Γέροντα Σωφρονίου (του έσσεξ)
Ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ, είναι αναγκαία η φρίκη δι’ ημάς αυτούς, ως είμεθα· είναι απαραίτητος η αποστροφή προς το ζων εν ημίν κακόηθες, αντίθεον πάθος της υπερηφανείας, όπερ εξέβαλεν ημάς μετ’ αισχύνης από της Βασιλείας του Πατρός των Φώτων.
Η λύτρωσις εκ του πάθους τούτου ευρίσκεται εις την εντολήν του Χριστού: να αγαπήσωμεν τον Θεόν μέχρι του αυτομίσους (βλ. Λουκ. 14,26). Το θέμα τούτο είναι άκρως σπουδαίον και γνωρίζω ότι θα ήτο αδύνατον να εξαντλήσω την πλευράν αυτήν της πνευματικής ζωής του Χριστιανού, όσα και εάν έγραφον.
Έκάλεσα την απόγνωσιν, ήτις κατείχεν εμέ, μέγα δώρον του Ουρανού. Τούτο όμως συνειδητοποίησα ουχί ενωρίτερον, ει μη μετά παρέλευσιν τριάκοντα ετών αγώνος· δυνατόν ίσως και πλέον. Δεν ανεζήτουν έξωθεν βοήθειαν, διότι ηρπάγην βιαίως ως ξηρόν φύλλον υπό ανέμου, όστις εστροβίλιζεν εμέ, και δεν ήτο δυνατόν να εννοήσω τι ετελείτο εν εμοί· ουδέν κατενόουν· ουδένα ηδυνάμην να ερωτήσω διότι δεν ήμην εις θέσιν να διατυπώσω και την ερώτησιν. Το κοσμικόν είναι απεκαλύπτετο εις τον νουν μου θυελλωδώς μετά ταχύτητος, ήτις δεν επέτρεπεν εις εμέ να ελέγξω δια του λογικού μου ο,τιδήποτε.
Η απόγνωσις αύτη ωμοίαζε προς αφροσύνην, αλλ’ αφροσύνην ιδιαιτέρου γένους, μη υποκειμένην εις την αρμοδιότητα των ψυχιάτρων. Ήρχιζεν η διαδικασία της αποχωρήσεως μου εκ του κόσμου. Ωρθούτο τι μεταξύ εμού και των ανθρώπων: Απώλεσα το ενδιαφέρον της μετ’ αυτών συναναστροφής: Εξηφανίζοντο το έν μετά το άλλο τα σημεία επαφής. Ο κόσμος της τέχνης – η ζωγραφική, η μουσική, η ποίησις, η λογοτεχνία, το θέατρον κ.τ.ο. – παν ό,τι ενωρίτερον απετέλει το κύριον περιεχόμενον και το νόημα του είναι μου εξησθένει και ήρχιζε να φαίνηται επιπόλαιον έργον, συχνάκις παιδικής μόνον ψυχαγωγίας. Και τούτο δεν ήτο εύκολον δι’ εμέ. Κατά καιρούς, εν τη πρώτη περιόδω, ήμην κατά μαρτυρικόν τρόπον δεδιχασμένος ανά μέσον δύο πόλων έλξεως: του πάθους του ζωγράφου και της προσευχής. Ούτω συνέβαινεν έως ότου η προσευχή ενίκησε πάσαν άλλην δραστηριότητα εν τω κόσμω τούτω. Υπήρχε μόνον είς σκοπός: να ανεύρω τον αληθινόν Θεόν, τουτέστι τον Δημιουργόν πάσης υπάρξεως, και να ζήσω αιωνίως ηνωμένος μετ’ Αυτού.
Δεν είναι άρα γε αφροσύνη παρομοία τόλμη δια τοιούτον πτωχόν πλάσμα, ως ήμην εγώ; Μετά του Θεού ουδέν είναι εύκολον ή απλούν: Ούτος είναι καθ’ υπερβολήν μέγας δι’ ημάς. Είναι «Πυρ καταναλίσκον», Φως απρόσιτον. Έρριψε το Πυρ Αυτού εις την γην και φλέγει τας καρδίας ημών. Παρά ταύτα και εγώ είμαι έργον των χειρών Αυτού. Ούτος ενεδύθη την σάρκα ημών, όπως δι’ αυτού του πρίσματος δυνηθώμεν να ατενίσωμεν Αυτόν. Εντεύθεν και η ελπίς η πορευομένη πέραν πάσης απελπισίας. «Θαρσείτε» (Ιωάν. 16,33), είπεν Ούτος. Πιστεύω ότι η εμφάνισις εν ημίν του Πυρός τούτου σημαίνει την είσοδον της πνοής της Θείας αιωνιότητος εντός ημών. Επί πλέον δε: «Ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα … και μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις Αυτή παρά Κυρίου» (Λουκ. 1,37 και 45).
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου