Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

ΣYΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ (2)

Συνέχεια από : Τρίτη, 7 Ιουνίου 2011

Μία επιβεβαίωση αυτής της ερμηνείας μπορούμε να αντλήσουμε απο ένα χωρίο της μεταφυσικής του Αριστοτέλη—ένα έργο που ήταν πολύ γνωστό στον Κουζάνο και στην μεσαιωνική μετάφραση του Moerbeke και στην ανθρωπιστική του Καρδινάλιου Βησσαρίωνος—όπου ο Σταγειρίτης πληροφορεί πώς για τους Πλατωνικούς το Ένα είναι αρχή, τόσο σαν καθολικό υποστασιοποιημένο κατηγόρημα, δηλ. ανυψωμένο σε ουσία και επομένως περιέχων όλα τα πράγματα, όσο και σαν αδιαίρετο στοιχείο που βρίσκεται στην βάση όλων των πραγμάτων και επομένως περιέχεται σε όλα. Μ’αυτήν την τελευταία σημασία, το ένα είναι επίσης και το πιο μικρό, δηλαδή το ελάχιστο. (Μετάφ XIII 8,l084b 13-32).

Βεβαίως αυτή η θεωρία για τον Αριστοτέλη, είναι παντελώς αστήρικτη, διότι το Ένα σαν καθολικό κατηγόρημα δέν μπορεί να είναι υποστασιοποιημένο και οπωσδήποτε δέν μπορεί να συγχυσθεί με το Ένα σαν αδιαίρετο στοιχείο, δηλαδή σαν ενότητα μέτρου. Έτσι ακόμη και αν τα ταυτίσουμε, όπως κάνει ο Κουζάνο, ο οποίος στηρίζεται καθαρά στην πλατωνική αντίληψη του Ενός, αυτό που επιτυγχάνεται είναι να έχουμε ένα μέγιστο και ένα ελάχιστο με δύο διαφορετικές σημασίες. Διαφορετικό είναι το νόημα όπου κανένα πράγμα δέν εναντιώνεται σ’αυτό που είναι μέγιστο και εκείνο όπου κανένα πράγμα δέν εναντιώνεται σ’αυτό που είναι ελάχιστο. Στην πρώτη περίπτωση, κανένα πράγμα δέν εναντιώνεται στο μέγιστο διότι τα περιέχει όλα, στην δεύτερη δέ, κανένα πράγμα δέν εναντιώνεται στο ελάχιστο, διότι περιέχεται σε όλα.

Απο την οπτική γωνία του Αριστοτέλη θα μπορούσαμε να πούμε πώς εδώ το μέγιστο και το ελάχιστο συμπίπτουν, ναί «στον ίδιο χρόνο» αλλά όμως ποτέ κάτω απο την ίδια εκτίμηση. Και γι’αυτό δέν υπάρχει μια αληθινή αντίφαση, δηλαδή μία παραβίαση της αρχής τής μή-αντιφάσεως, η οποία προσδιορίζει, όπως είναι γνωστό, πώς είναι αδύνατον σε ένα και το ίδιο υποκείμενο (όπως για παράδειγμα το ΕΝΑ) να ανήκουν αντίθετα κατηγορήματα (ιδιότητες) όπως ακριβώς το μέγιστο και το ελάχιστο στο ίδιο χρόνο και κάτω απο το ίδιο νόημα, την ίδια εκτίμηση. Ακόμη και ο ίδιος Κουζάνο εξάλλου είχε προσδιορίσει, όπως είδαμε, πώς η ενότης για την οποία γίνεται λόγος, έχει απαλλαχθεί ολοκληρωτικά απο κάθε εκτίμηση, κάθε νόημα. Εννοούσε μήπως μ’αυτόν τον προσδιορισμό πώς την αφαιρούσε απο την δικαιοδοσία της αρχής της μή-αντιφάσεως; Εάν είναι ετσι όμως, πρέπει να μιλήσουμε για κάτι εντελώς ξένο απο την αρχή της μή-αντιφάσεως όχι για παραβίαση της.

Ο Κουζάνο δέν ξεκαθαρίζει ποτέ του τί εννοεί με την «εκτίμηση», ενώ εξηγεί με ακρίβεια τί εννοεί με τον όρο «ελάττωση», στη συνέχεια της προτάσεως δηλώνει πώς το Ένα, «επειδη είναι λυμένο (absolutum) γι’αυτό είναι εν ενεργεία κάθε δυνατό όν, χωρίς να αποσπά τίποτε απο τα πράγματα, ενώ αυτά αποσπούν όλα απο αυτό. Εδώ αποσπώ σημαίνει ξεκάθαρα «δέχομαι» και επομένως «λυμένο απο κάθε απόσπαση» είναι αυτό που δέν δέχεται τίποτε απο τα πράγματα. Παρ’όλα αυτά δέν είναι ξεκάθαρο καθόλου γιατί αυτή η συνθήκη του επιτρέπει να είναι εν ενεργεία, κάθε δυνατό όν, και πολύ πιθανόν η εξήγηση πρέπει να είναι άλλη, το γεγονός δηλαδή πώς αυτό καθώς είναι το μέγιστο, δηλαδή το σύνολο του πραγματικού, περιέχει εις εαυτόν όλα τα πράγματα, και τοιουτοτρόπως είναι εν ενεργεία καθένα απο αυτά, δηλαδή είναι η πραγματοποίηση κάθε πράγματος, χωρίς να περιορίζεται απο κανένα. Γιάυτό τον λόγο επίσης κάθε πράγμα απο αυτά δέχεται απο αυτό το δικό του ιδιαίτερο Είναι. Αυτό που είναι αποφασιστικό λοιπον, σ’αυτό το δόγμα του Ενός, είναι πώς είναι το μέγιστο, δηλαδή η ολότης του πραγματικού. Απο αυτό όμως δέν συμπεραίνεται πώς μπορεί το Ενα να είναι και το ελάχιστο, δηλ. το αδιάσπαστο στοιχείο που βρίσκεται σε όλα τα πράγματα. Διότι είναι διαφορετικό να πούμε πώς όλα τα πράγματα υπάρχουν σ’αυτό και πώς αυτό βρίσκεται σε όλα τα πράγματα. Ή μπορούμε να το πούμε, πώς είναι το ίδιο πράγμα, αλλά μόνον ακόμη μια φορά αν αφήσουμε κατα μέρος την «εκτίμηση».

Ο λόγος για τον οποίο, όσον αφορά το Ένα, όχι μόνον είναι δυνατόν, αλλά πρέπει να απαλλαγούμε απο κάθε «εκτίμηση» είναι πώς αυτό δέν είναι μόνον το μέγιστο, αλλά ειναι και το άπειρο. Αυτό λέγεται ξεκάθαρα απο τον Κουζάνο στο τρίτο κεφάλαιο, όπου αυτός στηριζόμενος γι’άλλη μία φορά στην Αριστοτελική αρχή, πώς το άπειρο δέν διαθέτει αναλογία με το πεπερασμένο , συμπεραίνει πώς, οπουδήποτε υπάρχει ένα περισσότερο και ένα λιγότερο, δέν είχε κατακτηθεί το μέγιστο και γι’αυτό είμαστε στο πεπερασμένο, ενώ όπου δέν υπάρχει το περισσότερο ή το λιγότερο, δηλαδή στο μέγιστο είμαστε στο άπειρο. Εάν η γνώση είναι η αντιπαράθεση, ο καθορισμός αναλογιών ή μέτρηση, το μέγιστο, δηλαδή το άπειρο είναι αναγκαίως άγνωστο, και γι’αυτό είναι χωρίς νόημα, όσον αφορά αυτό το μέγιστο να ξεχωρίσουν οι διαφορετικές απόψεις με την βοήθεια των οποίων μπορεί να υπολογισθεί.

Όμως ακόμη και σε τούτη την περίπτωση ο αριστοτελικός λόγος είναι κυριολεκτικά αντεστραμμένος: για τον Αριστοτέλη, το άπειρο είναι ακριβώς αυτό στο οποίο είναι πάντοτε δυνατόν ένα περισσότερο και ένα λιγότερο, διότι πρόκειται για το εν δυνάμει άπειρο, ενώ αυτό σύμφωνα με το οποίο δέν είναι δυνατό ένα περισσότερο είναι το όλον, το πάν (το ισότιμο αυτού που ο Κουζάνο ονομάζει το μέγιστο) το οποίο όμως είναι πεπερασμένο με την έννοια του τελείου (που δέν του λείπει τίποτα) και αυτό σύμφωνα με το οποίο δέν είναι δυνατό ένα λιγότερο είναι το αδιαίρετο (το ισότιμο αυτού που ο Κουζάνο ονομάζει το ελάχιστο), το οποίο όμως είναι επίσης πεπερασμένο. Είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστική η τακτική του Κουζάνο να αντιστρέφει τους αριστοτελικούς ορισμούς, δίνοντας την εντύπωση πώς τους έχει μπροστά του και επομένως το κάνει απο πρόθεση, ξανασυνδεόμενος με την πλατωνική παράδοση την οποία ο Αριστοτέλης είχε υποβάλει σε σκληρή κριτική.

Την ίδια επεξεργασία επαναλαμβάνει ο Κουζάνο και με την αλήθεια. Ακόμη και αυτή, δηλώνει, εάν κατανοηθεί με ακρίβεια, δέν έχει βαθμούς, δηλαδή, δέν επιτρέπει το περισσότερο και το λιγότερο και γι’αυτό—όπως και το άπειρο—δέν μετράται, δέν γνωρίζεται με ακρίβεια απο μία πεπερασμένη νόηση, αλλά είναι δυνατόν να αποκτηθεί η γνώση της μόνον κατα προσέγγιση, δηλαδή προσεγγίζοντας την στο άπειρο, όπως το πολύγωνο εγκεγραμμένο στον κύκλο, αυξάνοντας στο άπειρο τις πλευρές του προσεγγίζει απείρως τον κύκλο, αλλά δέν ταυτίζεται ποτέ μ’αυτόν. Έτσι λοιπόν η ακριβής αλήθεια είναι ά-γνωστη και επειδή η αλήθεια των όντων είναι η ουσία  τους (quidditas) αυτή η ίδια η ουσία των πραγμάτων στην καθαρότητα της είναι απλησίαστη. Εδώ η dotta ignoranza, ο γνόφος αγνωσία αποκτά ισχύ όχι μόνον σχετικά με τον Θεό, αλλά και σχετικά με κάθε ουσία, δηλαδή με το εύληπτο τελικώς κάθε πράγματος.

Δέν γνωρίζουμε ακόμη βεβαίως με ακρίβεια εν ισχύει για όλα τα πράγματα η σύμπτωση των αντιθέτων, αλλά πρέπει μάλον να σκεφτούμε καταφατικά, διότι η ουσία των πραγμάτων ταυτίστηκε απο τον Κουζάνο με την ακρίβεια της αλήθειας τους, η ακρίβεια της αλήθειας συνελήφθη σαν να μήν περιέχει αναβαθμούς, εξίσου με το άπειρο, και το άπειρο είναι ταυτόχρονα μέγιστο και ελάχιστο, όπως είδαμε ήδη πιο πάνω. Με την πεπερασμένη μας νόηση μπορούμε να προσεγγίσουμε απείρως την ουσία κάθε πράγματος στην καθαρότητα της, χωρίς να την συλλάβουμε όμως ποτέ μας με ακρίβεια. Αυτό όμως σημαίνει πώς αυτή η ίδια η σύμπτωση των αντιθέτων, η οποία εφαρμόζεται μόνον στην καθαρή ουσία, διότι μόνον αυτή δέν δέχεται αναβαθμούς, δέν είναι δυνατόν να συλληφθεί, με την σειρά της, απο την ανθρώπινη νόηση.


Συνεχίζεται


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: