Η κριτική των απολογητών του Hegel
Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten
Από τον συλλογικό τόμο:
Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)
Verlag Rombach Freiburg, 1970
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)
Verlag Rombach Freiburg, 1970
Η απολογητική υπέρ του Hegel περιορίστηκε μέχρι τώρα, αποκλειστικά σχεδόν, μόνο στον πρώτο κύκλο ερωτημάτων. Επικεντρώνεται κυρίως στο ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό, μπορούμε να θεωρήσουμε τον φιλόσοφο υπερασπιστή της παντοδυναμίας του κράτους εν γένει, και της λεγόμενης Restauration (αναστήλωση, ανακαίνιση, περίοδος 1815-1848) της πρωσικής αυτοκρατορίας ειδικότερα. Όπως είναι γνωστό, ο Rudolf Haym άσκησε, κατά τις παραδόσεις του “Vorlesungen über Hegel und seine Zeit”, σκληρή κριτική εναντίον του στοχαστή, χαρακτηρίζοντας τον ως τον φιλόσοφο της Restauration και κατηγορώντας τον πως μπήκε στην υπηρεσία της “επιστημονικά διατυπωμένης δικαιολόγησης του αστυνομοκρατούμενου κράτους και της δίωξης των δημαγωγών”. Ο Joachim Ritter κάνει μια συμπερίληψη της κρίσης του Haym κατά της φιλοσοφίας του Hegel ως εξής: " Έχει (η φιλοσοφία του Hegel) συνδέσει το κράτος με τους όρους θεϊκό, απόλυτο, με την διάνοια και την ηθική ουσία, ώστε να αποθεώσει την δύναμη του και να την θέσει εναντίον της ελευθερίας των ατόμων. Μέσω της αποθέωσης του κράτους και μέσω της δικαιολόγησης της πραγματικότητας ως λογικής, αποδεικνύεται για τον Haym η αντιδραστική πρόθεση και λειτουργία της φιλοσοφίας του Hegel."[1]
Στο έργο του “Hegel und französische Revolution”, ο Ritter προσπαθεί να δείξει πως αυτές και παρόμοιες κατηγορίες είναι αβάσιμες. Υποδεικνύει πως η γαλλική επανάσταση έπαιξε ένα κεντρικό ρόλο στην πνευματική ανάπτυξη του Hegel, ακόμα και αν ο φιλόσοφος, μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, κράτησε μια αμφίρροπη στάση απέναντι της. Δικαίως διαπιστώνει ο Ritter, πως ο Σουαβός στοχαστής, ακόμα και κατά την περίοδο που ήταν καθηγητής στο Βερολίνο, δεν υποστήριξε ποτέ μια αναστήλωση του ancien regime, και η μορφή του κράτους στο έργο “Rechtsphilosophie” δεν ταυτίζεται με το καθεστώς που επικρατούσε στην Πρωσία πριν τα γεγονότα του Μαρτίου (1848/9) (περίοδος λεγόμενη Vormärz). [2]
Αναμφισβήτητα μπορεί να συμφωνήσει κανείς πως “η ασυνέχεια της παγκόσμιας ιστορίας” (με άλλη ορολογία: η σύγκρουση της επιστημονικής-βιομηχανικής επανάστασης με παλαιότερες μορφές πολιτισμού και κοινωνίας) είναι ένα από τα θεμελιώδη μοτίβα της φιλοσοφίας του Hegel. Ο Ritter χαρακτηρίζει ως εξής την κατάσταση στην οποία περιήλθε ο φιλόσοφος λόγω της εξέλιξης αυτής: “Ενώ για την θεωρία της επανάστασης, και τις θεωρίες που προέκυψαν από αυτήν, το παρόν σημαίνει το τέλος του παλιού κόσμου και την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις δυνάμεις της θρησκείας και της μεταφυσικής που έχουν καταντήσει μη-πραγματικές. Από την άλλη πλευρά, το τέλος της ιστορίας (της καταγωγής) εμφανίζεται ως από-θέωση του κόσμου, ως απώλεια του αληθούς, του ιερού και του ωραίου, ως κατάπτωση του ανθρώπινου Είναι.”[3] Ενώπιον αυτού του διλήμματος, ο Hegel δε θέλει απλά να δραπετεύσει στο παρελθόν ως ρομαντικός αντιρρησίας, αλλά να βρει μια λύση, τοποθετώντας τον μοντέρνο κόσμο εν γένει και την αστική οικονομική κοινωνία ιδιαίτερα, στα πλαίσια του ιστορικού γίγνεσθαι, όπου αναγκαίως αποτελεί μια ενδιάμεση φάση. Στην φάση αυτή κυριαρχούν η διχοτόμηση και η αφηρημένη, εξαντικειμενοποιημένη διάνοια, οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν απόλυτες, αλλά προορισμένες προς υπέρβαση μέσω της ισχύος της ενώσεως και της διάνοιας. Η “φυσική θεωρία της κοινωνίας”, η οποία είναι λογικώς αναμενόμενη, και βρίσκεται στην βάση της αστικής-επαναστατικής ιδέας της ελευθερίας όλων (των ανθρώπων), “δεν μπορεί να υπερβεί το σύστημα των αναγκών και την κοινωνία που αυτό επιβάλλει, αλλά πρέπει να παραμείνει σε αυτό που ο Hegel ονομάζει 'αφηρημένο κράτος ανάγκης και διάνοιας'”. Η φιλοσοφία του Hegel θέλει να υπερβεί αυτή την κοινωνία με το να θεμελιώσει την κοινωνία “πάνω στην γνώση της λογικής ουσίας ολόκληρης της παγκόσμιας ιστορίας, όπως αυτή διαφυλάχθηκε στην παράδοση της φιλοσοφίας.”[4]
Στο σημείο αυτό τελειώνει δυστυχώς η περιεκτική πραγματεία του Ritter, ακριβώς εκεί που αναδύονται τα σημαντικά για το θέμα μας ιστορικά, κριτικά και ιδεολογικά-πολιτικά ερωτήματα. Λείπει η ανάλυση και η κριτική εκτίμηση των συγκεκριμένων δηλώσεων που κάνει ο Hegel περί του κράτους όπως το παρουσιάζει στην “Φιλοσοφία του δικαίου (Rechtsphilosophie)”. Λείπει κάθε ανάλυση της καταγωγής και της απαίτησης τους να είναι αληθείς, εκείνων των μορφών σκέψης, όπου οι όροι όπως “διχοτόμηση”, “ένωση”, “εξαντικειμένευση”, “διάνοια”, “λογική” κτλ, λαμβάνουν μια τόσο σημαντική θέση. Λείπει τέλος κάθε κριτική της εγελιανής ιδεολογίας περί κράτους ισχύος, έτσι όπως την παρακολούθησε και κατέγραψε ο Hermann Heller μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία αργότερα έγινε ακόμα πιο μεταδοτική. Λείπει επομένως η ενασχόληση με το ερώτημα, κατά πόσον οι εκπρόσωποι της ιδεολογίας αυτής επικαλούνται ευλόγως τον δάσκαλο τους. Εναπόκειται φυσικά στη ελευθερία του κάθε συγγραφέα να βάλει όρια στο υλικά του. Όποιος όμως έχει την απαίτηση να αποδείξει πως τα επιχειρήματα που προβάλλει η φιλελεύθερη κριτική στον Hegel, είναι προκαταλήψεις, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να αποφύγει την εμπεριστατωμένη ενασχόληση με τα παραπάνω ερωτήματα.
Το έργο του Eric Weil "Hegel et l' etat", ένα απολογητικό κείμενο που εκδόθηκε το 1950, προσφέρει μια εκτεταμένη διαπραγμάτευση της θέσης που κατέχει το κράτος στην “Rechtsphilosophie” Hegel, την οποία (θέση) ο Ritter (συμφωνώντας) επικαλείται πολλές φορές. Και ο Weil υποδεικνύει πως η φιλελεύθερη κριτική του Hegel βασίζεται εν μέρει σε παρεξηγήσεις. Η διάσημη-διαβόητη πρόταση: “ότι είναι λογικό είναι πραγματικό, και ότι είναι πραγματικό είναι λογικό”, για παράδειγμα, που προέρχεται από τον πρόλογο της “Rechtsphilosophie”, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να κατανοηθεί απλά ως δικαιολογία της πολιτικής κατάστασης στην Πρωσία κατά την περίοδο την λεγόμενη Vormärz. Μάλλον πρέπει να γίνει η διάκριση, όπως άλλωστε σε όλο το έργο του Hegel, μεταξύ “πραγματικότητας” (“Wirklichkeit”) και “Είναι” (“Dasein“[5] Αλλά ο παραλληλισμός “φυσικού” και “ηθικού σύμπαντος”, στον οποίο ο Weil αναφέρεται εκτενέστερα, όπως και η ερμηνεία της παγκόσμιας ιστορίας βάσει της θεοδικίας, δεν εξετάζονται επαρκώς ώστε να χρησιμοποιηθούν για την αποκωδικοποίηση της κοινωνικής φιλοσοφίας του Hegel.
Ο Weil επισημαίνει ορθώς, πως η μορφή του κράτους στην “Rechtsphilosophie” δεν ταυτίζεται με κανένα τρόπο με την μορφή του πρωσικού κράτους γύρω στο 1820, αλλά έχει μοντέρνα χαρακτηριστικά. Επισημαίνει επίσης πως μεταξύ του Hegel και των κοινών ιδεολογιών περί επανόρθωσης (Restauration, πχ. Haller) υπάρχουν σοβαρές διαφορές. Η μορφή του κράτους όμως στον Hegel παραμένει στα πλαίσια της κατάστασης πριν το 1848, και προετοιμάζει απλά το δρόμο για την περίοδο του Kaiser Wilhelm, την οποία ο Max Weber έκρινε τόσο απερίφραστα.[6] Το εγελιανό κράτος είναι μια απόλυτη μοναρχία που στηρίζεται στην γραφειοκρατία, τον στρατό και στην τάξη των ευγενών γαιοκτημόνων, σε αντίθεση όμως προς την σύγχρονη του Πρωσία, διαθέτει βουλή. Η βουλή όμως δεν έχει πρακτικά καμία εξουσία, και δεν προέρχεται από εκλογές. Η γέννηση μάλλον καθορίζει το ποιος ανήκει στην τάξη των ευγενών, ενώ η εκλογή στο σώμα της βουλής βασίζεται στην εξουσία του αυτοκράτορα, η οποία(εξουσία) προτιμά τέτοιους ανθρώπους που αποδείχθηκαν άξιοι στα ανώτερα ή στα κρατικά αξιώματα. Η συγκρότηση του σώματος αυτού λοιπόν, παραμένει στο σύνολο της εξαρτημένη από τον μονάρχη. Μια τέτοια βουλή δεν είναι σε θέση, αλλά ούτε και προορίζεται προς τούτο, να ελέγχει την κυβέρνηση και την διοίκηση. Όταν βέβαια ο Weil ονομάζει το εγελιανό κράτος “μοντέρνο”, χρησιμοποιεί τον όρο με ένα τρόπο πολύ διαφορετικό από τον συνηθισμένο στις μέρες μας.
[1] J. Ritter: Hegel und französische Revolution. ed. Suhrkamp. Frankfurt 1965, S. 7.
[2] (15) S. 79
[3] (15) S. 44
[4] (15) S.69, 68
[5] E. Weil: Hegel et l' etat. Paris 1950, S. 24
[6] E. Weil, S. 18, όπου τονίζει πως οι μεταρρυθμίσεις στο πρωσικό κράτος μεταλαμπάδευσαν στον πρωσικό λαό μια σειρά επιτευγμάτων της γαλλικής επανάστασης, και πως η επαναστατική διάθεση μετά το 1815 επιβλήθηκε βαθμιαία. S. 72
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου