RAIMON PANIKKAR.
Πρέπει να είναι πολιτικός.
Σήμερα σε πολλές χώρες του κόσμου, οι Εκκλησίες και οι Ακαδημίες χαίρουν μίας ελευθερίας, με την συμφωνία όμως να μήν θέτουν σε κίνδυνο το status quo του κράτους. Οι θεσμοποιημένες θρησκείες μπορούν να ενυπάρχουν σχετικά ανενόχλητες, αρκεί να αναγνωρίζουν την αδιαπραγμάτευτη υπεροχή του κράτους, παρότι αναλόγως του κράτους, το εύρος της ελευθερίας τους διαφοροποιείται δραστικά. Παρ’όλα αυτά, ο αληθινός θρησκευτικός διάλογος δέν μπορεί να είναι ευχαριστημένος απο αυτή την κατάσταση. Δέν μπορεί να αναγνωρίσει το status quo της πολιτικής σαν κάτι απολύτως άπιαστο και ανεξέλεγκτο. Εντελώς παράδοξα, τίποτε απο ότι περιορίζεται στον χώρο και στον χρόνο δέν μπορεί να είναι καθοριστικό για το θρησκευτικό πνεύμα. Ο θρησκευτικός διάλογος είναι και πολιτικός επίσης, και επομένως δέν είναι πολιτικώς ουδέτερος ούτε καθολικός. Ο Σωκράτης ήταν ένας θρησκευτικός σοφός, ο Ιησούς ένας θρησκευτικός άνθρωπος, ο al-Hallaj ένας θρησκευτικός μυστικός (ο ίδιος ο Panikkar) μάλλον είναι και τα τρία). Και οι τρείς αφιερώθηκαν στον διάλογο. Και οι τρείς καταδικάστηκαν (πολιτικώς) σε θάνατο.
Και εδώ προεξάρχουν τρία σημεία:
Ο διάλογος δέν είναι ένα ιδιωτικό θέμα.
Η θρησκεία δέν μπορεί να είναι ένα ιδιωτικό θέμα, διότι ο άνθρωπος δέν είναι ένα απλό άτομο και η θρησκεία ακουμπά την ολότητα του ανθρώπου. Η θρησκεία δέν μπορεί να διαχωριστεί απο την πολιτική. Αυτό δέ δέν αφορά μόνον τους θρησκευτικούς θεσμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίως πολικά δομημένοι, αλλά την ίδια την θρησκεία στην ανθρωπολογική της διάσταση (λές και διαθέτει και άλλη διάσταση). Ακόμη και αν κάποιος ήθελε να υπερασπιστεί την ιδέα της θρησκείας σαν κάτι καθαρά εσωτερικό, ο διάλογος των θρησκειών θά ανήκε στην κοινότητα και φανερώνει πάντοτε έναν πολιτικό χαρακτήρα. Ανήκει στην ΠΟΛΗ (σαν δημόσια ζωή), με άμεσο και έμμεσο τρόπο.
Ο διάλογος αλλάζει την αυτοαντίληψη των συμμετεχόντων και επομένως και τις εμπλεκόμενες θρησκείες, οι οποίες με την σειρά τους (μαζί με άλλους παράγοντες) δίνουν μορφή στην ζωή της ΠΟΛΗΣ. Αλλά ο διάλογος είναι επίσης και μία πολιτική δραστηριότης και με πιό άμεσους τρόπους. Ο διάλογος μπορεί να έχει τις ρίζες του στην ανθρώπινη καρδιά, αλλά οι καρποί του είναι ορατοί και έτοιμοι να συγκεντρωθούν στην αγορά. Δέν πρέπει να σκεπτόμαστε μόνον την Ινδία, την Βόρειο Ιρλανδία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη, την Κούβα, την Αιθιοπία, το Βατικανό και πάει λέγοντας, όπου ο θρησκευτικός διάλογος είναι αυτονόητα πολιτικός. Θέλουμε να πούμε πώς εξαρχής κάθε διαθρησκευτική συνάντηση έρχεται σε επαφή με ανθρώπινα προβλήματα που επηρεάζουν την ζωή της πόλεως. Η τριάδα θέτει την επερώτηση της και στις κοινωνικές σχέσεις, ο θάνατος συνεπάγεται την συστηματοποίηση των πτωμάτων, τα ιερά Μυστήρια έχουν εξίσου κάποια σχέση με την Μύηση, την υγεία και τους γάμους. Ο Θεός υπεισέρχεται στην κοινωνική εξουσία ή δικαίωση και νομιμοποίηση εμπεριέχει την δικαιοσύνη, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά ανήκουν στην δημόσια ζωή, στην πολιτική.
Εν τέλει, η θρησκεία δέν είναι ένα ιδιωτικό θέμα διότι ο άνθρωπος ο ίδιος δέν είναι ένα «πράγμα», ιδιωτικό,και δέν είναι μόνον εξ’απόψεως ηθικής, διότι έχουμε κοινωνικές υποχρεώσεις, αλλά οντολογικής, καθότι, η ανθρώπινη συνθήκη δέν είναι ιδιωτική περιουσία κανενός ατόμου. Αυτό που ψιθυρίζεται στο αυτί, πολύ γρήγορα ανακοινώνεται απο τις στέγες. Όλα τα προσωπικά προνόμια ανήκουν τα μέν στα δέ: δέν υπάρχει ΕΓΩ χωρίς ΕΣΥ. Ο διάλογος είναι μία δημόσια δραστηριότης ενός τέτοιου είδους που είναι συνδυασμένος με τα ίδια τα θεμέλια κάθε πολιτικής πράξεως. Να εμποδίσουμε τον διάλογο πάνω σε πολιτικά προβλήματα θα μείωνε και θα εξαφάνιζε την πολιτική σαν άχρηστη. Θα σήμαινε αμέσως πώς δεχόμαστε χωρίς αντιρρήσεις το status quo της πολιτικής και ότι το τοποθετούμε σε υψηλότερη θέση απο κάθε θρησκεία. Το Σουδάν, η Ινδία και πολλά άλλα κράτη δέν είναι μόνον γεοπολιτικές οντότητες, είναι και πολυθρησκευτικές πραγματικότητες. Το λάθος των ιεραποστόλων στην Ασία, για παράδειγμα, υπήρξε το γεγονός ότι υπέθεσαν ότι μπορούν να έχουν έναν Χριστιανικό διάλογο με τις ασιατικές θρησκείες χωρίς να υπολογίσουν το γεγονός της αποικιοκρατίας. Όπως επίσης και ένας διάλογος ανάμεσα στον Ινδουϊσμό και τον Ισλαμισμό δέν θα φέρει καρπούς, εάν ξεριζωθεί απο την τρέχουσα κοινωνικο-πολιτική κατάσταση.
Είναι μία σημαντική θεωρητική πράξη που δημιουργεί νέες θεωρίες.
Η διαλεκτική ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη ξεπερνιέται απο τον διάλογο. Ο διάλογος είναι μία πράξη η οποία ξεπηδά απο μία θεωρία και οδηγεί σε μία άλλη πράξη, η οποία με την σειρά της χρησιμοποιείται σαν βάση σε μία νέα θεωρία. Οι θεωρίες δοκιμάζονται και αξιολογούνται σύμφωνα με την διαλογική πράξη, η οποία με την σειρά της αφήνει να ξεπηδήσουν νέες θεωρίες. Ο διάλογος είναι μία πράξη η οποία όχι μόνον εμβαθύνει και μεταμορφώνει τις ιδέες, αλλά μεταμορφώνει και τις ενέργειες και τις συμπεριφορές. Ο τόπος του διαλόγου δέν ορίζεται απο την αίθουσα διαλέξεων ή απο το Ιερό,αλλά αγκαλιάζει την ΠΟΛΗ. Κάθε διάλογος, σαν συνάντηση προσώπων και όχι μόνον σαν αντιπαράθεση εννοιών, έχει έναν πολιτικό χαρακτήρα. Κάθε συζήτηση ανάμεσα στα πρόσωπα ενεργοποιεί την δύναμη και την ζωή της πόλεως. Ο θρησκευτικός διάλογος, είναι πολιτικός επιπλέον, στον πιό υψηλό βαθμό, διότι καλεί σε συμμετοχή όχι μόνον μικρότερα μέσα για μικρούς σκοπούς, αλλά τις ίδιες τις βάσεις της ανθρώπινης υπάρξεως, στις οποίες βασίζεται και η πολιτική ζωή.
Καθώς είναι λοιπόν συστατική ανθρώπινη δραστηριότης, ο διάλογος διορθώνει το νεοπλατωνικό ιδεώδες μίας ζωής καθαρά θεωρητικής σαν τέλους που υφίσταται καθ’αυτό, ανωτέρου της πρακτικής ζωής, η οποία εθεωρείτο μόνον ένα μέσον που στόχευε σε ένα σκοπό (το ιδεώδες, ας προσέξουμε, διότι η ελληνική φιλοσοφία δέν είχε ιδεώδη, περιέγραφε την ανθρώπινη φύση, τον νοητό κόσμο). Ο αληθινός σκοπός τότε ήταν η καθαρή θεωρία. Και είχε τοποθετηθεί πάνω απο την πολιτική.
Δέν υπάρχει ανάγκη να προσθέσουμε πώς ένα τέτοιο όραμα της θεωρητικής ζωής, σε αντίθεση με την πρακτική, εννοεί τον διάλογο απλώς σαν ένα άλλο μέσον για να κηρυχθεί η αλήθεια, δηλαδή για να προσηλυτιστεί και μεταστραφεί ο άλλος. Όταν ο Χριστιανισμός για παράδειγμα, άρχισε να καλεί σε διάλογο στις λεγόμενες χώρες της αποστολής, οι μή-χριστιανοί υποπτεύθηκαν ότι επρόκειτο μόνον για μία νέα στρατηγική του παλαιού προσηλυτισμού (και δέν είχαν άδικο). Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πώς κάτι τέτοιο απέχει πολύ απο κάθε πνεύμα διαλόγου. Ο διάλογος δέν είναι μία τεχνική στα χέρια ενός απο τους συμμετέχοντες.
Όλο αυτό δέν λέγεται βεβαίως για να πούμε κάτι ενάντια στο πρωτείο του διαλογισμού (ο οποίος δεν έχει ομοιότητα ή αναλογία με την αρχαία θεωρία, η οποία είναι επιστήμη, εκ του επίσταμαι). Αντιθέτως, αυτό σημαίνει πώς ο διαλογισμός δεν είναι καθαρή θεωρία. Διαλογισμός -contemplation- είναι μία πράξη εμποτισμένη τόσο πολύ απο την θεωρία, ώστε και οι δύο, και η θεωρία και η πράξη, μεταστρέφονται σε μία αρμονία που δεν είναι πλέον δυαλιστική δηλαδή στην αρμονία να είσαι αυτό που το ίδιο το Είναι είναι: ενέργεια (το atman που επιστρέφει στο Brahman).
Μ’αυτή την έννοια ο διάλογος σημαίνει, απο το ένα μέρος, πώς κανένα ξεχωριστό πρόσωπο δέν μπορεί να διαθέτει ολόκληρη την αλήθεια και απο το άλλο, πώς η ίδια η αλήθεια δέν είναι ένα «πράγμα» αποκλειστικώς αντικειμενικό.
Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη αντιπαράθεση στην διαμάχη για την αλήθεια ανήκει στην ανθρώπινη ΠΟΛΗ. Η πολιτική δέν είναι μόνον η εφαρμογή των πιό επαρκών μέσων, αλλά και η ανακάλυψη, η πραγματοποίηση, η κατάκτηση και ο διάλογος, η συζήτηση πάνω στο νόημα της ανθρώπινης ζωής. [Αυτός είναι τελικώς ο ορισμός του συγχρόνου διαλόγου: ΣΥΝ-ΖΗΤΗΣΗ. Κοινή έρευνα. Εκ τού μηδενός].
ΕΧΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.
Εάν μία άκριτη μίξη θρησκείας και πολιτικής οδηγεί σε ολοκληρωτικές δομές, τόσο στο θρησκευτικό επίπεδο (θεοκρατία), όσο και στο πολιτικό (ολοκληρωτισμός του κράτους), ο χωρισμός τους οδηγεί σε μία θρησκεία υπερκοσμική (με δόγματα εντελώς αφηρημένα) και σε μία πολιτική κομματική παρακμή (μία απλή φιλονικία γύρω απο τα εργαλεία της δυνάμεως, τα μέσα της εξουσίας). Η λύση του διλήμματος βρίσκεται σε μία θεωρία και των δύο, πέρα απο τον δυαλισμό. Διότι είναι γεγονός πώς τα καυτά θρησκευτικά προβλήματα του καιρού μας έχουν πολιτικά περιεχόμενα. Κανένας διάλογος θρησκευτικός δέν μπορεί να αποφύγει την σημασία της «Σωτηρίας» για τον άνθρωπο, εννοώντας εδώ «Σωτηρία» το υπέρτατο νόημα της ζωής. Κανένας διάλογος, στην δικαίωση π.χ. δέν μπορεί να αφήσει στην άκρη το πρόβλημα της δικαιοσύνης, και καμμία θεώρηση της δικαιοσύνης δέν μπορεί να αδιαφορήσει για τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα του κόσμου. Η συζήτηση για την Ειρήνη χωρίς να υπολογιστεί η κοινωνική ειρήνη δέν είναι πλέον ανεκτή, όπως επίσης και όποιος μιλά για Τζιχάντ, και «δίκαιο πόλεμο» δέν μπορεί να αγνοήσει την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση.
Είναι εξίσου σωστό όμως να πούμε επίσης πώς και τα πολιτικά προβλήματα του κόσμου έχουν και έναν θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο διάλογος των θρησκειών δέν είναι μόνον στο εσωτερικό του πλαισίου των θρησκευτικών θεσμών. Η θρησκευτική διάσταση του ανθρώπου διαπερνά όλες και κάθε πολιτική δραστηριότητα.
Να δηλώσουμε για παράδειγμα οι "ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, ή οι mulla του Ισλάμ, ή οι bhikkhu του Βουδισμού, δέν πρέπει να εμπλέκονται στην πολιτική", είναι ήδη μία πολιτική απόφαση σχετικά με την θρησκεία. Τα προβλήματα υγείας, της παιδείας και της ανθρώπινης ευτυχίας, έχουν έναν θρησκευτικό χαρακτήρα και δέν είναι μόνον τεχνικές λειτουργίες που περιμένουν την λύση τους απο την γραφειοκρατία. Ας θυμηθούμε την διαμάχη του Γαλιλαίου με τον Μπελλαρμίνο: η κίνηση των Ουρανίων σωμάτων, την οποία μέτρησε πρώτος ο Γαλιλαίος και η υπαρκτική πραγματικότης του Ουρανού, στην οποία πίστευαν και οι δύο, δέν μπορούν να διαχωριστούν το ένα απο το άλλο, ούτε και να μείνουν αδιαφοροποίητα. Δέν υπάρχει θεολογία χωρίς κάποια κοσμολογική βάση, όπως δέν υπάρχει και μία κοσμολογία χωρίς καμμία θεολογία. Η αυτονομία δέν ικανοποιεί όσο και η ετερονομία. Ο υγιής συνδυασμός τους είναι οντονομικός. Η σχέση δέν είναι δυαλιστική. [σαν οντονομία εννοώ τον δεσμό μίας οντότητος στην σχέση της με την ολότητα του Είναι. Την συστατική τάξη (νόμο) κάθε όντος καθότι Είναι (υπάρχει). Εκείνη την αρμονία που επιτρέπει την ύπαρξη χώρου για την αλληλοεξάρτηση όλων των πραγμάτων].
Είναι φανερό λοιπόν πώς ο διάλογος των θρησκειών δέν περικλείεται στους “φράχτες” των θρησκευτικών θεσμών. Στέκεται στα πόδια του ή χάνεται μέσα στο κέντρο της ζωής. Δέν είναι ένας ιδιαίτερος χώρος που ανήκει μόνον στους θεολόγους ή στους θρησκευτικούς αρχηγούς και ακόμη λιγότερο στους «εμπειρους» ή στους ακαδημαϊκούς. Να αποκλείσουμε την θρησκεία απο την κοινή γνώμη είναι εξίσου επικίνδυνο με το να επιτρέψουμε στον κλήρο να αναλάβει την δημόσια κυριαρχία. Ο αγνός διάλογος των θρησκειών ελευθερώνει τον άνθρωπο απο τον ανθρώπινο κατακερματισμό και απο την υπερειδίκευση.
Σε περιορισμένους χώρους η λειτουργία του έμπειρου είναι δικαιολογημένη και αναγκαία, αλλά στο πλαίσιο του θρησκευτικού διαλόγου παίζεται η ίδια η ουσία του ανθρώπου.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου