ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ.
Του GIANFRANCO
DALMASSO.
Εισαγωγή : Ο Μηδενισμός σαν
σύμπτωμα.
1) Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι η αντιμετώπιση ενός ζεύγους όρων, Λογική και μηδενισμός, που μοιάζει τόσο φλέγον για την πολιτισμική συνείδηση της κοινωνίας μας ακόμη και πέραν της γλώσσας,τής τόσο ειδικής και ξερής, της φιλοσοφίας. Αυτό το ζεύγος των όρων ανακαλεί αμέσως το πρόβλημα της αμφιβολίας στην λογική, δηλαδή στο όργανο, που όπως και να εννοείται, είναι αυτό που διαθέτει ο άνθρωπος για να πορευθεί και να πάρει ορισμένα μέτρα στον κόσμο. Αυτή η δυσπιστία στην λογική γεννιέται γενικώς σε στιγμές κρίσεως, σχισμάτων, διαζυγίων, τόσο σε επίπεδο ηθικό όσο και σε κοινωνικό, όσο και στο επίπεδο της δομής της γνώσεως. Ο όρος μηδενισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά απο τον Γιακόμπι, έναν ρομαντικό γερμανό φιλόσοφο των πρώτων χρόνων του 18ουαιώνος. Σε εκείνα τα χρόνια ακριβώς η συνείδηση του ευρωπαίου ανθρώπου περνούσε μέσα απο την κρίση της απώλειας της ενότητος του πνεύματος, της θρησκείας και της πολιτικής, στην οποία στηριζόταν ο Δυτικός τρόπος ζωής μέχρι τότε. Ο όρος μηδενισμός χρησιμοποιήθηκε απο τον Γιακόμπι γι ανα-σηματοδοτήσει την ανεπάρκεια, ας πούμε, την εκμηδένιση της οικοδομής ενός φυσικού κόσμου και μίας κοινωνίας, επεξεργασμένων απο τις δυνάμεις της λογικής.
1) Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι η αντιμετώπιση ενός ζεύγους όρων, Λογική και μηδενισμός, που μοιάζει τόσο φλέγον για την πολιτισμική συνείδηση της κοινωνίας μας ακόμη και πέραν της γλώσσας,τής τόσο ειδικής και ξερής, της φιλοσοφίας. Αυτό το ζεύγος των όρων ανακαλεί αμέσως το πρόβλημα της αμφιβολίας στην λογική, δηλαδή στο όργανο, που όπως και να εννοείται, είναι αυτό που διαθέτει ο άνθρωπος για να πορευθεί και να πάρει ορισμένα μέτρα στον κόσμο. Αυτή η δυσπιστία στην λογική γεννιέται γενικώς σε στιγμές κρίσεως, σχισμάτων, διαζυγίων, τόσο σε επίπεδο ηθικό όσο και σε κοινωνικό, όσο και στο επίπεδο της δομής της γνώσεως. Ο όρος μηδενισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά απο τον Γιακόμπι, έναν ρομαντικό γερμανό φιλόσοφο των πρώτων χρόνων του 18ουαιώνος. Σε εκείνα τα χρόνια ακριβώς η συνείδηση του ευρωπαίου ανθρώπου περνούσε μέσα απο την κρίση της απώλειας της ενότητος του πνεύματος, της θρησκείας και της πολιτικής, στην οποία στηριζόταν ο Δυτικός τρόπος ζωής μέχρι τότε. Ο όρος μηδενισμός χρησιμοποιήθηκε απο τον Γιακόμπι γι ανα-σηματοδοτήσει την ανεπάρκεια, ας πούμε, την εκμηδένιση της οικοδομής ενός φυσικού κόσμου και μίας κοινωνίας, επεξεργασμένων απο τις δυνάμεις της λογικής.
Η κοινή
χρήση όμως του όρου προέρχεται απο τους Ρώσους «μηδενιστές» της Τσαρικής κοινωνίας, η οποία είχε
χαρακτηριστεί εκ μέρους τους καταπιεστική και μόνον με τα λόγια σύμφωνη με την
λογική. Η σημασία του όρου «μηδενισμός», επεξεργασμένη απο αυτούς τους Ρώσους,
στοχαστές του τέλους του 1800, εισήλθε σιγά-σιγά στην γλώσσα της κουλτούρας, και
στην συνέχεια και στην μάζα του 1900, μέχρι να φτάσει να σημαίνει σήμερα την
πεποίθηση στην αδυναμία της λογικής, όταν καταπιάνεται να γνωρίσει την
πραγματικότητα και να καθορίσει αξίες αποδεκτές απο όλους.
Αυτή
η δυσπιστία σήμερα δέν λαμβάνει τόνους απαισιόδοξίας και δράματος, αλλά
φαίνεται να έχει καταφύγει σ’ένα είδος εγκαταλείψεως σχεδόν ηδονικής. Αυτή η
στάση εκφράζεται στην επίμονη υπενθύμιση του πεπερασμένου και προσωρινού των
επιλογών των γνώσεων. Αυτή η θέση, ψυχολογική και πνευματική μαζί, φαίνεται
πολύ διαφορετική απο την αρχαία ευλάβεια και ευσπλαχνία (pietas) του αρχαίου ανθρώπου, όπως και απο μία θρησκευτική
αίσθηση των ορίων μας (Της τραγωδίας και του μέτρου).
Αυτή
η θέση εκφράζεται κυρίως σαν έλλειψη ανεκτικότητος απέναντι σε αλήθειες οι
οποίες θεωρούνται αδιάλλακτες και απέναντι σε πεποιθήσεις οι οποίες θεωρούνται
αδικαιολόγητες και εμποδίζουν την γνώση και την αναφορά στην αλήθεια των
πραγμάτων. Πρόκειται για μία μορφή «μηδενισμού» που ενισχύει την ακραία
δραστηριοποίηση στην επιλογή και στην διακίνηση χωρίς περιορισμούς στις πιό
διαφορετικές καταστάσεις: ηθικές, θρησκευτικές και κοινωνικές. Θεωρείται πλέον
θετικά ή χαλάρωση των δεσμών, δηλαδή η ικανότητα επιλογής αλλά και λύσης μέχρι
διαλύσεως των δεσμών.
2)
Απο το άλλο μέρος στην κοινωνία μας υπάρχει, και σε μέτρο αυξανόμενο διαρκώς η
αμηχανία γι’αυτό τον τύπο μηδενισμού που φαίνεται να οδηγεί σε μία στάση αδιαφορίας
και ανευθυνότητος, σε ότι αφορά τις σχέσεις και τον προσανατολισμό των ατόμων. Ο
Φόβος και η αγωνία για την έλλειψη σταθερών και έμπιστων σημείων αναφοράς
αυξάνουν και επιβάλλονται όλο και περισσότερο στις συνειδήσεις. Το θέμα της
λογικής καθ’εαυτής και της λειτουργικότητος της επιστρέφει στην επικαιρότητα
και ευχόμαστε όλοι μας, η επιστροφή αυτή να φέρει και μία δυνατή και όχι
αδύναμη πλέον, εννοιολόγηση της νοήσεως. Βλέπουμε λοιπόν επιστροφές μεταφυσικών
γνώσεων ή έστω σταθερών και υποχρεωτικών σε όρους γνώσεων και ηθικής. Άλλα
ζεύγη αντιθέτων όρων εξαπλώνονται στην κοινή χρήση της γλώσσας όπως : μεταφυσική/μηδενισμός,
ισχυρό/αδύναμο, ύστερα απο τόσες εποχές στις οποίες κυριάρχησαν άλλα ζεύγη όρων
όπως αντιδραστηκός/προοδευτικός κ.τ.λ. Τόσο που αναρωτιέται κάποιος εάν οι
αντιθέσεις είναι εις θέσιν να προσανατολίσουν και να συμπεριλάβουν έναν
στοχασμό στο πρόβλημα ή είναι αυτές οι ίδιες αποτέλεσμα μίας κάποιας παρακάμψεως
απο τον δρόμο και μίας κάποιας τρέλλας που έχει καταλάβει την συζήτηση.
3)
Νομίζουμε ότι το θέμα του μηδενισμού που παίζει και ενεργεί, με διάφορους
τρόπους, στην εκλογίκευση, μπορεί να μας ωθήσει σε ερωτήματα πιό βαθειά και
ριζικά γύρω απο την ίδια την νόηση, και φαίνεται πράγματι να προκύπτει απο την
κρίση μία έννοια πιό πλατειά, της νοήσεως, απο την έννοια που βλέπουμε να χάνει
έδαφος στις μέρες μας, μίας παραδόσεως δηλαδή λογικής που αποκορυφώθηκε τόσο
στον ιδεαλισμό όσο και στον θετικισμό.
Στην
δυτική σύλληψη της νοήσεως, στην οποία εξέβαλλε η εβραιο-Χριστιανική γλώσσα, η
νοησιαρχία δέν συνίσταται μόνον σε μία διανοητική κυριαρχία των πραγμάτων και
των σχέσεων τους, στην κρίση των οποίων φώλιασε η μηδενιστική προβληματική,
αλλά συνίσταται σε μία δομή της γνώσεως ή οποία εμπλέκει μία αιτία, ένα κίνητρο
ή μία αφορμή και έναν αποδέκτη, έναν παραλήπτη. Ένα «ξεκινώντας απο τί πράγμα»
σε ένα «σε ποιόν». Πρόκειται δηλαδή γιά τήν επανα-ανακάλυψη της κλασσικής
εννοιολογήσεως, ελληνικής μαζί και Χριστιανικής των Πατέρων της Εκκλησίας, για
την οποία η νόηση δέν ξεχωρίζει απο την ηθική, το ήθος.
Το πρόβλημα
του «τί πράγμα είναι;» δέν μπορεί να είναι ξεχωριστό απο τον τόπο όπου τίθεται
μία τέτοια ερώτηση και δέν ξεχωρίζει επίσης και απο τον υποβάλλοντα, απο τον
ενεργούντα, απο τον ηθο-ποιό, μίας τέτοιας ερωτήσεως.
Γνωρίζω
με άλλα λόγια, σύμφωνα με ότι καλύτερο διαθέτει η δυτική παράδοση, είναι μία
πράξη που εμπλέκει όχι μόνον την απόκτηση, την γνωστική και πρακτική κυριαρχία,
αλλά επίσης είναι και ένα ερωτηματικό γύρω απο το υποκείμενο μίας τέτοιας
πράξεως, γύρω απο «ποιόν» πραγματοποιεί μία τέτοια πράξη. Δέν πρόκειται δηλαδή
για μία ηθική αναφορά, η οποία βιώνεται σαν ενδόμυχη, «εσωτερική», δίπλα σε ένα
πρόβλημα αλήθειας που θα ήταν εξωτερικό στο Εγώ, με όρους τόσο οντολογικούς, όσο
και πολιτικούς. Πρόκειται αντιθέτως για μία μεταμόρφωση του «Εγώ», στην ίδια
την ενέργεια της γνώσεως της πραγματικότητος. Δέν μπορώ να γνωρίσω μία Φυσική
πραγματικότητα ή ανθρώπινη, κοινωνική, θρησκευτική, χωρίς να υποστώ μία
μεταμόρφωση απο αυτή την ίδια την ενέργεια.
Σ’αυτή
την προοπτική η άκριτη επιστροφή σε διάφορους αναγωγισμούς (κάτι ανάγεται σε
κάτι άλλο και μειώνεται), που παιδεύουν την σύγχρονη κουλτούρα, και εδώ ακριβώς
αποκαλύπτεται και η αδυναμία της, θα μπορούσε να ξεσκεπαστεί και να τοποθετηθεί
σε μία διάσταση πιό συνεπή και υπεύθυνη. Αρκεί να υπενθυμίσουμε σαν
παραδείγματα μορφές θετικισμού που ισχύουν σήμερα όπως οι τεχνικές γνώσεις στην
ψυχολογία και στις νευροεπιστήμες για να αποκτήσουμε μία άποψη του πεδίου των
προβλημάτων.
Σ’αυτό
τον κριτικό απολογισμό του διανοητικού αποπροσανατολισμού που χαρακτηρίζει την
εποχή μας, οι φιλόσοφοι μπορούν να συμβάλλουν στην διόρθωση του και να
αναλάβουν τις ευθύνες τους. Σήμερα τείνουν να ζητούν απο τους επιστήμονες
συναδέλφους τους, έννοιες, οι οποίες κρίνονται πιό βέβαιες και πραγματικές, σε
σύγκριση με τον λόγο τους, τον οποίο βλέπουν σαν αδυναμο και ασταθή και
κατηγορούμενο για τα δεινά του ανθρώπου. Μόνο που μ’αυτόν τον τρόπο ζημιώνουν
τόσο τους επιστήμονες που έχουν ανάγκη απο ριζικές ερωτήσεις και την συνέπεια
της φιλοσοφίας, όσο και την ίδια την φιλοσοφία, η οποία εκ φύσεως έχει την
ευθύνη της συνεχούς διαλεκτικής επανατοποθέτησης της σχέσεως της επιστήμης με
την γνώση.
Και
ο μηδενισμός; Τί σημασία αποκτά μετά απο την έκθεση των παραπάνω σκέψεων; Τί στάση
μπορύμε να λάβουμε απέναντι του; Πρέπει να αποφύγουμε με κάθε τρόπο να
εκλάβουμε τον μηδενισμό σαν ένα δόγμα, ένα όραμα του κόσμου. Γιατί θα πέσουμε
αμέσως σε μία άκριτη και άκαρπη στάση η οποία παίρνει σαν δόγμα εκείνο που
είναι απλώς ένα σύμπτωμα !
Στην
προοπτική των προβλημάτων που σημειώθηκαν, ο μηδενισμός εμφανίζεται σαν
αδυναμία, ανασφάλεια, ασθένεια, στο εσωτερικό ενός τρόπου να συλλαμβάνουμε και
να θέτουμε σε λειτουργία την λογική. Πρέπει λοιπόν να ερμηνεύουμε τα σημεία
αυτής της αδυναμίας και ασθένειας. Τόσο στην αρχαία παράδοση όσο και στην
σύγχρονη. Δέν πρέπει να συνεχίσουμε την καταστροφή, εκλαμβάνοντας τον μηδενισμό
σαν κάτι αυτόνομο, απέναντι στην αυτόνομη με την σειρά της νοησιαρχία. Πρέπει να
ελευθερωθούμε απο τα σκοτεινά δεσμά του Μανιχαϊσμού και του Γνωστικισμού που
μας φυλακίζουν.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου