Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Πέτρος Βασιλειάδης, Η Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία υπό το φως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η «λειτουργία μετά την λειτουργία» ως τρόπος επανευαγγελισμού

ΙΔ Συμπόσιο_393
Η εισήγηση του ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα»
« πανευαγγελισμός το λαο το Θεο ες τάς συγχρόνους κκοσμικευμένας κοινωνίας,ς πίσης καί  εαγγελισμός σων εσέτι δέν γνώρισαν τόν Χριστόνποτελονδιάλειπτον χρέος τς κκλησίας». Με τα λόγια αυτά η συνελθούσα στην Κρήτη το περασμένο Ιούνιο (19-26, 2016) Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας (εφεξής Α.Μ.Σ.Ο.Ε.) επαναβεβαίωσε με την εγκύκλιο που απέστειλε προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες (παρ. 6) την ιεραποστολική ευθύνη της Εκκλησίας για τον ευαγγελισμό και επανευαγγελισμό του κόσμου.[ Η εκκλησία ευθύνεται γιά τήν εκκοσμίκευση καί τώρα η ίδια πού δημιούργησε τό πρόβλημα θά δώσει τήν λύση; Τί άλλαξε; απέκτησε συνείδηση;]
Αλλά και στο Μήνυμα, το οποίο απηύθυνε urbi et orbi (πρός τόν ρθόδοξο λαό καί κάθενθρωπο καλς θελήσεως) κατά το συνοδικό αρχιερατικό συλλείτουργο επί τη λήξει των εργασιών της Συνόδου, διακηρύττει:
«κολουθώντας πιστά τό παράδειγμα τν ποστόλων καί τν θεοφόρων Πατέρων μελετήσαμε καί πάλιν τό Εαγγέλιο τς λευθερίας Χριστς μς λευθρωσε’ (Γαλ. 5:1). Θεμέλιο τν θεολογικν μας ναζητήσεων πρξε  βεβαιότητα τι  κκλησία δέν ζε γιά τόν αυτό της. Μεταδίδει τή μαρτυρία το Εαγγελίου τς χάριτος καί τς ληθείας καί προσφέρει σέ λη τήν οκουμένη τά δρα το Θεο: τήν γάπη, τήν ερήνη, τήν δικαιοσύνη, τήν καταλλαγή, τήν δύναμη το Σταυρο καί τς ναστάσεως καί τήν προσδοκία τς αωνιότητος» (προοίμιο). [ πού τά βρίσκει αυτά τά δώρα, στίς μελέτες της; Ακολουθώντας πιστά τό παράδειγμα δέν διαθέτεις πίστη, αοράτων υπόσταση, αλλά μέθοδο]
Η εξαγγελία του ευαγγελίου, συνεχίζει η Εγκύκλιος της Συνόδου, ανήκει
«ες τόν πυρνα τς ταυτότητος τς κκλησίαςς διαφύλαξις καί τήρησις τς ντολς τοΚυρίου ‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά θνη’ (Ματθκη’, 19). Εναι  πνοή ζωςτήνποίαν μφυσ  κκλησία ες τήν κοινωνίαν τν νθρώπων καί κκλησιοποιε τόν κόσμονδιά τν κασταχο νεοπαγν τοπικν κκλησινπό τό πνεμα ατόο ρθόδοξοιπιστοί εναι καί φείλουν νά εναι πόστολοι το Χριστο ν τ κόσμ» (παρ. 6). [ Δέν προηγείται η αποδοχή τού ευαγγελίου πρίν τήν εξαγγελία; Κάπως έτσι δέν τό εξήγγειλαν οι ισπανοί καί οι πορτογάλλοι; Πολύ πρίν τό γνωρίσουν καί τό αποδεχθούν; Μέ τήν ταυτότητα;]
Περισσότερες λεπτομέρειες για την Ορθόδοξη ιδιαιτερότητα της χριστιανική μαρτυρίας μπορεί κανείς να βρει στο ομόφωνα ψηφισθέν κείμενο: «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Σύγχρονο Κόσμο». Χωρίς να αρνούμαστε τη σημασία των άλλων ψηφισθέντων κειμένων, το κείμενο αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας, όχι μόνο γιατί η Εκκλησία υπάρχει για τον κόσμο, και όχι για τον εαυτό της, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και γιατί έρχεται σε μια ιστορική στιγμή, κατά την οποία όλος ο κόσμος, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή ακόμη και μη-θρησκευτικές πεποιθήσεις, έχει με ενθουσιασμό αποδεχθεί δύο παρόμοια ιεραποστολικά κείμενα: την περίφημη Αποστολική Προτροπή του Πάπα Φραγκίσκου Evangelii Gaudium (2013), και σχεδόν ταυτόχρονα τη νέα ιεραποστολική διακήρυξη της παγκόσμιας χριστιανικής ιεραποστολής: Together towardsLifeMission and Evangelism in Changing Landscapes.[Μάλλον είμαστε ήδη στό τρίτο ουζάκι]
« λόγος της πρός τόν κόσμον ποβλέπει πρωτίστως χι ες τό νά κρίν καί καταδικάστόν κόσμον (πρβλωάνγ’, 17 καί ιβ’, 47), λλά ες τό νά προσφέρ ες ατόν ς δηγόν τόΕαγγέλιον τς Βασιλείας το Θεοτήν λπίδα καί βεβαιότητα τι τό κακόνπόοανδήποτε μορφήνδέν χει τόν τελευταον λόγον ες τήν στορίαν καί δέν πρέπει νάφεθ νά κατευθύν τήν πορείαν της.[Think positive]
 μεταφορά το μηνύματος το Εαγγελίου συμφώνως πρός τήν τελευταίαν ντολήν τοῦ Χριστο 
‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνηβαπτίζοντες ατος ες τ νοματο Πατρός κα το Υο κα το γίου Πνεύματοςδιδάσκοντες ατος τηρεν πάντασα νετειλάμην μν’ (Ματθ. κη’, 19), ποτελε διαχρονικήν ποστολήν τς κκλησίαςποστολή ατή πρέπει νά κπληροται χι πιθετικς  διά διαφόρων μορφνπροσηλυτισμολλά ν γάπταπεινοφροσύν καί σεβασμ πρός τήν ταυτότητακάστου νθρώπου καί τήν πολιτιστικήν διαιτερότητα κάστου λαοΕς τήνεραποστολικήν ατήν προσπάθειαν φείλουν νά συμβάλλουν πσαι α ρθόδοξοικκλησίαι.[ Θά μπερδέψουμε τίς ταυτότητες, φίλε! Ποιά προηγείται;]
ντλοσα πό τάς ρχάς ατάς καί πό τήν λην μπειρίαν καί διδασκαλίαν τς πατερικς,λειτουργικς καί σκητικς της παραδόσεως ρθόδοξος κκλησία συμμετέχει ες τόνπροβληματισμόν καί τήν γωνίαν το συγχρόνου νθρώπου ς πρός θεμελιώδη παρξιακάζητήματατά ποα πασχολον τόν σύγχρονον κόσμονπιθυμοσα νά συμβάλ ες τήνντιμετώπισίν τωνστε νά πικρατήσ ες τόν κόσμον  ερήνη το Θεο πάντα νονπερέχουσα’ (Φιλ. δ’, 7),  καταλλαγή καί  γάπη» (Η Αποστολή, Προοίμιο).[ Η εκκλησία αγωνιά καί έχει υπαρξιακά προβλήματα καί η ίδια; Τί σημαίνει συμμετέχει; Καί άν λυθούν τά υπαρξιακά προβλήματα τί χρειάζεται η εκκλησία;]
Την θεολογική, λοιπόν, τεκμηρίωση και τον χαρακτήρα της χριστιανικής μαρτυρίας οι Ορθόδοξοι εδώ και αρκετό καιρό τοποθετούν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε, και η Καθολική Εκκλησία κατά την Β’ Βατικανή Σύνοδό της υπογράμμισε τον άρρηκτο δεσμό Εκκλησίας και Ευχαριστίας.[ Ποιός προηγήθηκε;] Όπως τονίζεται στο Μήνυμα«μετέχοντεςτς θείας Εχαριστίας καί προσευχόμενοι ν τ ερ Συνάξει πέρ τςΟκουμένηςκαλούμεθα νά συνεχίσωμεν τήν λειτουργίαν μετά τήν Λειτουργίαν καί νάδίδωμεν τήν μαρτυρίαν περί τς ληθείας τς πίστεως μν νώπιον Θεο καί νθρώπων,μοιραζόμενοι τάς δωρεάς το Θεο μεθ’ λοκλήρου τς νθρωπότητος,[τό δώρο δέν δωρίζεται] πήκοοι πρός τήνσαφ ντολήν το Κυρίου πρό τς ναλήψεώς Του‘καί σεσθέ μοι μάρτυρες ν τεερουσαλμ καί ν πάσ τ ουδαί καί Σαμαρεί καί ως σχάτου τς γς’ (Πράξα’, 8)» (παρ. 2).
ΙΔ Συμπόσιο_385
***
Με βάση τα κείμενα της Α.Μ.Σ.Ο.Ε. η Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία χαρακτηρίζεται από τον μη επιθετικό χαρακτήρα της, τον μη επικριτικό και καταδικαστικό προς τον κόσμο προσανατολισμό της, που στόχο έχει την εκκλησιοποίηση και όχι τον προσηλυτισμό του κόσμου. Ο ευαγγελισμός, λοιπόν, η ιεραποστολή, ή καλύτερα η «μαρτυρία» του ευαγγελίου, ακόμη και ο επανευαγγελισμός, βρίσκεται στον πυρήνα της ταυτότητας της Εκκλησίας, που δεν ζει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο, την οικουμένη, υπέρ της οποίας προσεύχεται σε κάθε λειτουργική της σύναξη.
Ως τρόπος επανευαγγελισμού, ή εργαλείο για την επίτευξή του, η νεότερη Ορθόδοξη θεολογία έχει διατυπώσει από πλευράς ορολογίας ορισμένες έννοιες, κυρίαρχη ανάμεσα στις οποίες είναι η κατανόηση της ιεραποστολής ως «μαρτυρίας» και πρωτίστως ως «μετα-λειτουργίας», ή «Λειτουργίας μετά την λειτουργία» (Β). Με αυτήν κυρίως θα απασχολήσω την αγάπη σας, αρχίζοντας από θεμιτό ή μη του επανευαγγελισμού, και το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτός είναι αποδεκτός (Α).[Η εκκλησία μέσα στόν χρόνο συνεχίζει νά είναι εκκλησία;]
Α
Η Εκκλησία επιτελεί το σωστικό της έργο όχι με εκείνα που συνήθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως με αυτό που είναι.[ Ζηζιούλας] Αυτό το “είναι”, με άλλα λόγια αυτή η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όραμα ενός καινούργιου κόσμου διαφορετικού από το φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε, το όραμα δηλαδή της προσδοκώμενης Βασιλείας του Θεού. Το όραμα όμως αυτό δεν είναι απλώς μια ου-τοπία, μια υπερβατική και προσδοκώμενη στα έσχατα κατάσταση, αλλά αποτελεί εν ταυτώ και χειροπιαστή ιστορική πραγματικότητα, εναλλακτική πρόταση ζωής, υπέρβαση της καθημερινότητας και της φθαρτότητας, τις οποίες εκφράζει η συμβατική ζωή.[ Τί τούς θέλουμε τούς Αγίους μπροστά σέ τέτοιους οραματιστές]
Αυτή την εναλλακτική πρόταση ζωής, η Εκκλησία οφείλει να εκφράζει αυθεντικά στο εσωτερικό της, κατά κύριο λόγο στην λειτουργία της (και δευτερευόντως ασφαλώς και στη διοίκησή της), και κατά δεύτερο λόγο στην προς τα έξω «λειτουργία» της μετά την συμβατική λειτουργία, μεταλαμπαδεύοντας δηλαδή προς τα έξω, και καταθέτοντας με έργα, ως ζωντανή “μαρτυρία” στον κόσμο, την εμπειρία της βασιλείας του Θεού, που έστω και προληπτικά βίωσαν τα μέλη της κατά την Θεία Λειτουργία. Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή “αποστολή” της απλούστατα δεν είναι Εκκλησία. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράδοξο, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο.[ Οπως τό πρόσωπο υπάρχει γιά τόν άλλον]
Στο παρελθόν η «ιεραποστολή» της Εκκλησίας διακρίνονταν σε εσωτερική και εξωτερική, και πιο πρόσφατα σε «ευαγγελισμό» και «επανευαγγελισμό».
Μια τέτοια διάκριση, ως προς το πρώτο ζεύγος, υπήρξε ασφαλώς πολύ ωφέλιμη τουλάχιστο για τους Ορθοδόξους, αφού έγινε αφορμή να ξαναθυμηθούν το χρέος τους για την εξωτερική ιεραποστολή, τους έβγαλε από την ιεραποστολική ραθυμία, και τους ανάγκασε να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους λοιπούς χριστιανούς για τον ευαγγελισμό της οικουμένης, σύμφωνα με την επιταγή του αναστάντος Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη..» (Μτ 28.19).[Στή ραθυμία υπάρχουν ακόμη δυνάμεις; Πολύ σωστά τοποθετείται ότι προσδέθηκαν στίς δυνάμεις τών άλλων, οι οποίοι έχουν ήδη αναστήσει τόν Κορτές]
Σήμερα όμως μια τέτοια διάκριση θεωρείται ξεπερασμένη. Γι’ αυτό και επίσημα η Ορθόδοξη Εκκλησία ενώνει τις δυνάμεις της «με πάντα άνθρωπο καλής θελήσεως», όπως συνεχώς υπογραμμίζεται στις αποφάσεις και το μήνυμα της Α.Μ.Σ.Ο.Ε., τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, για την υπέρβαση του κακού στον κόσμο.[Οπως τίς ένωσε ο Αγουρίδης μέ τόν Μούν, τόν καλό άνθρωπο]
Ως προς το δεύτερο ζεύγος ο νέο-εισαχθείς όρος «επανευαγγελισμός» χρήζει επαρκούς διασάφησης, προκειμένου να αποτραπούν εκ νέου αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία των εκκλησιών προς την επίτευξη της ορατής ενότητας. αλλά και προς τον έξω κόσμο προς αποτροπή αναστολής – ή απώλειας αξιοπιστίας – του διαθρησκειακού διαλόγου, την αναγκαιότητα του οποίου επίσης επαναβεβαίωσε η Α.Μ.Σ.Ο.Ε. Να υπενθυμίσω την αρχική αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην εξαγγελία επανευαγγελισμού της Ευρώπης από τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο Β΄ μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η οποία κακώς εξελήφθη από τους Ορθοδόξους ως νέα απόπειρα προσηλιτισμού.[ Καί πραγματικά η προσπάθει έκανε θαύματα. Ξεκίνησε ήδη μέ σεβασμό η μαζική μύηση στό Ιερό Κοράνιο, τόν ίδιο θεό έχουμε,μέ τό σπαθί τού καβαλλάρη]
Το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο, στο οποίο καλείται ο χριστιανικός κόσμος να ασκήσει τον επανευαγγελισμό, είναι ασφαλώς η εκκοσμίκευση,[1] και κυρίως η νεωτερικότητα (και μετα-νεωτερικοτητα). Τον αιώνα που πέρασε ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της η ανθρωπότητα έζησε σε τόσο μεγάλη έκταση τη δημιουργία και περαιτέρω εξέλιξη της κοσμικής κοινωνίας (secular society), μιας κοινωνίας δηλαδή ουσιαστικά χωρίς Θεό. Πριν από μερικές μόνον δεκαετίες πολλοί επιστήμονες και διανοούμενοι προέβλεπαν με απόλυτη σχεδόν βεβαιότητα μια αυστηρά και αποκλειστικά κοσμική διάρθρωση της κοινωνίας, και τουλάχιστο στο λεγόμενο δυτικό κόσμο την εξάλειψη και αυτής ακόμη της παραδοσιακής θρησκείας.[ Καλείται όμως ήδη νά ευαγγελίσει εξισλαμισμένους εκκοσμικευμένους. Θά χρειαστούν ίσως καινούργια σχέδια]
Το 1965 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το πιο πολυδιαβασμένο και δημοφιλέστερο ίσως στο είδος του έργο του Ηarvey Cox, The Secular Cityόπου αναγγέλλονταν η κατάρρευση της παραδοσιακής θρησκείας και η πλήρης εκκοσμίκευσητης σύγχρονης κοινωνίας. Ενώ ο Cox,[2] πιστός αλλά ρεαλιστής χριστιανός, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε διανοούμενοι, ακολουθώντας τους διάσημους σύγχρονους κοινωνιολόγους,[3] διέβλεπαν σ’ αυτή την εξέλιξη ανθρωπιστικά και απελευθερωτικά στοιχεία, άλλοι χαρακτήριζαν το φαινόμενο της αυξανόμενης εκκοσμίκευσης της κοινωνίας ως εφιαλτικό και αποκαλυπτικό.[4] Εντούτοις, και οι μεν και οι δε ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι ο 20οςαιώνας με μαθηματική μάλιστα ακρίβεια θα έκλεινε με μια ακόμη μεγαλύτερη εκκοσμίκευση.[5]
Σήμερα, αυτή η θεωρία της εκκοσμίκευσης και η εξ αυτής απορρέουσα περιθωριοποίηση της θρησκείας σε ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας διανόησης είναι τόσο προβληματική, όσο δημοφιλής και αυτονόητη εμφανιζόταν τριάντα χρόνια πριν.[6] Ο ίδιος άλλωστε ο Cox αναγνωρίζει τη ριζική αλλαγή που έχει επέλθει στην ανθρώπινη πνευματικότητα, και ομολογεί την απροσδόκητη παλινόρθωση σε παγκόσμια κλίμακα της θρησκείας,[ τής Μουσουλμανικής γιά τήν ακρίβεια καί τής Ινδουιστικής] με πρόθεση σε μερικές περιπτώσεις να επηρεάσει εκ νέου το δημόσιο βίο, ακόμη και την πολιτική.[7] Άπαντες, σε καθαρά επιστημονικό τουλάχιστον επίπεδο, εκτιμούν ότι η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με το κοινωνικο-ιστορικό και διανοητικό κίνημα, το οποίο αποκαλείται μετα-νεωτερικότητα (postmodernity).
Η μετα-νεωτερικότητα σχετικοποίησε την νεωτερική αντίληψη, η οποία αμφισβήτησε τη βασισμένη στην πίστη παραδοσιακή θεώρηση, εν ονόματι του καθαρού λόγου και της επιστημονικής κριτικής. Όσο κι αν κορυφαίοι διανοητές, όπως π.χ. ο J. Habermas, επιμένουν ότι δεν ολοκληρώθηκε ακόμη ο κύκλος της νεωτερικότητας και προσδοκούν την ολοκλήρωσή του.[8] Όσο και αν σημαίνοντες θεωρητικοί της «μετα-νεωτερικότητας», όπως π.χ. ο Jean-François Lyotard, προσπάθησαν να ισχυριστούν, ότι «το μεταμοντέρνο δε σηματοδοτεί το τέλος του μοντερνισμού, αλλά μια άλλη σχέση με αυτόν»,[9] ή ότι η μεταμοντέρνα θεώρηση δεν αποτελεί αναίρεση του Διαφωτισμού, αλλά «αναλυτικο-αναφορικός διάλογος» με αυτόν,[10] ή τέλος ότι «το μεταμοντέρνο είναι η ανάπτυξη μιας νέας θεωρίας, ενός νέου ‘μετα-οικουμενικού’ λόγου, προκειμένου να αποκατασταθεί η κλασική λειτουργία του λόγου».[11] Η σύγχρονη πραγματικότητα έδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι τουλάχιστον η βεβαιότητα της εκκοσμίκευσης ως υπέρβασης της ιερότητας, η βεβαιότητα της ατομικότητας (individualism), και προ πάντων η βεβαιότητα της απόλυτης γνώσης με βάση τον καθαρό λόγο, με άλλα δηλαδή λόγια η ανακάλυψη της αλήθειας αποκλειστικά μέσω της κριτικής και ιστορικής έρευνας, δεν υποστηρίζεται πλέον με το πάθος που υποστηριζόταν στο παρελθόν.[12][ εισήλθαμε σέ Νέα Εποχή]
Δύο είναι οι κύριες προτάσεις που συνήθως κατατέθηκαν στον τραπέζι του διαλόγου. Η πρώτη αποδέχεται τη σχετικότητα των ανθρώπινων κοινωνιών, θεωρεί αυτονόητη την εξέλιξη των κοινωνιών, έτσι ώστε με την αρωγή και των ηθικών θρησκευτικών αξιών όλα ανεξαιρέτως τα ανθρώπινα όντα να βιώνουν το αγαθό της ελευθερίας, να τυγχάνουν ίσης και δικαιότερης μεταχείρισης και να έχουν τη δυνατότητα απρόσκοπτης ανάπτυξης κατά το δοκούν της προσωπικότητάς τους. Η δεύτερη, αντιθέτως, επιμένει στην επιστροφή τους στη ιερή τάξη και παράδοση την οποία εγκατέλειψαν.[ Καθαυτή ελευθερία; Τί Μαγεία! Αλλά τότε τί; εμποδίζεται από εξωτερικούς παράγοντες; Δέν είναι καθαυτή; Είναι κάτι σάν τήν Δημοκρατία;]
Η πρώτη αποτελεί υπέρβαση της νεωτερικότητας αποδεχόμενη τα θετικά της στοιχεία, αλλά επαναφέρει και τις θρησκευτικές αξίες στο δημόσιο διάλογο. Είναι η άποψη που υποστηρίζει – αν και όχι τόσο σθεναρά όσο η Αποστολική Προτροπή του Πάπα Φραγκίσκου Evangelii Gaudium, αλλά και όσο θα επιθυμούσαν οι Ορθόδοξοι θεολόγοι[13]– η Α.Μ.Σ.Ο.Ε.[14] Η δεύτερη, αντίθετα, αποτελεί απόρριψη της νεωτερικότητας, εμμένοντας στα ιδεώδη της προ-νεωτερικότητας, άποψη που σθεναρά υποστηρίζει με την περίφημη θεωρία περί Russky Mir η Ρωσική εκκλησία, αλλά και ορισμένες ακραίες ευαγγελικαλιστικές ομάδες.
Και οι δύο προτάσεις έχουν ένα κοινό μεταξύ τους: απορρίπτουν τη βασική προϋπόθεση της νεωτερικότητας, σύμφωνα με την οποία η θρησκεία όφειλε να παραμείνει προσωπική υπόθεση της συνείδησης του καθενός περιοριζόμενη αποκλειστικά στην ιδιωτική σφαίρα, μακριά από τα κοινά.[15][εννοούμε τά προσωπικά δεδομένα; Τά βίτσια τού καθενός είναι προσωπική του υπόθεση;] Και οι δύο αποδέχονται ότι η θρησκεία μπορεί να συμβάλει στη μεταμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας, και θεωρούν θεμιτό το θρησκευτικό όραμα να παίξει κάποιο ρόλο, γιατί όχι και σημαντικό, προς αυτή την κατεύθυνση. Με δεδομένη μάλιστα την επικίνδυνη προέλαση της παγκοσμιοποίησης (globalization), την αδυναμία της πολιτικής να ελέγξει την αυτόνομη και ανεξέλεγκτη πορεία της οικονομίας, πολλοί θεωρούν κάτι τέτοιο, όχι μόνον θεμιτό,[16] αλλά και επιθυμητό, ίσως και επιβεβλημένο – τουλάχιστο στο βαθμό που ενθαρρύνονται οι λεγόμενες «κινήσεις πολιτών». Με αυτήν και μόνον αυτήν την έννοια νοείται ο επανευαγγελισμός. Όπως και να έχουν τα πράγματα, αναγνωρίζεται πλέον δειλά-δειλά ότι η θρησκεία αποτελεί εξόχως σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης ώστε να αποκλειστεί από το δημόσιο διάλογο, τις δημόσιες ηθικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, ακόμη και πολιτικές και οικονομικές αντιπαραθέσεις.[17][ Γι' αυτό  η πολιτική ορθότης αποτελεί πλέον μέρος τής θρησκείας!]
Η δυνατότητα όμως της θρησκείας, και της χριστιανικής Εκκλησίας ειδικότερα, να ασκήσει τη φιλάνθρωπη δυναμική της στην κοινωνία «προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία, η μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου και η ακεραιότητα της δημιουργίας του Θεού»,[ ξεχάστηκε τό πορευθέντες μαθητεύσατε;] έγκειται στο τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία επιλέγει να καταθέσει τη μαρτυρία της, με τον τρόπο δηλαδή που ασκεί την ιεραποστολή της, τόσο στο λεγόμενο χώρο της «κανονικής δικαιοδοσίας» της (εσωτερική ιεραποστολή), όσο και παγκοσμίως (εξωτερική ιεραποστολή ή ορθότερα «κοινή χριστιανική μαρτυρία»).
ΙΔ Συμπόσιο_292
Β
Η ιεραποστολή και ο ευαγγελισμός ως εκκλησιοποίηση του κόσμου (και ως μαρτυρίαμάλλον παρά ως επιθετικός επανευαγγελισμός ή εκχριστιανισμός του), και κυρίως ωςΛειτουργία μετά την λειτουργία, μπορούν να γίνουν κατανοητά, μόνον αν ανατρέξουμε στις απαρχές της νεότερης χριστιανικής ιεραποστολής. Οι απαρχές αυτές ανάγονται στη σταδιακή ρήξη του χριστιανισμού (στη θεσμική βέβαια εκκλησιαστική του έκφραση) με τον δυτικο-ευρωπαϊκό πολιτισμό, ως αποτέλεσμα του δόγματος της εκκοσμίκευσης και της αναγκαστικής εξώθησης της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα.[18] Καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο της νεωτερικότητας, και κυρίως κατά την πρώτη φάση της, η χριστιανική ιεραποστολή προσπάθησε ουσιαστικά να ανασυστήσει την παλαιά αντίληψη ενόςχριστιανικού κόσμου (Christendom), μιας χριστιανικής τάξεως, υποδαυλίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τη θεσμική αντίθεση Εκκλησίας και κόσμου. Η επικρατούσα ιεραποστολική ορολογία σ’ αυτή την περίπτωση ήταν: εκχριστιανισμός, προσηλυτισμός, ευαγγελισμός.
Η προσπάθεια αυτή, παρά την ποσοτική επιτυχία των αυτόνομων και ανεξάρτητων ιεραποστολικών αποστολών[19] αποδείχτηκε ατελέσφορη για δύο κυρίως λόγους: (α) πρώτα-πρώτα εξαιτίας της πολυδιάσπασης του χριστιανικού κόσμου, που βέβαια προϋπήρχε, αλλά συνεχώς διογκωνόταν, και (β) έπειτα εξαιτίας της απείρως ταχύτερης και επιτυχέστερης επέλασης της εκκοσμίκευσης σε όλο τον ανακαλυφθέντα και στη συνέχεια κατακτηθέντα (αν όχι υποδουλωθέντα) κόσμο.[ η εκκλησία γλίτωσε τήν επέλαση; Δέν εκκοσμικεύθηκε καί η ίδια;]
Σημείο αναφοράς της αποστολής της Εκκλησίας σ’ εκείνη τη φάση ήταν η αντίληψη τηςπαγκοσμιότητας.[20] Στην κλασική προνεωτερική θεοκρατική της εκδοχή η αντίληψη αυτή οδήγησε στην ιδέα μιας παγκόσμιας εκκλησίας, καθώς επίσης και μιας παγκόσμιαςαυτοκρατορίας: ένας Θεός-ένας αυτοκράτορας, μία εκκλησία-μία αυτοκρατορία, κάτι που σε υβριδική μορφή επιδιώκεται να ανασυσταθεί και στη σημερινή ρωσική κοινωνία.[21][ Κακή κοινωνία. Δέν θεσμοθετεί τά βίτσια]
Η διάψευση της προσδοκίας εξάλειψης των αρχαίων προ- και μη-χριστιανικών θρησκειών, και συνεπώς και της δυνατότητας εκχριστιανισμού της οικουμένης,[22]οδήγησε τη χριστιανική θεολογία σε μια νέα κατανόηση της μαρτυρίας της Εκκλησίας. Η κοινωνική αλλαγή – με άλλα λόγια τα ιδανικά της νεωτερικότητας – έπαψε να θεωρείται ως ρήξη ή επανάσταση εναντίον της θεϊκής τάξεως, και άρχισε να εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της δράσεως του Θεού.[23][ πνεύμα σωφροσύνης,ταπεινοφροσύνης μή μού δίνεις. Δόσε στόν δούλο σου πνεύμα αργίας, περιεργείας,φιλαρχίας καί αργολογίας.Ποιός θεός δραστηριοποιείται ακριβώς;] Ο ίδιος ο Θεός άρχισε σταδιακά να αναγνωρίζεται ως ο δημιουργός της ιστορικής αλλαγής. Στη θέση ενός θεοκρατικά δομημένου κόσμου, εμφανίζεται πλέον ο κόσμος της ιστορίας, μέσα στην οποία επιτελείται το έργο του Θεού. Στην εξέλιξη αυτή κομβικό σημείο αποτελεί η αναγνώριση της παγκόσμιας σημασίας του γεγονότος Χριστός, στη θέση βέβαια της θεσμικής έκφρασης του πανίσχυρου τότε δυτικού χριστιανισμού.
Στη φάση αυτή το παλαιό παράδειγμα της θεοκρατικής παγκοσμιότητας έδωσε τη θέση του σε ένα νέο, εκείνο της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας.[24] Τόσο η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα όσο και η θεολογία της ιστορίας, ως εργαλείο αλλά και θεολογικό υπόβαθρο της μαρτυρίας της Εκκλησίας, αναπτύχθηκαν ως απάντηση – αλλά και αλλαγή πολιτικής απέναντι – στο φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, και γενικότερα στα ιδεώδη της νεωτερικότητας.
Στα θετικά σημεία αυτής της φάσεως της νεώτερης ιστορίας της παγκόσμιας ιεραποστολής θα πρέπει πρώτα-πρώτα να καταγράψουμε τη σταδιακή εγκατάλειψη της ιδέας ότι η ιεραποστολή είναι υπόθεση μόνον των μεμονωμένων χριστιανών (missio christianorum), και την αναγνώριση της ιεραποστολικής ευθύνης της Εκκλησίας στο σύνολό της (missio ecclesiae). Πιο σημαντική, όμως, λίγο αργότερα ήταν η αναγνώριση ότι το πραγματικό υποκείμενο της ιεραποστολής δεν είναι ούτε η Εκκλησία, αλλά ο ίδιος ο Θεός (missio Dei),[25] αντίληψη, όμως, που αρχικά ο δυτικός χριστιανισμός περιόριζε στην αποστολή του Χριστού (missio Christi).
Πολύ σύντομα, εν τούτοις, έγινε αντιληπτό ότι η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα, συνέβαλε στο να μετατραπεί με λανθάνοντα τρόπο ο υγιής χριστοκεντρισμός σε προβληματικό χριστομονισμό.[26] Σ΄ αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο για το μέλλον της παγκόσμιας ιεραποστολής έκανε αισθητή την παρουσία της η Ορθόδοξη θεολογία, σημαντικότερη συμβολή της οποίας υπήρξε – στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου – η επανανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος».[27][έλληνας ήταν ο Ιωακείμ ο φλώρος; Δέν τό γνωρίζαμε] «Η δυναμική συνάντηση», ομολογεί κορυφαίος θεολόγος της Δύσεως, «με τις ορθόδοξες παραδόσεις στο πεδίο της θεολογίας και της πνευματικότητας, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ριζωμένη πνευματολογική λήθη (Walter Kasper) στο Δυτικό Χριστιανισμό, τόσο στην Καθολική όσο και στην Προτεσταντική μορφή του».[28]
Με τη συνδρομή της Ορθόδοξης θεολογίας έγινε κατανοητό ότι αυτή καθαυτή η υπόσταση της θεότητας είναι πρωταρχικά ζωή κοινωνίας, και ότι η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπότητα (μέσω της ιεραποστολής και του ευαγγελισμού) αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ αυτή την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Έτσι, άρχισε να διαδίδεται ευρέως η πάγια θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι «η χριστιανική ιεραποστολή δεν στοχεύει αποκλειστικά στη διάδοση ή στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθικών επιταγών κλπ., αλλά στη μεταφορά της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα. Και αυτό επιτυχώς, αλλά και αυθεντικώς, επιτυγχάνεται μόνον μέσω της λειτουργίας μετά την λειτουργία.
Η εγκατάλειψη της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας και η θεμελίωση της χριστιανικής ιεραποστολής με πιο σταθερό τρόπο στο τριαδικό δόγμα είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη από τους Ορθοδόξους της ιμπεριαλιστικής, επεκτατικής και προσηλυτιστικής τακτικής και την υιοθέτηση μιας περισσότερο περιεκτικής και ολιστικής κοινής χριστιανικής μαρτυρίας. Πρακτικά αυτό σήμαινε εμπλοκή των Ορθοδόξων – έστω και με πολλή δυστακτικότητα, κυρίως εκ μέρους φονταμενταλιστών και οπαδών της αποκλειστικής εκκλησιολογίας – στους κοινωνικούς αγώνες (θεολογία της απελευθέρωσης), στην καταπολέμηση του ρατσισμού (με τα γνωστά προγράμματα εναντίον του απαρντχάιντ, και της ανύψωσης της θέσης των γυναικών κλπ.), αλλά και καταδίκη του προσηλυτισμού. όχι μόνο μεταξύ χριστιανών διαφορετικών δογμάτων,[καταργήθηκε η Ουνία;] αλλά και προς τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων.[29] Οι ιεραποστολικοί όροι, οι οποίοι χρησιμοποιούνται πλέον είναι μαρτυρία[30] και δια-θρησκειακός διάλογος.
Θεολογικά πλέον, αλλά και πρακτικά, οι πιστοί των άλλων θρησκειών δεν είναιαντικείμενα της χριστιανικής ιεραποστολής, αλλά δέκτες της μαρτυρίας που απορρέει από την προληπτική ευχαριστιακή εμπειρία της προσδωκόμενης Βασιλείας του Θεού, ουσιαστικά δηλαδή εταίροι στο διάλογο, με στόχο συνεργικά την εδραίωση στον κόσμο, έστω και προληπτικά, αυτής της Βασιλείας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει εγκατάλειψη από τη σύγχρονη ιεραποστολή της σωτηριολογικής σημασίας του Χριστού, ο οποίος παραμένει «ηοδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω 14,6), αλλά δυναμική επανερμηνεία της χριστολογίας μέσω της πνευματολογίας.[31] Είναι λοιπόν αυτονόητο, γιατί σε ιδεολογικό επίπεδο η θρησκευτική σημειολογία (παλαιότερα του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας και του «ιεραποστολικού» λεξιλόγιου του προέδρου των ΗΠΑ George Bush, και πρόσφατα του Προέδρου της Ρωσίας περί Russky Mir) συναντάει σφοδρή αντίδραση, τόσο από τον Πάπα Φραγκίσκο, το ΠΣΕ, αλλά και τον Οικουμενικό Πατριάρχη, και την Α.Μ.Σ.Ο.Ε.[32]
Ένα δεύτερο σημείο της Ορθοδοξίας μαρτυρίας ως λειτουργία μετά τη λειτουργίααποτελεί η αγιοπνευματική διάσταση και η συνακόλουθη εσχατολογική κατανόηση της ταυτότητας της Εκκλησίας. Η εσχατολογική δωρεά της καινούριας ζωής εν Αγίω Πνεύματι εγκαινιάζει μια νέα δημιουργία, την ανανεωμένη ιστορία όλων των ζώντων οργανισμών. Με την άρση της διαλεκτικής έντασης μεταξύ ιστορίας και εσχατολογίας, η Εκκλησία έχανε την ικανότητά της να ενεργεί ως προφητική κριτική της συγκεκριμένης ανθρώπινης δράσης. H μαρτυρία της Εκκλησίας ως μετα-λειτουργία δεν ενεργεί ως θεσμός του κόσμου τούτου, ούτε νομιμοποιεί την θεσμική της έκφραση, αλλά να αντιμετωπίζει κριτικά τους θεσμούς του κόσμου τούτου και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του.
Ένα τρίτο στοιχείο της Ορθόδοξης κατανόησης της κοινής χριστιανικής μαρτυρίας στα πλαίσια της λειτουργίας μετά τη λειτουργία προέρχεται από την επανανακάλυψη τηςευχαριστιακής θεολογίας της αρχαίας Εκκλησίας,[33] η οποία με τη σειρά της συνέβαλε στην ανάπτυξη της θεολογίας του «οίκου του Θεού».[34] 
ΙΔ Συμπόσιο_317
Γ
Μία μονο μικρή παρένθεση θεωρώ επιβεβλημένη: πρώτα και κύρια την υπογράμμιση πως ο επανευαγγελισμός ως λειτουργία μετά την λειτουργία θα πρέπει να νοηθεί και αντίστροφα, ως λειτουργία δηλ. πριν από την λειτουργία,[35] αφού χωρίς τον αρχικό ευαγγελισμό του κοσμου είναι ανέφικτη η λειτουργική οικείωση της εσχατολογικής Βασιλείας. Πάντοτε όμως με την προοπτική της αντίληψης, ότι το μυστήριο της Εκκλησίας βιώνεται αυθεντικά στην λατρευτική της ζωή και μέσω αυτής οι πιστοί  οδηγούνται στην – προληπτική έστω – μέθεξη  της ουράνιας βασιλείας.
Και δεύτερο, λαμβανομένου υπόψιν του λειτουργικού χαρακτήρα της Ορθόδο­ξης θεολογίας (Φλορόφσκυ), και της εμμονής από όλους σχεδόν τους Ορθοδό­ξους στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου στη σημασία λατρείας, μερικές φορές πάνω και πέρα από τη σημασία και αυτού του λόγου του Θεού, αποτελεί επιτακτική ανάγκη ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας και της θεολογικής σημασίας της λατρείας. Με δεδομένη μάλιστα την εξέλιξη της Ορθόδοξης λατρείας και της θεολογικής της κατανόησης όχι με βάση τον αρχικό βιβλικό επαναστατικό δυναμισμό της, αλλά τον μεταγενέστερο δοξολογικό «λειτουργισμό» της (Στυλιανόπουλος), αυτή η λατρεία, και κατ’ επέκταση η λειτουργία μετά την λειτουργία, θα πρέπει να κατανοούνται υπό το φως του βιβλικού προφητικού (και Κυριακού) επαναστατικού λογίου: «λεος θλω κα ο θυσαν» (Ωσηέ 6:6), το οποίο δεν αναφέρεται στο θυσιαστικό λατρευτικό σύστημα, αλλά αποτελεί στοχευμένη κριτική στον συμβατικό τρόπο λατρείας ερήμην της δικαιοσύνης του Θεού.[36][καί η ευχαριστιακή εκκλησιολογία; Είχαμε χάσει τόν δρόμο μας καί τόν ξαναβρήκε ο Ζηζιούλας;. Τί είναι τελικά η ορθοδοξία κολλημένη στήν λατρεία ή οικονομία τού Αγίου Πνεύματος;]
ΙΔ Συμπόσιο_388
[1] Ο όρος «εκκοσμίκευση» στη μελέτη αυτή χρησιμοποιείται όχι με τη χριστιανική σημασία της λέξεως, συμπεριφορά δηλαδή και διολίσθηση προς το κοσμικό φρόνημα του εκκλησιαστικού σώματος κλπ., αλλά με την κοινωνιολογική του σημασία, ως διάρθρωση της κοινωνίας χωρίς την επιρροή της θρησκείας με καθαρά κοσμικά (δημοκρατικά;) κριτήρια. Περισσότερα στη μελέτη του Peter Berger, The Sacred Canopy. Elements of a Sociological Theory of Religion, Doubleday, New York 1967, σελ. 106εξ.
[2] Ηarvey Cox, The Secular City, Macmillan, New York 1965.
[3] Bryan Wilson, Religion in Secular Society, London 1966. Anthony Wallace, Religion: An Anthropological View, New York 1966. Thomas Luckmann, The Invisible Religion,New York 1967. Thomas Luckmann-Peter Berger, The Social Construction of Reality-A Treatise in the Sociology of Knowledge, New York 1966. Peter Berger, The SacredCanopy, κ.
[4] Άλλωστε τα παραδείγματα του Auschwitz και της Hiroshima δεν είναι και πολύ μακριά, και ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος και μιας οικολογικής καταστροφής παραμένει διαρκής απειλή. Πρβλ. Darrell Fasching, The Ethical Challenge of Auschwitz and Hiroshima: Apocalypse or Utopia? Albany 1993.
[5] Danny Jorgensen, “Religion and Modernization: Secularization or Sacralization,” Jacob Neusner (εκδ.), Religion and the Political Order, Scholars Press, Atlanta 1996, 19-30, σελ. 19.
[6] Είναι ενδεικτική η διοργάνωση την τελευταία δεκαετία διεπιστημονικών συνεδρίων σε ακαδημαϊκά κέντρα όπως το Harvard ή η South Florida με θέμα τη θρησκεία και την πολιτική (με την ευρύτερη έννοια του όρου), πράγμα εντελώς αδιανόητο είκοσι ή τριάντα χρόνια πριν. Η έκδοση συλλογικών τόμων, που διαπραγματεύονται διεπιστημονικά το κοινωνικό αυτό φαινόμενο της παλινόρθωσης της θρησκείας, και του θρησκευτικού φαινομένου γενικότερα, στην κοινωνική ζωή των λαών, αποτελεί συνηθισμένο πλέον φαινόμενο. Πρβλ. Rodney L. Petersen (εκδ.), Christianity & Civil Society, ΒΤΙ, Boston 1995και Jacob Neusner (εκδ.), Religion and the Political Order, αντίστοιχα.
[7] Η. Cox, “Religion and Politics after The Secular City”, J. Neusner (εκδ.), Religion and the Political Order, σελ. 1-10. Πρβλ και Darrell Fasching, «Judaism, Christianity, Islam: Religion, Ethics, and Politics in the (Post)modern World», στο ίδιοσελ. 291-299.
[8] Βλ. π.χ. Jürgen Habermas, “Die Moderne-Ein unvollendetes Projekt,” W.Welsch (επιμ.), Wege aus der Moderne. Schlüssetexte der Postmoderne Diskussion, Weihnheim 1988, σ. 177-192.
[9] Jean-François Lyotard, “An Interview” Theory, Culture and Society 5 (1989), 277-309, σελ. σ. 277. Βλ. επίσης του ίδιου, The Postmodern Condition, Minnesota UP, Minneapolis 1984 (και ελλ. μετ. H μεταμοντέρνα κατάστασηΓνώση, Αθήνα 1998).
[10] Hayden White, Topics of Discourse: Essays in Cultural Criticism, J. Hopkins U.P, Baltimore 1978, σ. 51εξ. Βλ. επίσης το έργο του με το χαρακτηριστικό τίτλο Μετα-ιστορία,Metahistory: The Historical Imagination in 19th c. Europe, J.Hopkins U.P, Baltimore 1973. Πολλοί ερευνητές, που ασχολούνται κριτικά με τη μετανεωτερικότητα, εμμένουν στον όρο «δεύτερη νεωτερικότητα». πρβλ. Ι. Πέτρου, «Παράδοση και πολιτισμική προσαρμογή στη δεύτερη νεωτερικότητα», Σύναξη τεύχος 75 (2000), σελ. 25-35.
[11] W. Welsch, Unsere postmoderne Moderne, VCH Acta humaniora, Wenheim 1988,   σελ. 7.
[12] Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο ερώτημα για τη σχέση μεταξύ νεωτερικότητας και μετα-νεωτερικότητας, και όχι ο δυτικός ή κλασικός ελληνικός χαρακτήρας του ορθού λόγου. Πολύ ορθά ο Ζήσης Παπαδημητρίου συνδέει με την ελληνική σκέψη την έννοια του ορθού λόγου («Από την οικουμενικότητα του Διαφωτισμού στα μεταμοντέρνα αδιέξοδα. Αναζητώντας το μίτο του ορθού», Ελμάζης Σ. [εκδ.],Ανάμεσα σε δυο κόσμους. Από τη σύγχρονη κρίση στη μετανεωτερική προοπτική,Ανιχνεύσεις, Θεσσαλονίκη 1988, 97-107, σελ. 106).
[13] Βλ. τον πολύ σημαντικό δπρο-συνοδικό διάλογο εκ μέρους των Ορθοδόξων επιστημόνων στο panorthodoxcemes.blogspot.gr.
[14] Βλ. και Robert N. Bellah “How to Understand the Church in an Individualistic Society”, R. Petersen (εκδ.), Christianity & Civil Society, , ο οποίος πολύ παραστατικά υπογραμμίζει πως ο «είναι ανώφελο να συνεχίσουμε να χτυπάμε το νεκρό άλογο του κωνσταντίνειου μοντέλου» (σελ. 9).
[15] Βλ. και Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Σύγχρονο Κόσμο. Πρβλ. τη διάκριση που από παλιά επιχείρησε ο Peter Bergerμεταξύ προσαρμογής (accomodation) και αντίστασης (resistance) της Εκκλησίας στη σύγχρονη νεωτερική πραγματικότητα. (The Sacred Canopyσελ. 155εξ).
[16] Πρβλ. Ε. Βενιζέλου, Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000.
[17] Πρβλ. Walter Capps, “Religion and Politics: Finding Normative Factors in Current Discussions”, Jacob Neusner (εκδ.), Religion and the Political Order, σελ. 259-273.
[18] Πρβλ. S. Neill, History of Missions, Baltimore 19917, σελ. 150, 187, 207εξ. πρβλ. επίσης σελ. 223. Ας σημειωθεί ότι ο διάσημος αυτός ιστορικός της χριστιανικής ιεραποστολής δεν υπεισέρχεται στο θέμα που εξετάζουμε. Αντίθετα ο D. J. Bosch στο κλασικό πλέον έργο τουTransforming MissionParadigm Shifts in Theology of Mission,New York 1991, ασχολείται εκτεταμένα στο τελευταίο του κεφάλαιο με το θέμα αυτό.
[19] K. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού. Αλλαγή παραδείγματος στην οικουμενική κίνηση; EKO 10 Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 76. Το σύνθημα, μάλιστα, του Α΄ Παγκόσμιου Ιεραποστολικού συνεδρίου το 1910 στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, ήταν «ευαγγελισμός του κόσμου σ” αυτή κιόλας τη γενιά». Βιβλικό σημείο αναφοράς σ’ αυτή τη φάση ήταν το«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη..» (Ματθ 28,19). Βλ. Ion Bria – Π. Βασιλειάδη,Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία. Εγχειρίδιο Ιεραποστολικής, ΕΚΟ 1 Κατερίνη 1989, σελ. 119εξ. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι, όταν στις αρχές του 20ου αι. το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβαλε την ανάγκη αποκαταστάσεως της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, το σκεπτικό ήταν καθαρά εκκλησιολογικό, και αυτό στην πορεία του διαλόγου βοήθησε αποφασιστικά στην υπέρβαση του παλαιού «ιεραποστολικού παραδείγματος».
[20] Στο ίδιο, σελ. 79εξ.
[21] Η ατυχής σύνδεση της χριστιανικής ιεραποστολής με την αποικιοκρατία την οδήγησε στην πεποίθηση ότι χρέος των χριστιανών ήταν να μεταφέρουν στην υπόλοιπη ανθρωπότητα τις ευλογίες του δυτικού (δηλ. αστικού) χριστιανικού πολιτισμού. Έδιναν, όμως, έτσι την εντύπωση, ότι τα γνήσια ιεραποστολικά κίνητρα ήταν επικίνδυνα συνδεδεμένα με άκρως αρνητικά πολιτιστικά και κοινωνικά κίνητρα.
[22] Αυτή ήταν η κρυφή ελπίδα και το βασικό επιχείρημα του Arend Th. van Leeuwen (βλ. Το έργο του Christianity in World History: The Meeting of the Faiths of East and West,Λονδίνο 1964). Δυστυχώς, όμως γι’ αυτόν και την παλαιά αυτή αντίληψη περί χριστιανικής ιεραποστολής, και ευτυχώς για τις περιοχές αυτές, η ανάκτηση της πολιτιστικής τους ανεξαρτησίας συνοδεύτηκε μετά το τέλος της αποικιοκρατίας από μια αναζωπύρωση των θρησκευτικών παραδόσεων, που συχνά αποτελούσαν το σύμβολο της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Έτσι, προς λύπη της «επεκτατικής» ιεραποστολής όλα τα ζωντανά θρησκεύματα Ισλαμισμός, Ινδουϊσμός Βουδισμός κλπ. ξαναζωντάνεψαν, και έφτασαν ακόμη στο σημείο να δημιουργήσουν…ιεραποστολές προς ιστορικά χριστιανικές περιοχές.
[23] Κ. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού, σελ. 102.
[24] Βλ. το κλασσικό έργο του διατελέσαντος πρώτου Γ. Γ. του ΠΣΕ. W.A.Visser’t Hooft,No Other Name: The Choice between Syncretism and Christian Universalism, SCM London 1963. Και κριτική αυτής της θέσεως στη θαυμάσια μελέτη του K. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού, σελ. 88εξ.
[25] Βλ. Η. Βουλγαράκη, Ιεραποστολή. Δρόμοι και δομές, Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 33-36. επίσης του ίδιου, «Ιεραποστολή», ΘΗΕ τόμ. VI, στ.763εξ.
[26] Βλ. το έργο του Stanley Samartha, Courage for Dialogue. Ecumenical Issues in Inter-religious Relationships, WCC Geneva 1981. Στο «ιεραποστολικό παράδειγμα» της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας ήταν εμφανής ένας θρησκευτικός και πολιτικός μονισμός, μια αντίληψη, δηλαδή, συγκεντρωτισμού τόσο αναφορικά με την αναζήτηση της ορατής ενότητας, όσο και αναφορικά με τη μαρτυρία της Εκκλησίας στην οικουμένη και πέρα απ’ αυτήν.
[27] Την οποία ως γνωστόν πρώτος θεολογικά ανέπτυξε ο Μέγας Βασίλειος στο Περί του Αγίου ΠνεύματοςPG 32 στ. 188εξ.
[28] Κ. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού, σελ. 174. Bλ. και L. Newbigin, Trinitarian Faith and Today’s Mission, Richmond, 1963, J. Moltmann, The Trinity and the Kingdom of God, London 1981, και L. Boff, Tunbridge Wells 1988.
[29] Περισσότερα στην πρόσφατη θαυμάσια μελέτη του (Αρχ. Τιράνων) Αναστασίου Γιαννουλάτου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας Αθήνα 2000, σελ. 169εξ. Βλ. επίσης του ιδίου, Θέσεις των Χριστιανών έναντι των άλλων θρησκειών, Aθήνα 1975.
[30] Βλ. I. Bria (εκδ.), Martyria-Mission, Geneva, 1980. I. Bria, The Sense of Ecumenical Tradition. The Ecumenical Witness and Vision of the Orthodox, Geneva 1991. P. Vassiliadis, Eucharist and Witness. Orthodox Perspecrives on the Unity and Mission of the Church, Geneva 1998. Πρβλ. επίσης J. J. Stamoolis, Eastern Orthodox Mission Theology Today, New York 1986.
[31] Βλ. (Μητρ. Περγάμου) J. Ζizioulas, Being as Communion, Studies in Personhood and the Church, SVP, Crestwood, New York 1993.
[32] Η στήριξη και εκκλησιαστική νομιμοποίηση από την…ρωσική (Ορθόδοξη) εκκλησία των στρατιωτικών πρωτοβουλιών του Προέδρου Πούτιν μόνον ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα μπορεί να εκληφτεί (!)
[33] Πρβλ. τη μελέτη μου «Η ευχαριστιακή προοπτική της αποστολής της Εκκλησίας»,Σύναξη 61 (1997), σελ. 29-43. Επίσης Η θεολογία αυτή ουσιαστικά συμπληρώνει, και σε ορισμένα σημεία υπερβαίνει, τη θεολογία της «Βασιλείας του Θεού», ως εργαλείου για τη διατύπωση της θεολογίας της χριστιανικής μαρτυρίας. Ενώ, δηλαδή, το μοντέλο τηςΒασιλείας του Θεού στο χώρο της χριστιανικής ιεραποστολής μετέφερε – εσφαλμένα βεβαίως – την αντίληψη της κυριαρχίας με όλα τα συνακόλουθα, τα οποία σημειωτέον για τον τρίτο κόσμο συνδέονται με τραυματικές αναμνήσεις της εποχής της αποικιοκρατίας, το μοντέλο του «οίκου του Θεού» προβάλλει την έννοια της ετερότητας, της σπουδαιότητας των σχέσεων, της οικειότητας, της ζεστασιάς της οικογένειας. Μιας παγκόσμιας οικογένειας Πατέρας της οποίας είναι ο Θεός που αδιάκοπα επιζητεί με θαλπωρή «επισυναγαγείν τα τέκνα (του) ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας» (Ματθ 23,27=Λουκ 13,34) Eucharist and Witness.
[34] Η θεολογία αυτή ουσιαστικά συμπληρώνει, και σε ορισμένα σημεία υπερβαίνει, τη θεολογία της «Βασιλείας του Θεού», ως εργαλείου για τη διατύπωση της θεολογίας της χριστιανικής μαρτυρίας. Ενώ, δηλαδή, το μοντέλο της Βασιλείας του Θεού στο χώρο της χριστιανικής ιεραποστολής μετέφερε – εσφαλμένα βεβαίως – την αντίληψη της κυριαρχίας με όλα τα συνακόλουθα, τα οποία σημειωτέον για τον τρίτο κόσμο συνδέονται με τραυματικές αναμνήσεις της εποχής της αποικιοκρατίας, το μοντέλο του «οίκου του Θεού» προβάλλει την έννοια της ετερότητας, της σπουδαιότητας των σχέσεων, της οικειότητας, της ζεστασιάς της οικογένειας. Μιας παγκόσμιας οικογένειας Πατέρας της οποίας είναι ο Θεός που αδιάκοπα επιζητεί με θαλπωρή «επισυναγαγείν τα τέκνα (του) ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας» (Ματθ 23,27=Λουκ 13,34)
[35] Περισσότερα στο Petros Vassiliadis (ed.), Orthodox Perspectives on Mission,Regnum Mission series, Oxford 2013.
[36] Αναλυτικότερα στην εισήγησή μου http://blogs.auth.gr/moschosg/2016/02/18/πέτρος-βασιλειάδης-από-τον-επαναστατ/.

Δεν υπάρχουν σχόλια: