Ο επετειακός εορτασμός της Επανάστασης, με αφορμή μάλιστα τα διακόσια χρόνια από την έκρηξή της, έφερε, όπως ήταν φυσικό, στο προσκήνιο, ξανά, το περί ιστορικής μεθόδου ερώτημα, με δεδομένη μάλιστα την κατ’ουσίαν παγιωμένη πλέον σήμερα (με όλη την συμπαρομαρτούσα επηρμένη «επιστημονικήν» οφρύ) ερμηνευτική της αποδόμησης, η οποία υποτίθεται πως αποσβήνει όλα τα «μυθολογικά» στοιχεία των ιστορικώς πεπραγμένων και μας αφήνει γυμνούς και τεθλιμμένους απογόνους καχεκτικών νάνων, αντί των πριγκίπων με τους οποίους η δήθεν μυθολογούσα ιστοριογραφία των σχολικών μας χρόνων μας εθάμπωσε. Είναι σημαντικό νομίζω το γεγονός πως, μέσα στην τοξική ατμόσφαιρα της σημερινής Ελληνικής ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, που έχει βαλθεί να αποστραγγίσει τα όποια κατάλοιπα ιστορικής μνήμης μας, κατά ένα τρόπο στην κυριολεξία μοναδικό στον σημερινό Δυτικό κόσμο (ο οποίος, αντίθετα, είναι ακόμη, ως επί το πολύ, τόπος ισχυρά εθνικής ιστορικής μνημοσύνης) προβάλλουν κάποτε άνθρωποι που έχουν το κουράγιο να απορρίπτουν το παραλήρημα μιας εικονοκλαστικής ιστορικής ψευδο-αντικειμενικότητας (η οποία αντλεί την αυθεντία της ακριβώς από την εικονοκλαστικότητά της) και να αφήνουν χώρο στα δικαιώματα του μύθου, μιάς μυθολόγησης που τρέφει παιδαγωγικά όλες μα όλες τις ανθρώπινες κοινότητες επί της γης. Άλλωστε και η εικονοκλαστική δήθεν αντικειμενικότητα δεν είναι παρά μια αντεστραμμένη (κρυπτο-)ανα-μυθολόγηση της ιστορίας, κάποτε δε και κολόβωση των γεγονότων της, με σαφείς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Το τελευταίο αυτό δράμα εκφράζεται εξαίρετα με το σχετικό ανέκδοτο, όπου κάποιος ερωτά ποιός άνθρωπος είναι πιό δυνατός από τον Θεό. «Ο ιστορικός», είναι η απάντηση. Γιατί; «Διότι ο ιστορικός μπορεί να αλλάξει το παρελθόν, ενώ ο Θεός δεν μπορεί». Και είναι ο Όργουελ στο εφιαλτικό του «1984» που έδειξε πόσο τερατώδεις φτάνουν να γίνουν αυτού του είδους οι επιδόσεις.
Το ερώτημα ωστόσο που εγείρεται μοιάζει λογικό: πέραν τής, ως ένα βαθμό νόμιμης μυθολόγησης (άν συμφωνήσουμε πρόχειρα στην χρήση αυτού του όρου που κατά την γνώμη μου είναι ανακριβής – πρόκειται στην πραγματικότητα για αυτο-παιδαγωγική, αυτο-βεβαιωτική και αυτο-παρηγορητική ερμηνευτικήν υπερβολή, προς την μιά ή την άλλη κατεύθυνση), η οποία , όπως είπαμε, συμβαίνει σε όλους , μα όλους τους πολιτισμένους και μη λαούς της γης ( η Αγγλική ιστορία που πριν πολλά χρόνια έμαθαν τα παιδιά μου στο Καίμπριτζ, ως μαθητές, δεν είχε σχεδόν καμμιά σχέση με αυτήν που έμαθαν, αμέσως μετά, ως μαθητές Ελληνικών σχολείων!..), υπάρχει τρόπος να αφουγκρασθούμε την «πραγματικήν» ιστορία των «πραγματικών» ανθρώπων και γεγονότων; Ή μήπως πρόκειται απλώς, στο τέλος, για παράλληλες μυθολογήσεις, «συντηρητικές» ή εθνικιστικές απο τη μιά και εθνο-μηδενιστικές ή «προοδευτικές» (κρυπτο-)μυθολογήσεις από την άλλη, αλληλο-καταγγελλόμενες και αλληλο-υπονομευόμενες, με τον κυρίαρχο εξουσιαστικό λόγο να ενισχύει εν Ελλάδι απλώς σήμερα κατακλυσμικά τις δεύτερες, ενώ δήθεν θα έπρεπε να δώσει τόπο και στις πρώτες (κάτι που, ούτως ή άλλως, είναι αδύνατο να συμβεί στην ισχυρότατα ακόμη ποθούσα την πνευματική της αποίκιση (στα Ελληνικά, colonization) και αποδόμηση (στα Ελληνικά, deconstruction) αυτή χώρα). Ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα, όπως έχουμε ξαναπεί, έχει επιθετικό (στην πραγματικότητα, μανιο-καταθλιπτικόν ) χαρακτήρα, με αιχμή του μανιο-καταθλιπτικού δόρατος κάποιους ιστορικούς κοινωνιολόγους (χώρος όπου τελευταίως παρατηρείται ωστόσο μιά ευτυχής ανάκαμψη) και κορυφή της κορυφής ιστορικούς, οι οποίοι έχουν αναλάβει, εργολαβικά σχεδόν, την κατεδάφιση όλων των ταυτοτικών στοιχείων του τόπου τους – στους χώρους της φιλολογίας, της φιλοσοφίας και της θεολογίας υπάρχει επίσης κρίση , αλλά και φωνές και τάσεις ελπιδοφόρες. Ομολογώ μετά συντριβής ότι έχω πάρα πολλά χρόνια να πιάσω ένα στοχαστικό, πεπαιδευμένο και ισορροπημένο βιβλίο Έλληνα ιστορικού στα χέρια μου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και γνωρίζω πως ό,τι τυχόν πραγματικά δημιουργικό, και όχι αποδομητικά προκατειλημμένο, πάει να ξεκινήσει προς την κατεύθυνση αυτή, βάλλεται λυσσωδώς από το μέτριο πλην «προοδευτικό» κατεστημένο – το οποίο φοβούμαι ότι προάγει έτσι ανεπίγνωστα αυτό που έχω προσφάτως ονομάσει βελούδινο ολοκληρωτισμό (βλ. το βιβλίο μου Η Ανοικτή Ιστορία και οι Εχθροί της: η Άνοδος του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού, Αρμός 2020).
Δεν είμαι ιστορικός (ευτυχώς – είναι ένα είδος μαρτυρίου το να είναι κανείς ιστορικός στην Ελλάδα σήμερα), αλλά ανήκω, όπως λέμε, στον θεωρητικό ή «συστηματικό» χώρο – συναντώ όμως την ιστορία σε κάθε μου βήμα και είμαι αναγνώστης της. Τίποτε πιό κοινό από το να ακούσετε σε συνάξεις ή συνέδρια θεωρητικών της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της κοινωνιολογίας κλπ, πως μιά συγκεκριμένη αίφνης ερμηνεία προβλήματος τινος, είναι λαθεμένη, επειδή δεν είναι , στα θεμέλια των επιχειρημάτων της, «ιστορικά ορθή» – είτε πρόκειται για ανάγνωση κειμένων, ή γεγονότων προς ερμηνεία. Το αίτημα της historical justice ακούγεται παντού συνεχώς και συχνά μέχρις υπερβολής, μιάς υπερβολής που κάποτε ανάγκασε τον Χάϊντεγκερ να πει πως «αν αυτό που λέγω δεν είναι καλός Αριστοτέλης, είναι όμως καλός Χάϊντεγκερ». Ιλιγγιά ωστόσο κανείς αναλογιζόμενος το μέγεθος της υπερβολής παιδείας αλλά και ευαισθησίας που πρέπει να έχει ένας ιστορικός για να μπορέσει να αντιληφθεί, στοιχειωδώς έστω, το βάθος και το πνεύμα μιάς σημαντικής εποχής και να δημιουργήσει ιστορικά κριτήρια επαρκή, για να την «δικαιώσει». Πέραν όμως των εφικτών ή ανέφικτων υπερβολών, το αδήριτο ερώτημα παραμένει: υπάρχει μια ιστορική αντικειμενικότητα, και πώς αυτή πρέπει να γίνει αντιληπτή; Και μάλιστα, συγκεκριμενοποιούμενο το ερώτημα στο δικό μας εν προκειμένω ζήτημα: Πώς θα βγάλουμε άκρη με το θέμα της πραγματικής ιστορίας της καταγωγικής για τον τόπο Επανάστασης του 1821;
Θεωρώ προσωπικά το όλο πρόβλημα, για τον Δυτικό κόσμο, θεωρητικά τουλάχιστον, ως ένα σημείο εν πολλοίς λυμένο, ειδικά με τον Γκάνταμερ και εξίσου κοντά μας , τον Ρικαίρ, ενώ ήδη οι βάσεις είχαν τεθεί από τον Ντιλτάϊ (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και ιδιαίτερα σημαντικοί νεώτεροι στοχαστές που έχουν να ειπούν σημαντικά εν προκειμένω). Και ο μεν Γκάνταμερ στο δεύτερο μέρος του γνωστού και κλασικού του έργου Αλήθεια και Μέθοδος (1960), θεωρεί την παράδοση όχι αντικείμενο ιστορικής περιέργειας, αλλά μέρος του είναι μας, και , ως τέτοιο, προϋπόθεση της κατανόησης, ως πρόσκλησης στην ίδια την αλήθεια μας – το γεγονός πως ο φιλόσοφος αναφέρεται στην ερμηνεία του έργου τέχνης δεν μεταβάλλει πολύ την σκόπευση, αφού και εδώ πρόκειται για κατανόηση ενός, καταρχήν, ιστορικού γεγονότος. Στο σημείο αυτό είναι καθαρή η επίδραση του Ντιλτάι, του μεγάλου αυτού ιστορικού και φιλοσόφου που ανέπτυξε μιάν ολόκληρη περιγραφική ψυχολογία (που ο Χούσσερλ θεωρούσε προδρομική της Φαινομενολογίας), προκειμένου να προσανατολίσει την μέθοδο της επιστήμης της ιστορίας, πέρα από την εξωτερική περιγραφή ιστορικών γεγονότων, προς την κατανόηση (Verstehen) δομών ανθρώπινου βίου και πράξης, όπως εμφανίζονται σε αυτό που αποκαλεί βιωμένη εμπειρία (Erlebnis) ανθρώπων και κοινωνιών – σε αντίθεση με την μέθοδο της εξήγησης εξωτερικών δεδομένων που χρησιμοποιούν οι φυσικές επιστήμες (και μιλώ κυρίως για το έργο του Διαμόρφωση του ιστορικού κόσμου στις επιστήμες του ανθρώπου (1910), καθώς και τα μικρά επεξηγηματικά έργα που το ακολούθησαν). Η κατανόηση αυτή αφορά στην διερεύνηση των σημαντικότερων υπαρξιακών, και όχι απλά «γεγονοτικών», παραμέτρων της συγκεκριμένης ιστορικότητας ενός λαού , οι οποίες, κατά τον Γερμανό φιλόσοφο της ερμηνευτικής της ιστορίας, είναι ο σκοπός, η αξία και το νόημα, δηλαδή, με ένα λόγο, η υποκείμενη σε έναν ιστορικό λαό και σε μιάν ιστορική στιγμή κοσμοαντίληψη (Weltanschauung), ως γενική άρθρωση εννόησης του κόσμου μέσα στην ιστορική του συγκεκριμένη μορφή, καθώς και συναισθηματικής και βουλητικής απόκρισης σ’αυτόν, όπως όλα αυτά δημιουργούνται από θρησκείες και φιλοσοφίες. Ο Ρικαίρ αξιοποίησε με το δικό του τρόπο, αυτόν της ερμηνευτικής φαινομενολογίας, τα παραπάνω, κυρίως στο έργο του Ιστορία και Αλήθεια (1957 ), όπου, μεταξύ άλλων δεικνύει το βάθος των πνευματικών δυνάμεων που δρουν πίσω από την ιστορική πράξη, και σε άλλα που ακολούθησαν.
Ήδη τα παραπάνω αρκούν για έναν πρώτο προσανατολισμό: για να κατανοήσει λοιπόν κανείς ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός που αφορά έναν συγκεκριμένο ιστορικό λαό πρέπει ανυπερθέτως να κατανοήσει τις αρχές, την κεντρική και διήκουσα κοσμοαντίληψη (το κοσμοσύστημα, όπως θα έλεγε ο Γιώργος Κοντογιώργης) των ανθρώπων οι οποίοι δημιουργούν και διεξάγουν το γεγονός αυτό και μάλιστα να τα κατανοήσει καταρχάς με τον τρόπο που αυτοί τα κατανοούσαν, ως πηγές αυτοσυνειδησίας και ιστορικής δράσης. Η απλή, φανερή ή κρυπτή, μυθολόγηση των συμβάντων, είτε στην συντηρητική, είτε στην αποδομητική της μορφή, στοχεύοντας και οι δύο, όπως είπαμε, στην αυτο-παιδαγωγία, την αυτο-βεβαίωση ή/και στην αυτο-παραμυθία, θα παραμείνουν εντέλει εκκρεμείς χωρίς αυτήν την (απολύτως εφικτή, νομίζω) αντικειμενική διερεύνηση του υποβάθρου της ιστορικότητας – και εδώ, αντικειμενικότητα δεν σημαίνει άκαμπτη παρουσία δεδομένων, αλλά παρουσία αντικειμενικού τρόπου προς κατανόηση και ερμηνεία. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά καθόλου την αναζήτηση αυτού που υπονοεί (και συνήθως καταριέται) η τρέχουσα ιστοριογραφία με τον όρο «αφήγηση», σχετικοποιώντας την ήδη και εκ προοιμίου. Το ότι ο Ντιλτάι προτείνει μια «περιγραφική ψυχολογία» εν προκειμένω έχει την σοφία του: δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για σύνολο συνειδητών εκφάνσεων και διακηρύξεων, αλλά, επιπροσθέτως και ταυτοχρόνως, για ορίζουσες αντιφατικών συχνά και συγκρουόμενων συγκλίσεων – ούτε η «αξία», ούτε το «νόημα», ούτε ίσως καν ο «σκοπός», δεν αποτελούν προϊόντα απλώς και μόνον συνειδητών διαβουλεύσεων ή διακηρύξεων, αλλά είναι επιπλέον και σχεδόν (ημι-)ασυνείδητες εκρήξεις μιάς (παραταύτα) ομοφωνίας παράδοξης, πλην τελικώς πραγματικής και παραδόξως διαυγούς και ικανής να κινητοποιήσει ιστορικά την κοινότητα. Αλλά τα παραπάνω αποδεικνύουν ακριβώς, επίσης, και το πόσο βαθύτερη της «αφήγησης» είναι η έννοια της κοσμοαντίληψης, ως κοσμοσυστήματος μαζί συνειδητού, αλλά και (ημι-)ασυνείδητης κοσμοεικόνας.
Και εδώ αρχίζει πλέον η πραγματική συζήτηση. Τα πεπραγμένα του αντιφατικού Παπαφλέσσα, του ηρωικού και αγνού Κολοκοτρώνη, του διεφθαρμένου Μαυροκορδάτου, του πολύπλαγκτου Μακρυγιάννη και των λοιπών, πέρα από ηθικιστικές, κοντόφθαλμες αποτιμήσεις, είναι, τελικά, γεγονότα και στιγμές λιγότερης ή περισσότερης αφιέρωσης σε πολύ συγκεκριμένα και απολύτως περιγραπτά ήθη, αισθήματα και πνευματικά μεγέθη, τα οποία συνιστούν μιάν, ατελή έστω, κοσμοαντίληψη και ένα κοσμοσύστημα απολύτως συγκεκριμένο και αντικειμενικά υπαρκτό, το οποίο μάλιστα και εν πολλοίς εντέλει τα ερμηνεύει – πέρα από αντιφάσεις ανθρώπινης μερικότητας ή και μικρότητας. Πρόκειται για την κοσμοαντίληψη της ανθρωποκεντρικής Ελληνικής και οικουμενικής Ορθοδοξίας, (σε οργανική συνέχεια, μέσα στον νου των τοτινών, με την αρχαιοελληνική πραγματικότητα) με την ιδιαίτερη περί κοινότητας αντίληψη που αυτή συγκομίζει , παρέχοντας, αυτή κυρίως, με τα λόγια του Ντιλτάι, σκοπό, αξία και νόημα, στη ζωή των υποδούλων – οι οποίοι μάλιστα αισθάνονται ακριβώς ως τέτοιοι, μόνο και μόνο λόγω των τεράστιων οριζόντων τους οποίους φαίνεται, εξ αντιθέτου, να υπόσχεται σιωπηλά η απαγορευμένη από τον βάρβαρο δυνάστη, αλλά μυστικώς και υποδορίως επιβιώνουσα, δεδομένη κοσμοαντίληψη (βλ. πρόχειρα περί αυτού, στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, στο τέλος του τρίτου κεφαλαίου, σελ.342-347 της έκδοσης Πέλλα-Ιστορικά, αλλά και πολλά άλλα κείμενα, με κορυφή βεβαίως τον Παπαρρηγόπουλο και ακόμη ίσως περισσότερο, τον Ζαμπέλιο). Η εξέταση της προέλευσης της επανα-κρυστάλλωσης αυτής της κοσμοαντίληψης (αν και δεν φαίνεται να χάθηκε πράγματι τελείως ποτέ), το κατά πόσο αίφνης ο Διαφωτισμός, ο Ρομαντισμός, η Γαλλική Επανάσταση και η εν γένει Ελληνολατρεία των χρόνων εκείνων διαδραμάτισαν ρόλο μαίας στον παραπάνω κοσμοθεωρητικό τοκετό, δεν μεταβάλλει ούτε μειώνει την αξία του γεγονότος, αλλά αποτελεί, αντιθέτως, αγαθό παράδειγμα πνευματικού συντονισμού του Ελληνισμού με τον έτερο πόλο αυτού που τελευταίως αποκαλώ «Χριστιανικό Ελληνο-δυτικό κόσμο». Οι πολλές δεκάδες των αποτυχημένων προηγούμενων επαναστάσεων επιβεβαιώνουν δηλαδή ακριβώς το γεγονός αυτό: πως πέρα από την όποια προσωπική τυχόν οικονομική και κοινωνική επιτυχία, παραμένει τρομακτικά αγεφύρωτο το χάσμα που χωρίζει την πτωχή και ανάξια κοσμοαντίληψη του Μωαμεθανού κατακτητή, από αυτήν που κληρονομήθηκε στους Ρωμιούς, ακριβώς και κυρίως επειδή η πρώτη είναι ανίκανη να προσφέρει σκοπό, αξία και νόημα ισάξιο, έστω και ελάχιστα, στις συνειδήσεις των επαναστατημένων (και μάλιστα ακόμη και αυτών που είχαν προκόψει μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία) αυτού που πρόσφερε η δεύτερη. Αυτή και μόνον η τρομερή διελκυστίνδα έκανε τις επαναστάσεις αυτές (των «αχάριστων», κατά τους Τούρκους, ραγιάδων), καθώς και την τελική, νικηφόρα Επανάσταση του 1821, απολύτως αναγκαίες και αυτή ερμηνεύει, αντικειμενικά θα έλεγα, με την παραπάνω έννοια ,την ιστορία της. Αυτό επιπλέον είναι και το μέγιστο γεγονός, το οποίο έχουν χάσει από το βλέμμα τους και οι αποδομητές, αλλά ίσως και κάποιοι από τους διαφωνούντες μαζί τους. Το έργο του ιστορικού, αλλά και του φιλοσόφου της ιστορίας σήμερα, θα ήταν ακριβώς να διαυγάσει περισσότερο, διασκεπτικά και κριτικά, την αναγκαστικά τότε ομιχλώδη και βεβιασμένη, λόγω των τότε ακραίων συνθηκών, κοσμοαντίληψη αυτή (η οποία όντως κακοποιήθηκε και σε μιά προηγούμενη, εθνικιστική, και πάλι λόγω συνθηκών, ρητορική) και να την τοποθετήσει σωστά στο τότε και στο σήμερα. Διότι, κυρίως , είναι ακριβώς αυτή η λησμοσύνη των ουσιωδών με τα οποία λειτουργεί η ζωή και η ιστορία που μας εμποδίζει σήμερα να πάμε πέρα από την σύγκρουση μεταξύ αυτών που αποδομούν το ’21 και αυτών που το βάζουν στο εικόνισμα και το θυμιατίζουν, ειδωλοποιώντας το, ακολουθώντας εμείς αντιθέτως, για την πρόσληψή του, μιά τρίτην οδό: αυτήν μιάς σημερινής, κριτικής και σύγχρονης οικείωσης της αξίας, του σκοπού και του νοήματός του.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη και δύσκολη συζήτηση…
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Κυπαρίσσι – δένδρο μνήμης”) είναι έργο του Χρήστου Μποκόρου.
Υπάρχει ή όχι τελικά, και με ποιόν τρόπο, αντικειμενική ιστορία; - Αντίφωνο (antifono.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου