Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

P A U L F R I E D L Ȁ N D E R Π Λ Α Τ Ω Ν (7)

Συνέχεια από  Τετάρτη, 25 Φεβρουαρίου 2015

                  P A U L   F R I E D L Ȁ N D E R
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyter u. Co, Berlin 1964 )


Ο φιλό-σοφος φέρει στο όνομά του την ερωτική επιθυμία. Ενώ όμως είναι πάντοτε παρόν, τουλάχιστον δυνάμει, το θέμα τού φύλου στον ‘Ερωτα, μπορούμε να αισθανθούμε για μια στιγμή – κι αυτό συμβαίνει σ’ ένα σημείο τής «Πολιτείας» (IV 490 ΑΒ) – ως μια γεννητική αφή (να μας αγγίζη με σκοπό να γεννηθή κάτι…) την ώθηση και την είσοδο στο Αληθινό. Κι όπως πρέπει να είναι τού ιδίου είδους (συγγενής) με το αντικείμενο τού έρωτά του αυτός που γεννά, έτσι πρέπει και να πλησιάζη και να αγγίζη το αληθινό Είναι με κείνο στην ψυχή του (με το όργανο θα μπορούσε να πη κανείς), που συγγενεύει μ’ αυτό το αληθινό Είναι, εκείνος που ‘αγαπά’ τη σοφία. Όπως γεννιέται λοιπόν  ενωμένο με το πραγματικά υπάρχον και ουσιαστικό, που έχει κι αυτό ‘ψυχή’, το ‘υπαρξιακό’ και ουσιώδες στην ψυχή, και όπως δεν γεννά μόνο, αλλά και ‘ανατρέφει’, η γνήσια συνένωση των φύλων, έτσι πρέπει να ‘ανατρέφη’ εδώ και όποιος ‘γνωρίζει’ – τί να γεννά και να ανατρέφη; Πνεύμα και αλήθεια. Φέρει τα χαρακτηριστικά και των δύο γονέων του το παιδί. Κι όμως δεν βρίσκεται εδώ ‘έξω’ απ’ τους γονείς του, όπως ένα ανθρώπινο παιδί, αυτό που γεννιέται, αλλά παρίσταται ο ίδιος που αγαπά τη σοφία, μετά απ’ αυτήν τη γέννηση, ως «κάποιος που φθάνει στη γνώση και ζη και αναπτύσσεται πραγματικά ενωμένος μαζί της». Ευδοκιμεί λοιπόν εντός τής ίδιας της ζωντανής ύπαρξης (των ανθρώπων, του εραστή και του ερώμενου…), και όχι σαν κάτι ξεχωριστό απ’ αυτήν την ‘ύπαρξη’ η γνώση. Είναι «υπαρξιακή» γνώση, ζωή και γνώση ενωμένες σε αδιάσπαστη ενότητα. «Κι έχουν έτσι ένα τέλος τα βάσανα», συμπεραίνει ο Σωκράτης, αναδεικνύοντας  με τη λέξη ωδίς (ωδίνες…) άλλη μια φορά το ‘υπόβαθρο’ αυτής τής παρομοίωσης ανάμεσα στη γέννηση και τον ‘τοκετό’.
Γιατί δεν αποκαλείται ένας θεός, αλλά ένας μεγάλος δαίμων ο Έρως; Τί έχουν κοινό ο δαίμων, το δαιμόνιο κι ο έρως; Χαρακτηρίζουν όλα, όχι μια πλήρη ύπαρξη, αλλά τις περιοχές μάλλον, τις κινήσεις και τις δυνάμεις που οδηγούν προς ένα τέτοιο Είναι. Ανήκει λοιπόν κι ο Έρως σ’ αυτόν τον κόσμο τού μεταξύ (Metaxy), και σημαίνει τη μετάβαση σ’ ένα επέκεινα της ψυχής, με τη διπλή έννοια: ότι συνδέει κάποια στιγμή σε διάλογο το Εγώ και το Εσύ, για να τα ανυψώση κατόπιν αναμεταξύ τους (το ένα με το άλλο…) στο Είδος (Eidos).
Είδε την κίνηση, που ενώνει τούς δύο προς τον Ωραίο και προς το Ωραίο, στη δύναμη που ονόμαζε  Έρωτα ο Πλάτων. Το βίωμα του έρωτα και τη γνώση τών Ιδεών αξεδιάλυτα συνδεδεμένες: και δεν πρόκειται για κάποιο ‘δόγμα’ (Dogma), όπως το ‘επινοεί’ ένας στοχαστής, αλλά είναι μόνον η πιο ιδιαίτατη εμπειρία που μπορεί να μιλήση έτσι, για τον ‘εαυτό’ της. Επαληθευμένη σε μια μακρά ζωή, την αισθανόμαστε ακόμα στα λόγια αυτού τού εβδομηκονταπεντάρη. Μιλάει στην «7η επιστολή» για τα πράγματα, που πράγματι τον ενδιαφέρουν (περί  ών  σπουδάζω – 341C) ο Πλάτων. Και τα οποία δεν μεταδίδονται με τον λόγο όπως άλλα αντικείμενα της διδασκαλίας, «αλλά γεννιέται ξαφνικά (εξαίφνης…), από μακρά συμβίωση και κοινή προσπάθεια για ένα πράγμα, κι όπως από μια σπίθα που ξεπηδά, μια φωτιά στην ψυχή που μπορεί τώρα να τραφή η ίδια». Δεν παρατηρούμε τίποτα βέβαια ή τίποτα πια, απ’ το ότι αποκτά τον δρόμο τής γνώσης απ’ το ερωτικό βίωμα ο φιλόσοφος. Γιατί μοιάζει να γίνεται μόνο για τη μετάδοση, κι όχι πια για τη γέννηση’ (τον τοκετό…) τών ύψιστων αληθειών ο λόγος. Πού να βρίσκεται όμως το σημείο διαχωρισμού; Γιατί αποτελεί και για τον γέροντα κάθε μετάδοση μιαν ανανεωμένη γέννηση, και το ότι δεν είναι ένα ακίνητο Αγαθό αλλά μια συνεχώς ανανεούμενη έρευνα η διδασκαλία, μήπως δεν προκύπτει κι αυτό απ’ το ότι δεν μπορεί ακριβώς να εκφρασθή το Ύψιστο;
 Αναφερθήκαμε προηγουμένως στο ότι υφίσταται για τον Πλάτωνα – όχι ‘κατασκευαστικά’, αλλά από βιωμένη αναγκαιότητα – μια «συστηματική» συνάρτηση μεταξύ Είδους και Πόλης, καθώς και μεταξύ  Έρωτα και Είδους. Και ‘μαθαίνουμε’ μ’ αυτό ταυτόχρονα, ότι είναι και ο Έρως με την Πόλη αξεδιάλυτα συνδεδεμένοι. Αν αποτελή λοιπόν, κατά τη γνώμη τού Πλάτωνα, τον μοναδικό γνήσιο πολίτη, ακριβώς επειδή ‘αγαπά’ και παιδαγωγεί, ο Σωκράτης, κι αν προσδιόριζε στον ίδιον τον Πλάτωνα, που ανακάλυψε το βασίλειο των Ιδεών και θεμελίωσε την Ακαδημία (Akademie), το ιστορικό πρωτείο του «πολιτικού» (στοιχείου…), τότε είναι εκ των προτέρων αδύνατο να πλανηθούμε και να θεωρήσουμε, ότι θα μπορούσε να επρόκειτο για ατομικές κλίσεις και ανάγκες στον πλατωνικόν Έρωτα και την καθοδήγηση που εξασκεί προς την Ιδέα, που ‘επιθυμούν’ να ξεχωρίσουν τον καθέναν απ’ το σύνολο ή Όλον. Δεν υπάρχει (πράγματι…) καμμιά αρετή και παιδεία, χωρίς ‘πολιτικήν’ έννοια. Κι όταν εμπνέη ο Έρως, κατά τα λόγια τής Διοτίμας, λόγους στον παιδαγωγό για το πώς «πρέπει να είναι και με τί πρέπει να καταγίνεται ο τέλειος άνθρωπος (ανήρ αγαθός)», δεν πρέπει να παρακούσουμε τον πολιτικό τόνο, που γίνεται ακόμα σαφέστερος όταν ‘ανακαλύπτουμε’, ως τα ύψιστα παραδείγματα πνευματικής γέννησης, δίπλα στη μεγάλη ποίηση του Ομήρου και του Ησιόδου, τους νόμους τού Λυκούργου και του Σόλωνα (Συμπ. 209 D). Μας διδάσκει με πληρότητα ότι επενεργούν μόνο στην Πόλη ο Έρως και το Είδος η πλατωνική «Πολιτεία», όπως και ότι υφίσταται απ’ την άλλη μόνο με τον Έρωτα και το Είδος η Πόλη. Γιατί έχει ιδρυθή για το Αγαθό (προς χάριν τού Αγαθού…), και συνδέει ο Έρως αυτούς που την καθοδηγούν στο να επιδιώξη ή να τείνη προς αυτό το ‘κέντρο’.
Εντάσσονται όμως στον Κόσμο (Kosmos) ο άνθρωπος και η Πόλη του. Και θα διαχωρίζονταν μεταξύ τους ο ουρανός και η γη χωρίς τον έρωτα. Κι έτσι τελειοποιείται κατ’ αρχάς η επίδρασή του για τον Πλάτωνα, όταν  τον διαισθάνεται και σ’ αυτόν τον άκρως εκτεταμένο χώρο. «Συνδέεται με τον εαυτό του» μέσω τής δαιμονικής περιοχής, όπως διδάσκει στο «Συμπόσιο» η Διοτίμα, «το Σύμπαν». Δεν πρόκειται όμως παρά για μια σύντομη αναλαμπή, γιατί μιλούν εντέλει για τον άνθρωπο ο Σωκράτης, και μέσα απ’ αυτόν η Διοτίμα. Ικέτευσε ωστόσο εκείνον τον κοσμογονικό Έρωτα των παλαιών ποιητών εισάγοντας τον καθέναν απ’ τούς ερωτικούς λόγους ο Φαίδρος. Και ανέδειξε όχι μόνο στις ψυχές τών ανθρώπων, αλλά και στα σώματα όλων τών όντων τον Έρωτα ο Ερυξίμαχος, και σε ό,τι αναπτύσσεται πάνω στη γη και σε όλα γενικώς τα όντα, ως τη δύναμη που συνδέει τις εχθρικές αντιθέσεις ψυχρό και θερμό, πικρό και γλυκύ, ξηρό και υγρό, και κυριαρχεί στον ρυθμό και την αρμονία, μέχρις ‘επάνω’ στις κοσμικές τάξεις. Ενώ ομολογεί την ελπίδα κι ο Αριστοφάνης, ότι θα μας επαναφέρη μελλοντικά, εμάς τις κομματιασμένες υπάρξεις, που καταγόμαστε απ’ τα αστέρια, στην παλιά μας κατάσταση ο Έρως, και θα μας ξαναδώση την πλήρη μας μορφή, που την είχαμε, μοιάζοντας στους γεννήτορές μας, εξαρχής. Πρόκειται σίγουρα για ένα ποιητικό ‘παιχνίδι’· γιατί παίζει΄ όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Πλάτων;  Το ότι τείνουν και επιθυμούν τα πράγματα το Είδος, ότι συνδέει λοιπόν αυτό και εκείνα ο Έρως, το λέει ακόμα πιο «σοβαρά» στον «Φαίδωνα», με μια μισο-μυθική ωστόσο ακόμα έκφραση. Ενώ μιλά με μυθικά πάλι σχήματα στον «Φαίδρο», όπου αποτελεί η θέα τών αιωνίων μορφών το ποθητό σκοπούμενο τόσο τών «θεϊκών όσο και των ανθρώπινων ψυχών», που  κυριαρχούνται, όπως από κινητήρια δύναμη, απ’ την «επιθυμία για το ανώτερο», και όπου εκφράζουν τα –δανεισμένα απ’ τον θεό τού έρωτα – φτερά αυτήν τη ροπή που διαπερνά και συγκρατεί συνεκτικά τον κόσμο. Και οφείλεται ίσως μόνο και μόνο στο ότι κυριάρχησαν άλλα μυθικά θέματα στον μύθο τής δημιουργίας του κόσμου, που δεν ‘αναφέρεται’ τίποτα για τον κοσμικό και κοσμογονικό Έρωτα στον «Τίμαιο».
Αν θέλη να βεβαιωθή κανείς για όλο το βάθος και την πληρότητα του ονόματος Έρως στον Πλάτωνα, μπορεί να ρίξη μια ματιά στο επίπεδο απ’ τη μια, πάνω απ’ το οποίο και ανυψώθηκε φιλοσοφώντας ο Πλάτων, το σωκρατικό δηλ. επίπεδο, και σε κείνον τον ‘εξαγνισμό’ και την ‘απαισθητοποίηση’ του πλατωνικού κόσμου απ’ την άλλη, όπως τα συναντάμε στον Πλωτίνο και τους όψιμους πλατωνικούς. Στο «σωκρατικό» επίπεδο – όπως μάς επιτρέπεται βέβαια να το πούμε, έχοντας επαρκή συνείδηση εκείνης τής τελικής άγνοιας που μας συνοδεύει όταν αναφερόμαστε στο όνομα του Σωκράτη – επενεργεί ο Έρως στη μια διάσταση μεταξύ ανθρώπων που είναι ‘ερωτευμένοι’ και φιλοσοφούν, δίνοντάς τους τη δύναμη να (ε)ρωτούν χωρίς να αποκάμνουν ποτέ – σε μιαν «υπαρξιακή επικοινωνία», για να το πούμε με τα λόγια τού Jaspers. Εμφανίζεται στον Πλάτωνα, κοντά στη σωκρατική δύναμη, την οποία και διαφυλλάσσει, το υποκειμενικό – αν όχι σύστημα, επιδίωξη ωστόσο ενός συστήματος ως μια νέα αντικειμενική πληρότης. Ενώ θα γίνη απ’ την άλλη πλευρά σαφές, το πώς δεν μπορεί να ‘κρατήση’ πια αυτήν τη δύναμη και την πληρότητα ο Πλωτίνος: σημαίνει πια γι’ αυτόν την κίνηση και μόνον προς το ύψιστο Ένα ο Έρως. Και δεν μπορεί να αποτελή πια γι’ αυτόν τη δυναμική έκβαση κάθε φιλοσοφίας η επίγεια ερωτική ‘κοινότης’, γι’ αυτόν τού οποίου ξεκινά να περιγράφη την ζωή του με την εξής φράση ο μαθητής του Πορφύριος: «Έμοιαζε με κάποιον, που (πραγματικά…) ντρεπόταν επειδή βρισκόταν μέσα στο σώμα (του…), ο φιλόσοφος του καιρού μας Πλωτίνος».
Σαφέστερη είναι η απόσταση από τον Πλάτωνα στον Πλωτίνο, εκεί όπου ‘προσκολλάται’ ακριβέστατα στον ‘δάσκαλο’ ο Πλωτίνος. Θέλει να υποδείξη τον δρόμο που οδηγεί από μιαν περαιτέρω πλάνη (πίσω…) στο ‘πατρικό σπίτι’, στον αληθινό τόπο τής ψυχής, στο Αγαθό και Ένα (V 9,2). Και μπορεί να φτάση εκεί ο «απ’ τη φύση του ερωτικά προικισμένος άνθρωπος, που είναι στ’ αλήθεια εξαρχής φιλοσοφικά προδιατεθειμένος». Αυτός που «υποφέρει κοπιώδεις πόνους για το Ωραίο, αλλά δεν ανέχεται τη σωματική ωραιότητα, παρά διαφεύγει από εκεί προς τις ωραιότητες της ψυχής, των αρετών, των γνώσεων, των πράξεων και των νόμων (ουκ ανασχόμενος τού εν σώματι κάλλους αλλ’ ένθεν αναφυγών), ξανανεβαίνοντας από εκεί ‘επάνω’ στην αιτία τής ψυχικής ωραιότητας και σ’ αυτό, που είναι ακόμα πιο υψηλά, μέχρι να φτάση στο τελικό Πρώτο, που είναι καθεαυτό ωραίο. Κι όταν φτάση εκεί, θα απελευθερωθή απ’ τους κοπιώδεις πόνους του, όχι όμως και προηγουμένως». Πρόκειται σχεδόν ακριβώς για την κλίμακα που υποδεικνύει κι η Διοτίμα στο «Συμπόσιο», εκτός από μια μεγάλη διαφορά: Πρέπει ο καθένας που ακολουθεί τον σωστό δρόμο στον Πλάτωνα, να αγαπήση πρώτα ένα ωραίο σώμα και να «γεννήση ωραία λόγια» σ’ αυτό, και να αναγνωρίση μετά σε όλα τα ωραία σώματα τη μια ωραιότητα και να γίνη εραστής όλων τών ωραίων σωμάτων. Και δεν υπερπηδά κανένας αυτές τις βαθμίδες, που οδηγούν προς την ωραιότητα της ψυχής κι ακόμα πιο ψηλά. Δεν ‘γνωρίζει’ όμως τίποτα πια γι’ αυτές ο Πλωτίνος· και ξεκινά γι’ αυτόν με την αποστροφή απ’ το σωματικά ωραίο η άνοδος, που «δεν το ανέχεται» η δική του ψυχή. Που είναι τόσο αποξενωμένη απ’ αυτόν τον κόσμο, και είναι τόσο (ήδη…) απομακρυσμένη απ’ τον πλήρη αισθησιασμό τού πλατωνικού ζωτικού αισθήματος η ‘ασώματη’ αυτή πνευματικότητα, ώστε μόλις και μπορούμε να υποψιαστούμε κάτι απ’ το ρήγμα, ξεκινώντας από εκείνον τον όψιμο καιρό, που καταλήγει στο βαθύ χάσμα ανάμεσα στην ‘άψυχη’ σωματικότητα και τη ‘δίχως σώμα’ πνευματικότητα.
Εισάγεται στον λόγο τού Παυσανία στο «Συμπόσιο» - πολύ πρίν πάρη άρα τον λόγο και καταστήση διαμιάς ασήμαντα όσα προειπώθηκαν ο Σωκράτης – ο διαχωρισμός στη μια φαινομενικά ύπαρξη της Αφροδίτης και του Έρωτα: ουράνια και πάνδημος Αφροδίτη, με τον γιό της Έρωτα η καθεμιά. Και δεν ‘χάθηκε’ ποτέ από τότε αυτή η αντίθεση, που τη συναντάμε και στον Πλωτίνο. Όπου τίθεται όμως εντελώς διαφορετικά το όριο ανάμεσα στις δύο περιοχές, απ’ ό,τι σε κείνον τον πλατωνικόν ομιλητή, ώστε να βρίσκουμε και δω μια διαφορά και μιαν απόσταση ανάμεσα σε ‘δάσκαλο’ και ‘μαθητή’. Χαράσσεται μέσα σ’αυτόν τον κόσμο το όριο στον Παυσανία, διαχωρίζοντας ευγένεια και ‘χυδαιότητα’ στον έρωτα ανθρώπου προς άνθρωπο. Χωρίς να μιλά βέβαια εδώ (ακόμα…) ο Σωκράτης και χωρίς να λέγεται κάτι το ‘τελικό’ απ’ την πλευρά τού Πλάτωνα. Που δεν θα τραβούσε  και ποτέ ο ίδιος τη γραμμή, εκεί που τη ‘χάραξε’ ο Πλωτίνος. Για τον οποίον και αποτελεί την αναγκαία ‘ορμή’ τής ψυχής, ώστε να ξαναενωθή με τον Θεό, απ’ τον οποίον και κατάγεται, έχοντας όμως χωρισθή απ’ αυτόν, ο Έρως (VI 9, 9). Διαθέτοντας ευγενικόν (μόνον…) έρωτα, όπως μια παρθένος, προς τον ευγενή πατέρα. Και θεϊκόν (μόνον…) έρωτα, όταν βρίσκεται εκεί, όντας η ίδια μια ουράνια Αφροδίτη. Γενόμενη όμως η ίδια πάνδημη, όταν εισέρχεται στο Γίγνεσθαι, και προσλαμβάνη έναν άλλον, θνητόν έρωτα μακριά απ’ τον πατέρα, καθιστάμενη μια ετέρα (Hetӓren) τρόπον τινά ύπαρξη (ενταύθα γίνεται πάνδημος οίον εταιρίς ούσα). Αποτελεί λοιπόν μια πτώση η επίγεια ζωή κι ο επίγειος έρως, και πρέπει να μισήση αυτήν την ύβρη (Hybris)  και να καθαρισθή (να καθαρθή…) απ’ αυτήν την ζωή, για να επανέλθη στον πατέρα η ψυχή. Και είναι άρα εντελώς συνεπές, πως δεν μπορεί καν να μιλήση κανείς για «έρωτα» στην περιοχή τού Αισθητού· γιατί αναπτύσσεται κατ’ αρχάς εκεί που γεννάμε στον εαυτό μας ένα μη αισθητό πρότυπο (ουκ αισθητόν τύπονVI 7, 33) ο έρως, και στην αμέριστη ψυχή. Δεν αποτελεί λοιπόν πλέον βαθμίδα, και μάλιστα αναγκαία όπως στον Πλάτωνα ο έρωτας ανθρώπου προς άνθρωπο, αλλά απλώς και μόνο σημείο αναγνώρισης των ‘ασθενών’ ψυχών. «Όποιος δεν γνωρίζει την κατάσταση του αληθινού έρωτα, την ενότητα με τη θεότητα, αυτός μπορεί να ‘αναμετρήση’ στα επίγεια ερωτικά βιώματα το τί σημαίνει να επιτύχης αυτό, που πιο πολύ απ’ όλα επιθυμείς» (VI 9, 9). Και δεν είναι παρά μια ασθενής απεικόνιση, μια «μίμηση» ενός υψηλότερου ‘συμβάντος’, όταν ‘ποθούν’ επίγεια ερωτικά ζευγάρια να ‘συντηχθούν’ (VI 7, 34). Ενώ είναι η ένωση της ψυχής με τον ύψιστο Θεό το πρότυπο και ο πραγματικός έρως. Οπότε και αποθέτει τη μορφή που διαθέτει, κι ακόμα και κάθε τι πνευματικό που διαθέτει σ’ αυτήν της τη μορφή η ψυχή. Γιατί δεν μπορεί να δη, όσο είναι ή γίνεται η ίδια κάτι, ούτε και να εναρμονιστή με τον Ύψιστο η ψυχή. Και μόνον όταν απαλλαχθή απ’ όλα αυτά τα εμπόδια και προετοιμασθή προς συνάντησή του και γίνη όμοια μ’ αυτόν, τον βλέπει να φανερώνεται ξαφνικά εντός της. «Δεν υπάρχει τίποτα πια (τότε…) ανάμεσά τους, και δεν είναι πια δυό αλλά ένα και οι δυό, και δεν μπορείς να ξεχωρίσης πια ανάμεσά τους, όσο είναι αυτός παρών». Δεν απαιτεί λοιπόν μόνο την περιφρόνηση του σώματος, αλλά ‘διαλύει’ και κάθε ψυχική μορφή η μυστική ένωση (Unio mystica). Και είναι πια ένας πλωτινικός, και καθόλου πια πλατωνικός αυτός ο Έρως.
( συνεχίζεται, με το τρίτο κεφάλαιο: «Αρρητον» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: