Κεφάλαιο 3ο (Β Μέρος)
Πρέπει ν’ ασχοληθούμε για λίγο σ’ αυτό το σημείο με την αρχαία μαγεία. Η αφρικανική, κουβανική ή νοτιοαμερικανική μαγεία-βουντού είναι ακόμα σήμερα ζωντανή. Για να μαγέψης όμως κάποιον, χρειάζεσαι κάτι απ’ αυτόν, νύχια, μαλλιά κ.τ.λ. Αποκτάς έτσι το πιο δυνατό «φάρμακο» με την αφρικανική έννοια της λέξης. Το μέρος ενός πτώματος είναι για την πρωτόγονη νοοτροπία ένα είδος τρομαχτικού numinoses αντικειμένου, που διαθέτει τεράστια ακάθαρτη και θεϊκή ταυτόχρονα δύναμη. Κάθε τι που αναμιγνύει κανείς με το υγρό ενός πτώματος ή των μερών του, αποφέρει γι’ αυτό ένα αποτελεσματικό θεραπευτικό ή μαγικό μέσο. Σε μια πολύ καλή δημοσίευση του K. Preisedanz, το «Papyri Graecae Magicae», υπάρχει ένα πλήθος από συνταγές αυτού του είδους. Μια συνταγή π.χ., με την οποία μπορεί να επιτύχη κανείς τον παράφορο έρωτα μιας γυναίκας. Λέγεται εκεί: Πάρε 2 φύλλα δάφνης, ένα τριαντάφυλλο κομμένο στο φως του φεγγαριού και το μικρό δάχτυλο ενός μόλις θαμμένου αγοριού, κι ανακάτεψέ τα μ’ αυτόν και μ’ αυτόν τον τρόπο, και πές αυτό κι αυτό, και τότε θα δης τη γυναίκα να στέκεται φλογισμένη απ’ την επιθυμία αυτή τη νύχτα μπροστά στην πόρτα σου. Ή: Βράσε το ποτό και χύσ’ το στη ράχη της, όταν περνάη απ’ τον δρόμο, και θα νιαουρίζη το επόμενο βράδυ όπως μια ερωτευμένη γάτα μπροστά στην πόρτα ή το παράθυρο του σπιτιού σου. Υπάρχουν αμέτρητες τέτοιες συνταγές, που δίνουν συμβουλές και για το πώς μπορείς να ελέγξης την ευτυχία ή να απελευθερωθής από έναν εχθρό.
Η ιστορία είναι έτσι λοιπόν αρκετά διαφανής: ο Θηλύφρων είναι βέβαια εκείνη η όψη του Λούκιου, που θέλει να διερευνήση τη μαγεία, και εισβάλλει – χωρίς να είναι ερευνητής – άμεσα, αλλά ασυνείδητα, σ’ ολόκληρο το πρόβλημα. Έχει τις γυναίκες στο κεφάλι του και είναι ούτως ειπείν η σκιά του Λούκιου. Ενδιαφέρεται πραγματικά, σε αντίθεση με τον Λούκιο, που επιθυμεί να παρατηρή με διανοητική μόνο περιέργεια, πέφτουν όμως κι οι δυό θύματα στις δολοπλοκίες των μαγισσών.
Μπορούμε λοιπόν να επεξεργαστούμε αυτές τις μικρές παρένθετες ιστορίες πράγματι ως όνειρα ή φαντασίες. Σαφηνίζουν και συμπληρώνουν τις περιπέτειες του Λούκιου-Απουλήιου. Ενώ εξακολουθεί ακόμα ο Λούκιος με διανοητικές αναγνωρίσεις, καταλαμβάνεται ήδη η σκιά του, το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του, απ’ τη μαγική όψη της θηλυκής αρχής. Η περιπέτεια του Θηλύφρονα παίζει έτσι τον ρόλο ενός ονείρου, που προειδοποιεί τον ήρωα, γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβή με ελλειμματική προσοχή και σ’ αυτόν.
Οι ακροατές είναι μαγεμένοι με την ιστορία, κι η Βυρέννα πληροφορεί τον Λούκιο για τη γιορτή τού θεού Ρίζους (θεού του γέλιου), που θα γιορταστή την επόμενη μέρα, και του λέει, πως θα επιθυμούσε, να μπορούσε «να βρη» εκείνος «ή να εμπνευσθή κάτι», που θα αναλογούσε στην τιμή ενός τόσο μεγάλου θεού. Ο Λούκιος απαντά, πως θα θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχισμένο, αν το κατάφερνε, και την αποχαιρετά. Στον δρόμο σβήνει ο δαυλός του, και δυσκολεύεται να βρη μες στο σκοτάδι την οδό για το σπίτι. Βλέπει «τρεις μεγαλόσωμους άντρες», που παραμερίζουν και σπρώχνουν την πύλη του Μήλου και προσπαθούν να εισέλθουν. Υποθέτοντας πως είναι κλέφτες, βγάζει ένα ξίφος και τους σκοτώνει. Χτυπάει μετά την πόρτα, η Φώτις του ανοίγει, και πέφτει εντελώς μεθυσμένος στο κρεβάτι.
Αυτό είναι το τέλος ενός αποσπάσματος, και πρέπει να δούμε με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια αυτήν την παρένθετη ιστορία. Θεωρήσαμε ήδη στα προηγούμενα τον Σωκράτη, τον πλατωνικό φιλόσοφο, ως ένα μέρος του Απουλήιου-Λούκιου, που αποφεύγει το πρόβλημα της anima και καταβάλλεται στο ασυνείδητο απ' τη σκοτεινή μητέρα-θεά. Τώρα ο κίνδυνος πλησιάζει πιο κοντά, γιατί ο Θηλύφρων είναι ένας εκτεθειμένος στο γυναικείο πρόβλημα άντρας. Ο Λούκιος διατηρεί αντίθετα μόνο διανοητική περιέργεια για τη μαγεία κι ένα αισθησιακό ενδιαφέρον για τη Φώτιδα μέχρι τώρα, ενώ το πρόβλημα της anima δεν του παρουσιάζεται ακόμα παρά στη διανοητικη σφαίρα. Ο Θηλύφρων μπορεί να είναι γι’ αυτό μια ισχυρότερα περιπεπλεγμένη με το μητρικό σύμπλεγμα μορφή της σκιάς.
Η νυφίτσα, όπως ο ποντικός, η κουκουβάγια, ο λαγός, θεωρείται ζώο των μαγισσών. Είναι σκληρή και μοιάζει με τη γάτα στη συμπεριφορά κι αντιπροσωπεύει την ψυχρή πονηριά της μάγισσας. Είχε μεταμορφωθή προφανώς μια απ’ τις μάγισσες σε νυφίτσα, κι αφού τον κοίταξε τόσο παράξενα, ώστε να πέση σε ύπνο, του δάγκωσε μύτη κι αυτιά. Λόγω της σκληρότητάς της απ’ τη μια και της καταπλήσσουσας, πανούργας ευφυΐας της απ’ την άλλη μοιάζει η νυφίτσα από μιαν ορισμένη άποψη με την αλεπού. Είναι ένα ζώο, στο οποίο αποδίδεται υπεράνθρωπος έμφυτος δόλος. Αυτός είναι πάλι μια σκοτεινή πλευρά της θηλυκής αρχής καθεαυτής, στις γυναίκες όσο και στην αρχή τής anima στον άντρα. Το θηλυκό δεν έχει βέβαια Λόγο (Logos), γενικά όμως εκ φύσεως στον άντρα και τη γυναίκα, ένα είδος φυσικής ευφυΐας, που κάτι επιτυγχάνει με τις μηχανορραφίες. Είναι μια όψη, την οποία χαρακτηρίζει ως «natural mind» ο Γιουνγκ, ένα είδος ενστικτώδους εξυπνάδας, που μπορεί να είναι όμως και ανελέητη και απάνθρωπη. Σκέφτεται κανείς τη γυναίκα, που κάνει θεραπεία με τον άντρα της στο Κάρλσμπαντ και, παρατηρώντας το υπέροχο τοπίο και τη δύση του ήλιου, αναφωνεί: «Ω, Χάινριχ, αν πεθάνη ένας απ’ τους δυό μας, θα μετακομίσω στο Κάρλσμπαντ». Δεν ξεκαθαρίζει, τί λέει. Αυτό είναι το ταλέντο της νυφίτσας! Κάποιες γυναίκες γνωρίζουν ακριβώς, πότε ο άντρας, για τον οποίον ενδιαφέρονται, θα είναι ίσως μόνος στο σπίτι το βράδυ, και θυμούνται τότε, πως πρέπει να του επιστρέψουν εκείνο οπωσδήποτε το βράδυ ένα βιβλίο! Κάποιες είναι αρκετά τίμιες ώστε να ξεύρουν, τί παίζεται στο βάθος, μερικές όμως είναι πραγματικά απολύτως απροκατάληπτες στη συνείδησή τους. Η σκιά τους, της νυφίτσας ξεύρει ωστόσο ακριβώς, ότι αυτό θα είναι το σωστό βράδυ, για να έρθουν και γεμάτες έκπληξη να πουν: «Δεν είναι η γυναίκα σας στο σπίτι;». Έτσι είναι η νυφίτσα. Η anima του άντρα μπορεί να κάνη το ίδιο, μόνο που αυτό είναι ακόμα λιγότερο συνειδητό στον άντρα.
Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία του Θηλύφρονα πάνω στον Λούκιο, μπορούμε να πούμε, πως λαμβάνει εδώ μιαν ακόμα σοβαρή προειδοποίηση. Εσωτερικά ασχολείται μόνο με τη Φώτιδα, τα βράδυα με τα συνηθισμένα «dinner party» τού είναι εξαιρετικά βαρετά, και δεν περιμένει παρά την κατάλληλη στιγμή, για να εξαφανιστή και να μπορέση να γυρίση κοντά της. Είναι άρα ο Θηλύφρων – έχει τις γυναίκες στο κεφάλι του. Η ιστορία δείχνει, πως χωρίς να το παρατηρή, είναι έτοιμος να περιπέση στη μαύρη μαγεία.
Η ιστορία του Θηλύφρονα είναι και γι’ αυτό ενδιαφέρουσα, επειδή αποκαλύπτεται η αλήθεια για έναν Αιγύπτιο ιερέα με το όνομα Τσάχτλας. Αυτό μοιάζει να είναι ένα δευτερεύον μοτίβο (θέμα), που θα μπορούσε εύκολα να το παραβλέψη ο αναγνώστης. Παραπέμπει όμως ήδη στα γεγονότα στο τέλος του βιβλίου, όπου όλος αυτός ο κάτω κόσμος, που εμφανίζεται τώρα μόνο στις σκοτεινές, ανησυχητικές και σκληρές ιστορίες, θα γίνη για τον Λούκιο η γέφυρα προς τη μύησή του στην αιγυπτιακή θρησκεία. Ο Θηλύφρων θα είχε βρεθή σε πολύ δύσκολη θέση, αν δεν είχε ξεκαθαρίσει ο Τσάχτλας, ο Αιγύπτιος ιερέας, την τελευταία στιγμή όπως ένας «deus ex machine» την κατάσταση γι’ αυτόν. Συνδέθηκε το όνομα Τσάχτλας με τη λέξη Σολάλας, που χρησίμευε στην αρχαία Αίγυπτο ως όνομα ή ως ορισμός για το «ο Θότ είναι αυτός, που τον γνωρίζει». Κατ’ άλλους παραπέμπει το όνομα στον «Saclas», έναν συνδεδεμένο με την αιγυπτιακή «γνώση» δαίμονα. Ο εξορκισμός (η ικεσία) των πνευμάτων ήταν πλατειά διαδεδομένος στην αρχαία Αίγυπτο. Την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρχε η φήμη, πως είναι η χώρα της μαγείας par excellence και ταυτόχρονα αυτή με την πιο μεγάλη θρησκευτικότητα. Θα μπορούσε όμως να πη κανείς, πως η ελληνική και η ρωμαϊκή θρησκεία ετοιμάζονταν να εξελιχθούν σ’ ένα φιλοσοφικό μόνο σύστημα, κι ότι είχαν εκφυλιστή εν μέρει σε άψυχες καθιδρύσεις, που δεν περιείχαν πια καμμιά πρωτόγονη συγκίνηση. Η λατρεία ήταν τόσο καθαρή και εξαγνισμένη όπως πολλές απ’ τις δικές μας μοντέρνες (σύγχρονες) χριστιανικές Εκκλησίες. Δεν μπορούσε να φανταστή κανείς εδώ δερβίσηδες που χορεύουν. Το ουσιαστικό της θρησκείας στην αρχική βαθμίδα συνίσταται ωστόσο ακριβώς, λαμβανόμενο συγκινησιακά, στο να έχης ολοκληρωτικά αφοσιωθή ακόμα και με το πρωτόγονο συγκινησιακό μέρος της προσωπικότητας.
Η θρησκεία είναι μια απόλυτη εμπειρία, που περιλαμβάνει και τις πρωτόγονες, εμπαθείς και ενστικτώδεις όψεις του ανθρώπου˙ δεν πρέπει να μας αφορά μόνο πάνω απ’ τη ζώνη. Καθώς είχε ήδη χαθή εκείνη την εποχή σ’ αυτές τις ευρωπαϊκές θρησκείες ένα ορισμένο στοιχείο, είχε προβληθή ως επί το πλείστον στην Αίγυπτο και πιο πέρα στην Αιθιοπία. Λέγεται στην αρχαία λογοτεχνία (απ’ την εποχή του Ηρόδοτου) για τους Αιθίοπες που λατρεύουν τον ήλιο, ότι ήταν οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη θεοσέβεια και τη γνησιότερη θρησκεία. Αργότερα προβλήθηκε το ίδιο στους Ινδούς Βραχμάνους, αφότου είχαν έρθει οι Έλληνες με την κατάκτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε επαφή με τους Ινδούς και είχαν εντυπωσιαστή απ’ το αρχέγονο και την απολυτότητα της θρησκείας αυτού του λαού. Η προβολή αυτή διατηρήθηκε μέχρι τον 16ο και 17ο αιώνα. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο γράφει π.χ. ακόμα, ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν υπάρξει ο μόνος πραγματικά ευσεβής και θρησκευτικός λαός. Η ίδια προβολή εμφανίζεται και στη δική μας ιστορία, γιατί είναι ο Αιγύπτιος ιερέας που γνωρίζει την αλήθεια και τη φέρνει στο φως. Αναδύεται εδώ μόνο σποραδικά και εξαφανίζεται ξανά απ’ την αφήγηση. Η ιστορία του Θηλύφρονα θα ήταν έτσι ένα δεύτερο όνειρο. Συγκρίνοντάς το με κείνο του Σωκράτη, του ασυγκίνητου, ανώτερου φιλοσόφου, που περιέρχεται εντελώς στη μάγισσα, τότε έχουμε εδώ έναν νεαρό άντρα, που γίνεται μόνο εν μέρει θύμα της μαγείας: ο Σωκράτης θανατώνεται, ο Θηλύφρων ακρωτηριάζεται μόνο. Μπορεί να παρατηρήση λοιπόν κανείς μιαν ελάχιστη πρόοδο στα «όνειρα» του Σωκράτη.
Όταν ξυπνάη ο Λούκιος απ’ το μεθύσι του, έρχεται η αστυνομία, να τον παραλάβη, κι αυτός θυμάται, πως είχε σκοτώσει το προηγούμενο βράδυ τρία άτομα. Φοβάται γι’ αυτό, πως έχει έρθει το τέλος του, καθώς του έρχεται στον νου να έχη ακούσει, πως οι άνθρωποι που περιφέρονταν άσκοπα μέσα στη νύχτα, και που τους είχε σκοτώσει, ήταν πλούσιοι και είχαν μεγάλη επιρροή. Σκέφτεται λοιπόν, πως δεν έχει κανενός είδους προοπτική. Η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο, ο Λούκιος κατηγορείται και υπερασπίζεται τον εαυτό του. Όταν όμως πιστεύη την κρίσιμη στιγμή, ξεσπώντας σε κλάμματα, ότι είναι χαμένος, ξεσπάει όλος ο κόσμος σε ομηρικά γέλια. Οι χήρες αυτών που έχει τάχα δολοφονήσει εμφανίζονται κλαίγοντας και ζητώντας εκδίκηση και απαιτούν, να ξεσκεπάση ο Λούκιος τα πτώματα των αντρών. Όταν το κάνη εξαναγκαστικά, ανακαλύπτει, ότι δεν έχει καν ανθρώπινα σώματα μπροστά του, αλλά φουσκωμένα ασκιά, ξεσκισμένα σε διάφορα σημεία. Είχε μαχαιρώσει σακκιά από κατσικίσιο δέρμα που προορίζονταν για ασκιά του νερού! Για το πλήθος, πρόκειται για ένα γιγαντιαίο αστείο που παίχτηκε προς τιμήν του μεγάλου θεού Ρίζους, όμως ο Λούκιος έχει χάσει την αίσθησή του για χιούμορ και δεν μπορεί να πάρη μέρος στον περίγελο.
Αργότερα έρχεται η Φώτις στο δωμάτιό του και του εξηγεί ακριβώς, τί είχε συμβή, κι ότι ήταν ουσιαστικά αυτή η αιτία όλων των δυσάρεστων εμπειριών του.
Ικετεύει για συγχώρεση και διηγείται το ήδη αναφερθέν περιστατικό με τα κατσικίσια μαλλιά, που είχε φέρει στην Παμφίλη στη θέση των μαλλιών του εραστή της.
Μια επιβαλλόμενη στον αγώνα του Λούκιου με τους ζωοεκδορείς αναλογία είναι εκείνη του Δον Κιχώτη, που αγωνίστηκε με αληθινό ηρωϊσμό ενάντια στα φτερά των ανεμόμυλων. Ξιφομάχησε κι εδώ ένας άντρας με υπερβολική ένταση και συγκίνηση ενάντια σε μιαν ψευδαίσθηση, χωρίς να παρατηρή τον αληθινό κίνδυνο, που έρπει κρυφά πίσω απ’ την πλάτη του.
Όλ’ αυτά έχουν να κάνουν πάλι με τη διαστροφή του ενστίκτου σε συνάρτηση με το μητρικό σύμπλεγμα. Ένας τέτοιος άντρας θα είναι πεπεισμένος, πως όλες οι ηλικιωμένες γυναίκες είναι μάγισσες, και θα προσέχη γι’ αυτό, να μην περιπέση στις παγίδες τής καταβροχθίζουσας μητέρας, αλλά να περιπέση ίσως όσο πιο γρήγορα γίνεται σε μια νέα «σούπερ-μάγισσα», χωρίς να το αντιληφθή. Είναι η τραγωδία του διεστραμμένου ενστίκτου, γιατί η κατεστραμμένη αισθηματική λειτουργία αφήνει τον ήρωα να περιέλθη στο λανθασμένο αντικείμενο. Όταν ρωτάη κανείς έναν τέτοιον άντρα, σε τί συνίσταται η μεγάλη ελκτική δύναμη της αγαπημένης του, θα πη γενικώς, ότι «έχει τόσο μεγάλη θέρμη», το οποίο όμως σημαίνει, ότι είναι καλή στο κρεβάτι. Δεν έχει καμμιά δυνατότητα διάκρισης και συγχέει το σωματικό πάθος με το αίσθημα. Γι’ αυτό και πρέπει να τραβήξη η τραγωδία τον δρόμο της. Είναι άσκοπο, να νουθετής εναντίον, γιατί η αιτία βρίσκεται πολύ βαθειά.
Άντρες μ’ ένα τέτοιο μητρικό σύμπλεγμα δεσμεύονται τώρα συχνά στην καταπολέμηση διανοητικά αντιληπτών κινδύνων, φιλοσοφικών ή ιδεολογικών εχθρών, ας πούμε κομμουνιστών ή Εβραίων. Τέτοιοι αγώνες είναι προβολές της σκιάς, καθώς οι αναφερόμενοι δεν βλέπουν την ίδια τους την πραγματική σκιά, που είναι αιχμαλωτισμένη απ’ το μητρικό πρόβλημα.
Η δικαστική φάρσα ενάντια στον Λούκιο αναφέρθηκε μέσα στα συμφραζόμενα προς τιμήν του θεού του γέλιου. Δεν μπόρεσα να διαπιστώσω, αν γιορτάζονταν και σε άλλες πόλεις παρόμοιες γιορτές. Πρόκειται πιθανώς για μιαν ανοιξιάτικη γιορτή, που έχει να κάνη με τη γονιμότητα των αγρών. Στην αθηναϊκή κοινωνία συνήθιζαν να συναντιούνται μ’ αυτήν την αφορμή οι κυρίες και να διηγούνται μεταξύ τους τις πιο ανάρμοστες ιστορίες, καθώς παραδεχόταν κανείς, πως προάγονταν μ’ αυτό η γονιμότητα των ανθρώπων και των αγρών.
Όπου δεν υπάρχει καμμιά αίσθηση για χιούμορ, πρέπει να μιλάη κανείς στην ψυχιατρική για μια σοβαρή «περίπτωση». Ακριβώς σε μιαν άσχημη ψύχωση είναι πολύ βοηθητικό, αν μπορή να οδηγήση κανείς τον ασθενή στο να γελάη γι’ αυτόν τον ίδιον και να μην παίρνη πολύ σοβαρά τον εαυτό του. Αν μπορή να βοηθήση κανείς κάποιον κατειλημμένο από ένα πάθος να δη με ένα αστείο, πόσο γελοίος είναι, του δίνει αυτό μια σπίθα αντικειμενικότητας, καθώς μπορεί να δη ουδέτερα, σαν απ’ έξω, για μια στιγμή. Θα έλεγα μάλιστα, πως εμφανίζεται το Ταυτό (Selbst – σ.σ. Ο υπερπροσωπικός πυρήνας της προσωπικότητας) σε μια τέτοια στιγμή. Το Εγώ προσπαθεί να κάνη πάντα το «σωστό», αλλά συμπεριφέρεται μερικές φορές όπως ο κλόουν, που τυλίγεται μέσα στο χαλί, που θέλει να απλώση! Όταν μπορή να δη κανείς το ίδιο του το Εγώ-κλόουν και πόσο απίστευτα κωμικός είναι αυτή τη στιγμή για έναν άλλον, κι όταν βρίσκεται κανείς στο ίδιο του το αντικειμενικό κέντρο, γεννιέται ένα αίσθημα συνένωσης με το αρχέτυπο του Ταυτού. Γενικά όμως χάνουμε την αίσθησή μας για χιούμορ, μόλις θιγή ένα σύμπλεγμα, και γινόμαστε δραματικοί και σοβαροί, ανίκανοι να δούμε ρεαλιστικά το πρόβλημά μας.
Μπορεί να συμβή ωστόσο, όπως σε όλους τους ψυχολογικούς παράγοντες, και διαφορετικά. Μοιάζει να έχουμε να κάνουμε τότε με τον α ρ ν η τ ι κ ό θεό του γέλωτα, όταν έχη το γέλιο ένα καταστροφικό –όπως στον Λούκιο– κι όχι απελευθερωτικό αποτέλεσμα. Μόλις έχει τραυματιστή η αισθηματική λειτουργία, δεν παίρνει πια ο άνθρωπος στα σοβαρά τον εαυτό του. Παίζει διανοητικά με την ίδια του την ζωή και δεν αποδίδει καμμιάν προσωπική αξία στον ίδιον. Μερικοί διανοούμενοι είναι τόσο δηλητηριασμένοι απ’ τη μοντέρνα στατιστική σκέψη, ώστε είναι πεπεισμένοι, πως δεν έχουν καμμιάν ιδιαίτερη σημασία, πως είναι εντελώς τυχαίες υπάρξεις, πως υπάρχουν άλλωστε εκατομμύρια άνθρωποι όπως αυτοί. Τέτοιοι άνθρωποι έρχονται στην ανάλυση και διηγούνται την τραγική ιστορία της ζωής τους με απολύτως αδέσμευτο τρόπο. Ένας άντρας μου έλεγε μάλιστα: «Αλλά πρέπει να ακούτε κάθε μέρα τέτοιες ιστορίες!». Πίστευε, πως η τραγωδία του δεν θα με άγγιζε, και υπέθετε, πως θα με απασχολούσε μόνο διανοητικά. Δεν μου επέτρεπε, να έχω συγκινηθή βαθειά απ’ την τραγωδία του, και δεν το εκτιμούσε, αν έπαιρνα στα σοβαρά την ζωή του, γιατί θα έπρεπε να την πάρη κι αυτός τότε στα σοβαρά. Γι’ αυτό κάνουν οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιπτώσεις ένα αστείο και γελούν μ’ αυτούς τους ίδιους. Αυτό συμβαίνει κι εδώ στον Λούκιο, αν θεωρήσουμε πως αυτοί που γελούν βρίσκονται μέσα στον ίδιον. Υποφέρει από διανοητική ειρωνία, με την οποία μπορεί να απωθή όλες του τις αισθηματικές αντιδράσεις. Γι’ αυτό και μπορεί να τον πετύχη σε κρυμμένη μορφή η μαγεία και να τον αφήση να πέση μέσα σ’ αυτό ακριβώς, που φοβάται το πιο πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Πρέπει ν’ ασχοληθούμε για λίγο σ’ αυτό το σημείο με την αρχαία μαγεία. Η αφρικανική, κουβανική ή νοτιοαμερικανική μαγεία-βουντού είναι ακόμα σήμερα ζωντανή. Για να μαγέψης όμως κάποιον, χρειάζεσαι κάτι απ’ αυτόν, νύχια, μαλλιά κ.τ.λ. Αποκτάς έτσι το πιο δυνατό «φάρμακο» με την αφρικανική έννοια της λέξης. Το μέρος ενός πτώματος είναι για την πρωτόγονη νοοτροπία ένα είδος τρομαχτικού numinoses αντικειμένου, που διαθέτει τεράστια ακάθαρτη και θεϊκή ταυτόχρονα δύναμη. Κάθε τι που αναμιγνύει κανείς με το υγρό ενός πτώματος ή των μερών του, αποφέρει γι’ αυτό ένα αποτελεσματικό θεραπευτικό ή μαγικό μέσο. Σε μια πολύ καλή δημοσίευση του K. Preisedanz, το «Papyri Graecae Magicae», υπάρχει ένα πλήθος από συνταγές αυτού του είδους. Μια συνταγή π.χ., με την οποία μπορεί να επιτύχη κανείς τον παράφορο έρωτα μιας γυναίκας. Λέγεται εκεί: Πάρε 2 φύλλα δάφνης, ένα τριαντάφυλλο κομμένο στο φως του φεγγαριού και το μικρό δάχτυλο ενός μόλις θαμμένου αγοριού, κι ανακάτεψέ τα μ’ αυτόν και μ’ αυτόν τον τρόπο, και πές αυτό κι αυτό, και τότε θα δης τη γυναίκα να στέκεται φλογισμένη απ’ την επιθυμία αυτή τη νύχτα μπροστά στην πόρτα σου. Ή: Βράσε το ποτό και χύσ’ το στη ράχη της, όταν περνάη απ’ τον δρόμο, και θα νιαουρίζη το επόμενο βράδυ όπως μια ερωτευμένη γάτα μπροστά στην πόρτα ή το παράθυρο του σπιτιού σου. Υπάρχουν αμέτρητες τέτοιες συνταγές, που δίνουν συμβουλές και για το πώς μπορείς να ελέγξης την ευτυχία ή να απελευθερωθής από έναν εχθρό.
Η ιστορία είναι έτσι λοιπόν αρκετά διαφανής: ο Θηλύφρων είναι βέβαια εκείνη η όψη του Λούκιου, που θέλει να διερευνήση τη μαγεία, και εισβάλλει – χωρίς να είναι ερευνητής – άμεσα, αλλά ασυνείδητα, σ’ ολόκληρο το πρόβλημα. Έχει τις γυναίκες στο κεφάλι του και είναι ούτως ειπείν η σκιά του Λούκιου. Ενδιαφέρεται πραγματικά, σε αντίθεση με τον Λούκιο, που επιθυμεί να παρατηρή με διανοητική μόνο περιέργεια, πέφτουν όμως κι οι δυό θύματα στις δολοπλοκίες των μαγισσών.
Μπορούμε λοιπόν να επεξεργαστούμε αυτές τις μικρές παρένθετες ιστορίες πράγματι ως όνειρα ή φαντασίες. Σαφηνίζουν και συμπληρώνουν τις περιπέτειες του Λούκιου-Απουλήιου. Ενώ εξακολουθεί ακόμα ο Λούκιος με διανοητικές αναγνωρίσεις, καταλαμβάνεται ήδη η σκιά του, το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του, απ’ τη μαγική όψη της θηλυκής αρχής. Η περιπέτεια του Θηλύφρονα παίζει έτσι τον ρόλο ενός ονείρου, που προειδοποιεί τον ήρωα, γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβή με ελλειμματική προσοχή και σ’ αυτόν.
Οι ακροατές είναι μαγεμένοι με την ιστορία, κι η Βυρέννα πληροφορεί τον Λούκιο για τη γιορτή τού θεού Ρίζους (θεού του γέλιου), που θα γιορταστή την επόμενη μέρα, και του λέει, πως θα επιθυμούσε, να μπορούσε «να βρη» εκείνος «ή να εμπνευσθή κάτι», που θα αναλογούσε στην τιμή ενός τόσο μεγάλου θεού. Ο Λούκιος απαντά, πως θα θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχισμένο, αν το κατάφερνε, και την αποχαιρετά. Στον δρόμο σβήνει ο δαυλός του, και δυσκολεύεται να βρη μες στο σκοτάδι την οδό για το σπίτι. Βλέπει «τρεις μεγαλόσωμους άντρες», που παραμερίζουν και σπρώχνουν την πύλη του Μήλου και προσπαθούν να εισέλθουν. Υποθέτοντας πως είναι κλέφτες, βγάζει ένα ξίφος και τους σκοτώνει. Χτυπάει μετά την πόρτα, η Φώτις του ανοίγει, και πέφτει εντελώς μεθυσμένος στο κρεβάτι.
Αυτό είναι το τέλος ενός αποσπάσματος, και πρέπει να δούμε με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια αυτήν την παρένθετη ιστορία. Θεωρήσαμε ήδη στα προηγούμενα τον Σωκράτη, τον πλατωνικό φιλόσοφο, ως ένα μέρος του Απουλήιου-Λούκιου, που αποφεύγει το πρόβλημα της anima και καταβάλλεται στο ασυνείδητο απ' τη σκοτεινή μητέρα-θεά. Τώρα ο κίνδυνος πλησιάζει πιο κοντά, γιατί ο Θηλύφρων είναι ένας εκτεθειμένος στο γυναικείο πρόβλημα άντρας. Ο Λούκιος διατηρεί αντίθετα μόνο διανοητική περιέργεια για τη μαγεία κι ένα αισθησιακό ενδιαφέρον για τη Φώτιδα μέχρι τώρα, ενώ το πρόβλημα της anima δεν του παρουσιάζεται ακόμα παρά στη διανοητικη σφαίρα. Ο Θηλύφρων μπορεί να είναι γι’ αυτό μια ισχυρότερα περιπεπλεγμένη με το μητρικό σύμπλεγμα μορφή της σκιάς.
Η νυφίτσα, όπως ο ποντικός, η κουκουβάγια, ο λαγός, θεωρείται ζώο των μαγισσών. Είναι σκληρή και μοιάζει με τη γάτα στη συμπεριφορά κι αντιπροσωπεύει την ψυχρή πονηριά της μάγισσας. Είχε μεταμορφωθή προφανώς μια απ’ τις μάγισσες σε νυφίτσα, κι αφού τον κοίταξε τόσο παράξενα, ώστε να πέση σε ύπνο, του δάγκωσε μύτη κι αυτιά. Λόγω της σκληρότητάς της απ’ τη μια και της καταπλήσσουσας, πανούργας ευφυΐας της απ’ την άλλη μοιάζει η νυφίτσα από μιαν ορισμένη άποψη με την αλεπού. Είναι ένα ζώο, στο οποίο αποδίδεται υπεράνθρωπος έμφυτος δόλος. Αυτός είναι πάλι μια σκοτεινή πλευρά της θηλυκής αρχής καθεαυτής, στις γυναίκες όσο και στην αρχή τής anima στον άντρα. Το θηλυκό δεν έχει βέβαια Λόγο (Logos), γενικά όμως εκ φύσεως στον άντρα και τη γυναίκα, ένα είδος φυσικής ευφυΐας, που κάτι επιτυγχάνει με τις μηχανορραφίες. Είναι μια όψη, την οποία χαρακτηρίζει ως «natural mind» ο Γιουνγκ, ένα είδος ενστικτώδους εξυπνάδας, που μπορεί να είναι όμως και ανελέητη και απάνθρωπη. Σκέφτεται κανείς τη γυναίκα, που κάνει θεραπεία με τον άντρα της στο Κάρλσμπαντ και, παρατηρώντας το υπέροχο τοπίο και τη δύση του ήλιου, αναφωνεί: «Ω, Χάινριχ, αν πεθάνη ένας απ’ τους δυό μας, θα μετακομίσω στο Κάρλσμπαντ». Δεν ξεκαθαρίζει, τί λέει. Αυτό είναι το ταλέντο της νυφίτσας! Κάποιες γυναίκες γνωρίζουν ακριβώς, πότε ο άντρας, για τον οποίον ενδιαφέρονται, θα είναι ίσως μόνος στο σπίτι το βράδυ, και θυμούνται τότε, πως πρέπει να του επιστρέψουν εκείνο οπωσδήποτε το βράδυ ένα βιβλίο! Κάποιες είναι αρκετά τίμιες ώστε να ξεύρουν, τί παίζεται στο βάθος, μερικές όμως είναι πραγματικά απολύτως απροκατάληπτες στη συνείδησή τους. Η σκιά τους, της νυφίτσας ξεύρει ωστόσο ακριβώς, ότι αυτό θα είναι το σωστό βράδυ, για να έρθουν και γεμάτες έκπληξη να πουν: «Δεν είναι η γυναίκα σας στο σπίτι;». Έτσι είναι η νυφίτσα. Η anima του άντρα μπορεί να κάνη το ίδιο, μόνο που αυτό είναι ακόμα λιγότερο συνειδητό στον άντρα.
Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία του Θηλύφρονα πάνω στον Λούκιο, μπορούμε να πούμε, πως λαμβάνει εδώ μιαν ακόμα σοβαρή προειδοποίηση. Εσωτερικά ασχολείται μόνο με τη Φώτιδα, τα βράδυα με τα συνηθισμένα «dinner party» τού είναι εξαιρετικά βαρετά, και δεν περιμένει παρά την κατάλληλη στιγμή, για να εξαφανιστή και να μπορέση να γυρίση κοντά της. Είναι άρα ο Θηλύφρων – έχει τις γυναίκες στο κεφάλι του. Η ιστορία δείχνει, πως χωρίς να το παρατηρή, είναι έτοιμος να περιπέση στη μαύρη μαγεία.
Η ιστορία του Θηλύφρονα είναι και γι’ αυτό ενδιαφέρουσα, επειδή αποκαλύπτεται η αλήθεια για έναν Αιγύπτιο ιερέα με το όνομα Τσάχτλας. Αυτό μοιάζει να είναι ένα δευτερεύον μοτίβο (θέμα), που θα μπορούσε εύκολα να το παραβλέψη ο αναγνώστης. Παραπέμπει όμως ήδη στα γεγονότα στο τέλος του βιβλίου, όπου όλος αυτός ο κάτω κόσμος, που εμφανίζεται τώρα μόνο στις σκοτεινές, ανησυχητικές και σκληρές ιστορίες, θα γίνη για τον Λούκιο η γέφυρα προς τη μύησή του στην αιγυπτιακή θρησκεία. Ο Θηλύφρων θα είχε βρεθή σε πολύ δύσκολη θέση, αν δεν είχε ξεκαθαρίσει ο Τσάχτλας, ο Αιγύπτιος ιερέας, την τελευταία στιγμή όπως ένας «deus ex machine» την κατάσταση γι’ αυτόν. Συνδέθηκε το όνομα Τσάχτλας με τη λέξη Σολάλας, που χρησίμευε στην αρχαία Αίγυπτο ως όνομα ή ως ορισμός για το «ο Θότ είναι αυτός, που τον γνωρίζει». Κατ’ άλλους παραπέμπει το όνομα στον «Saclas», έναν συνδεδεμένο με την αιγυπτιακή «γνώση» δαίμονα. Ο εξορκισμός (η ικεσία) των πνευμάτων ήταν πλατειά διαδεδομένος στην αρχαία Αίγυπτο. Την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρχε η φήμη, πως είναι η χώρα της μαγείας par excellence και ταυτόχρονα αυτή με την πιο μεγάλη θρησκευτικότητα. Θα μπορούσε όμως να πη κανείς, πως η ελληνική και η ρωμαϊκή θρησκεία ετοιμάζονταν να εξελιχθούν σ’ ένα φιλοσοφικό μόνο σύστημα, κι ότι είχαν εκφυλιστή εν μέρει σε άψυχες καθιδρύσεις, που δεν περιείχαν πια καμμιά πρωτόγονη συγκίνηση. Η λατρεία ήταν τόσο καθαρή και εξαγνισμένη όπως πολλές απ’ τις δικές μας μοντέρνες (σύγχρονες) χριστιανικές Εκκλησίες. Δεν μπορούσε να φανταστή κανείς εδώ δερβίσηδες που χορεύουν. Το ουσιαστικό της θρησκείας στην αρχική βαθμίδα συνίσταται ωστόσο ακριβώς, λαμβανόμενο συγκινησιακά, στο να έχης ολοκληρωτικά αφοσιωθή ακόμα και με το πρωτόγονο συγκινησιακό μέρος της προσωπικότητας.
Η θρησκεία είναι μια απόλυτη εμπειρία, που περιλαμβάνει και τις πρωτόγονες, εμπαθείς και ενστικτώδεις όψεις του ανθρώπου˙ δεν πρέπει να μας αφορά μόνο πάνω απ’ τη ζώνη. Καθώς είχε ήδη χαθή εκείνη την εποχή σ’ αυτές τις ευρωπαϊκές θρησκείες ένα ορισμένο στοιχείο, είχε προβληθή ως επί το πλείστον στην Αίγυπτο και πιο πέρα στην Αιθιοπία. Λέγεται στην αρχαία λογοτεχνία (απ’ την εποχή του Ηρόδοτου) για τους Αιθίοπες που λατρεύουν τον ήλιο, ότι ήταν οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη θεοσέβεια και τη γνησιότερη θρησκεία. Αργότερα προβλήθηκε το ίδιο στους Ινδούς Βραχμάνους, αφότου είχαν έρθει οι Έλληνες με την κατάκτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε επαφή με τους Ινδούς και είχαν εντυπωσιαστή απ’ το αρχέγονο και την απολυτότητα της θρησκείας αυτού του λαού. Η προβολή αυτή διατηρήθηκε μέχρι τον 16ο και 17ο αιώνα. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο γράφει π.χ. ακόμα, ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν υπάρξει ο μόνος πραγματικά ευσεβής και θρησκευτικός λαός. Η ίδια προβολή εμφανίζεται και στη δική μας ιστορία, γιατί είναι ο Αιγύπτιος ιερέας που γνωρίζει την αλήθεια και τη φέρνει στο φως. Αναδύεται εδώ μόνο σποραδικά και εξαφανίζεται ξανά απ’ την αφήγηση. Η ιστορία του Θηλύφρονα θα ήταν έτσι ένα δεύτερο όνειρο. Συγκρίνοντάς το με κείνο του Σωκράτη, του ασυγκίνητου, ανώτερου φιλοσόφου, που περιέρχεται εντελώς στη μάγισσα, τότε έχουμε εδώ έναν νεαρό άντρα, που γίνεται μόνο εν μέρει θύμα της μαγείας: ο Σωκράτης θανατώνεται, ο Θηλύφρων ακρωτηριάζεται μόνο. Μπορεί να παρατηρήση λοιπόν κανείς μιαν ελάχιστη πρόοδο στα «όνειρα» του Σωκράτη.
Όταν ξυπνάη ο Λούκιος απ’ το μεθύσι του, έρχεται η αστυνομία, να τον παραλάβη, κι αυτός θυμάται, πως είχε σκοτώσει το προηγούμενο βράδυ τρία άτομα. Φοβάται γι’ αυτό, πως έχει έρθει το τέλος του, καθώς του έρχεται στον νου να έχη ακούσει, πως οι άνθρωποι που περιφέρονταν άσκοπα μέσα στη νύχτα, και που τους είχε σκοτώσει, ήταν πλούσιοι και είχαν μεγάλη επιρροή. Σκέφτεται λοιπόν, πως δεν έχει κανενός είδους προοπτική. Η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο, ο Λούκιος κατηγορείται και υπερασπίζεται τον εαυτό του. Όταν όμως πιστεύη την κρίσιμη στιγμή, ξεσπώντας σε κλάμματα, ότι είναι χαμένος, ξεσπάει όλος ο κόσμος σε ομηρικά γέλια. Οι χήρες αυτών που έχει τάχα δολοφονήσει εμφανίζονται κλαίγοντας και ζητώντας εκδίκηση και απαιτούν, να ξεσκεπάση ο Λούκιος τα πτώματα των αντρών. Όταν το κάνη εξαναγκαστικά, ανακαλύπτει, ότι δεν έχει καν ανθρώπινα σώματα μπροστά του, αλλά φουσκωμένα ασκιά, ξεσκισμένα σε διάφορα σημεία. Είχε μαχαιρώσει σακκιά από κατσικίσιο δέρμα που προορίζονταν για ασκιά του νερού! Για το πλήθος, πρόκειται για ένα γιγαντιαίο αστείο που παίχτηκε προς τιμήν του μεγάλου θεού Ρίζους, όμως ο Λούκιος έχει χάσει την αίσθησή του για χιούμορ και δεν μπορεί να πάρη μέρος στον περίγελο.
Αργότερα έρχεται η Φώτις στο δωμάτιό του και του εξηγεί ακριβώς, τί είχε συμβή, κι ότι ήταν ουσιαστικά αυτή η αιτία όλων των δυσάρεστων εμπειριών του.
Ικετεύει για συγχώρεση και διηγείται το ήδη αναφερθέν περιστατικό με τα κατσικίσια μαλλιά, που είχε φέρει στην Παμφίλη στη θέση των μαλλιών του εραστή της.
Μια επιβαλλόμενη στον αγώνα του Λούκιου με τους ζωοεκδορείς αναλογία είναι εκείνη του Δον Κιχώτη, που αγωνίστηκε με αληθινό ηρωϊσμό ενάντια στα φτερά των ανεμόμυλων. Ξιφομάχησε κι εδώ ένας άντρας με υπερβολική ένταση και συγκίνηση ενάντια σε μιαν ψευδαίσθηση, χωρίς να παρατηρή τον αληθινό κίνδυνο, που έρπει κρυφά πίσω απ’ την πλάτη του.
Όλ’ αυτά έχουν να κάνουν πάλι με τη διαστροφή του ενστίκτου σε συνάρτηση με το μητρικό σύμπλεγμα. Ένας τέτοιος άντρας θα είναι πεπεισμένος, πως όλες οι ηλικιωμένες γυναίκες είναι μάγισσες, και θα προσέχη γι’ αυτό, να μην περιπέση στις παγίδες τής καταβροχθίζουσας μητέρας, αλλά να περιπέση ίσως όσο πιο γρήγορα γίνεται σε μια νέα «σούπερ-μάγισσα», χωρίς να το αντιληφθή. Είναι η τραγωδία του διεστραμμένου ενστίκτου, γιατί η κατεστραμμένη αισθηματική λειτουργία αφήνει τον ήρωα να περιέλθη στο λανθασμένο αντικείμενο. Όταν ρωτάη κανείς έναν τέτοιον άντρα, σε τί συνίσταται η μεγάλη ελκτική δύναμη της αγαπημένης του, θα πη γενικώς, ότι «έχει τόσο μεγάλη θέρμη», το οποίο όμως σημαίνει, ότι είναι καλή στο κρεβάτι. Δεν έχει καμμιά δυνατότητα διάκρισης και συγχέει το σωματικό πάθος με το αίσθημα. Γι’ αυτό και πρέπει να τραβήξη η τραγωδία τον δρόμο της. Είναι άσκοπο, να νουθετής εναντίον, γιατί η αιτία βρίσκεται πολύ βαθειά.
Άντρες μ’ ένα τέτοιο μητρικό σύμπλεγμα δεσμεύονται τώρα συχνά στην καταπολέμηση διανοητικά αντιληπτών κινδύνων, φιλοσοφικών ή ιδεολογικών εχθρών, ας πούμε κομμουνιστών ή Εβραίων. Τέτοιοι αγώνες είναι προβολές της σκιάς, καθώς οι αναφερόμενοι δεν βλέπουν την ίδια τους την πραγματική σκιά, που είναι αιχμαλωτισμένη απ’ το μητρικό πρόβλημα.
Η δικαστική φάρσα ενάντια στον Λούκιο αναφέρθηκε μέσα στα συμφραζόμενα προς τιμήν του θεού του γέλιου. Δεν μπόρεσα να διαπιστώσω, αν γιορτάζονταν και σε άλλες πόλεις παρόμοιες γιορτές. Πρόκειται πιθανώς για μιαν ανοιξιάτικη γιορτή, που έχει να κάνη με τη γονιμότητα των αγρών. Στην αθηναϊκή κοινωνία συνήθιζαν να συναντιούνται μ’ αυτήν την αφορμή οι κυρίες και να διηγούνται μεταξύ τους τις πιο ανάρμοστες ιστορίες, καθώς παραδεχόταν κανείς, πως προάγονταν μ’ αυτό η γονιμότητα των ανθρώπων και των αγρών.
Όπου δεν υπάρχει καμμιά αίσθηση για χιούμορ, πρέπει να μιλάη κανείς στην ψυχιατρική για μια σοβαρή «περίπτωση». Ακριβώς σε μιαν άσχημη ψύχωση είναι πολύ βοηθητικό, αν μπορή να οδηγήση κανείς τον ασθενή στο να γελάη γι’ αυτόν τον ίδιον και να μην παίρνη πολύ σοβαρά τον εαυτό του. Αν μπορή να βοηθήση κανείς κάποιον κατειλημμένο από ένα πάθος να δη με ένα αστείο, πόσο γελοίος είναι, του δίνει αυτό μια σπίθα αντικειμενικότητας, καθώς μπορεί να δη ουδέτερα, σαν απ’ έξω, για μια στιγμή. Θα έλεγα μάλιστα, πως εμφανίζεται το Ταυτό (Selbst – σ.σ. Ο υπερπροσωπικός πυρήνας της προσωπικότητας) σε μια τέτοια στιγμή. Το Εγώ προσπαθεί να κάνη πάντα το «σωστό», αλλά συμπεριφέρεται μερικές φορές όπως ο κλόουν, που τυλίγεται μέσα στο χαλί, που θέλει να απλώση! Όταν μπορή να δη κανείς το ίδιο του το Εγώ-κλόουν και πόσο απίστευτα κωμικός είναι αυτή τη στιγμή για έναν άλλον, κι όταν βρίσκεται κανείς στο ίδιο του το αντικειμενικό κέντρο, γεννιέται ένα αίσθημα συνένωσης με το αρχέτυπο του Ταυτού. Γενικά όμως χάνουμε την αίσθησή μας για χιούμορ, μόλις θιγή ένα σύμπλεγμα, και γινόμαστε δραματικοί και σοβαροί, ανίκανοι να δούμε ρεαλιστικά το πρόβλημά μας.
Μπορεί να συμβή ωστόσο, όπως σε όλους τους ψυχολογικούς παράγοντες, και διαφορετικά. Μοιάζει να έχουμε να κάνουμε τότε με τον α ρ ν η τ ι κ ό θεό του γέλωτα, όταν έχη το γέλιο ένα καταστροφικό –όπως στον Λούκιο– κι όχι απελευθερωτικό αποτέλεσμα. Μόλις έχει τραυματιστή η αισθηματική λειτουργία, δεν παίρνει πια ο άνθρωπος στα σοβαρά τον εαυτό του. Παίζει διανοητικά με την ίδια του την ζωή και δεν αποδίδει καμμιάν προσωπική αξία στον ίδιον. Μερικοί διανοούμενοι είναι τόσο δηλητηριασμένοι απ’ τη μοντέρνα στατιστική σκέψη, ώστε είναι πεπεισμένοι, πως δεν έχουν καμμιάν ιδιαίτερη σημασία, πως είναι εντελώς τυχαίες υπάρξεις, πως υπάρχουν άλλωστε εκατομμύρια άνθρωποι όπως αυτοί. Τέτοιοι άνθρωποι έρχονται στην ανάλυση και διηγούνται την τραγική ιστορία της ζωής τους με απολύτως αδέσμευτο τρόπο. Ένας άντρας μου έλεγε μάλιστα: «Αλλά πρέπει να ακούτε κάθε μέρα τέτοιες ιστορίες!». Πίστευε, πως η τραγωδία του δεν θα με άγγιζε, και υπέθετε, πως θα με απασχολούσε μόνο διανοητικά. Δεν μου επέτρεπε, να έχω συγκινηθή βαθειά απ’ την τραγωδία του, και δεν το εκτιμούσε, αν έπαιρνα στα σοβαρά την ζωή του, γιατί θα έπρεπε να την πάρη κι αυτός τότε στα σοβαρά. Γι’ αυτό κάνουν οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιπτώσεις ένα αστείο και γελούν μ’ αυτούς τους ίδιους. Αυτό συμβαίνει κι εδώ στον Λούκιο, αν θεωρήσουμε πως αυτοί που γελούν βρίσκονται μέσα στον ίδιον. Υποφέρει από διανοητική ειρωνία, με την οποία μπορεί να απωθή όλες του τις αισθηματικές αντιδράσεις. Γι’ αυτό και μπορεί να τον πετύχη σε κρυμμένη μορφή η μαγεία και να τον αφήση να πέση μέσα σ’ αυτό ακριβώς, που φοβάται το πιο πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου