Συνέχεια από:Σάββατο 6 Αυγούστου 2016
Του Ubaldo Pellegrino.
3. Εκκλησία, Χριστιανισμός και αναλογία.
O De Lubac υπογράμμισε την
σπουδαιότητα τής αναλογίας στην σχέση Τριάδα-Εκκλησία (Καθολικισμός, Ρώμη
1962). Και το θέμα αυτό είναι κεντρικό και στις βεβαιώσεις της Συνόδου του
Λατερανού ΙV, όπου καταδικάζεται η Θεολογία του Ιωακείμ της Φλώρα, για
να αντικατασταθεί με την αναλογία. Στην καταδίκη αυτή γίνεται δεκτή η Τριαδική
δομή της Εκκλησίας, και όχι η Εκκλησιαστική δομή της Τριάδος. Διότι πράγματι η
Εκκλησιαστική δομή της Τριάδος, η οποία θα είχε μία ενότητα ανάλογη της
Εκκλησίας, με την εφαρμογή τής αναλογίας τής αναλογικότητος και τής συμμετρίας,
σημαίνει να τοποθετηθεί στην Τριάδα μία σχετική ενότης, όχι της ουσίας,
εκμηδενίζοντας την ίδια την αξία του Τριαδικού δόγματος, προϋπόθεση του οποίου
είναι η ενότης της ουσίας στον Θεό στην Τριάδα των προσώπων. Η αναλογία που
χρησιμοποιήθηκε είναι η αναλογία της χορηγήσεως: χορηγείται στην εκκλησία μία
ενότης η οποία συνεπάγεται μία πολλαπλότητα ουσιών της οποίας η αναλογική αρχή
είναι υπερβατική κάθε ουσιαστικής πολλαπλότητος.
Απο το άλλο μέρος η επιβεβαίωση της
Τριαδικής δομής τής Εκκλησίας, η οποία εξισούται με την ταυτότητα της καθαυτής
Τριάδος και της Τριάδος στην ιστορία, συνεπιφέρει την σχέση τής τυπικής
αιτιότητος, τής παρουσίας η οποία μετέχεται, στην πραγματικότητα τής Εκκλησίας, τής οποίας η ζωή είναι πραγματική παρουσία τού Θεού στην ανθρώπινη ιστορία. Η
αναλογία της χορηγήσεως, η οποία συνεπάγεται αιτιότητα τής αναλογισμένης αρχής
στα αναλογούμενα, έχει την πλήρη της ανάπτυξη. Αυτό αντιπατοπτρίζεται επίσης σε
μία άλλη πλευρά της αναλογικής αρχής της Τριάδος στην χριστιανική ιστορία η οποία πρέπει να ξεπεράσει μία αναλογία της αναλογικότητος, η οποία συνεπιφέρει
μία τριχοτόμηση της ιστορίας σε τρείς εποχές. Ο Ιωακείμ πράγματι διακρίνει
τρείς εποχές της ιστορίας: την εποχή τού Πατρός (Π.Δ.) την εποχή του Υιού
(Κ.Δ), την εποχή του Αγίου Πνεύματος (εποχή της εκκλησίας), κάτι που
συνεπάγεται μια διάκριση νόμων και επομένως έναν νέο νομο διακεκριμένο απο τον
Νόμο της Π.Δ και απο εκείνον του Χριστού.
Η αναλογική εφαρμογή τής
αναλογικότητος και συμμετρίας στην ιστορία τού Τριαδικού δόγματος στον Ιωακείμ
της Φλώρας συνεπάγεται μία έννοια ιστορικής αναπτύξεως, η οποία βλέπει μία
εξελικτική προοδευτική διαδικασία πρός το καλύτερο, η οποία μάλιστα επηρέασε
πλατειά την ηθικο-πολιτική εννοιολόγηση της ιστορίας.
Η αντιπαράθεση του νόμου του Χριστού σέ εκείνον της Π.Δ. έχει σαν συνέπεια την απαξίωση των δέκα εντολών και του
Εβραϊκού κόσμου, και τα δένει σε μία αντίθεση ανάμεσα στον Θεό της Παλαιάς και
της Καινής Διαθήκης, κάτι που μας ανάγει στις επιρροές του Γνωστικού δυαλισμού.
Με την αντιπαράθεση ανάμεσα σε μία εποχή του Αγίου Πνεύματος και σε μία εποχή
του Χριστού φτάνουμε σε μία επαναστατική προοπτική στο εσωτερικό της εκκλησίας, καί τα θεσμικά χαρακτηριστικά καθορίζονται σαν ξεπερασμένα απο μία νέα αποκάλυψη
του Θεού.
Η αποκαλυπτική προοπτική μεταφέρεται
στον κόσμο, μέσα στην ιστορία, με μία καταστροφική ορμή τού ιστορικού
Χριστιανικού κάδρου (πλαισίου), όπως είχε ορισθεί απο τον μεσαιωνικό
σχολαστικισμό. Παρά τους διαφορετικούς τονισμούς, τόσο ο Ακινάτης όσο και ο
Μποναβεντούρα αντιτίθενται σε μία εφαρμογή του Τριαδικού νόμου στην ιστορία με
αναλογικό τρόπο. Γι'αυτούς ο Χριστός είναι ήδη παρών απο το ξεκίνημα του κόσμου,
και επομένως στον αρχαίο νόμο ενεργεί ο Λόγος και η χάρις Του και ο νέος νόμος
του Χριστού είναι ήδη νόμος του Αγίου Πνεύματος. Η νέα εποχή του πνεύματος
εισήχθη ήδη απο την πεντηκοστή. Η στροφή προς τον νέο κόσμο, η νέα ζώνη της
ιστορίας εν Χριστώ, θα είναι καθοριστική πέραν του θανάτου για τα άτομα, πέραν
της τελικής κρίσεως στην ιστορία, αλλά ξεκίνησε ήδη με την πραγματική υπόσχεση
της Βασιλείας του Χριστού στον κόσμο.
Μπορούμε εδώ να διακρίνουμε μία
Θεολογική αρχή : ο τρόπος με τον οποίο η εσχατολογία και επομένως η ιδέα ενός
Χριστιανικού προγράμματος στην ιστορία, εξαρτάται απο την οντολογία και απο τον
διαφορετικό τρόπο να εφαρμόσουμε την αναλογία στην ιστορία. Μεταβάλλοντας την
οντολογική τοποθέτηση ή την μεταφυσική, μεταβάλλεται και η Θεολογία. Μπορούμε
να το ανιχνεύσουμε στην Θεολογία της ελπίδος του Μόλτμαν και στην ερμηνεία της
ιστορίας της Εκκλησίας του Καθολικού Acerbi.
Το πρόβλημα της αναλογίας εφαρμοσμένο
στην Χριστιανική ιστορία είναι κυρίαρχο στον Μόλτμαν, για τον οποίο δέν
δίνεται Χριστιανική γνώση της ιστορίας χωρίς Θεολογία και δέν δίνεται Θεολογική
γνώση χωρίς κάποιο σύνδεσμο με την φιλοσοφία.
Για τον Μολτμαν ο Χριστιανικός Θεός, ο
Θεός της ελπίδος είναι σε αντιπαράθεση με τον Θεό του Είναι, απο την στιγμή που
θα συλληφθεί σαν ο Θεός του Είναι του Παρμενίδη το οποίο δίνει αμέσως πρόσβαση
στο Απόλυτο.
Η αναλογία του όντος ειδομένη μέσα
στην νεοπλατωνική γνώση ανήκει στα μυστικιστικά ρεύματα του Μεσαίωνος και
καταλήγει στην θρησκευτική φιλοσοφία του Χέγκελ. Γι'αυτή την φιλοσοφία είναι
αδύνατον να γίνει κατανοητός ο κόσμος σαν δεμένος στην τυχαία δημιουργία,
επομένως στην ελευθερία του Θεού και χωρίς αυτή την συνθήκη είναι αδύνατον να
κατανοήσουμε την ανάσταση του Χριστού σαν νέα δημιουργία, σαν αιτία της ελπίδος
στην ιστορία!
Επομένως μόνον στην analogia fidei (πίστεως) είναι δυνατόν να κατανοηθεί η ιστορία με την Χριστιανική της
σημασία. Στο φώς της Χριστιανικής πίστης αποκλείεται τόσο η ουσιοκρατική
αναλογία της ιστορίας, η οποία ολοκληρώνεται στον Χέγκελ, όσο και υπαρξιακή αναλογία, την οποία επεξεργάστηκαν
ο Χάιντεγκερ και ο Μπούλτμαν, διότι φτάνει να βάλει σε παρένθεση την ιστορία με
ένα άλμα πέραν της ιστορίας, η οποία αντιμετωπίζεται σαν φαινομενική
πραγματικότης.
Αλλά για τον Μόλτμαν, ούτε η θέση του
προτεστάντη Troeltsch αντιμετωπίζει με έναν ισχυρό και νόμιμο τρόπο το πρόβλημα
της ιστορίας, ακριβώς λόγω του λανθασμένου τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει το
ιστορικό πρόβλημα τής Αναστάσεως του Χριστού. Στην αντίληψή του ο Troeltsch,
αναλόγως με οτι συνέβαινε στην ελληνική κοσμολογία, προϋποθέτει ένα κοινό
αναλογικό κουκούτσι ή υποβόσκουσας ομοιότητος σε όλες τις αλλαγές και σε όλες
τις δυνατότητες τής ιστορίας. Γι'αυτή την οπτική γωνία αυτό το κουκούτσι
ομοιότητος θέτει αυτό που είναι ιστορικό σαν κάτι καθαρά τυχαίο, συμπτωματικό.
Αλλά τοποθετώντας σαν κάτι φαινομενικό το ιστορικό γεγονός του Χριστού ο οποίος
πέθανε και ανεστήθη σημαίνει να εκμηδενίσουμε την Χριστιανική ιστορία, η οποία
συγκεντρώνεται στον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.
Ο Μόλτμαν κατάλαβε το λάθος του Troeltsch, ότι
η φιλοσοφία του και η Θεολογία του αγνοεί τον Χριστιανισμό.
Αντιθέτως ο Acerbi σε
έναν του τελευταίο τόμο, "Η Εκκλησία στον χρόνο" χρησιμοποιεί τον Troeltsch για
μία ερμηνεία του κοινωνικού καθολικού δόγματος, ερμηνεύοντας με συνέπεια τα
ιστορικά σχέδια τα οποία εκφράστηκαν απο την παπική διδασκαλία απο τον Λέοντα XIII μέχρι
σήμερα.
Για τον Acerbi, η
εκκλησία ξεκινώντας απο τον Λέοντα XIII
εκφράζει μία σειρά κοινωνικών σχεδιασμών, οι οποίοι
τείνουν να εξαρτήσουν την ιστορία σε ένα καθολικό πλαίσιο, στην προβολή στον
κόσμο ενός Χριστιανικού μοντέλου κοινωνίας. Η εξέλιξη αυτού του δόγματος περνά
μέσα απο το πρόγραμμα τού νέου Χριστιανισμού, της Γαλλικής Θεολογίας και του Maritain, που είχαν ασκήσει την επιρροή τους μέχρι τον Πίο XII. Χαλαρώνει
με τον Paolo VI και ξεπερνιέται απο την νέα θεολογική τοποθέτηση του Βατικανού ΙΙ,
σαν Λαός του Θεού, ο οποίος εμψυχώνει την κοινωνία, μέσα στα μεταβαλλόμενα
σημεία των καιρών.
Κατά την κρίση μου, σ'αυτή την
ερμηνεία της ιστορίας τής εκκλησίας, ο Acerbi υποπίπτει σε τρία
βασικά λάθη, τα οποία τον εμποδίζουν να δεί σωστά την σημασία του κοινωνικού
δόγματος των παπών απο τον Λέοντα XIII
μέχρι σήμερα.
Αυτά τα λάθη εξαρτώνται απο τις
φιλοσοφικές προϋποθέσεις και την Θεολογία απο την οποία ξεκινά. Το πρώτο λάθος
ανακοινώνεται απο τον ίδιον: ο Acerbi
σαν ιστορικός στέκεται στα φαινομενικά δεδομένα της
ιστορίας. Είναι το ίδιο λάθος που έδειξε ο Μόλτμαν στον Troeltsch. Να
μειώσουμε τη ιστορία στα φαινόμενα σημαίνει να μήν τα κατανοούμε πλέον σαν
Χριστιανοί, ότι δέν έχουν παρά μόνον ένα φαινομενικό όραμα της ιστορίας. Όμως
το κοινωνικό μήνυμα των παπών απο τον Λέοντα XIII
μέχρι σήμερα δέν στοχεύει να δώσει ένα φαινομενικό όραμα τής ιστορίας, αλλά
φιλοσοφικό και Θεολογικό. Ο Acerbi
δέν τίθεται σε συντονισμό με το μήκος κύματος των παπών
που δίνει ένα καθολικό πλαίσιο ηθικής και Θεολογικής ανθρωπολογίας, αλλά με
εκείνο του προτεστάντη Troeltsch. Και επομένως ούτε με το κοινωνικό μήνυμα των παπών, του
οποίου προσφέρει μόνον μία επιφανειακή ερμηνεία, συλλαμβάνοντας επιφανειακές
πλευρές, αλλά αφήνοντας να του ξεφύγει η ουσία.
Δεύτερον λοιπόν, μία σταθερά τής
παπικής διδασκαλίας, κάνοντας αρχή απο τον Λέοντα XIII μέχρι
σήμερα, είναι ότι η ιστορία, και επομένως και το κοινωνικό μήνυμα της Εκκλησίας
γίνονται κατανοητά μέσα στην διάκριση και την συμπληρωματικότητα τής πίστεως
και της μεταφυσικής, της Θεολογίας και της Χριστιανικής φιλοσοφίας. Και η
Χριστιανική φιλοσοφία στην οποία συνεχώς αναφέρονται (ακόμη και στο Βατικανό
ΙΙ) οι πάπες, παρότι διαθέτει έναν σύνδεσμο με την ελληνική σκέψη, είναι η Μεσαιωνική.
Σε μία φαινομενική σύλληψη της ιστορίας, δέν γίνεται κατανοητή η Χριστιανική
φιλοσοφία, η οποία εκφράζει μία Χριστιανική ανθρωπολογία, όπως επίσης και μία
ηθική και μία Χριστιανική πολιτική, η οποία θεμελιώνει ένα ιστορικό πρόγραμμα,
οι ρίζες του οποίου είναι οντολογικές, μεταφυσικες. Ήδη ο Vico είχε
θέσει σαν αναγκαίες για μία αντικειμενική ερμηνεία της ιστορίας, όχι μόνον την
φιλολογική γνώση των εγγράφων, αλλά και την γνώση της φιλοσοφίας, για να
μπορέσουμε να γνωρίσουμε την αλήθεια των επιβεβαιωμένων εγγράφων. Χωρίς την
Χριστιανική οντολογία δέν ερμηνεύονται με αντικειμενικό τρόπο τα έγγραφα της
Εκκλησίας. Λείπει η προϋπόθεση, η βάση κάθε ερμηνείας, που είναι η είσοδος με
την δική μας νόηση στην λογική του ιστορικού γεγονότος. Αλλά εάν κλειστούμε στην
μεταφυσική λογική, τότε συλλαβάνουμε την επιδερμίδα τής ιστορίας, όχι την
αληθινή της σημασία.
Δέν πρόκειται μόνον για ένα βασικό
φιλοσοφικό πρόβλημα, αλλά και για Θεολογική αδυναμία. Και πράγματι η Θεολογική
εννοιολόγηση της καθολικής διδασκαλίας είναι επικεντρωμένη στο δόγμα της
δημιουργίας, η οποία είναι προϋπόθεση της νέας εν Χριστώ δημιουργίας[εφόσον δέ η Δημιουργία βρίσκεται σέ πτώση,επανεμφανίζεται η παπική ηθικολογία ότι ο Χριστος ενανθρώπησε γιά νά μάς λυτρώσει από τήν αμαρτία] το οποίο
καλύπτει με αληθινό τρόπο, παρότι αναλογικό, όλες τις φυσικές και υπερφυσικές
αξίες της ιστορίας. Η αναλογία της πίστεως, η οποία συνεπάγεται την αναλογία
του Είναι, εφαρμόζεται όχι μόνον στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά και
στους διαφορετικούς τρόπους που γίνονται κατανοητά τα ιστορικά γεγονότα, στα
οποία στο φώς της μεταφυσικής λογικής και της πίστεως, προσλαμβάνεται εκείνη η
ενότης στην πολλαπλότητα, η οποία ριζικά διαφορετική απο την μονοσημαντότητα
του είναι, η οποία είναι εκ προθέσεως μονιστική, ή απο την ασάφεια του
φαινομενικού πλουραλισμού.
Μία φαινομενική άποψη της ιστορίας δέν
είναι εις θέσιν λοιπόν να κατανοήσει την παπική διδασκαλία, διότι βάζει σε
παρένθεση εκείνο που είναι το πιό σημαντικό: τον Δημιουργό και Λυτρωτή Θεό ο
οποίος φωτίζει την ιστορία.
4. Συμπεράσματα.
Η μονοσήμαντη εννοιολόγηση του Είναι καταλήγει σε μία δογματική θέση, φιντεϊστική ή ορθολογιστική, η οποία κόβει τον δεσμό ανάμεσα στο γίγνεσθαι και το υπερβατικό, ανάμεσα στην ιστορία και το Απόλυτο. Μόνον η αναλογία επιτρέπει, υπερασπιζόμενη την υπερβατικότητα του Θεού πάνω στον κόσμο, να συλλάβει την θρησκευτική σημασία. Η Χαϊντεγκεριανή σύλληψη, όπως και του Μπούλτμαν, της οντολογικής διαφοράς όπως επίσης και κάθε φαινομενιστική εννοιολόγηση, η οποία αρνείται κάθε αναλογία πραγματική ανάμεσα στην φύση και στην υπερφύση, καταλήγει σε μία συμβολιστική εννοιολόγηση του Χριστιανισμού, η οποία τον απογυμνώνει του αντικειμενικού του περιεχομένου. Μόνον ένας ισορροπημένος τρόπος να εννοήσουμε την αναλογία, που θα εμπλέκει και εκείνη της χορηγήσεως και εκείνη της αναλογικότητος, είναι εις θέσιν να προσλάβει την πραγματική αξία των θρησκευτικών συμβόλων, τα οποία αποτελούν το περιεχόμενο του Χριστιανισμού.
ΤΕΛΟΣ.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου