Συνέχεια από Σάββατο, 2 Νοεμβρίου 2013
ΙΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ.
ΙΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ.
(Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά υπό
τον τύπο διάλεξης, με τον τίτλο: «Die psychologischen Aspekte des Mutterarchetypus», στην ετήσια έκδοση Eranos, 1938. Αργότερα
αναδημοσιεύθηκε στο «Από τις ρίζες της συνείδησης», (Ζυρίχη, 1954). Η παρούσα
μετάφραση είναι από την τελευταία έκδοση, αλλά βασίζεται επίσης κατά ένα μέρος
σε μια μετάφραση της έκδοσης του 1938 από τον Gary F. Baynes και τον Ximena de Angulo, που δημοσιεύθηκε στο «Spring» [Νέα Υόρκη, 1943] – Οι
εκδότες).
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΕΤΥΠΟΥ
Η
έννοια της Μεγάλης Μητέρας ανήκει στο πεδίο της συγκριτικής θρησκειολογίας και
αγκαλιάζει ένα ευρύ φάσμα από διαφορετικούς τύπους της μητέρας–θεάς. Η έννοια
καθ’ εαυτήν δεν έχει άμεσο ενδιαφέρον για την ψυχολογία, επειδή η εικόνα της
Μεγάλης Μητέρας με αυτήν την μορφή σπάνια συναντάται στην πράξη, και τότε μόνο
κάτω από ειδικές συνθήκες. Το σύμβολο είναι προφανώς ένα παράγωγο του α ρ χ ε τ ύ π ο υ τ η ς
μ η τ έ ρ α ς. Εάν προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε τις ρίζες της εικόνας
της Μεγάλης Μητέρας από ψυχολογική άποψη, τότε το αρχέτυπο της μητέρας, σαν το
πιο περιεκτικό από τα δύο, θα πρέπει να σχηματίση την βάση της συζήτησής μας.
Αν και μια κατά μήκος συζήτηση για την έ
ν ν ο ι α ενός αρχετύπου δεν είναι
αναγκαία σε αυτό το στάδιο, μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις γενικού
χαρακτήρα ίσως δεν είναι εκτός τόπου.
Σε
παλαιότερους χρόνους, παρά τις κάποιες αντίθετες απόψεις και την επίδραση του
Αριστοτέλη, δεν ήταν πολύ δύσκολο να κατανοήση κανείς την σύλληψη του Πλάτωνα
για την Ιδέα σαν κάτι το ανώτερο και προϋπάρχον από όλα τα φαινόμενα. Το
«αρχέτυπο», που δεν είναι καθόλου σύγχρονος όρος, ήταν ήδη σε χρήση πριν από
τον καιρό του αγίου Αυγουστίνου, και ήταν συνώνυμο με την «Ιδέα» στην πλατωνική
ορολογία. Όταν το C o r p u s H e r m e t i c u m, που πιθανώς χρονολογείται
από τον τρίτο αιώνα, περιγράφει τον Θεό σαν «τ ο α ρ χ έ τ υ π ο ν φ ω ς», εκφράζει την ιδέα ότι ο Θεός είναι
το πρωτότυπο για κάθε φως· δηλαδή, κάτι προϋπάρχον και ανώτερο από το φαινόμενο
«φως». Εάν ήμουν φιλόσοφος, θα συνέχιζα σε αυτήν την πλατωνική γραμμή και θα
έλεγα: Κάπου, σε ένα «τόπο πέρα από τον ουρανό», υπάρχει μια πρωτότυπη ή
αρχέγονη εικόνα της μητέρας που είναι προϋπάρχουσα και ανώτερη από όλα τα
φαινόμενα στα οποία το «μητρικό» στοιχείο, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του
όρου, εκδηλώνεται εξωτερικά. Αλλά είμαι ένας εμπειριστής, όχι ένας φιλόσοφος·
δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να υποθέση εκ των προτέρων ότι η
συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία μου, η δική μου στάση απέναντι στα διανοητικά
προβλήματα, είναι καθολικού κύρους. Προφανώς αυτή είναι μια υπόθεση την οποία
ευχαριστείται να κάνη μόνο ο φιλόσοφος, που πάντα θωρεί σαν δεδομένο ότι ο
δικός του χαρακτήρας και στάση είναι κάτι καθολικό, και δεν θέλει να αναγνωρίση
το γεγονός, εάν μπορεί να το αποφύγη, ότι η προσωπικότητά του καθορίζει την
φιλοσοφία του. Σαν εμπειριστής θα πρέπει να τονίσω ότι υπάρχει μια νοοτροπία
που θεωρεί τις ιδέες σαν πραγματικές οντότητες και όχι απλώς σαν n o m i n a (ονόματα). Συμβαίνει, –
εντελώς τυχαία, θα μπορούσε να πη κανείς – τα τελευταία διακόσια χρόνια να
ζούμε σε μια εποχή στην οποία έχει γίνει ασυνήθιστο ή ακόμη και ακατανόητο να
υποθέτη κανείς ότι οι ιδέες θα μπορούσαν να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από n o m i n a. Οποιοσδήποτε συνεχίζει να
σκέπτεται όπως ο Πλάτωνας, θα πρέπει να πλήρώση για τον αναχρονισμό του
βλέποντας την «υπερουράνια», δηλαδή την μεταφυσική, ουσία της Ιδέας να
μεταφέρεται στο ανεξιχνίαστο βασίλειο της πίστης και της πρόληψης, ή, στην
καλύτερη περίπτωση, να αφήνεται στον ποιητή. Για μια ακόμη φορά, στην αιώνια
αντίθεση σχετικά με τις παγκόσμιες αρχές, η νομιναλιστική αντίληψη έχει
θριαμβεύσει σε βάρος της ρεαλιστικής, και η Ιδέα έχει εξατμισθή σε ένα απλό f l a t u s v o c i s (φύσημα της φωνής). Αυτή η αλλαγή
συνοδεύτηκε – και, στην πραγματικότητα, προκλήθηκε κατά ένα σημαντικό βαθμό –
από την κατακόρυφη άνοδο του εμπειρισμού, τα πλεονεκτήματα του οποίου ήταν
ολοφάνερα για την διανόηση. Από τότε και έπειτα η Ιδέα δεν είναι πλέον κάτι
δοσμένο a p r i o r i, αλλά κάτι δευτερογενές και
παράγωγο. Φυσικά, ο νέος νομιναλισμός αμέσως διεκδίκησε παγκόσμιο κύρος, παρόλο
που, χρωματίζεται από την ψυχοσύνθεση του καθενός. Αυτή η θέση έχει ως εξής: δεχόμαστε
σαν έγκυρο ο,τιδήποτε προέρχεται από τα έξω και μπορεί να επαληθευθή. Η ιδεώδης
περίπτωση είναι η επαλήθευση με το πείραμα. Η αντίθεση είναι: δεχόμαστε σαν
έγκυρο ο,τιδήποτε προέρχεται από το εσωτερικό και δεν μπορεί να επαληθευθή. Η
αδυναμία αυτής της στάσης είναι προφανής. Η ελληνική φυσική φιλοσοφία με το
ενδιαφέρον της για την ύλη, μαζί με την αριστοτελική λογική, πέτυχε μια
καθυστερημένη αλλά συντριπτική νίκη σε βάρος του Πλάτωνα.
Όμως
κάθε νίκη περιέχει το σπέρμα της μελλοντικής ήττας. Στην εποχή μας, τα σημάδια
που προαναγγέλλουν μια αλλαγή στάσης αυξάνονται ραγδαία. Δεν είναι καθόλου
τυχαίο το ότι η θεωρία των κατηγοριών του Καντ, περισσότερο από ο,τιδήποτε
άλλο, καταστρέφει στην γένεσή της κάθε απόπειρα για την αναβίωση της
μεταφυσικής με την παλιά έννοια του όρου, αλλά συγχρόνως προετοιμάζει τον δρόμο
για μια αναβίωση του πλατωνικού πνεύματος. Εάν είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί να
υπάρξη μεταφυσική που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική, είναι εξ ίσου αλήθεια το
ότι δεν μπορεί να υπάρξη εμπειρική γνώση που δεν έχει ήδη συλληφθή και
περιορισθή από την a p r i o r i δομή της γνώσης. Κατά την διάρκεια του ενάμιση
αιώνα που έχει μεσολαβήσει από την «Κριτική του καθαρού λόγου», έχει κερδίσει
σταδιακά έδαφος η πεποίθηση ότι η σκέψη, η κατανόηση και ο συλλογισμός, δεν
μπορούν να θεωρηθούν σαν ανεξάρτητες διαδικασίες που υπόκεινται μόνο στους
αιώνιους νόμους της λογικής, αλλά πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι ψ υ χ ι κ έ ς
λ ε ι τ ο υ ρ γ ί ε ς που συνδέονται
με την προσωπικότητα και υποτάσσονται σ’ αυτήν. Δεν ρωτάμε πια «έχει ιδωθή,
ακουστή, ερευνηθή, ζυγιστή, μετρηθή, αποδειχθή και βρεθή πως είναι λογικό αυτό
ή εκείνο;». Ρωτάμε όμως «π ο ι ο
ς είδε, άκουσε ή σκέφθηκε;». Αρχίζοντας
με την αναγνώριση του «προσωπικού παράγοντα» στην παρατήρηση και την μέτρηση
της μικρής κλίμακας διεργασιών, αυτή η κριτική στάση έχει προχωρήσει στην
δημιουργία μιας εμπειρικής ψυχολογίας που παρόμοιά της δεν γνώρισε καμμιά
προηγούμενη εποχή. Σήμερα είμαστε πεπεισμένοι ότι σε όλα τα πεδία της γνώσης
υπάρχουν ψυχολογικοί παράγοντες που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην επιλογή
του υλικού, την μέθοδο έρευνας, την φύση των συμπερασμάτων, και την διατύπωση
υποθέσεων και θεωρών. Φθάσαμε ακόμη να πιστεύουμε ότι η προσωπικότητα του Καντ
ήταν ένα αποφασιστικός καθοριστικός παράγοντας για την διατύπωση της «Κριτικής
του καθαρού λόγου». Όχι μόνο η στάση μας απέναντι στους φιλοσόφους, αλλά και οι
προσωπικές μας προτιμήσεις στην φιλοσοφία, και ακόμη αυτό που μας αρέσει να
ονομάζουμε «οι ανώτερες αλήθειες» μας επηρεάζονται, αν δεν υποσκάπτονται
επικίνδυνα, από αυτήν την αναγνώριση ενός προσωπικού παράγοντα. Μας αφαιρείται,
φωνάζουμε, κάθε ίχνος δημιουργικής ελευθερίας. Τι; Μπορεί να είναι δυνατόν ένας
άνθρωπος να σκέπτεται ή να λέη ή να κάνη μόνο αυτό που ο ίδιος ε ί ν α ι;
Με
τον όρο ότι δεν υπερβάλλουμε πάλι έτσι ώστε να πέφτουμε θύματα μιας χωρίς όρια
«ψυχολογικοποίησης», μου φαίνεται ότι η κριτική άποψη που περιγράψαμε εδώ είναι
αναπόφευκτη. Συνιστά την ουσία, την αρχή και την μέθοδο της σύγχρονης
ψυχολογίας. Υ π ά ρ χ ε ι ένας a
p r i o r i παράγοντας σε όλες
τις ανθρώπινες δραστηριότητες, δηλαδή η έμφυτη προ-συνειδητή και ασυνείδητη
ατομική δομή της ψυχής. Η προ-συνειδητή ψυχή – για παράδειγμα, αυτή του
νεογέννητου βρέφους – δεν είναι ένα άδειο δοχείο, στο οποίο κάτω από ευνοϊκές
συνθήκες, σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να διοχετευθή. Αντίθετα, είναι μια τρομερά
πολύπλοκη, αυστηρά καθορισμένη ατομική οντότητα, που εμφανίζεται ακαθόριστη σε
εμάς μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούμε να την δούμε άμεσα. Αλλά την στιγμή που
αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες ορατές εκδηλώσεις της ψυχικής ζωής, θα
έπρεπε κανείς να είναι τυφλός για να μην αναγνωρίση τον ατομικό τους χαρακτήρα,
δηλαδή την μοναδική προσωπικότητα που βρίσκεται πίσω από αυτές. Είναι
εξαιρετικά δύσκολο να υποθέσουμε ότι όλες αυτές οι λεπτομέρειες γεννιούνται την
στιγμή κατά την οποία εμφανίζονται. Όταν πρόκειται για παθολογικές προδιαθέσεις
που είναι ήδη παρούσες στους γονείς, συμπεραίνουμε πως υπάρχει κληρονομική
μεταβίβαση μέσω του γενετικού υλικού του σπέρματος· δεν θα μας περνούσε από το
μυαλό να θεωρήσουμε την επιληψία στο παιδί μιας επιληπτικής μητέρας σαν ένα
ανεξήγητο φαινόμενο. Επίσης εξηγούμε με την κληρονομικότητα τα χαρίσματα και τα
ταλέντα που μπορούν να ανιχνευθούν πολλές γενιές πριν. Εξηγούμε με τον ίδιο
τρόπο την επανεμφάνιση πολύπλοκων ενστικτωδών ενεργειών σε ζώα που ποτέ δεν
είδαν τους γονείς τους, και επομένως δεν μπόρεσαν να «διδαχθούν» από αυτούς.
Σήμερα
πρέπει να αρχίσουμε με την υπόθεση πως, όσον αφορά την προδιάθεση, δεν υπάρχει
ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και σε όλα τα άλλα πλάσματα. Όπως κάθε
ζώο, ο άνθρωπος κατέχει μια από τα πριν διαμορφωμένη ψυχή, που αναπτύσσεται
σύμφωνα με το είδος του, και που, αν την εξετάσουμε καλύτερα, αποκαλύπτει
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που μπορούν να ανιχνευθούν στους οικογενειακούς
προγόνους. Δεν έχουμε τον παραμικρότερο λόγο να υποθέσουμε πως υπάρχουν
ανθρώπινες ενέργειες ή λειτουργίες που θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από αυτόν τον
κανόνα. Δεν είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε κάποια ιδέα όσον αφορά το τί είναι αυτές οι προδιαθέσεις ή ικανότητες που
κάνουν δυνατές τις ενστικτώδεις ενέργειες στα ζώα. Και είναι εξ ίσου αδύνατο
για μας να γνωρίσουμε την φύση της προσυνειδητής ψυχικής προδιάθεσης που δίνει
την δυνατότητα σε ένα παιδί να αντιδρά με ανθρώπινο τρόπο. Μπορούμε μόνο να
υποθέσουμε πως η συμπεριφορά του προέρχεται από πρότυπα λειτουργίας, που τα έχω
περιγράψει σαν ε ι κ ό ν ε ς. Ο όρος
«εικόνα» έχει την πρόθεση να εκφράση όχι μόνο την μορφή της ενέργειας που
εκδηλώνεται, αλλά την τυπική κατάσταση μέσα στην οποία εκδηλώνεται η ενέργεια
(Σημ: Βλέπε το έργο μου: «Το ένστικτο και το ασυνείδητο», παρ. 277). Αυτές οι
εικόνες είναι «αρχέγονες» στον βαθμό που είναι κοινές για ολόκληρο το ανθρώπινο
γένος, και, εάν κάποτε «εμφανίσθηκαν», η εμφάνισή τους θα πρέπει να συμπίπτει
τουλάχιστον με την αρχή του ανθρώπινου γένους. Αυτές αποτελούν την «ανθρώπινη
ιδιότητα» του ανθρώπινου όντος, την συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή που παίρνουν
οι ενέργειές του. Αυτή η ιδιαίτερη μορφή είναι κληρονομική και είναι ήδη
παρούσα μέσα στο σπέρμα. Η ιδέα ότι δεν κληρονομείται αλλά έρχεται στο φως από
την αρχή με κάθε άνθρωπο, θα ήταν τόσο παράλογη όσο η πρωτόγονη αντίληψη ότι ο
ήλιος που ανατέλλει το πρωί είναι διαφορετικός από αυτόν που έδυσε το
προηγούμενο βράδυ.
Αφού
κάθε τι ψυχικό είναι προδιαμορφωμένο, αυτό θα πρέπει να ισχύει επίσης για τις
ατομικές λειτουργίες, ιδιαίτερα εκείνες που προέρχονται άμεσα από την
ασυνείδητη προδιάθεση. Η πιο σημαντική από αυτές είναι η δημιουργική φαντασία.
Στα προϊόντα της φαντασίας οι αρχέγονες εικόνες γίνονται ορατές, και εδώ είναι
που η έννοια του αρχετύπου βρίσκει την συγκεκριμένη εφαρμογή της. Δεν
ισχυρίζομαι πως είμαι ο πρώτος που υπέδειξε αυτό το γεγονός. Η τιμή ανήκει στον
Πλάτωνα. Ο πρώτος ερευνητής στο πεδίο της εθνολογίας που επέσυρε την προσοχή
στην πλατειά διαδεδομένη εμφάνιση ορισμένων «στοιχειωδών ιδεών» ήταν ο Adolf Bastian. Δύο μεταγενέστεροι
ερευνητές, ο Hubert και ο Mauss (Βλέπε το έργο: «Αναφορικά με τα αρχέτυπα» παράγρ. 137,
αριθ. 25 – Σημείωση των εκδοτών), οπαδοί του Dϋrkheim, μιλούν για κατηγορίες της
φαντασίας. Και ήταν μια μορφή του κύρους του Herman Usener (στο έργο του «Η γιορτή των
Χριστουγέννων», σελ. 3) που αναγνώρισε
για πρώτη φορά την ασυνείδητη προδιαμόρφωση κάτω από την μορφή της «ασυνείδητης
σκέψης». Εάν έχω οποιοδήποτε μερίδιο σε αυτές τις ανακαλύψεις, αυτό συνίσταται
στο ότι έδειξα πως τα αρχέτυπα δεν είναι διαδεδομένα μόνο εξ αιτίας της
παράδοσης της γλώσσας και της μετανάστευσης, αλλά ότι μπορούν να
επανεμφανισθούν αυθόρμητα, σε οποιοδήποτε χρόνο, σε οποιοδήποτε τόπο, και χωρίς
οποιαδήποτε εξωτερική επίδραση.
Οι
μεγάλης σημασίας συνέπειες αυτής της δήλωσης δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν.
Επειδή σημαίνει πως είναι παρούσες σε κάθε ψυχή μορφές που είναι ασυνείδητες
αλλά όχι γι’ αυτό λιγώτερο ενεργές – ζωντανές διαθέσεις, ιδέες με την πλατωνική
έννοια που διαμορφώνουν εκ των προτέρων και επηρεάζουν συνεχώς τις σκέψεις και
τα συναισθήματα και τις πράξεις μας.
Συνεχώς
αντιμετωπίζω την λανθασμένη αντίληψη ότι ένα αρχέτυπο είναι καθορισμένο όσον
αφορά το περιεχόμενό του, με άλλα λόγια ότι είναι ένα είδος ασυνείδητης ιδέας
(εάν μια τέτοια έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθή). Είναι απαραίτητο να
υπογραμμίσουμε ακόμη μια φορά ότι τα αρχέτυπα δεν είναι καθορισμένα όσον αφορά
το περιεχόμενό τους, αλλά μόνον όσον αφορά την μορφή τους, και πάλι μόνο σε
έναν πολύ περιορισμένο βαθμό. Μια αρχέγονη εικόνα είναι καθορισμένη ως προς το
περιεχόμενό της μόνον όταν έχει γίνει συνειδητή, και επομένως έχει «γεμίσει» με
το υλικό της συνειδητής εμπειρίας. Η μορφή της, όμως, όπως έχω εξηγήσει αλλού,
θα μπορούσε ίσως να συγκριθή με το αξονικό σύστημα ενός κρυστάλλου, που, θα μπορούσαμε
να πούμε, προσχηματίζει την κρυσταλλική δομή στο μητρικό υγρό, αν και δεν έχει
υλική ύπαρξη καθεαυτό. Αυτό εμφανίζεται κατ’ αρχήν σύμφωνα με τον ειδικό τρόπο,
με τον οποίο συγκεντρώνονται μαζί τα ιόντα και τα μόρια. Το αρχέτυπο καθεαυτό
είναι άδειο και καθαρά σχηματικό, τίποτε άλλο παρά μια f a c u l t a s p r a e f o r m a n d i (ικανότητα προσχηματισμού), μια δυνατότητα
παράστασης που δίνεται a p r i o r i. Οι ίδιες οι παραστάσεις δεν
κληρονομούνται, παρά μόνο τα γενικά σχήματα, και από αυτήν την άποψη
αντιστοιχούν απόλυτα στα ένστικτα, που είναι καθορισμένα μόνο ως προς την μορφή
τους. Η ύπαρξη των ενστίκτων δεν μπορεί να αποδειχθή περισσότερο από ότι η ύπαρξη
των αρχετύπων, στον βαθμό που δεν εκδηλώνονται με συγκεκριμένο τρόπο. Σε σχέση
με τον καθορισμό της μορφής, η σύγκρισή μας με το κρύσταλλο είναι διαφωτιστική,
επειδή το αξονικό σύστημα καθορίζει μόνο την στερεομετρική δομή, αλλά όχι την
συγκεκριμένη μορφή του ατομικού κρυστάλλου. Αυτό μπορεί να είναι μεγάλο ή
μικρό, και μπορεί να ποικίλλη απεριόριστα με βάση το διαφορετικό μέγεθος των
επιπέδων του ή εξ αιτίας της συνένωσης δύο κρυστάλλων. Το μόνο πράγμα που
παραμένει σταθερό είναι το αξονικό σύστημα, ή μάλλον, οι αμετάβλητες
γεωμετρικές αναλογίες που βρίσκονται πίσω από αυτό. Το ίδιο ισχύει για το
αρχέτυπο. Κατ’ αρχήν, μπορούμε να το ονομάσουμε, και έχει έναν σταθερό
νοηματικό πυρήνα – αλλά πάντα μόνο κατ’ αρχήν, ποτέ όσον αφορά την συγκεκριμένη
εκδήλωσή του. Με όμοιο τρόπο η συγκεκριμένη εμφάνιση της μητρικής εικόνας σε
οποιονδήποτε δοσμένο χρόνο δεν μπορεί να καθορισθή μόνο από το αρχέτυπο της
μητέρας, αλλά εξαρτάται από αναρίθμητους άλλους παράγοντες.
2. ΤΟ ΑΡΧΕΤΥΠΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Όπως
οποιοδήποτε άλλο αρχέτυπο, το αρχέτυπο της μητέρας εμφανίζεται κάτω από μια
σχεδόν απεριόριστη ποικιλία μορφών. Αναφέρω εδώ μόνο μερικές από τις πιο
χαρακτηριστικές. Πρώτες σε σπουδαιότητα είναι: η προσωπική μητέρα και η γιαγιά,
η θετή μητέρα και η πεθερά· μετά κάθε γυναίκα με την οποία υπάρχει κάποια σχέση
– για παράδειγμα μια τροφός ή γκουβερνάντα ή ίσως μια μακρινή πρόγονος. Μετά
υπάρχουν αυτές που θα μπορούσαν να ονομασθούν μητέρες με μεταφορική έννοια. Σε
αυτήν την κατηγορία ανήκει η θεά, και ιδιαίτερα η Μητέρα του Θεού, η Παρθένος
και η Σοφία. Η μυθολογία προσφέρει πολλές παραλλαγές του μητρικού αρχετύπου,
όπως για παράδειγμα η μητέρα που επανεμφανίζεται σαν κόρη στο μύθο της Δήμητρας
και της Περσεφόνης· ή η μητέρα που είναι επίσης η αγαπημένη, όπως στο μύθο της Κυβέλης – Άττι. Άλλα
σύμβολα της μητέρας σε μεταφορική έννοια εμφανίζονται σε πράγματα που
παριστάνουν τον στόχο της επιθυμίας μας για λύτρωση, όπως ο Παράδεισος, η
Βασιλεία του Θεού, η Ουράνια Ιερουσαλήμ. Πολλά πράγματα που προκαλούν αίσθημα
αφοσίωσης ή δέους όπως για παράδειγμα η Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο, η πόλη ή
χώρα, ο ουρανός, η γη, τα δάση, η θάλασσα ή οποιαδήποτε ακίνητα νερά, ακόμη η
ύλη, ο κάτω κόσμος και η σελήνη, μπορούν να είναι μητρικά σύμβολα. Το αρχέτυπο
συχνά συσχετίζεται με πράγματα ή τόπους που αντιπροσωπεύουν την γονιμότητα και
την ευφορία: το κέρας της Αμάλθειας, ένας οργωμένος αγρός, ένας κήπος. Μπορεί
να συνδεθή με έναν βράχο, ένα σπήλαιο, ένα δέντρο, μια πηγή, ένα βαθύ πηγάδι, ή
ποικίλα δοχεία όπως είναι η κολυμπήθρα του βαπτίσματος, ή με λουλούδια σε σχήμα
δοχείου όπως το τριαντάφυλλο ή ο λωτός. Εξ αιτίας της προστασίας που υπονοεί, ο
μαγικός κύκλος ή mand μπορεί να είναι μια μορφή του μητρικού αρχετύπου. Κοίλα
αντικείμενα, όπως είναι οι φούρνοι ή μαγειρικά σκεύη συνδέονται με το μητρικό
αρχέτυπο, και, φυσικά, η μήτρα, y o n i, και ο,τιδήποτε έχει
παρόμοιο σχήμα. Μπορούμε να προσθέσουμε σε αυτόν τον κατάλογο πολλά ζώα, όπως
είναι η αγελάδα. (Σ.τ.Μ.: ας θυμηθούμε την «βοϊδόματη» Ήρα και την Ιώ, που η
Ήρα μεταμορφώνει σε αγελάδα), ο λαγός (Σ.τ.Μ.: που ήταν ιερό ζώο αφιερωμένο
στην Αφροδίτη), και τα βοηθητικά ζώα γενικά.
Όλα
αυτά τα σύμβολα μπορούν να έχουν μια θετική, ευμενή σημασία ή μια αρνητική και
κακή. Αυτή η αμφίπλευρη όψη φαίνεται στις θεές της μοίρας (Μοίρες, Γραίες).
Κακά σύμβολα είναι η μάγισσα, ο δράκοντας (ή οποιοδήποτε ζώο καταβροχθίζει και
περιτυλίγεται, όπως ένα μεγάλο ψάρι ή ένα ερπετό), ο τάφος, η σαρκοφάγος, τα
βαθειά νερά, ο θάνατος, οι εφιάλτες και τα κακά πνεύματα (Έμπουσα, Lilith κλπ.) [Σ.τ.Μ.: Η Έμπουσα, στην αρχαία
ελληνική μυθολογία ήταν ένας δαίμονας με μορφή γυναίκας και πόδια γαϊδάρου, γι’
αυτό την αποκαλούσαν «ονοσκέλιδα». Ήταν φόβητρο για παιδιά. Στην ίδια κατηγορία
ανήκουν η Λάμια, η Μορμώ και η Μορμολύκη, που ρουφούσαν το αίμα παιδιών και
έτρωγαν σάρκες]. Αυτός ο κατάλογος φυσικά δεν είναι πλήρης· παρουσιάζει μονό τα
πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του μητρικού αρχετύπου.
Οι
ιδιότητες που συνδέονται με αυτό είναι η μητρική φροντίδα και τρυφερότητα, η
μαγική εξουσία του θηλυκού, η σοφία και η πνευματική έξαρση που υπερβαίνουν την
λογική· οποιοδήποτε ευνοϊκό ένστικτο ή ορμή, οτιδήποτε ένα καλόβολο, οτιδήποτε
τρέφει και στηρίζει, προωθεί την αύξηση και την γονιμότητα. Ο χώρος της μαγικής
μεταμόρφωσης και της αναγέννησης, μαζί με τον κάτω κόσμο και τους κατοίκους
του, κυβερνάται από την μητέρα. Στην αρνητική του όψη το μητρικό αρχέτυπο
μπορεί να υπονοή ο,τιδήποτε μυστικό, κρυμμένο, σκοτεινό· την άβυσσο, τον κόσμο
των νεκρών, ο,τιδήποτε καταβροχθίζει, αποπλανά και δηλητηριάζει, ο,τιδήποτε
είναι τρομακτικό και αναπόφευκτο, σαν την μοίρα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του
μητρικού αρχετύπου έχουν πλήρως περιγραφή και συνοδευθή από μαρτυρίες στο
βιβλίο μου «Σύμβολα της Μεταμόρφωσης». Εκεί διατύπωσα την αμφισημία αυτών των
χαρακτηριστικών με τις λέξεις «Η μητέρα που αγαπά και η τρομερή μητέρα». Ίσως το
πιο γνωστό σ’ εμάς ιστορικό παράδειγμα της διπλής φύσης της μητέρας είναι η
Παρθένος Μαρίας, που δεν είναι μόνο η Μητέρα του Κυρίου, αλλά επίσης, σύμφωνα
με τις μεσαιωνικές αλληγορίες, ο Σταυρός Του. Στην Ινδία, η «στοργική και η
τρομερή μητέρα» είναι η παράδοξη Kali. Η φιλοσοφία Sankhya ανέπτυξε το μητρικό αρχέτυπο
στην αντίληψη της prakrti (ύλη) και απέδωσε σε αυτήν τα τρία gunas ή θεμελιώδη χαρακτηριστικά: sattva, rajas, tamas: καλωσύνη, πάθος και
σκοτάδι. (Σημ. των εκδοτών: Αυτή είναι η ετυμολογική σημασία των τριών gunas. Δες το έργο του Weckerling: «Anandaraya makhi: Η ευτυχία της ζωής», σ.σ.21
κ.ε. και του Garbe: «Η φλοσοφία Sakhya, σ.σ. 272 κ.ε. Βλέπε επίσης το έργο
του Zimmer: «Φιλοσοφίες της Ινδίας» index). Αυτές είναι οι τρείς
βασικές όψεις της μητέρας: η στοργική και τρυφερή της καλωσύνη, το οργιαστικό
της συναίσθημα, και τα Στύγεια βάθη της. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του
φιλοσοφικού μύθου που δείχνει την Prakrti να χορεύη μπροστά στον Purusha για να του υπενθυμίση την
«διακριτική γνώση», δεν ανήκει στο μητρικό αρχέτυπο αλλά στο αρχέτυπο της anima, που στην ψυχολογία του
άνδρα εμφανίζεται πάντοτε, στην αρχή, αναμεμειγμένο με την εικόνα της μητέρας.
Αν
και η μορφή της Μητέρας όπως εμφανίζεται στο λαογραφικό υλικό είναι λίγο-πολύ
καθολική, αυτή η εικόνα αλλάζει αισθητά όταν εμφανίζεται στην ατομική ψυχή.
Στην θεραπεία των ασθενών εντυπωσιάζεται κανείς στην αρχή, και κυριολεκτικά
ξαφνιάζεται, από την προφανή σημασία την προσωπικής μητέρας. Αυτή η μορφή της
προσωπικής μητέρας καταλαμβάνει τόσο μεγάλη θέση σε όλες τις περσοναλιστές
ψυχολογίες, που, όπως ξέρουμε, δεν την ξεπέρασαν ποτέ, ακόμη και θεωρητικά, για
να προχωρήσουν σε άλλους σπουδαίους αιτιολογικούς παράγοντες. Η δική μου άποψη
διαφέρει από εκείνη άλλων ιατρικο-ψυχολογικών θεωριών κυρίως στο ότι αποδίδω
στην μητέρα μόνο μια περιορισμένη αιτιολογική σημασία. Δηλαδή, όλες εκείνες οι
επιδράσεις που η λογοτεχνία περιγράφει να ασκούνται επάνω στα παιδιά δεν
προέρχονται από την ίδια την μητέρα, αλλά μάλλον από το αρχέτυπο που
προβάλλεται πάνω της, και της δίνει ένα μυθολογικό βάθος, επενδύοντάς την με
εξουσία και θεϊκό χαρακτήρα. [Σημ.: Η αμερικανική ψυχολογία μπορεί να μας δώση
έναν απεριόριστο αριθμό παραδειγμάτων. Μια καυστική αλλά διαφωτιστική σάτυρα
πάνω σε αυτό το θέμα είναι το έργο του Philip Wylie «Γενεά εχιδνών»]. Οι
αιτιολογικές και τραυματικές επιδράσεις που προέρχονται από την μητέρα πρέπει
να διαιρεθούν σε δύο ομάδες: (1) αυτές που αντιστοιχούν σε ιδιότητες του
χαρακτήρα ή στάσεις που είναι πραγματικά παρούσες στην μητέρα, και (2) αυτές
που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά που η μητέρα απλώς φαίνεται να κατέχη, ενώ η
πραγματικότητα αποτελείται από λίγο ή πολύ φανταστικές (δηλαδή αρχετυπικές)
προβολές που γίνονται εκ μέρους του παιδιού. Ο ίδιος ο Freud είχε ήδη δει πως η πραγματικά
αιτιολογία των νευρώσεων δεν βρίσκεται σε τραυματικές επιδράσεις, όπως στην
αρχή υποψιάστηκε, αλλά σε μια ιδιόμορφη ανάπτυξη της παιδικής φαντασίας. Αυτό
δεν αποκλείει ότι μια τέτοια ανάπτυξη μπορεί να ανιχνευθή πως προέρχεται από
διαταραχές που ξεκινούν από την μητέρα. Εγώ ο ίδιος το έχω σαν κανόνα να ψάχνω
για την αιτία των παιδικών νευρώσεων πρώτα στην μητέρα, επειδή ξέρω από
εμπειρία ότι ένα παιδί είναι πολύ περισσότερο πιθανό να αναπτυχθή ομαλά από ότι
νευρωτικά, και ότι στην μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων συγκεκριμένες αιτίες
διαταραχής μπορούν να ανακαλυφθούν στους γονείς, ιδιαίτερα στην μητέρα. Τα
περιεχόμενα των ανώμαλων φαντασιών του παιδιού μπορούν να αναφέρωνται στην
προσωπική μητέρα μόνο κατά ένα μέρος, επειδή έχουν συχνά φανερούς και
αλάνθαστους υπαινιγμούς που δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναφέρωνται σε ανθρώπινα
όντα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν πρόκειται για συγκεκριμένα μυθολογικά
περιεχόμενα, όπως συμβαίνει συχνά στις παιδικές φοβίες, όπου η μητέρα μπορεί να
εμφανίζεται σαν ένα άγριο θηρίο, μια μάγισσα, ένα φάντασμα, ένας ανθρωποφάγος
γίγαντας, ένας ερμαφρόδιτος, και ούτω καθεξής. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου,
πάντως, ότι τέτοιες φαντασίες δεν είναι πάντα αλάνθαστα μυθολογικής προέλευσης,
και ότι, ακόμη και εάν είναι, μπορεί να
μην βασίζωνται πάντα στο ασυνείδητο αρχέτυπο, αλλά μπορεί να προκαλούνται από
παραμύθια ή τυχαίες παρατηρήσεις. Μια λεπτομερής έρευνα, επομένως, είναι
αναγκαία σε κάθε περίπτωση. Για πρακτικούς λόγους, μια τέτοια έρευνα δεν μπορεί
να γίνη τόσο εύκολα με τα παιδιά όσο με τους μεγάλους, οι οποίοι σχεδόν πάντοτε
μεταβιβάζουν τις φαντασίες τους στον γιατρό κατά την διάρκεια της θεραπείας –
ή, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, οι φαντασίες προβάλλονται πάνω του αυτόματα.
Όταν
συμβαίνει αυτό, δεν κερδίζουμε τίποτε με το να τις παραμερίζουμε σαν γελοίες,
επειδή τα αρχέτυπα είναι από τα αναπαλλοτρίωτα κτήματα κάθε ψυχής. Αποτελούν
τον «θησαυρό στο βασίλειο των σκιωδών σκέψεων» για τον οποίο μίλησε ο Kant, και για τον οποίο έχουμε
άφθονες μαρτυρίες στα αναρίθμητα μοτίβα θησαυρών της μυθολογίας. Ένα αρχέτυπο
δεν είναι με καμμιά έννοια απλώς μια ενοχλητική προκατάληψη· γίνεται τέτοια
μόνο όταν βρίσκεται σε λάθος μέρος. Από μόνες τους, οι αρχετυπικές εικόνες
είναι ανάμεσα στις υψηλότερες αξίες της ανθρώπινης ψυχής· έχουν εμψυχώσει τους
ουρανούς όλων των ανθρώπινων φυλών από αμνημονεύτων χρόνων. Το να τις
απορρίψουμε σαν άχρηστες θα ήταν μια μεγάλη απώλεια. Έργο μας επομένως είναι
όχι να αρνηθούμε το αρχέτυπο, αλλά να διαλύσουμε τις προβολές, για να
αποκαταστήσουμε τα περιεχόμενά τους μέσα στο άτομο, που αθέλητα τα έχει χάσει,
προβάλλοντάς τα έξω από τον εαυτό του.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου