν να αφήσουν άθικτες τις ποιητικές και θρησκευτικές παραδόσεις,
απαραίτητες για τον λαό, αφού αποτελούσαν τη βάση τής παιδείας και τής επίσημης
θρησκείας τής πόλης. Αλλά από μιαν άλλη σκοπιά, οι φιλόσοφοι αυτοί θεώρησαν ότι
οι ποιητές τής παλαιάς εποχής, με καλυμμένο και αινιγματικό τρόπο δίδαξαν υπό
το πέπλο τού μύθου μιαν ολόκληρη επιστήμη τής φύσεως, που δεν είναι άλλη από
την πλατωνική και στωική επιστήμη περί τής φύσεως. Με τη βοήθεια μιάς εύστοχης
ερμηνείας, που αποκαλείται «ερμηνεία αλληγορική» (αλληγορείν σημαίνει αφήνω να εννοηθεί κάτι διαφορετικό από αυτό
που λέγεται), το γράμμα τού κειμένου μάς αποκαλύπτει το κρυφό, φιλοσοφικό
νόημα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Emile Bréhier, η εφαρμογή αυτής τής μεθόδου γίνεται εμφανής όταν, εξ αιτίας τής
εξέλιξης τής σκέψεως, θα χρειαστεί να συμβιβαστούν οι παραδοσιακές με νέες
ιδέες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ήδη από τον 6ο π. Χ. αιώνα
στον σχολιαστή τού Ομήρου Θεαγένη από το Ρήγιο, τού οποίου το έργο δυστυχώς
γνωρίζουμε μόνο από πολύ μεταγενέστερες μαρτυρίες, αλλά είχε προτείνει, όπως
φαίνεται, μιαν αλληγορική ερμηνεία, φυσικής (η διαμάχη των θεών καθίσταται μια
διαμάχη ανάμεσα στα στοιχεία) και ηθικής προέλευσης των ποιημάτων τού Ομήρου,
ίσως αντιδρώντας στην έντονη κριτική τής ομηρικής μυθολογίας από τον Ξενοφάνη. Τον
4ον αιώνα, ο περίφημος πάπυρος τού Δερβενίου προτείνει μιαν
αλληγορική ερμηνεία ενός ορφικού ποιήματος, ερμηνεία που αναζητεί στο κείμενο που σχολιάζει μια κρυφή γνώση φυσικής
τάξεως. Στο ποίημα αυτό ο Δίας ταυτίζεται με τον αέρα, θυμίζοντας τόν Διογένη
τον Απολλώνιο. Ο Ξενοκράτης από την πλευρά του, μαθητής τού Πλάτωνα, θα δώσει
θεία ονόματα στα στοιχεία τής φύσης. Και ο Αριστοτέλης δεν θα παραλείψει να
προσδώσει μιαν αλληγορική ερμηνεία στη χρυσή
αλυσίδα τού Ομήρου, εικονίζοντας τη θεωρία του Πρώτου Κινούντος.
Οι Στωικοί όμως υπήρξαν αυτοί που κυρίως χρησιμοποίησαν συστηματικά αυτή
τή μέθοδο στο θεολογικό περιεχόμενο τής φυσικής τους προσέγγισης. Για
παράδειγμα ερμήνευσαν τή γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι τού Δία σύμφωνα με τη
θεωρία τους, που τοποθετεί το όργανο τής σκέψης στο στέρνο: Η Αθηνά, που
εκπροσωπεί τη σκέψη, δημιουργήθηκε στο στέρνο τού Δία, αλλά εξήλθε από το
κεφάλι του, επειδή η σκέψη εκδηλώνεται δια της φωνής. Η πεολειχία του Δία από
την Ήρα, που απεικονίζεται σε έναν πίνακα της Σάμου, αποδεικνύει γι’ αυτούς ότι
η ύλη δέχεται τούς σπερματικούς λόγους, για να προβεί στην οργάνωση τού κόσμου.
Οι Στωικοί λοιπόν επιχείρησαν να παρουσιάσουν τις περί φυσικής θεωρίες τους,
που συνήγαγαν από τις αρχές τής φιλοσοφίας τους ή εμπνεύστηκαν από τους
προσωκρατικούς, με προκάλυμμα τους μύθους που δανείστηκαν από τα κείμενα τού Ομήρου και τού Ησιόδου. Αναφερόμενος στην ερμηνευτική τους μέθοδο, ο Κικέρων
διατυπώνει με σαφήνεια κάτι που αναλογεί σε κάθε αλληγορική ερμηνεία, και
αποτελεί ακόμη και σήμερα χαρακτηριστικό τών συγχρόνων ερμηνευτικών μεθόδων:
«Ο Χρύσιππος επιχειρεί να προσαρμώσει τις
μυθικές περιγραφές του Ορφέα, του Ομήρου και του Ησιόδου, έτσι ώστε αυτοί οι
αρχαίοι ποιητές, που δεν είχαν καμιάν ιδέα από τις θεωρίες τους, να
μεταλλαχθούν σε στωικούς».
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να επιδίδεται σε ευφυή τεχνάσματα,
προκειμένου να «ανακαλύψει» σε αρχαία κείμενα «σύγχρονες» θεωρίες.
Το αποτέλεσμα είναι η εκλογίκευση της θρησκευτικής παράδοσης. Όπως
δηλώνει ο Gaius Aurelius Cotta στον στωικό Balbus, στον διάλογο Περί της φύσεως τών
θεών τού Κικέρωνα:
«Το γεγονός ότι κοπιάζετε τόσο πολύ
προκειμένου να δικαιώσετε αυτούς τους μύθους […] αποδεικνύει ότι η
πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτό που πιστεύουν οι άνθρωποι: αυτοί
που αποκαλούμε θεούς δεν είναι παρά φυσικά φαινόμενα (rerum naturas), και όχι θεϊκά
πρόσωπα».
Ασφαλώς οι
Στωικοί αποδέχονται αυτό το συμπέρασμα, απαντώντας ότι μοναδικός Θεός είναι η
Φύση. Κατ’ αυτούς οι θεοί τής μυθολογίας αποτελούν διαφορετικές εκδοχές του
ενός Θεού που είναι η Φύση. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους φιλοσόφους που
χρησιμοποίησαν την αλληγορική μέθοδο, οι στωικοί δεν περιορίσθηκαν μόνο στο να
ταυτίσουν τους θεούς και τις θεές με τα φυσικά στοιχεία, αλλά θεώρησαν ότι
αυτοί οι διαφορετικοί θεοί δεν είναι παρά διαδοχικές μορφές μιας και μοναδικής
δύναμης. Θα παραθέσουμε εδώ μια σχετική με αυτό το θέμα σύνοψη του Διογένη του
Λαέρτιου:
«Ο Θεός […] είναι δημιουργός του σύμπαντος
και σαν πατέρας φροντίζει τα πάντα από κοινού, και το καθένα χωριστά. Του
αποδίδονται πολλά ονόματα, ανάλογα με τις ιδιότητές του. Τον ονομάζουν Δία,
διότι τα πάντα υπάρχουν «δι’ αυτού», Ζήνα (Ζευς), επειδή είναι αίτιος της ζωής,
ή συντηρεί τη ζωή, Αθηνά, επειδή το ηγεμονικό του μέρος εκτείνεται μέχρι τον
αιθέρα, Ήρα, επειδή εκτείνεται στον αέρα, Ήφαιστο, επειδή εκτείνεται στην
τεχνητή φωτιά, Ποσειδώνα, επειδή εκτείνεται στο υγρό στοιχείο και Δήμητρα
επειδή εκτείνεται στη γη».
Οι Στωικοί εκφράζουν μια δυναμική αντίληψη για τη Φύση. Το βιολογικό
μοντέλο που εμπνεύστηκαν περιλαμβάνει τη σπορά, η οποία ακολουθεί ένα
προκαθορισμένο πρόγραμμα ανάπτυξης και συνθέτει έναν οργανισμό. Η πρωταρχική δύναμη
που περιέχει τα αρχικά σπέρματα προσλαμβάνει διαδοχικά, κατά την επέκτασή της,
τις διάφορες μορφές τών στοιχείων, που θα αποτελέσουν τον κόσμο, ενώ στη
συνέχεια συμπυκνώνεται πάλι, έτσι ώστε ο κόσμος να εκμηδενίζεται, και να
παραμένει μόνο αυτή η δύναμη, η οποία κατόπιν διαχέεται και πάλι, γεννώντας για
μιαν ακόμη φορά, και στη συνέχεια αενάως, τον ίδιον κόσμο. Η αλληγορική
ερμηνεία αυτής της διαδικασίας παρουσιάζει τον Δία να μεταλλάσσεται σε Αθηνά,
κατόπιν σε Ήρα κ.ο.κ. Έτσι το σύμπαν υπόκειται σε περιόδους, δηλαδή σε μιαν
ακολουθία διαστολών και συστολών χωρίς τέλος. Η Φύση επομένως θα μπορούσε να
είναι Θεός στη φάση τής επέκτασής της. Κατά τον Σενέκα, η Φύση, δηλαδή η
διαδικασία δημιουργίας και καταστροφής, ολοκληρώνεται καθώς τερματίζεται κάθε περίοδος
(cessante natura), όταν ο Ζευς επανέρχεται στον εαυτό του. Τα ονόματα των θεών
χρησιμεύουν τελικά στην φανταστική απεικόνιση και προσωποποίηση τών
διαφορετικών φάσεων τού σύμπαντος, και δίνουν την εντύπωση ότι ακόμη και στις
αρχαιότερες παραδόσεις είχε διαφανεί η θεωρία τών Στωικών. Ταυτόχρονα, η θεωρία
θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή κατά το γράμμα, προς όφελος του λαού, διότι η φιλοσοφία γνώριζε ότι η Φύση έχει ένα
κρυφό φιλοσοφικό νόημα.
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε, κυρίως στην στωική παράδοση, και ίσως και
στην πλατωνική, μια διπλή όψη τής «φυσικής». Αφ’ ενός την καθαυτό φυσική, που
ερευνά τη δομή τών σωμάτων, τις κινήσεις και
τις αιτίες τών φυσικών φαινομένων. Υπάρχει όμως και ένα τμήμα τής
φυσικής που οφείλει να αναφερθεί στους θεούς, επειδή οι μυθικές παραδόσεις και
η θρησκεία τα συσχετίζουν με τα φαινόμενα τής φύσης, μια φυσική που επομένως
είναι «θεολογική», χρησιμοποιεί την αλληγορική εξηγητική μέθοδο, και συνιστά
επομένως την ευγενέστερη εκδοχή τής φιλοσοφίας. Ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος
αναφέρονται μάλιστα σε μια μυστηριακή μύηση. Θα πρέπει επίσης να διακρίνουμε
τρείς βασικές σημασίες του όρου «θεολογία», η οποία μπορεί είτε να προσδιορίζει
το μυθικό πλαίσιο τής αρχαίας θεογονίας ή τών θρησκευτικών κειμένων· είτε να
αναφέρεται στην αλληγορική ερμηνεία τών μύθων· είτε τέλος να σηματοδοτεί την
θεωρία τών πρώτων αρχών, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη ή των Νεοπλατωνικών.
Για όσους αναφέρονται στον αφορισμό του Ηρακλείτου, από τον 1ο
ως τον 4ον αιώνα μ. Χ., η Φύση που κρύβεται, είναι επομένως η θεία
Φύση, είτε πρόκειται για ένα Θείο στοιχείο γενικά, είτε για μια πληθώρα από
θεούς που είναι παρόντες στη Φύση. Ο γεωγράφος Στράβων για παράδειγμα, μοιάζει
να υπαινίσσεται αυτόν τον αφορισμό, όταν γράφει σχετικά με τις μυστηριακές
τελετές, όπως τα Ελευσίνια:
«Το κρυφό και το μυστικό πνεύμα μέσα στο
οποίο εκτυλίσσονται αυτές οι τελετές (μυστήρια) προβάλλουν το θείο στοιχείο,
διότι μιμούνται τη φύση του θείου που διαφεύγει από τις αισθήσεις μας.»
Θεωρώ πολύ πιθανό, παρότι κανένα κείμενο δεν
το πιστοποιεί, ότι οι Στωικοί είναι οι πρώτοι που καθιέρωσαν αυτή τη σχέση
ανάμεσα στη «φύση που κρύβεται» τού Ηράκλειτου και στο θείο στοιχείο, καλυμμένη
από τους μύθους και αποκαλυπτόμενη δια τής αλληγορικής ερμηνείας τους.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου