Αυγά Μαύρα, του Διονύση Χαριτόπουλου
«Εμφύλιος γινότανε,
σκότωνε ο ένας τον άλλον.
Να μην ξαναγίνει τέτοιο κακό»
Ο «Σπύρος» στο έργο Αυγά Μαύρα.
σκότωνε ο ένας τον άλλον.
Να μην ξαναγίνει τέτοιο κακό»
Ο «Σπύρος» στο έργο Αυγά Μαύρα.
Του Κώστα Σαμάντη από τη Ρήξη φ. 113
Είναι γνωστό (αν και όχι σε όλους από ό,τι φαίνεται) ότι το χειρότερο είδος πολέμου είναι αυτό του εμφυλίου. Τη στιγμή που μια κοινωνία χωρίζεται λίγο πολύ στη μέση, την ώρα που αδελφός σηκώνει χέρι σε αδελφό, η συζήτηση για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο, ποιος ευθύνεται ή πώς δημιουργήθηκε αυτή η κατάσταση, λίγη σημασία πλέον έχει. Ο εμφύλιος πόλεμος λειτουργεί σαν κινούμενη άμμος που συμπαρασύρει και τις δύο πλευρές σε μια τραγική κατάληξη. Το μάρμαρο το πληρώνει εντέλει η κοινωνία στο σύνολό της.
Η χώρα μας έχει αναδείξει τέτοιες εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις, από τον Εμφύλιο που ξέσπασε μετά την Επανάσταση του 1821 ή τη σημαντικότερη εμφύλια, διαμάχη αυτή του 1946-1949. Η τελευταία υπήρξε απολύτως τραγική για την πατρίδα μας. Χιλιάδες ήταν τα θύματα (και από τις δύο πλευρές), δεκάδες χιλιάδες οι πρόσφυγες σε γειτονικές όσο και απομακρυσμένες χώρες, εκατομμύρια όσοι υπέφεραν τις συνέπειες (πολιτικές, υλικές, ψυχολογικές) αυτής της εμφύλιας διαμάχης.
Τα συμπεράσματα θα έπρεπε πλέον να έχουν βγει μιας και από τη λήξη του Εμφυλίου έχουν περάσει πάνω από εξήντα πέντε χρόνια, ουσιαστικά μιλάμε για δύο γενιές. Όμως κάποιοι, ευτυχώς ελάχιστοι, επιμένουν να «τιμούν» αυτό τον εμφύλιο και αυτός είναι ο λόγος που ένα έργο όπως αυτό, το Αυγά Μαύρα, του Διονύση Χαριτόπουλου, κάνει το έργο να παραμένει σημαντικό.
Ο συγγραφέας, τον οποίο το βιβλιοαναγνωστικό κοινό γνωρίζει κυρίως από τη βιογραφία του Άρη Βελουχιώτη (Άρης ο αρχηγός των ατάκτων), αν και όχι μόνο, έγραψε το έργο πριν από είκοσι χρόνια, κατόπιν συνεννοήσεων που είχε με τον Αντώνη Αντωνίου. Σε αυτό περιγράφεται η σχέση δύο αδελφών, του Σπύρου και της Μαρίας, οι οποίοι έζησαν σε τρυφερή ηλικία την αγριάδα αυτής της σύγκρουσης και υπέστησαν τις σκληρές επιπτώσεις της.
Ο Χαριτόπουλος δεν είναι καθαυτό θεατρικός συγγραφέας. Με το Αυγά Μαύρα όμως κατορθώνει να παρουσιάσει ένα συμπαγές, μεστό και ολοκληρωμένο θεατρικό έργο τόσο στη δομή όσο και στο περιεχόμενο. Ακριβοδίκαιος απέναντι στις δυο εμπλεκόμενες πλευρές, αποδίδει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» και αναδεικνύει τις ευθύνες και τα τραγικά λάθη ακόμη και αυτών που δίκαια ξεσηκώθηκαν και διεκδίκησαν το δίκιο τους. Μπορεί προφανώς να βρίσκεται στην πλευρά των ηττημένων της σύρραξης, τούτο όμως δεν τον εμποδίζει καθόλου στο να είναι αυστηρός απέναντί της. Έτσι κι αλλιώς, «η αλήθεια είναι επαναστατική» έτσι δεν λέμε;
Πέρα από την πολιτική του διάσταση, το κείμενο κατορθώνει και ισορροπεί έξοχα ανάμεσα στον συναισθηματισμό που εκ των πραγμάτων κουβαλά η αναφορά στην ηττημένη πλευρά και στη χαλαρότητα η οποία συνοδεύει την αποστασιοποίηση δεκαετιών από τα τραγικά γεγονότα. Ακόμη καλύτερα, όμως, κατορθώνει να ψυχογραφήσει ολοκληρωμένα τα δύο αδέλφια. Από τη μια ο Σπύρος, ο μεγάλος αδελφός, έρμαιο των ψυχολογικών τραυμάτων που απέκτησε τη συγκεκριμένη περίοδο, εξακολουθεί παρ’ όλα τα βάσανα που κληρονόμησε και κουβαλά ακόμα, να παραμένει πεισμένος για το δίκιο της επιλογής. Από την άλλη η μικρότερη αδελφή, η Μαρία, αντιπροσωπεύει μια θυμωμένη φιγούρα, μια φιγούρα που δεν μπορεί να συγχωρήσει ότι αυτός ο αγώνας της στέρησε ό,τι πολυτιμότερο είχε: Τους δύο γονιούς της, την παιδική της ηλικία, την ίδια την ταυτότητά της, με αντάλλαγμα μια ορφανή ζωή. Γι’ αυτό κι έχει επιλέξει, αγοραφοβική ως προσωπικότητα, να κλειστεί σπίτι της και να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο, ψυχαναγκαστικά, σε σημείο μανίας, με το βασίλειό της, την καθαριότητα και το νοικοκυριό της οικογένειας.
Ο Αντώνης Αντωνίου, πρωταγωνιστής, αλλά και σκηνοθέτης αυτής της παράστασης, ανεβάζει το συγκεκριμένο έργο είκοσι χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του. Στην παράσταση των ημερών μας, κατορθώνει και αξιοποιεί στο έπακρο τις ιδιαίτερες αξίες που εμπεριέχει το κείμενο, με τους ήρωές του να συμπυκνώνουν και να κουβαλούν το βάρος με το οποίο τους επιφόρτισε ο συγγραφέας.
Ο Αντώνης Αντωνίου, ως Σπύρος αυτή τη φορά, αποδίδει έξοχα τον γεμάτο με ψυχολογικά τραύματα του Εμφυλίου αδελφό ο οποίος όμως, πεισματικά, δεν αποποιείται την κληρονομιά της Λαϊκής Αντίστασης, ούτε έχει υπογράψει τη συμμόρφωση που του ζητούσαν.
Η Νατάσα Ασίκη, ως Μαρία, παραδίδει ρεσιτάλ ερμηνείας στον ρόλο της υποχόνδριας αδελφής, αυτής που τώρα, χρόνια μετά, εξακολουθεί να ψάχνει ποια είναι (Εγώ; Πού ήμουν εγώ; επαναλαμβάνει διαρκώς). Κατορθώνει με έναν υποδειγματικό τρόπο να μεταβαίνει από τον κόσμο της αποστασιοποίησης και της ψυχρότητας σε αυτόν του ευάλωτου ψυχικού κόσμου και του μετέωρου συναισθηματισμού.
Πολύ καλή η δουλειά της Χριστίνας Θανάσουλα στους φωτισμούς, αλλά και τα σκηνικά του Νίκου Κασαπάκη (το εσωτερικό ενός δωματίου με τα βαριά έπιπλα μεταφέρει στο έργο τον αποπνικτικό εσωτερικό κόσμο των ηρώων του).
Ιδιαίτερη μνεία στη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, η οποία αγκάλιασε τους κρίσιμους διαλόγους των δύο αδελφών με φροντίδα, προσοχή και τρυφερότητα.
Τρομερή εντύπωση μας έκανε ότι, στο συγκεκριμένο έργο, ένα σημαντικό τμήμα των θεατών ήταν παιδιά νεαρής ηλικίας, πράγμα που μας γέμισε ελπίδα, μιας και το ενδιαφέρον αυτής της γενιάς για ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ελπιδοφόρα για το μέλλον.
Οι εμφύλιες διαμάχες, θα το ξαναπούμε, δημιουργούν βαρύτατα τραύματα στο σώμα μιας κοινωνίας και παραμένουν ως χαίνουσες πληγές, δεκαετίες μετά. Όμως, όσο τραγική είναι η διαίρεση αυτής της κοινωνίας, άλλο τόσο θετικά λειτουργεί η υπέρβαση αυτών των διαχωρισμών. Αν οι στερεοτυπικές καταστάσεις είναι αυτές που καθήλωναν τη δυναμική μιας κοινωνίας, το ξεπέρασμά τους είναι που μπορεί να την απογειώσει. Και η συζήτηση για το ξεπέρασμα των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά έχει ήδη ξεκινήσει.
Η χώρα μας έχει αναδείξει τέτοιες εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις, από τον Εμφύλιο που ξέσπασε μετά την Επανάσταση του 1821 ή τη σημαντικότερη εμφύλια, διαμάχη αυτή του 1946-1949. Η τελευταία υπήρξε απολύτως τραγική για την πατρίδα μας. Χιλιάδες ήταν τα θύματα (και από τις δύο πλευρές), δεκάδες χιλιάδες οι πρόσφυγες σε γειτονικές όσο και απομακρυσμένες χώρες, εκατομμύρια όσοι υπέφεραν τις συνέπειες (πολιτικές, υλικές, ψυχολογικές) αυτής της εμφύλιας διαμάχης.
Τα συμπεράσματα θα έπρεπε πλέον να έχουν βγει μιας και από τη λήξη του Εμφυλίου έχουν περάσει πάνω από εξήντα πέντε χρόνια, ουσιαστικά μιλάμε για δύο γενιές. Όμως κάποιοι, ευτυχώς ελάχιστοι, επιμένουν να «τιμούν» αυτό τον εμφύλιο και αυτός είναι ο λόγος που ένα έργο όπως αυτό, το Αυγά Μαύρα, του Διονύση Χαριτόπουλου, κάνει το έργο να παραμένει σημαντικό.
Ο συγγραφέας, τον οποίο το βιβλιοαναγνωστικό κοινό γνωρίζει κυρίως από τη βιογραφία του Άρη Βελουχιώτη (Άρης ο αρχηγός των ατάκτων), αν και όχι μόνο, έγραψε το έργο πριν από είκοσι χρόνια, κατόπιν συνεννοήσεων που είχε με τον Αντώνη Αντωνίου. Σε αυτό περιγράφεται η σχέση δύο αδελφών, του Σπύρου και της Μαρίας, οι οποίοι έζησαν σε τρυφερή ηλικία την αγριάδα αυτής της σύγκρουσης και υπέστησαν τις σκληρές επιπτώσεις της.
Ο Χαριτόπουλος δεν είναι καθαυτό θεατρικός συγγραφέας. Με το Αυγά Μαύρα όμως κατορθώνει να παρουσιάσει ένα συμπαγές, μεστό και ολοκληρωμένο θεατρικό έργο τόσο στη δομή όσο και στο περιεχόμενο. Ακριβοδίκαιος απέναντι στις δυο εμπλεκόμενες πλευρές, αποδίδει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» και αναδεικνύει τις ευθύνες και τα τραγικά λάθη ακόμη και αυτών που δίκαια ξεσηκώθηκαν και διεκδίκησαν το δίκιο τους. Μπορεί προφανώς να βρίσκεται στην πλευρά των ηττημένων της σύρραξης, τούτο όμως δεν τον εμποδίζει καθόλου στο να είναι αυστηρός απέναντί της. Έτσι κι αλλιώς, «η αλήθεια είναι επαναστατική» έτσι δεν λέμε;
Πέρα από την πολιτική του διάσταση, το κείμενο κατορθώνει και ισορροπεί έξοχα ανάμεσα στον συναισθηματισμό που εκ των πραγμάτων κουβαλά η αναφορά στην ηττημένη πλευρά και στη χαλαρότητα η οποία συνοδεύει την αποστασιοποίηση δεκαετιών από τα τραγικά γεγονότα. Ακόμη καλύτερα, όμως, κατορθώνει να ψυχογραφήσει ολοκληρωμένα τα δύο αδέλφια. Από τη μια ο Σπύρος, ο μεγάλος αδελφός, έρμαιο των ψυχολογικών τραυμάτων που απέκτησε τη συγκεκριμένη περίοδο, εξακολουθεί παρ’ όλα τα βάσανα που κληρονόμησε και κουβαλά ακόμα, να παραμένει πεισμένος για το δίκιο της επιλογής. Από την άλλη η μικρότερη αδελφή, η Μαρία, αντιπροσωπεύει μια θυμωμένη φιγούρα, μια φιγούρα που δεν μπορεί να συγχωρήσει ότι αυτός ο αγώνας της στέρησε ό,τι πολυτιμότερο είχε: Τους δύο γονιούς της, την παιδική της ηλικία, την ίδια την ταυτότητά της, με αντάλλαγμα μια ορφανή ζωή. Γι’ αυτό κι έχει επιλέξει, αγοραφοβική ως προσωπικότητα, να κλειστεί σπίτι της και να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο, ψυχαναγκαστικά, σε σημείο μανίας, με το βασίλειό της, την καθαριότητα και το νοικοκυριό της οικογένειας.
Ο Αντώνης Αντωνίου, πρωταγωνιστής, αλλά και σκηνοθέτης αυτής της παράστασης, ανεβάζει το συγκεκριμένο έργο είκοσι χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του. Στην παράσταση των ημερών μας, κατορθώνει και αξιοποιεί στο έπακρο τις ιδιαίτερες αξίες που εμπεριέχει το κείμενο, με τους ήρωές του να συμπυκνώνουν και να κουβαλούν το βάρος με το οποίο τους επιφόρτισε ο συγγραφέας.
Ο Αντώνης Αντωνίου, ως Σπύρος αυτή τη φορά, αποδίδει έξοχα τον γεμάτο με ψυχολογικά τραύματα του Εμφυλίου αδελφό ο οποίος όμως, πεισματικά, δεν αποποιείται την κληρονομιά της Λαϊκής Αντίστασης, ούτε έχει υπογράψει τη συμμόρφωση που του ζητούσαν.
Η Νατάσα Ασίκη, ως Μαρία, παραδίδει ρεσιτάλ ερμηνείας στον ρόλο της υποχόνδριας αδελφής, αυτής που τώρα, χρόνια μετά, εξακολουθεί να ψάχνει ποια είναι (Εγώ; Πού ήμουν εγώ; επαναλαμβάνει διαρκώς). Κατορθώνει με έναν υποδειγματικό τρόπο να μεταβαίνει από τον κόσμο της αποστασιοποίησης και της ψυχρότητας σε αυτόν του ευάλωτου ψυχικού κόσμου και του μετέωρου συναισθηματισμού.
Πολύ καλή η δουλειά της Χριστίνας Θανάσουλα στους φωτισμούς, αλλά και τα σκηνικά του Νίκου Κασαπάκη (το εσωτερικό ενός δωματίου με τα βαριά έπιπλα μεταφέρει στο έργο τον αποπνικτικό εσωτερικό κόσμο των ηρώων του).
Ιδιαίτερη μνεία στη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, η οποία αγκάλιασε τους κρίσιμους διαλόγους των δύο αδελφών με φροντίδα, προσοχή και τρυφερότητα.
Τρομερή εντύπωση μας έκανε ότι, στο συγκεκριμένο έργο, ένα σημαντικό τμήμα των θεατών ήταν παιδιά νεαρής ηλικίας, πράγμα που μας γέμισε ελπίδα, μιας και το ενδιαφέρον αυτής της γενιάς για ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ελπιδοφόρα για το μέλλον.
Οι εμφύλιες διαμάχες, θα το ξαναπούμε, δημιουργούν βαρύτατα τραύματα στο σώμα μιας κοινωνίας και παραμένουν ως χαίνουσες πληγές, δεκαετίες μετά. Όμως, όσο τραγική είναι η διαίρεση αυτής της κοινωνίας, άλλο τόσο θετικά λειτουργεί η υπέρβαση αυτών των διαχωρισμών. Αν οι στερεοτυπικές καταστάσεις είναι αυτές που καθήλωναν τη δυναμική μιας κοινωνίας, το ξεπέρασμά τους είναι που μπορεί να την απογειώσει. Και η συζήτηση για το ξεπέρασμα των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά έχει ήδη ξεκινήσει.
Συγγραφέας: Διονύσης Χαριτόπουλος
Σκηνοθέτης: Αντώνης Αντωνίου
Ηθοποιοί: Νατάσα Ασίκη, Αντώνης Αντωνίου.
Σκηνικά: Νίκος Κασαπάκης. Μουσικά θέματα: Ελένη Καραϊνδρου.
Τετάρτη: 19.00. Πέμπτη/ Παρασκευή /Σάββατο: 21.00. Κυριακή: 20.00
Διάρκεια 70’
Εισιτήρια: Τετάρτη και Πέμπτη: 10 €. Παρασκευή/ Σάββατο/ Κυριακή: 15 €. Φοιτητικό: 10 €
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ,
Σκιάθου & Νάξου 84, πλατεία Κολιάτσου, Τηλ.: 210-2236890
Σκηνοθέτης: Αντώνης Αντωνίου
Ηθοποιοί: Νατάσα Ασίκη, Αντώνης Αντωνίου.
Σκηνικά: Νίκος Κασαπάκης. Μουσικά θέματα: Ελένη Καραϊνδρου.
Τετάρτη: 19.00. Πέμπτη/ Παρασκευή /Σάββατο: 21.00. Κυριακή: 20.00
Διάρκεια 70’
Εισιτήρια: Τετάρτη και Πέμπτη: 10 €. Παρασκευή/ Σάββατο/ Κυριακή: 15 €. Φοιτητικό: 10 €
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ,
Σκιάθου & Νάξου 84, πλατεία Κολιάτσου, Τηλ.: 210-2236890
Θολό τοπίο στο Εθνικό Θέατρο
Έντονη αντιπαράθεση έχει προκύψει τις τελευταίες είκοσι ημέρες, ανάμεσα στον αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού Νίκο Ξυδάκη και στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Σωτήρη Χατζάκη. Πιο συγκεκριμένα ο υπουργός, θέλοντας να ορίσει την πορεία του Εθνικού Θεάτρου για το επόμενο χρονικό διάστημα, αλλά και έχοντας προφανώς ενστάσεις από τη μέχρι τούδε πορεία του, ζήτησε την παραίτηση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου, παραίτηση την οποία όμως αρνήθηκε να υποβάλει ο Σ. Χατζάκης. Υπενθυμίζουμε ότι η θητεία του σημερινού καλλιτεχνικού διευθυντή ξεκίνησε το 2013 και ολοκληρώνεται τον Μάιο του 2016.
Αμέσως μετά τη συνάντηση των δύο ανδρών, η Ένωση Θεάτρων της Ευρώπης έσπευσε να συμπαρασταθεί στον Σωτήρη Χατζάκη, χαρακτηρίζοντας το αίτημα της παραίτησής του πολιτική δίωξη. Υπενθυμίζουμε ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου υπήρξε για τέσσερα χρόνια, από το 2009 έως το 2013, υπεύθυνος του ρεπερτορίου για το ΚΘΒΕ. Η έναρξη της θητείας του στη Θεσσαλονίκη είχε συνοδευθεί από την ελπίδα μιας ελληνοκεντρικής στροφής στο ρεπερτόριο του σημαντικότερου θεάτρου της Βορείου Ελλάδας, όμως η ολοκλήρωση της θητείας του σε αυτό συνοδεύθηκε από παράπονα όσο και υπόνοιες για το τι έγινε αυτή την τετραετία.
Πρόσφατα ενεπλάκησαν και οι ηθοποιοί στη διελκυστίνδα ανάμεσα στο υπουργείο και το Εθνικό Θέατρο. Μάλιστα, οι ηθοποιοί του θεάτρου απείλησαν με στάση εργασίας στις 22/4, αφήνοντας υπαινιγμούς για σπατάλες στη διαχείρισή του. Ήδη υπάρχουν επίδοξοι μνηστήρες και γίνονται επαφές για τη διεκδικούμενη θέση, με τα σημαντικότερα όμως ονόματα της θεατρικής σκηνής της χώρας μας να μη δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Εάν η κάλυψη της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή είναι το μέσον, ο σκοπός δεν μπορεί να είναι άλλος από τη στήριξη και ανάδειξη κατά κύριο λόγο της εγχώριας θεατρικής παραγωγής. Και αυτό είναι το στοίχημα το οποίο μέλλει να δούμε αν θα κερδηθεί.
http://ardin-rixi.gr
Αμέσως μετά τη συνάντηση των δύο ανδρών, η Ένωση Θεάτρων της Ευρώπης έσπευσε να συμπαρασταθεί στον Σωτήρη Χατζάκη, χαρακτηρίζοντας το αίτημα της παραίτησής του πολιτική δίωξη. Υπενθυμίζουμε ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου υπήρξε για τέσσερα χρόνια, από το 2009 έως το 2013, υπεύθυνος του ρεπερτορίου για το ΚΘΒΕ. Η έναρξη της θητείας του στη Θεσσαλονίκη είχε συνοδευθεί από την ελπίδα μιας ελληνοκεντρικής στροφής στο ρεπερτόριο του σημαντικότερου θεάτρου της Βορείου Ελλάδας, όμως η ολοκλήρωση της θητείας του σε αυτό συνοδεύθηκε από παράπονα όσο και υπόνοιες για το τι έγινε αυτή την τετραετία.
Πρόσφατα ενεπλάκησαν και οι ηθοποιοί στη διελκυστίνδα ανάμεσα στο υπουργείο και το Εθνικό Θέατρο. Μάλιστα, οι ηθοποιοί του θεάτρου απείλησαν με στάση εργασίας στις 22/4, αφήνοντας υπαινιγμούς για σπατάλες στη διαχείρισή του. Ήδη υπάρχουν επίδοξοι μνηστήρες και γίνονται επαφές για τη διεκδικούμενη θέση, με τα σημαντικότερα όμως ονόματα της θεατρικής σκηνής της χώρας μας να μη δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Εάν η κάλυψη της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή είναι το μέσον, ο σκοπός δεν μπορεί να είναι άλλος από τη στήριξη και ανάδειξη κατά κύριο λόγο της εγχώριας θεατρικής παραγωγής. Και αυτό είναι το στοίχημα το οποίο μέλλει να δούμε αν θα κερδηθεί.
http://ardin-rixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου