Οι άκτιστες ενέργειες ή «οι Θείες ενέργειες» κατά Σολόβιεφ.
Αυτές τις ακτινοβολίες της Θείας ζωής, που ο Γρηγόριος Παλαμάς, τον ΧΙV αιώνα δεν επινόησε αλλά τις μορφοποίησε και υπερασπίστηκε την Ιδέα τους, που ήταν πολύ πιο αρχαία, προσδένοντας την στο όνομα τους. Τις ονόμασε "άκτιστες Θείες ενέργειες", ενέργειες, για να εκφράσει τον θεοποιό δυναμισμό τους (ενέργεια είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την ενεργοποίηση τού εν δυνάμει, της δυνάμεως), θείες για να δηλώσει πως προέρχονται κατευθείαν από τον Θεό, άκτιστες για να διευκρινίσει πως δεν είναι απλές πράξεις ή δώρα του Θεού, αλλά αναλαμπές (i) της ίδιας του της ζωής .(i). Χωρίς αυτές η διαδικασία της θεώσεως της ανθρωπότητας και του κόσμου θα ήταν αδύνατη. Αδύνατον στα ξεχωριστά ανθρώπινα όντα να υπακούσουν στην θεία εντολή να γίνουν Θεός, παρά μόνον μεταφορικά. Και να μειωθεί ακριβώς η σωτηρία, η οποία είναι μια αληθινή μεταβολή, μια οντολογική μεταμόρφωση, σε μια απλή ηθική τελειοποίηση, η στην συγχώρεση των αμαρτιών, η ακόμη χειρότερα, στην σωτηρία από την τιμωρία, όπως κάνουν οι Λατίνοι.
Όπως είναι εύκολο να καταλάβουμε το παιχνίδι ήταν σοβαρό. Εξαρτάτο η Ορθοδοξία, δηλαδή η αληθοφάνεια και η πληρότητα του Ευαγγελίου. Οι Εκκλησίες της Ανατολής το κατανόησαν τόσο καλά, ώστε για το δόγμα των άκτιστων ενεργειών έκαναν την μοναδική εξαίρεση στην πράξη τους να μην δογματίζουν άλλα θεολογούμενα μετά τις πρώτες επτά συνόδους, τόσο για να μην πολλαπλασιάσουν τα δόγματα περισσότερο από το αναγκαίο (όπως διδάσκει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: «οι έννοιες δημιουργούν είδωλα του Θεού και διακινδυνεύουν πάντοτε την απιστία» ) όσο και διότι, καμία σύνοδος, εφόσον δεν μπορούσε πλέον να είναι οικουμενική, μετά το σχίσμα του 1054, δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αλήθεια, την οποία προσέφερε μέχρι τότε η παρουσία του Αγίου Πνεύματος.
Μ' αυτόν τον τρόπο οι Εκκλησίες της Ανατολής πιστοποιούσαν τυπικά και κατηγορηματικά πως το δόγμα των θείων ενεργειών είναι αναγκαίο για να ερμηνεύσουμε καταλλήλως το Ευαγγελικό μήνυμα και την ζωή της κοινότητος των πιστών, όπως έχει διατηρηθεί και μεταφερθεί από την μνήμη της Εκκλησίας, την «αγία και Ιερά παράδοση».
Αυτή η τυπική και κατηγορηματική πιστοποίηση δικαιώνει προκαταβολικώς τα σοφιολογικά δόγματα του 18ου και 19ου αιώνος, καθότι η εννοιολόγηση της σοφίας που δίνουν αντιστοιχεί με ακρίβεια στην παλαμική Ιδέα της Θείας ενέργειας: είναι πραγματικά Θεία και επομένως άκτιστη, είναι στον Θεό χωρίς να είναι πρόσωπο, ακτινοβολεί στο εξωτερικό και εισάγει Θεία ζωή στην ανθρωπότητα και σ' ολόκληρη την δημιουργία, έτσι ώστε να δυνάμεθα να την πούμε ταυτόχρονα άκτιστη και δημιουργούσα. Ακόμη και ο σκοπός για τον οποίο σχηματίστηκαν είναι ο ίδιος που παρακινούσε τον Παλαμά και τους άλλους πνευματικούς πριν από αυτόν, όπως τον Συμεών τον Ν. Θεολόγο, και μετά από αυτόν, όπως τον Σεραφείμ του Σάρωφ, τον αγαπημένο Ρώσο μυστικό του '800, αμόρφωτο αλλά θεοδίδακτο, και μοιράζονται χωρίς να τα σχηματοποιούν, την εμπειρία και την σκέψη των ακτίστων ενεργειών.
Ο σκοπός ήταν και είναι να φανερωθεί πως υπάρχει μια γέφυρα την οποία έρριξε ο ίδιος ο Θεός ανάμεσα στον Δημιουργό και το Δημιούργημα, η οποία επιτρέπει στους ανθρώπους την πρόσβαση στον κόσμο του Θεού, ή καλύτερα πως υπάρχει ανάμεσα στον Θεό και την Δημιουργία, και ιδιαιτέρως ανάμεσα στον Θεό και το ανθρώπινο πλάσμα, το οποίο απ' όλα τα πλάσματα τού ομοιάζει, για την ελευθερία του και την νόησί του, ένας ομφάλιος λώρος που δεν κόπηκε ποτέ, μέσω του οποίου, ακόμη και μετά την πτώση του Αδάμ μπορεί να κυλήσει η ζωή, ολόκληρη και τέλεια. [Και γιατί η ενσάρκωση τότε; Μ 'αυτό το σκεπτικό δεν είναι περιττή η ενσάρκωση; Η μήπως πρέπει να κατανοήσουμε πως η ενσάρκωση σκοπό είχε να φανερώσει την ύπαρξη αυτής της γέφυρας, αυτού του ομφάλιου λώρου, αυτού του ποντίφηκος;].
Παραδόξως ο σύγχρονος άνθρωπος, βυθισμένος σε μια λαϊκίστικη κουλτούρα ή και άθεη ακόμη, επιστημονική και αντιμεταφυσική, έχει ανάγκη, ακόμη περισσότερο και από τον αρχαίο, να θυμηθεί αυτή την αλήθεια. Στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες και στους μεσαιωνικούς αυτή η αλήθεια υπηρετούσε την ερμηνεία και το ξεκαθάρισμα της ζωής της κοινής πίστεως. Στην νεωτερικότητα και ακόμη περισσότερο στην μετανεωτερικότητα, χρειάζεται για να ελευθερώσει το άτομο από την αγωνία της απομονώσεως από τον Θεό, από το σύμπαν, από το σύνολο της ανθρωπότητος, και να θεραπέυσει από τόν κλειστοφοβικό εμπειρισμό τόν μάλλον δογματικό. Αυτό γνωρίζουν πολύ καλά οι τρείς Ρώσοι σοφιολόγοι της εποχής μας, και το δηλώνουν, και οι τρείς, ανοιχτά.
Και γι' αυτό είναι στ΄αλήθεια παράξενο που ένα μέρος, μικρό είναι αλήθεια, της Ρωσικής Ορθοδόξου Ιεραρχίας, έφερε αντίρρηση στα δόγματα τους, λέγοντας πως δεν υπήρχαν προηγούμενα στην παράδοση. Δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί διαφορετικά, παρά μόνον σαν συνέπεια και σημείο της υποβαθμισμένης καταστάσεως στην οποία βρισκόταν, τόσο η Ρωσική Ορθοδοξία, ήδη πριν από την επανάσταση και ακόμη περισσότερο μετά από αυτή, όσο και η Βυζαντινή, η οποία εξάλλου δεν εμπλέχθηκε στην διαφωνία, λόγω της Οθωμανικής Κυριαρχίας.
Ακόμη και γι' αυτόν τον ειδικό ανθρωπισμό της σοφιολογίας, μια φιλοσοφία σαν του Σολόβιεφ, αποφασισμένη να δικαιώσει την πίστη των πατέρων, να την καταστήσει δηλ. διαθέσιμη και στον μοντέρνο άνθρωπο, δεν θα μπορούσε παρά να της Χαρίσει στο εσωτερικό της, έναν προνομιούχο ρόλο.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου