Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-1 «Πῶς καὶ ποῦ γινόµαστε ἐνεργὰ µέλη τῆς θείας Βασιλείας»

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ   Α

Τοῦ Δηµήτρη Μαυρόπουλου

Περιοδ. «Ἐφημέριος»,
ἀρ. τ. 1
, Ἰαν.- Φεβρ. 2015

Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»

.                 Στὴ µετάφραση τῶν Ἑβδοµήκοντα ἡ λέξη «ἐκκλησία» δηλώνει τὴν σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Ἰσραήλ), καὶ τὴν πρωτοσυναντᾶµε κατὰ τὴν περίοδο τῆς συνάψεως τῆς Διαθήκης τοῦ Σινᾶ (βλ. Δευτ. ΛΑ´ 30: «καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς εἰς τὰ ὦτα πάσης ἐκκλησίας τὰ ρήµατα τῆς ᾠδῆς ταύτης ἕως εἰς τέλος»). Οἱ Ἑβδοµήκοντα µεταφράζουν τὴν ἑβραϊκὴ λέξη «καχὰλ» (qahal), ἡ ὁποία περιγράφει τὴν συγκέντρωση τοῦ λαοῦ γιὰ λατρευτικὴ πράξη. Στὶς ἑβραϊκὲς γραφὲς χρησιµοποιεῖται καὶ ὁ ὅρος «ἐντὰχ» (édah), ἡ ὁποία µεταφράζεται μὲ τὸν ὅρο «συναγωγὴ» (βλ. Δευτ. Ε´ 22: «Ταῦτα τὰ ρήµατα ἐλάλησε Κύριος πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν ὕµων ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός»). Αὐτοὶ οἱ δύο ὄροι, ἐκκλησία καὶ συναγωγή, χρησιµοποιοῦνται σχεδὸν ὡς ταυτόσηµοι στὰ κείµενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
.                 Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ὅρος ἐκκλησία, τόσο στὴν ἑλληνικὴ γραµµατεία ὅσο καὶ στὴν ἰουδαϊκή, σήµαινε συνέλευση, στὴ μὲν ἑλληνικὴ ὡς πράξη λαοῦ (τοῦ Δήµου) γιὰ νὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις πολιτικοῦ περιεχοµένου, στὴν δὲ ἰουδαϊκὴ ὡς πράξη θρησκευτικοῦ περιεχοµένου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
.                 Στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ περιεχόµενο τοῦ ὅρου διαφοροποιεῖται, ἕως καὶ ἀνατρέπεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀνάγει τὴν Ἐκκλησία στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τώρα ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι µιὰ σύναξη, µιὰ συνέλευση, ἔστω ὅσων ἔχουν κοινὴ πίστη καὶ κοινὸ προσανατολισµό, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐπειδὴ τὰ µέλη αὐτοῦ τοῦ σώµατος εἶναι συνδεδεµένα μὲ τὸν Χριστό, συνδεδεµένα µάλιστα μὲ ἐνέργειες ποὺ χορηγεῖ τὸ Ἅγιο Πνεύµα, γι᾽ αὐτὸ τὸ ὀνοµάζουµε µυστικὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ.
.                 Ἐνῶ λοιπὸν ὁ ὅρος “ἐκκλησία” στὴν ἑλληνικὴ καὶ ἰουδαϊκὴ παράδοση εἶναι εὔκολο νὰ προσδιοριστεῖ καὶ νὰ ὁριστεῖ (σύναξη ἢ συµβούλιο τοῦ Δήµου ἢ τοῦ λαοῦ τῶν πιστῶν), στὴ χριστιανικὴ παράδοση δὲν ὑπάρχει ὁρισµὸς ὅσον ἀφορᾶ στὸ περιεχόµενο τοῦ ὅρου, τουλάχιστον μέχρι τὴν ἐµφάνιση τοῦ σχολαστικισµοῦ (12ος αἰ.), γιατί μὲ τὴν εἴσοδο στὴν ἱστορία τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς βιουµένη πραγµατικότητα, ἀκριβῶς γιατί ἡ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστὸ ἐνεργεῖται σὲ ὑπαρξιακὸ (ὀντολογικὸ) ἐπίπεδο καὶ ὄχι σὲ πολιτικὸ ἢ ἠθικό.
.                 Μὲ βάση τὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν, θὰ µπορούσαµε νὰ θέσουµε τὸ ἐρώτηµα πῶς καὶ ποῦ γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας, πῶς καὶ ποῦ γινόµαστε ἐµεῖς ἐνεργὰ µέλη τῆς θείας Βασιλείας. Τὸ ἐρώτηµα προϋποθέτει βέβαια µιὰ ἐλεύθερη ἀπόφαση (ἢ πρόθεση) ἑκάστου πιστοῦ νὰ ζήσει τὴν πραγµατικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι γιὰ νὰ µάθει γι᾽ αὐτὴν ἀλλὰ γιὰ νὰ µετάσχει σ᾽ αὐτήν. Ἂς θυµηθοῦµε, στὸ σηµεῖο αὐτό, ὅτι γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες λειτουργοῦσε µιὰ «µυστηριακὴ πειθαρχία» γιὰ ὅσους µετεῖχαν στὸ µυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία ἀπαγόρευε στοὺς χριστιανοὺς νὰ µιλοῦν ἢ νὰ κοινοποιοῦν στοὺς ἐκτὸς ὅ, τι ἀφοροῦσε στὰ λεγόµενα ἢ τεκταινόµενα στὶς ἱερὲς συνάξεις (βλ. Μ. Ἀθανασίου, Ἀπολογητικὸς Β, ΙΑ 2: «οὐ χρεῖ τὰ µυστήρια ἀµυήτοις τραγῳδεῖν, ἵνα µὴ Ἕλληνες μὲν ἀγνοοῦντες γελῶσι, κατηχούµενοι δὲ περίεργοι γενόµενοι σκανδαλίζωνται».
.                 Ἡ µονοσήµαντη ἀπάντηση στὸ ἐρώτηµα δὲν εἶναι εὔκολη, γιατί ἀπὸ πολὺ νωρὶς (3ος αἰώνας) ἐµφανίστηκαν καὶ διαµορφώθηκαν δύο τάσεις, συνήθως αὐτονοµηµένες, μέσῳ τῶν ὁποίων βιώνεται τὸ µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μία ἀντιλαµβάνεται τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας ὡς μία διαρκῆ ἄσκηση ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἐσωτερικὴ κάθαρση τοῦ πιστοῦ καὶ ποὺ ἐπιτρέπει τὴν «καλὴν ἀλλοίωσιν» τῆς φύσεως (τὸν φωτισµὸ τοῦ νοὸς ἢ τῆς καρδίας), ἄσκηση ποὺ ἐνεργεῖται κατ᾽ ἐξοχὴν στὶς κοινότητες τῶν µοναχῶν καὶ ποὺ ἐµπεριέχει ἐπίσης ἕνα διαρκῆ πόλεµο ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῶν δαιµονικῶν ἐνεργειῶν. Ἡ ἄλλη ἀντιλαµβάνεται αὐτὴ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας ὡς µετοχὴ στὴν πράξη τῆς θείας Εὐχαριστίας, πράξη στὴν ὁποία γιὰ νὰ φτάσει ὁ πιστὸς χρειάζεται ἐπίσης διαρκῆ ἄσκηση, ποὺ θὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ ὡς δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, κατάσταση ποὺ τὴν ὀνοµάζουµε «µυστήριον τῆς υἱοθεσίας».
.                 Οἱ δύο αὐτὲς ὁδοὶ δὲν ἔπαψαν μέχρι σήµερα συχνὰ νὰ «συγκρούονται», παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐµφανίστηκαν συνθέσεις, μὲ κορυφαῖες αὐτὲς ποὺ πρότειναν ὁ ἅγιος Μάξιµος Ὁµολογητής (6ος αἰώνας) καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαµᾶς (14ος αἰώνας), οἱ ὁποῖες συµποσοῦνται στὴν ἑξῆς μία: ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας βρίσκεται στὴ σύνθεση ἀσκήσεως καὶ θείας Λειτουργίας. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τῆς συνθέσεως ποὺ ἐµφανίστηκε τὸν 11ο αἰώνα μὲ τὴν καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, σύµφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ αὐτόνοµη ἔκφραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους μέσῳ τῆς ἄσκησης ἢ μέσῳ τῆς θεωρίας (θεολογίας) ἢ μέσῳ τῆς µετανοίας ὡς ἔµπρακτης ἀγάπης πρὸς τὸν ἑαυτό, πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὸν Θεό, εἰσάγει µιὰ διακινδύνευση καὶ µιὰ σύγχυση, ἐνῶ ἡ σύνθεση καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν ἐπὶ μέρους ὁδῶν ὁδηγεῖ στὴν ἐγχρίστωση καὶ θεογνωσία.
.                 Εἶναι γνωστὸ ὅτι ναὶ μὲν δὲν µποροῦµε νὰ ὁρίσουµε τὸ «εἶναι» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κάνει περιττῶς καὶ ἐσφαλµένως ἡ σχολαστικὴ θεολογία ἔχοντας ἐπηρεάσει τὰ δογµατικά µας ἐγχειρίδια, περισσεύουν ἐν τούτοις οἱ ἀναφορὲς ποὺ τὴν περιγράφουν καὶ τὴν προσδιορίζουν. Πρόκειται γιὰ µιὰ εἰκονολογικὴ προσέγγιση βιουµένης πραγµατικότητας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καταθέτει µερικὲς εἰκόνες ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἐκκλησία ὡς σχέση τῶν πιστῶν µαζί του:
α) ἄµπελος καὶ κλήµατα («Ἐγώ εἰµι ἡ ἄµπελος, ὑµεῖς τὰ κλήµατα» [Ἰωάν. ιε´ 5])
β) οἰκοδοµὴ («ἐπὶ ταύτην τὴν πέτραν [= τὴν ὀµολογία πίστεως] οἰκοδοµήσω µου τὴν ἐκκλησίαν» [Ματθ. ιϛ´ 18], καὶ ἐµµέσως «λίθον ὃν ἀπεδοκίµασαν οἱ οἰκοδοµοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας» [Ματθ. κα´ 42])
γ) ποίµνη («Ἐγώ εἰµι ὁ ποιµὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐµὰ καὶ γινώσκοµαι ὑπὸ τῶν ἐµῶν» [Ἰωάν. ι´ 14]) .
.               Στὴν θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου θὰ ἐπαναληφθεῖ ἡ εἰκόνα τῆς οἰκοδοµῆς, ποὺ εἰσήγαγε ὁ Χριστός, καὶ θὰ ἀναπτυχθεῖ περισσότερο («ἐποικοδοµηθέντες ἐπὶ τῷ θεµελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδοµὴ συναρµολογουµένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ ἐν ᾧ καὶ ὑµεῖς συνοικοδοµεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύµατι» [Ἐφεσ. β´ 20-22]). Κυρίως ὅμως θὰ εἰσαχθεῖ καὶ θὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ σώµατος, τοῦ ὁποίου µέλη εἶναι οἱ πιστοὶ καὶ κεφαλὴ ὁ Χριστὸς («πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ ἥτις ἐστὶ τὸ σῶµα αὐτοῦ, τὸ πλήρωµα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου [Ἐφεσ. α´ 22]), εἰκόνα ποὺ παγιώθηκε ὡς ἀκριβέστερη ὅλων καὶ ἔγινε οἰκεία στὴν πατερικὴ θεολογία, ἡ ὁποία θεµελίωσε τὴν ἀντίληψη τοῦ µυστικοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα, στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή, συνδέοντας τὴν εἰκόνα τοῦ σώµατος μὲ τὴν γαµήλια σχέση στοὺς ἀνθρώπους, εἰσάγει καὶ τὴν εἰκόνα τῆς γαµήλιας σχέσης Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας («καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήµατι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, µὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾽ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄµωµος» [Ἐφεσ. ε´ 26-27]).
.           Σ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τῆς γαµήλιας σχέσης Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας θὰ στηρίξει καὶ θὰ ἀναπτύξει ὁ συγγραφέας τῆς Ἀποκαλύψεως τὴν θεολογία ἑνὸς θείου ἔρωτα, σύµφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀποστέλλει τὸν Υἱό του γιὰ νὰ λυτρώσει τὴ Γυναίκα (= Ἐκκλησία) καὶ νὰ τὴν συνάψει μὲ τὸν Νυµφίο Χριστό, ὁ ὁποῖος ὡς ἐσφαγµένο Ἀρνίο τὴν περικλείει στὴν ἀγκαλιά του καὶ ἑνώνεται µαζί της («Χαίρωµεν καὶ ἀγαλλιώµεθα καὶ δῶµεν τὴν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάµος τοῦ ἀρνίου, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡτοίµασεν ἑαυτήν» [Ἀποκ. ιθ´ 7]).

/christianvivliografia

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: