Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

P A U L F R I E D L Ȁ N D E R Π Λ Α Τ Ω Ν (9)

Συνέχεια από Παρασκευή, 27 Μαρτίου 2015
                  P A U L   F R I E D L Ȁ N D E R
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyter u. Co, Berlin 1964 )

                                           KΕΦΑΛΑΙΟ  ΙΙΙ   /   ΑΡΡΗΤΟΝ


Δεν ονομάζεται πάντοτε σαφώς το σημείο αρχής. Και όπου αυτό συμβαίνει, δεν είναι μεν ενιαία η εικόνα, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθή και διαφορετικά, από μιαν αντίθεση προς το φωτεινό ύψος εκεί επάνω. Η πιο γενική και ισχυρή έννοια είναι έτσι το σκοτάδι: απ’ το σκοτάδι στο φως, απ’ το φως (πάλι…) στο σκοτάδι, τα μάτια γεμάτα σκότος (Πολιτεία 518 Α – 516 Ε – 517 D). Αντηχεί εδώ το ορφικό σύμβολο της λάσπης (του βορβόρου…), όπου και είναι θαμμένα τα μάτια τής ψυχής (533 D). Γύρω απ’ τη ‘σπηλιά’ και τα ‘κοιλώματα’ περιστρέφεται η φαντασία. Και κατοικούμε στον γεωφυσικό τελικό μύθο τού «Φαίδωνα» ένα απ’ αυτά τα ‘κοιλώματα’ (έγκοιλα – 111 C) εμείς οι άνθρωποι, που βρίσκονται βαθειά μέσα στην υδρόγειο σφαίρα. Προστίθεται όμως τότε η ιδέα τής φυλακής. Με δεσμά στον λαιμό και τους μηρούς κρατάει φυλακισμένους τους κατοίκους του το σπήλαιο στην «Πολιτεία» : κι αυτό σημαίνει, όπως αναλύεται, τον αισθητό κόσμο, που βλέπουμε με τα σωματικά μας μάτια (517 Β)  (( Λίγους αιώνες αργότερα, σ’ ένα άλλο ταπεινό ‘σπήλαιο’, θα γεννηθή Εκείνος που θα μας ελευθερώση απ’ όλα τα δεσμά… )) . Φυλακή ονομάζεται στον «Φαίδωνα», και πάλι ορφικά ηχώντας, το σώμα τών αισθήσεων για την ψυχή (67 Dεκλυομένην ώσπερ δεσμών εκ τού σώματος). Και στον τελικό μύθο τού ίδιου διαλόγου «απελευθερώνονται όπως μέσα από φυλακές» οι ευσεβείς απ’ τους χώρους αυτής τής γης, «για να ανέλθουν σε μια καθαρή κατοικία επάνω, στην αληθινή γη» (114 Β C). Απέκτησε άραγες η φυλακή, μέσα στην οποία εγκλείστηκε ο Σωκράτης, δεμένος κι αυτός απ’ τους μηρούς (Φαίδων 60 C), κι απ’ όπου απελευθερώθηκε στην πατρίδα της, το φως, η ψυχή του, αναμεμειγμένη με ορφικές εικόνες, μυθική μορφή στον Πλάτωνα;
Εκεί όπου υπάρχει η φυλακή, υπάρχει και η λύση (η απελευθέρωση…) μέσα στην εικόνα. «Να είμαστε καθαροί απ’ το σώμα, μέχρι να μας ελευθερώση ο ίδιος ο Θεός», αξιώνει ο «Φαίδων» (67 Α). Και με την απελευθέρωση ξεκινά, εντελώς κατηγορηματικά, και ο διαλεκτικός δρόμος στην «Πολιτεία». Συνδεδεμένη δε μ’ αυτό και διακρινόμενη σαφώς ως μια καινούργια πράξη, είναι η περιαγωγή κι η μεταστροφή αυτού που ήταν μέχρι τότε στραμμένος προς τον τοίχο με τις σκιές (514 Β – 518 D – 532 B κ.α.). Που συμβαίνει μ’ ολόκληρο το σώμα στη συγκεκριμένη εικόνα, μ’ ολόκληρη την ψυχή στην εξήγηση του μύθου (518 C). Η ισχυρή ‘αντήχηση’ αυτών τών λέξεων δείχνει και την αποφασιστικότητα της στιγμής.
Aν παρουσιάζεται μόνο στην αλληγορία τής «Πολιτείας» αυτή η «μεταστροφή», συναντάται όμως η άνοδος, που ξεκινάει από ’δώ, η κίνηση προς τα «επάνω», και στους άλλους ‘δρόμους’, τον δρόμο τού Έρωτα στο «Συμπόσιο» και τον «Φαίδρο», τον δρόμο τού θανάτου στον «Φαίδωνα», και τον δρόμο τής γνώσης στην «Έβδομη Επιστολή», έστω και με κάποιες παραλλαγές. Και δεν παύει να συνοδεύεται παντού από μεγάλο κόπο και εργασία αυτή η προσπάθεια. «Ο δρόμος επάνω και κάτω μέσα απ’ όλες τις βαθμίδες παράγει με κόπο (μόγις) τη γνώση», λέγεται στην «Επιστολή» (343 Ε). Όταν σηκώνεται ο φυλακισμένος στο σπήλαιο της «Πολιτείας», στρέφη τον λαιμό, κάνη τα πρώτα βήματα, και κοιτάζη επάνω προς το φως, συνδέεται κάθε μια απ’ αυτές τις πράξεις με κόπο (πάντα δέ ταύτα ποιών αλγοί – 515 C), ο απελευθερωμένος βρίσκεται σε σύγχυση (απορείν άν – 515 D), στη θέα τού φωτός τον πονούν τα μάτια του, και θέλει να αποστραφή και να τρέξη μακριά (515 Ε). Είναι τραχύς και απότομος μετά ο δρόμος για τα ‘υψηλά’ (διά τραχείας τής αναβάσεως καί ανάντους – 515 Ε), κι όπως ‘σύρεται’ με βία ο αποδεσμευμένος προς τα επάνω (βία ελκόμενον), νοιώθει οδύνη και ‘αντίσταση’ (οδυνάσθαι καί αγανακτείν). Στο «Συμπόσιο» κοιτάζει, όταν έχη φτάσει πια ψηλά, «αυτό, για το οποίο και έγιναν όλοι οι προηγούμενοι κόποι» (πόνοι – 210 Ε). Στον μύθο τού «Φαίδρου» προχωρούν τα άρματα προς το ύψος, ισοζυγισμένα και ‘εύκολα’ στα χαλινάρια εκείνα τών θεών, και κοπιαστικά (μόγις – 247 Β) αυτά τών ανθρώπων, επειδή θέλει να κατέβη (πάλι…) στη γη το κακό άλογο της ψυχής. Απ’ όπου και γεννιέται τότε ύψιστος κόπος κι αγώνας για την ψυχή (πόνος καί αγών – 247 Β). Κι επάνω εκεί συγχύζεται απ’ τα άλογα η ψυχή (θορυβουμένη), και μπορεί μόνο κοπιαστικά (μόγις) να δη τα αρχέτυπα (248 Α). Στον «Φαίδωνα» πρόκειται για την πλανεμένη πορεία (πλάνος, πλάνη – 79 D – 81 A), απ’ την οποία και απελευθερώνεται με την είσοδό της στο Καθαρό και παντοτινά Υπάρχον η ψυχή. Και εκφράζει την ελπίδα ο Σωκράτης, πως θ’ αποκτήση στο τέλος τού ταξιδιού του αυτό, «για χάρη τού οποίου υπήρξε όλη του η μεγάλη προσπάθεια (πραγματεία)» (67 Β), ακριβώς παρόμοια με κείνο που είπε για τον δρόμο τού Έρωτα στο «Συμπόσιο» η Διοτίμα.
Xρειάζεται παντού μιαν καθοδήγηση, και μάλιστα μια βία αυτός ο επίπονος δρόμος. «Η καθοδήγηση μέσα απ’ όλες αυτές τις βαθμίδες προς τα επάνω και προς τα κάτω», λέγεται στην «Έβδομη Επιστολή» (η διά πάντων αυτών διαγωγή – 343 Ε). Και στην εικόνα κατόπιν τής «Πολιτείας»: ελευθερώνεται ο φυλακισμένος στο σπήλαιο και «υποχρεώνεται» να σηκωθή και να γυρίση τον λαιμό του. Τον «υποχρεώνει» να κοιτάξη προς το φως ο Ελευθερωτής, τον τραβάει «με δύναμη» έξω απ’ το σκοτάδι, και «δεν τον αφήνει, μέχρι να τον τραβήξη εντελώς έξω» (515 Ε). Και στην κλίμακα κατόπιν τών επιστημών: «Είναι έργο μας, ημών των ιδρυτών, να υποχρεώσουμε να κατακτήσουν την ύψιστη γνώση οι καλύτερες ψυχές» (519 C). Κι εκείνους που απέμειναν τελικά μετά τη συνεχή επιλογή, πρέπει να τους οδηγήση κανείς όταν γίνουν πενήντα ετών στον σκοπό και να τους ‘υποχρεώση’ να κοιτάξουν στην πηγή κάθε φωτός (540 Α). Στο δε «Συμπόσιο» έχει σχεδόν πάντα έναν οδηγό υπ’ όψιν της η προφήτις: «Να προσέλθης σωστά στην ουσία τού Έρωτα ή να οδηγηθής (εκεί…) από έναν άλλον» (211 Β)· και: «όταν καθοδηγή σωστά ο οδηγός» (210 Α). Σκέπτεται τον δρόμο τού Έρωτα ως μιαν παιδαγωγία (ός αν παιδαγωγηθή – 210 Ε). Πρέπει να υποχρεωθή να δη, ολοένα και πιο ‘πνευματικά’, το Ωραίο ο μαθητής (210 C). Και επιτρέπεται να αναγνωρίσουμε ίσως το ίδιο, στον ύψιστο (μάλιστα…) βαθμό, χαρακτηριστικό στον μύθο τού «Φαίδρου»: όπου είναι ο Δίας ο μεγάλος οδηγός στον ουρανό, και τον ακολουθεί η στρατιά  τών άλλων θεών, των δαιμόνων και των ψυχών (246 Ε)  (( Εδώ φαίνεται, πως οι ‘δαίμονες’ έχουν τη θέση τών ‘αγγέλων’… )) , ενώ ακολουθούν οι ξεχωριστές ομάδες τον θεό εκείνον που τις «κυριεύει» (247 Α, 248 Α, 253 Β). Είναι δε σημαντικό, ότι δεν αναζητά πουθενά μοναχικά ‘βυθισμένη’ και μοναχικά ερευνώντας τη ‘σωτηρία’ της η ψυχή. Καθοδηγεί ο ίδιος ο Πλάτων τούς μαθητές του, με την ζωηρή αίσθηση ότι χρειάζεται μια στέρεη και σταθερή ‘παρέμβαση’, τόσο πιο στέρεη, όσο ισχυρότερος και πιο ισχυρογνώμων είναι ο μαθητής, και όσο περισσότερο ξεπερνά εκείνο το ‘μέτρο’, απ’ το οποίο και μπορεί να προέλθη κάτι τουλάχιστον το αξιόλογο. Έζησε άλλωστε ο ίδιος την ‘παρέμβαση’ αυτού τού οδηγού, τη λύτρωση απ’ τα δεσμά, τη βίαιη και επίπονη στροφή, τον εξαναγκασμό και την έλξη προς ‘τα ψηλά’ με τον Σωκράτη. Και δεν θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε άραγες, αν το παραγνωρίζουμε κατά τα άλλα, σ’ αυτά τα λόγια το ότι είναι εντέλει ο Σωκράτης που απελευθερώνει απ’ το σπήλαιο; - «Οι δεσμώτες θα σκότωναν, αν έπεφτε στα χέρια τους και μπορούσαν να τον σκοτώσουν, εκείνον που προσπαθούσε να τους ελευθερώση και να τους ανεβάση ψηλά» !
Ο Πλάτων γνώρισε αυτήν την καθοδήγηση κι αυτόν τον εξαναγκασμό ως εξαναγκασμό τής (ερωτικής…) αγάπης. Και δεν υπάρχει καμμιά αντίφαση στο ότι φανερώνεται ο ίδιος, γεμάτος από κόπους δρόμος, ως ο δρόμος τού Έρωτα (Eros) στο «Συμπόσιο». Όταν ονομάζεται μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων ο Έρως, εκφράζεται μ’ αυτό το ‘αξίωμά’ του, να είναι οδηγός ‘ψηλά’ προς τη θεïκή ωραιότητα. Και λέγεται σαφώς και στο τέλος τού δρόμου, πως συμπράττει καλύτερα απ’ όλα προς την ανθρώπινη φύση ο Έρως, ώστε ν’ αποκτήση την ύψιστη ύπαρξη αυτή η φύση, του αγαπημένου τών θεών και, κατά το δυνατόν για τον άνθρωπο, αθάνατου (212 ΑΒ). Στον «Φαίδρο» οδηγεί η «θεïκή τρέλλα» τού Έρωτα τον εραστή στον ωραίον ερώμενο (249 D). Κι αν υποδηλώνεται ‘σιωπηλά’ σχεδόν εδώ ο δρόμος, δεν μπορεί ωστόσο να παραβλεφθή πως πρόκειται για την παιδαγωγία τού ερώμενου απ’ τον εραστή, κατά την εικόνα τού θεού στον οποίον ‘ανήκουν’ πέρα απ’ τον χρόνο και οι δυό (252 Ε). Ο εραστής ‘διαμορφώνει’ τον ερώμενο. Και πρέπει, για να το κάνη αυτό, να κοιτάζη ο ίδιος με ένταση και με προσήλωση προς τον θεό, να ‘διαπλάθη’ σύμφωνα μ’ αυτόν την ίδια του την ύπαρξη και την πράξη, και σύμφωνα με τη δική του πάλι εικόνα κι εκείνην τού θεού τον μαθητή του. Ο δε σκοπός είναι, να μεθέξη κατά το δυνατόν ανθρώπινο ο άνθρωπος στον θεό (καθ’ όσον δυνατόν θεού ανθρώπω μετασχείν – 253 Α), κι ένας ωραίος και ευδαίμων καθαγιασμός (τελετή καλή τε καί ευδαιμονική – 253 C).
Μετά τη χαρά και τον κόπο τής ανόδου, μετά τον ‘εξαναγκασμό’ (τη βία…), τον ‘έρωτα’ και τα βάσανα, συμβαίνει ξαφνικά κάτι. Ανάβει ξαφνικά (εξαίφνης), λέγεται στο συγκεκριμένο σημείο τής «Έβδομης Επιστολής» (341 C), και μετά τον μακρόχρονο και κοινό κόπο, όπως από μια σπίθα που μεταλαμπαδεύεται, μια ‘φωτιά’ κι ένα ‘πυρ’ στην ψυχή. Ενώ οδηγεί κι ο ερωτικός δρόμος που φανερώνει η Διοτίμα, σ’ έναν σκοπό, όπου και αντικρύζει κανείς ξαφνικά (εξαίφνης) κάτι απ’ τη θαυμαστή Ωραιότητα (210 Ε).
Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, ότι εκλάμβανε η ανθρώπινη φαντασία ως έναν ‘ήχο’ την τελευταία ‘αξία’, στην οποία και εισδύει η ψυχή. Παίρνουν όμως τις εικόνες για εκείνο το Ύψιστο πολύ περισσότερο απ’ τον κόσμο τού φωτός παρά απ’ τον κόσμο τών ήχων οι Έλληνες   (( «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός…», γράφει κι ο Γιώργος Σεφέρης στα «Τρία κρυφά» του «ποιήματα»… )) . Κι αυτό ισχύει απολύτως και για τον Πλάτωνα, που προσδίδει, αντίστοιχα με «την οξύτατη απ’ όλες τις σωματικές αισθήσεις», όπως ονομάζεται η όραση στον «Φαίδρο (250 D), και στην ψυχή μάτια, με τα οποία και αντιλαμβάνεται την ύψιστη πραγματικότητα. ‘Συλλαμβάνεται’ λοιπόν οπτικά και ως ένας ‘πλαστικός’ (στέρεος και τρισδιάστατος…) χώρος και τόπος εκείνος ο σκοπός, προς τον οποίον και αναβιβάζει ο διαλεκτικός δρόμος. Και υπάρχει το πιο πλούσιο και λαμπρό φως σ’ αυτόν τον τόπο. Γιατί καθώς μένει ακόμα κι η ευγενέστατη αίσθηση άπραγη και ανενεργής στον δικό μας κόσμο τού γίγνεσθαι, όπου και κυριαρχεί το σκοτάδι, πρέπει να ειδωθή κι εκείνο που υφίσταται γύρω απ’ την ύψιστη αξία στον κόσμο τού Είναι, ως φως. Και η έμφυτη αντίσταση απέναντι σε κάθε αποκρουστική ασχήμια, θα (μπορέση να…) δη την ύψιστη καθαρότητα σ’ αυτόν τον φωτεινό χώρο. Στην αλληγορία τής «Πολιτείας» κυριαρχεί παντού το φως. Και η ‘εξήγηση’ της αλληγορίας μιλά για την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο (τήν εις τόν νοητόν τόπον τής ψυχής άνοδον – 517 Β). Ποθεί (λοιπόν…) να κατοικήση μόνιμα στο Καθαρό η ψυχή (οικείν εν τώ καθαρώ – 520 D). Και θεωρείται ο «υπερουράνιος τόπος» ή «εξωτερικός τόπος» (ο έξω τόπος) ως τέτοιος (φωτεινός και καθαρός…) τόπος στον «Φαίδρο» (247 C, 248 A). Όπου και ζη σε καθαρή λάμψη (εν αυγή καθαρά), καθαρή και ‘ακηλίδωτη’ απ’ το σώμα, η τελειωθείσα ψυχή (καθαροί όντες καί ασήμαντοι – 250 C). Και δεν είναι και τίποτα πράγματι διαφορετικό, όταν φτάνη σ’ έναν ευγενή, καθαρό και αόρατο τόπο η αόρατη ψυχή στον «Φαίδωνα», τόπο που ονομάζεται, εξηγούμενος ετυμολογικά, με τη λαïκή ονομασία τού Άδη (Hades) (τόπον αιδή – αίδιον… - εις Άιδου – 80 D).
Εφ’ όσον επετεύχθη και η άνοδος με μεγάλο κόπο, δεν μπορεί και να κοιτάξη τώρα, φτάνοντας στον σκοπό, αμέσως την ύψιστη πραγματικότητα το μάτι. Γιατί παθαίνουν σύγχυση τόσο μεταβαίνοντας απ’ το φως στο σκοτάδι, όσο κι απ’ το σκοτάδι στο φως τα μάτια (Πολιτεία 518 Α). Είναι έτσι τόσο γεμάτα από φως τώρα και με τέτοιον τρόπο θαμπωμένα τα μάτια, που δεν μπορούν κατ’ αρχάς να κοιτάξουν καθόλου αυτό που πραγματικά υπάρχει (516 Α). Αποκτούν όμως κατόπιν την πλήρη θέα τών «άνω» (θέα τών άνω – 517 B). Συνηθίζει η ψυχή στη λάμψη, και γίνεται τελικά ικανή ν’ ‘αντέξη’ το φωτεινότατο του Όντος, το αρχέτυπο του Αγαθού (518 C). Στον μύθο τού «Φαίδρου» είναι οι ψυχές τών θεών που μετέχουν χωρίς να ‘βλαφθούν’ σ’ αυτήν τη θέα. Βλέπει και επιθυμεί πολλά θαυμαστά ‘μέσα στον ουρανό’ το γένος τών θεών (247 Α), και «βλέπει» κατά την περιστροφή «την ίδια τη Δικαιοσύνη, βλέπει τη Σωφροσύνη (Sophrosyne), βλέπει τη Γνώση η ψυχή» (247 D). Απ’ τις ανθρώπινες ψυχές υψώνεται βέβαια ακόμα και η καλύτερη, μόνο με το κεφάλι τού ηνίοχου ‘έξω’ στον εξωτερικό χώρο και περιστρέφεται μαζί στην πορεία τών θεών. Aλλά καθίσταται ακόμα κι έτσι ‘ανήσυχη’ (θορυβείται…) και μπορεί μόνο με κόπο να κοιτάξη τις Ουσίες (μόγις καθορώσα τά όντα – 248 Α), όπως λέγεται παρόμοια και στον «Σοφιστή» (254 Α), ότι αδυνατούν να παραμείνουν στους περισσότερους στη θέα τού θεϊκού τα μάτια τής ψυχής (καρτερείν πρός τό θείον αφορώντα αδύνατα). Ανήκει όμως στη φύση τους το να έχουν (τουλάχιστον…) δη, γιατί δεν θα είχε ενσαρκωθή χωρίς αυτό (το κοίταγμα…) στη μορφή ενός ανθρώπου η ψυχή (πάσα ψυχή φύσει τεθέαται τά όντα, ή ουκ άν ήλθεν εις τόδε τό ζώον – Φαίδρος 249 Ε). Και το έργο της είναι τώρα, «να μεθέξη» στην επίγειά της ύπαρξη «στον Θεό» με τον Έρωτα, «όσο είναι αυτό ανθρωπίνως δυνατόν» (253 Α). Φτάνει δε στον «Φαίδωνα» με την ορθή φιλοσοφία, και ασκώντας εν αληθεία το ‘αποθνήσκειν’, σ’ αυτό που της ομοιάζει η ψυχή, το αόρατο, το θεϊκό, αθάνατο και σοφό, όπου και προορίζεται να είναι ευδαίμων (81 Α). Και της αποκαλύπτεται στη μυθική κοσμολογία τού τέλους, πέρα απ’ τους γήινους εδώ χώρους μεγαλοπρεπώς η αληθινή γη, η καθαρή και γνήσια (αμιγής…) κατοικία τών ευσεβών (114 C), «θέαμα ευδαιμόνων θεατών» (111 Α).
Συνοδεύει δηλ. η ευδαιμονία udämonie), εκείνη η κατάσταση που μπορούμε εντελώς λανθασμένα να τη μεταφράσουμε ως ευτυχία στα γερμανικά, και μόνον τότε ως μακαριότητα, αν ‘ακούσουμε’ την τελειότητα και την ‘τελείωση’ σ’ αυτήν, παντού εκείνη τη θέα. Εφ’ όσον είναι εξάλλου, μακάρια τέλειο, το ίδιο το Όν που οράται (τό ευδαιμονέστατον τού όντος – Πολιτεία 526 Ε). Αυτός που έφτασε μέχρις εκεί, εξυμνείται ως ευδαίμων (516 C), και πιστεύει πως κατοικεί στη Νήσο τών Μακαρίων (519 C). Κι αυτή είναι η περιγραφή στην «Πολιτεία». Ενώ σ’ αυτόν που βλέπει το ίδιο το Ωραίο, αποδίδει μιαν άξια ζωή και ύπαρξη η Διοτίμα (211 D), ονομάζοντας αυτόν που ‘γεννά’ και ΄καλλιεργεί’ αληθινή τώρα αρετή, έναν «αγαπημένο τού Θεού» (212 Α). Στον «Φαίδρο» είναι το γένος τών μακαρίων θεών, που βλέπει κατά την περιστροφή του τα Όντα (247 Α). Και είναι ‘αξιέπαινη’ η θέα, και μακάριος ο χορός που μετέχει σ’ αυτήν (ότε σύν ευδαίμονι χορώ μακαρίαν όψιν τε καί θέαν είδον – 250 Β). Διαμένει (‘χρονοτριβεί’ λοιπόν…) πάντοτε σε κείνον, στον οποίον παραμένει κι ο θεός, και καθίσταται έτσι θεϊκός, η σκέψη τού φιλοσόφου (προό οίσπερ θεός ών θείός εστιν – 249 C).
                 
               ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: