Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ

  «Διακήρυξη της ΙΙης ΒΑτικάνειας Συνόδου για την πρόσληψη όλων των θρησκειών στην μία Οικουμενική Εκκλησία» - Nostra aetate
 
Η «Διακήρυξη γύρω από τις σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη-Χριστιανικές θρησκείες», γνωστή με τα αρχικά της, Nostra aetate, διευκρινίζει την αιτία και την πρόθεση, η οποία ωθεί την παπική εκκλησία να επαναπροσδιορίσει την σχέση της με τις άλλες θρησκείες. Είναι η παγκόσμια κατάσταση την οποία γνωρίζουμε, καί η οποία έχει μεταλλαχθεί (από τι;) κάτω από πολλές απόψεις. 
Λαοί και άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής και ράτσας, κουλτούρες και θρησκείες, δεν πλησίασαν μόνον με την χωρική έννοια. Χάρη στα μέσα ενημέρωσης η ροή των πληροφοριών διασχίζει τις ηπείρους και επιτρέπει την γνώση τών λαών και της κουλτούρας τους, που κάποτε ήταν απομακρυσμένοι. Από απόμακροι έγιναν γείτονες. [Ο Χρόνος και ο χώρος του Αγίου Κάντ, του μεγάλου Πατέρα της νέας Εκκλησίας. ΝΕΑΣ. Διότι η Καθολική Εκκλησία δεν υφίσταται πλέον όπως και η Ορθόδοξη]. Οι πολυπληθείς μετακινήσεις των λαών, ακόμη και με όλες τις εντάσεις του φαινομένου, είναι ταυτοχρόνως και δυνατότερες συναντήσεως ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών. Πρόσφυγες και αναζητητές πολιτικού ασύλου αντιπροσωπεύουν ήδη το ξένο στοιχείο στην γειτονιά μας. Ένας αυξανόμενος τουρισμός προς μακρυνές χώρες, προκαλεί σε πολλούς ταξιδευτές την άμεση επαφή με την ετερότητα και το ενδιαφέρον. Στην πολιτική επιδιώκονται συμφωνίες σε διεθνές επίπεδο. Σήμερα η Οικονομική ανάπτυξη υπολογίζεται σε παγκόσμιο κλίμακα. Όλα αυτά κρύβονται πίσω από την εισαγωγική δήλωση: «Στον καιρό μας, στον οποίο το ανθρώπινο γένος ενοποιείται μέρα τη μέρα και αυξάνει η αλληλεξάρτηση των λαών». 
Σ’αυτή την παγκόσμιο κατάσταση, την τόσο μεταλλαγμένη, οι πατέρες της συνόδου του Βατικανού ΙΙ βλέπουν το ερέθισμα για μία επανεξέταση, με «μεγαλύτερη προσοχή», τού προβλήματος τής σχέσεως ανάμεσα στην Εκκλησία και τις μη-Χριστιανικές θρησκείες. 
Πριν αντιμετωπισθεί όμως το θέμα των θρησκειών, επιτροπές με γνώση των θεμάτων, είχαν συγκεντρωθεί κατ’αρχάς σε ένα άλλο θέμα. Πάνω στη βάση ιδιαιτέρων ερωτημάτων και προσδοκιών από εβραϊκής πλευράς, το θέμα αυτό αφορούσε τις σχέσεις της Εκκλησίας και του λαού του Ισραήλ. Ο πάπας Ιωάννης ο ΧΧΙΙΙ, ανέθεσε κατ’αρχάς στον καρδινάλιο Bea SJ την διεκπεραίωση του θέματος. Στο τέλος αυτής της έρευνας, η σύνοδος ενέκρινε μία Δήλωση η οποία αφορά όλες τις μη-Χριστιανικές θρησκείες. Το θέμα του «εβραϊσμού» αντιμετωπίστηκε σ’αυτό το πλαίσιο σαν μίας ξεχωριστής θρησκείας. Στην Δήλωση αυτή ελήφθη υπόψη επίσης και η ιδιαίτερη σχέση του Εβραϊσμού με την Εκκλησία, τονίζοντας την ιδιαίτερη σημασία της εξαρτήσεως του, από την παλαιοδιαθηκική συμφωνία. 
«Στο καθήκον της να προωθήσει την ενότητα και την φιλανθρωπία ανάμεσα στους ανθρώπους και ιδιαιτέρως ανάμεσα στους λαούς» : Εδώ ακριβώς βλέπει η Εκκλησία την αποστολή της απέναντι σ’αυτή την κατάσταση της ανθρωπότητος. Η κοινή καθολική ελπίδα, η ανθρώπινη θέληση, έχουν ανάγκη ενθαρρύνσεως και κάθαρσης μέσω της θείας βοήθειας. Αυτό που μπορεί να ξαναοδηγήσει τους λαούς σε μία και «μόνη κοινότητα», λόγω της δημιουργικής τους κλήσεως, καθιστά απαραίτητη την μαρτυρία της Εκκλησίας πάνω στο θεμέλιο της ενότητος και της φιλανθρωπίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Η νέα κατάσταση προκαλεί την Εκκλησία να επανακαθορίσει την σχέση της με τις άλλες θρησκείες, με το νόημα της Κ.Δ. και των πατέρων. Η μαρτυρία της ενότητος και της αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό, δεν αποκλείεται από τον σημερινό κόσμο. Άλλες θρησκείες καλλιέργησαν την επιθυμία τής ενότητος και τής κατανοήσεως τής ανθρωπότητος και ξεκινώντας από τις προϋποθέσεις τους προσπαθούν να δώσουν μία απάντηση. 
[Παράπλευρες συνέπειες του Ιστορικού Χριστού και της ιστορικής Εκκλησίας. ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΟΤΙ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ; Στην Απόλυτη αυτονόμηση της ανθρωπότητος ακόμη και από την πρόνοια;]. Ο διάλογος ανάμεσα στις θρησκείες, που λαμβάνει καινούργιες μορφές σε τούτη την μεταλλαγμένη κατάσταση, καθορίζεται επίσης και από εκείνο που «οι άνθρωποι έχουν κοινό και τους ωθεί να ζήσουν μαζί». Στο εσωτερικό τού διαλόγου το Χριστιανικό μήνυμα σήμερα, πρέπει να αποτελέσει μία απάντηση και μία βοήθεια για όλους τους ανθρώπους. Έτσι όπως ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στην Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων (Πράξεις 17,26), η Διακήρυξη της ειρήνης παραπέμπει στην κοινή καταγωγή στον Θεό όλου του ανθρώπινου γένους. Πρίν από τον διάλογο λοιπόν τίθεται το γεγονός πώς η ανθρωπότης όχι μόνον χρωστά προς τον Θεό καθότι είναι ο Δημιουργός, αλλά μέχρι σήμερα βιώνει την φιλανθρωπία Του μέσω διαφόρων αποδείξεων συνεχούς βοήθειας και προτροπής. 
Το έργο της Εκκλησίας λοιπόν να φέρει το ανθρώπινο γένος ξανά στην ενότητά του έχει το θεμέλιο του στην πρωτογενή θέληση του ίδιου τού Δημιουργού, ο οποίος θέλησε ενωμένη την ανθρωπότητα που κάλεσε στην ύπαρξη. Η Διακήρυξη εκφράζει ταυτοχρόνως την πίστη εκ μέρους της Εκκλησίας πώς η ενότης αυτή θα ξαναστερεωθεί με καθοριστικό τρόπο στο «φώς της δόξης του Θεού». Η Εκκλησία βλέπει λοιπόν και τους ανθρώπους τών άλλων θρησκειών ήδη στο Φώς της κοινής τους κλήσεως, η οποία θα ολοκληρωθεί όταν όλοι «οι λαοί βαδίσουν μέσα στο Φώς Του». 

Aμέθυστος
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: