Πρώτος χρησιμοποίησε γραπτώς τον όρο ο Ωριγένης το 230μ.Χ. ερμηνεύοντας το κβ’:23 του Δευτερονομίου, «την ήδη μεμνηστευμένην γυναίκα καλεί ούτω και επί του Ιωσήφ και της Θεοτόκου ελέχθη». Ο Ωριγένης, που κατακρίθηκε για άλλες κακοδοξίες του, δεν κατακρίθηκε για το όνομα Θεοτόκος, πράγμα που θα συνέβαινε, αν αυτό ήταν κάποια καινούρια προσφώνηση και όχι προϋπάρχουσα κι αποδεκτή. Ήδη ο Ειρηναίος, που γεννήθηκε μεταξύ 130 και 140μ.Χ. (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Α, Παρουσία, Αθήνα 1989, σ. 304) και χαρακτηρίζεται θεολόγος της παραδόσεως (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Α, Παρουσία, Αθήνα 1989, σ. 294), στη θεωρία του περί ανακεφαλαιώσεως των πάντων εν Χριστώ, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ή ορθότερα αναδεικνύει τις προϋποθέσεις για τον όρο Θεοτόκος. Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, ο Χριστός, που γεννάται αχρόνως – ανάρχως (Ειρηναίου, Έλεγχος κι ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, Β 30,9, PG 7) και όχι εν χρόνω, όπως έλεγαν οι απολογητές, ανακεφαλαιώνει, αναδημιουργεί κι ανακαινίζει την πλάση όλη στο πρόσωπό Του, παρέχοντας τον Εαυτό Του ως μετοχή και ως πρότυπο (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Α, Παρουσία, Αθήνα 1989, σ. 297). Η έμφαση στην άχρονη γέννηση του Χριστού εκτιμούμε ότι ήδη παραπέμπει στη θεότητά Του. Επίσης, ο Ειρηναίος τόνισε την ταυτότητα του Μονογενούς με το Σωτήρα, του Λόγου με το Χριστό, που οι γνωστικοί τα ήθελαν διαφορετικά πρόσωπα (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Α, Παρουσία, Αθήνα 1989, σ. 297-298). Στο έργο της ανακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση και η Θεοτόκος. Ο ρόλος της είναι «σωτηριώδης», αφού συμβάλει στην πνευματική αναμόρφωση του πιστού. Η Εύα «παρακούσασα» έγινε αρχή της πτώσεως, ενώ η Μαρία «υπακούσασα» έγινε «αιτία σωτηρίας» για ολόκληρη την ανθρωπότητα (Ειρηναίου, Έλεγχος κι ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, Γ 22,4, PG 7). Η προσφορά της Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο από παραδειγματική, καταλήγει ο Στυλιανός Παπαδόπουλος (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Α, Παρουσία, Αθήνα 1989, σ. 298). Συνδυάζοντας, λοιπόν, την ενότητα του προσώπου του Χριστού, την άχρονη γέννηση και τη σχέση του με τη Μαρία, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, στη σκέψη του Ειρηναίου, η Μαρία γέννησε το Χριστό που είναι Θεός, αφού γεννάται αχρόνως και ταυτίζεται με το Λόγο, επομένως μπορεί να ονομαστεί Θεοτόκος, έστω κι αν ο Ειρηναίος δεν αναφέρει τον όρο, προϋποθέτει όμως το νόημα. Εκτιμούμε ότι, η συμβολή του Ειρηναίου, του θεολόγου της παράδοσης, έγκειται στην υπέρβαση του διαχωρισμού των προσώπων κι όχι των φύσεων που έκαναν οι γνωστικοί. Το ενιαίο πρόσωπο του Λόγου μας δίνει τη δυνατότητα να πούμε ότι η Μαρία γέννησε Θεό, οπότε μπορούμε να την ονομάσουμε Θεοτόκο.
Ο Διονύσιος ο Αλεξανδρείας το 250 μ.Χ. σε επιστολή του προς τον Παύλο τον Σαμοσατέα λέγει: «τον σαρκωθέντα εκ της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας» (………….. Ο Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός το 275 (λόγος εις τον Ευαγγελισμόν) λέει: «ταύτης ουν της προφητείας την ωδήν η Αγία Θεοτόκος ανέπεμπε λέγουσα, Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον κτλ» (…………… Ο Ευστάθιος Αντιοχείας χρησιμοποιεί τον όρο Θεοτόκος (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Β, Παρουσία, Αθήνα 1990, σ. 111).
Συγχύσεις γύρω από τον όρο «Θεοτόκος» και η καθοριστική αντίδραση του Κυρίλλου Αλεξανδρείας
Ο Μέγας Αθανάσιος το 338 χρησιμοποιεί τον όρο Θεοτόκος στους λόγους του Κατά Αρειανών. Συγκεκριμένα γράφει «το ρηθέν του αρχαγγέλου προς αυτήν την Θεοτόκον… πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε…» (Κατά Αρειανών Λόγος Δ 32 PG 26,472) κι αλλού «και αυτός δε ο Άγγελος δρώμενος ομολογεί απεστάλθαι παρά του δεσπότου, ως επί Ζαχαρίου ο Γαβριήλ, και επί της Θεοτόκου Μαρίας ο αυτός ωμολόγησε» (Κατά Αρειανών Λόγος Γ 35 PG 26,326) Σε άλλο σημείο γράφει «διπλήν είναι την περί του Σωτήρος επαγγελίαν εν αυτή ότι τε αεί Θεός ων και υιός εστί, λόγος ων και απαύγασμα και σοφία του Πατρός, και ότι ύστερον δι’ ημάς σάρκα λαβών εκ παρθένου της Θεοτόκου Μαρίας άνθρωπος γέγονε» (Κατά Αρειανών Λόγος Γ 29 PG 26,340).
Και λίγο πιο κάτω γράφει «όθεν και γενομένης της σαρκός εκ της Θεοτόκου Μαρίας, αυτός λέγεται γεγεννήσθαι ο τοις άλλοις γέννησιν εις το είναι παρέχων» (Κατά Αρειανών Λόγος Γ 34 PG 26,342). Παρατηρούμε ότι από τα τέσσερα χωρία στα δύο ο όρος συνδέεται με τον αρχάγγελο Γαβριήλ που μίλησε στη Θεοτόκο στον ευαγγελισμό και στα άλλα δύο ο όρος συνδέεται με τη σάρκα που πήρε ο Χριστός από τη Μαρία. Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο όρος Θεοτόκος σχετίζεται με το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου και το κομβικό σημείο της ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού στον ευαγγελισμό, στη σύλληψη του Ιησού.
Ο Διόδωρος Ταρσού εκκινώντας από ανορθόδοξη Χριστολογία καταλήγει σε μη αποδοχή του όρου Θεοτόκος. Συγκεκριμένα αναφέρει δύο υιούς, τον Υιό του Θεού και τον υιό της Μαρίας. Ο Υιός του Θεού ενοίκησε στον υιό της Μαρίας και όχι ενανθρώπησε, μάλιστα, όπως γράφει, κάθε φύση μένει στα όριά της, τα θνητά, δηλαδή η Μαρία, θνητόν γεννά, οπότε η Μαρία ως άνθρωπος δεν είναι Θεοτόκος αλλά ανθρωποτόκος. Καταχρηστικά μόνο μπορεί να ονομαστεί Θεοτόκος επειδή στον υιό της κατοίκησε ο Υιός του Θεού (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Β, Παρουσία, Αθήνα 1990, σ. 560). Τη διδασκαλία του Διοδώρου παρέλαβε και διασάφησε ο μαθητής του Θεόδωρος Μοψουεστίας στον οποίο στηρίχτηκε ο Νεστόριος (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Β, Παρουσία, Αθήνα 1990, σ. 561). Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, συνεπής προς την αντίληψή του περί ενοικήσεως και συνάφειας και προσώπου ενώσεως, θεωρεί την Παρθένο Μαρία φυσικά μεν ανθρωποτόκο, συμβατικά ή κατ’ αναφοράν δε Θεοτόκο (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Γ, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2010, σ. 287). Συγκρίνοντας τη διδασκαλία του Διοδώρου με εκείνη του Μεγάλου Αθανασίου που προαναφέραμε, παρατηρούμε ότι η αποδοχή ή μη του όρου Θεοτόκος εξαρτάται από τη χριστολογία και εδράζεται στο κομβικό σημείο της σύλληψης του Ιησού και του τι ήταν αυτό που η Μαρία συνέλαβε στον ευαγγελισμό της. Ο μεν Αθανάσιος, αποδεχόμενος το ενιαίο πρόσωπο του Χριστού, ονομάζει τη Μαρία Θεοτόκο αφού Θεό συλλαμβάνει, ο δε Διόδωρος Ταρσού χωρίζοντας το Χριστό σε δύο υιούς αρνείται τον όρο Θεοτόκος και τον δικαιολογεί μόνο καταχρηστικά επειδή στον άνθρωπο υιό μετά τη σύλληψη και γέννηση ενοίκησε ο Υιός Θεού. Γενικεύοντας κάπως θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Θεοτόκος είναι πρόσωπο ενωτικό ενώ ο διχασμός προκαλεί άρνηση και του όρου Θεοτόκος.
Σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε σχετικά με τον όρο Θεοτόκος ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο επίσκοπος Δωρόθεος σε συλλειτουργία του με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο αναθεμάτισε όποιον δεχόταν τη Μαρία, τη μητέρα του Χριστού ως Θεοτόκο και ο Νεστόριος σώπασε και κοινώνησε μαζί του, θεώρησε ότι έπρεπε να αντιδράσει (Αρτέμη, Ειρ., «Σκάνδαλον οικουμενικόν, (PG 77, 41Β) η απόρριψη του όρου Θεοτόκος από το Νεστόριο Κωνσταντινουπόλεως και η ανασκευή της διδασκαλίας του από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, https://www.academia.edu/1129978/_%CE%A3%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD_%CE%9F%E1%BC%B0%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD_PG_77_41B_ σ. 3). Σε επιστολή λοιπόν τον προτρέπει να χαρακτηρίσει την αγία Παρθένο Θεοτόκο για να σταματήσει η ταραχή που προκλήθηκε από την απόρριψη του όρου Θεοτόκος για την Παναγία, μέσα στους κόλπους όλης της Εκκλησίας, δηλαδή να πάψει το «σκάνδαλον οικουμενικόν» (Κυρίλλου, Επιστ. 2-Α Προς Νεστόριον, PG 77, 41B). Ο άγιος Κύριλλος, σημειώνει η Ειρήνη Αρτέμη, τονίζει ότι ο Χριστός δεν μπορεί να θεωρείται «θεοφόρος» γιατί η Θεοτόκος κυοφορούσε εκ Πνεύματος από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς της δηλαδή του ευαγγελισμού της και όχι μόνο κατά τη στιγμή του τοκετού ή μετά από αυτόν (Αρτέμη Ειρ., ένθ’ ανωτ. σ. 4). Διαπιστώνουμε την οξυδέρκεια του αγίου Κυρίλλου που εντόπισε το συσχετισμό του όρου Θεοτόκος με την εκ Πνεύματος αγίου σύλληψη και τη διασφάλιση της παρθενίας.
Η πατερική σκέψη για τον όρο «Θεοτόκος»
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος το 370 γράφει σε επιστολή του προς τον πρεσβύτερο Κληδόνιο: «Ει τις ου Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της θεότητος» (Γρηγορίου θεολόγου, Επιστ. 101, Προς Κληδόνιον πρώτη, PG 37,177, ΒΕΠ 60,262). Θεωρεί λοιπόν υποχρεωτική την αποδοχή του όρου Θεοτόκος και η άρνηση του όρου θέτει τον άνθρωπο εκτός Θεού δηλαδή εκτός σωτηρίας.
Στον τρίτο Θεολογικό του Λόγο εμβαθύνοντας στην ασώματη γέννηση του Χριστού διερωτάται: «Που γαρ εν τοις σοις έγνως Θεοτόκον παρθένον;» (Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός τρίτος Περί Υιού, PG 36,80, ΒΕΠ 59,240). Διαπιστώνουμε ότι και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει τη Μαρία Θεοτόκο και Παρθένο και συνδέει την παρθενία με την ασώματη, δηλαδή όχι με άνδρα αλλά εκ Πνεύματος αγίου, σύλληψη. Στο έπος του αγίου «Χριστός πάσχων» που ως το 1969 θεωρείτο νόθο αλλά πλέον η έρευνα το θεωρεί δικό του ή μαθητή του (Μπόνη Κ., Εισαγωγικά στο Γρηγόριο το Θεολόγο, ΒΕΠ 58,172), η Θεοτόκος είναι το πρώτο πρόσωπο του δράματος μετά το Χριστό κι έτσι ονομάζεται, είναι δε αξιοσημείωτο ότι με τη Θεοτόκο ξεκινάει το έργο (Γρηγορίου Θεολόγου, Χριστός πάσχων, ΒΕΠ 62,321).
Ο Μ. Βασίλειος στην ομιλία του «Εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν», ονομάζει τη Μαρία Θεοτόκο και παρθένο και μάλιστα τεκμηριώνει το αειπάρθενο αυτής αναλύοντας ότι στο γραφικό χωρίο «ουκ εγίγνωσκεν αυτήν εως ου έτεκεν τον υιόν αυτής», το έως ου δε δηλώνει περιορισμό αλλά σημαίνει εις το διηνεκές, όπως και το υπό του Κυρίου λεχθέν «εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Μ. Βασιλείου, Εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν, PG 31, 1468, ΒΕΠ 54, 230). Σημειώνουμε ότι η ομιλία θεωρείται γνήσια από τον ειδικό ερευνητή του Μ. Βασιλείου, Rev. Amand de Mendieta, τον οποίο ακολουθούν οι Κ. Μπόνης και Η. Μουτσούλας συγκαταλέγοντας την ομιλία στις γνήσιες στη σειρά ΒΕΠΕΣ. Ο αείμνηστος Στ. Παπαδόπουλος την κατατάσσει στα αμφιβαλλόμενα έργα σημειώνοντας ότι οι σχετικές συζητήσεις δεν έχουν καταλήξει σε κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Β, Παρουσία, Αθήνα 1990, σ. 400).
Ο Γρηγόριος Νύσσης στην 3η Επιστολή του προς την εκκλησία των Ιεροσολύμων περί το 382 (ΒΕΠ 65,309 όπου εισαγωγικά υπό του Ηλία Μουτσούλα) φανερά ενοχλημένος γράφει: «μη την αγίαν Παρθένον, την Θεοτόκον ετόλμησε τις ημών και ανθρωποτόκον ειπείν, όπερ ακούομεν τινας εξ αυτών αφειδώς λέγειν» (Γρηγορίου Νύσσης, επιστολή Γ, έκδ. G. Pasquali, Gregorii Nysseni, Opera, Epistulae, vol.VIII, pars II, Leiden, E. J. Brill 1959, σ. 26, ΒΕΠ 70,26). Παρατηρούμε ότι χρησιμοποιεί τους όρους Παρθένος και Θεοτόκος μαζί, όπως και ο Μ. Βασίλειος στην ομιλία του κι ότι δεν τους αναλύει καν αλλά τους χρησιμοποιεί ως ήδη γνωστούς, αποδεκτούς κι αδιαμφισβήτητους. Ο άγιος Γρηγόριος μιλώντας για την παρθενία αναφέρεται στην προφήτιδα και παρθένο Μαρία, την αδελφή του Ααρών, η οποία υπήρξε προτύπωση της Θεοτόκου Μαρίας (Γρηγορίου Νύσσης, Περί Παρθενίας, ΒΕΠ 69,56, PG 46, 323). Κι εδώ διαπιστώνουμε ότι ο όρος Θεοτόκος χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικός της Μαρίας μητέρας του Χριστού και μάλιστα συνδυάζεται επίσης με την παρθενία. Ο αείμνηστος Ηλίας Μουτσούλας σημειώνει ότι «ο Γρηγόριος στρέφεται κατά των τολμώντων να ονομάσουν τη Θεοτόκο Μαρία, «ανθρωποτόκο» και έτσι ο μέγας Πατήρ προετοίμασε το έδαφος για την οριστική διατύπωση του Χριστολογικού δόγματος στη Δ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (ΒΕΠ 65,310).
Ο Ησύχιος Ιεροσολυμίτης, μοναχός που γεννήθηκε μετά το 350μ.Χ. και χαρακτηρίζεται από τον Κύριλλο Σκυθοπολίτη ως «θεολόγος», «πεφωτισμένος πρεσβύτερος και της Εκκλησίας διδάσκαλος» (Ed. Schwartz, Kyrillos von Skythopolis, Leipzig 1939, σ. 27), χρησιμοποιεί τον όρο «Θεοτόκος» σε συνδυασμό με το «Παρθένος» και μάλιστα αναφέρει «πάσα… ευγνώμων γλώττα την Παρθένον εικότως και Θεοτόκον ασπάζεται» (PG 93, 1460D-1461A), δηλαδή είναι φυσικό να ονομάζεται η Παρθένος Θεοτόκος. Η κατανόηση του όρου ως φυσικού λόγω της παρθενίας μας θυμίζει τους δύο Γρηγόριους, Νύσσης και Θεολόγο, που επίσης συνδέουν παρθενία (ασώματη σύλληψη) και «Θεοτόκο».
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου