Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Η άγνωστη Ήπειρος: Τα προσφυγοχώρια του τότε και του σήμερα και δύο ιστορίες


Η Μικρασιατική Καταστροφή είχε την πορεία του αίματος: Το αίμα χύθηκε ως την θάλασσα και μετά έφτασε σ' όποιαν ακτή βρήκε.

Ή περίπου έτσι. Γιατί ναι μεν τους πρόσφυγες από τις παράκτιες περιοχές της Τουρκίας τους έστειλαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά τους άλλους, τους «χωριάτες» της Καππαδοκίας και του Πόντου, που συχνά ήταν τουρκόφωνοι, τους «εξόρισαν» στην ελληνική ύπαιθρο, αφήνοντας το ζήτημα της ενσωμάτωσης στην ευγενή καλοσύνη των ντόπιων κατοίκων και στο χρόνο.
Κι αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται περισσότερο ως τραγωδία παρά σαν φάρσα. Πάντως, η επανάληψη δεν μπορεί παρά να μας γίνει έστω αισθητή, αν όχι απόηχος βιώματος.
Δείτε επίσης: Θάνατος στη Μόρια: Ο 5χρονος θύμα του διαρκούς εγκλήματος και της υποκρισίας στο προσφυγικό
Έτσι συνέβη και στα Γιάννενα. Τα Γιάννενα, τα οποία είχαν προσφάτως απελευθερωθεί, μόλις το 1913, τα πολυπολιτισμικά Γιάννενα της ακμάζουσας αστικής τάξης και της κραταιάς εβραϊκής κοινότητας που «χάριζε» στο πρεστίζ της πόλης, φυσικά δεν επρόκειτο να υποδεχθούν τους φτωχούς, τουρκόφωνους πρόσφυγες από τα βάθη της Ανατολής.
Γι’ αυτό τον λόγο παραχωρήθηκαν εκτάσεις εκτός της πόλης -και, μάλιστα, εκείνη την εποχή μιλάμε για πολύ μακρινές αποστάσεις. Έτσι χτίστηκαν τα πρώτα προσφυγοχώρια των Ιωαννίνων: Η Ανατολή, η Μπάφρα και η Νεοκαισάρεια.
Τα προσφυγοχώρια
Οι πρόσφυγες έφτασαν στα Γιάννενα γύρω στο 1924. Πρώτα στο χωριό «Ανατολή» με πρόσφυγες που κατάγονταν από διάφορες περιοχές του Πόντου και της Μ. Ασίας. Με βάση τις διαθέσιμες πηγές φαίνεται ότι στην περιοχή για πρώτη φορά κατέφθασαν Πόντιοι πρόσφυγες στην πλειοψηφία τους, κυρίως από το χωριό Γενί Ερ κι ακολούθησαν κι άλλοι από χωριά της Σαμψούντας, την Κερασούντα, την Τοκάτη κι άλλες περιοχές του Πόντου. Το 1925 ήρθαν στην περιοχή και Πόντιοι από από το Κουμπάν της Ρωσίας, ειδικότερα από το Χόμσκι, χωριό κοντά στο Κρασιουτάρ και το Σοχούμι της Γεωργίας, οι λεγόμενοι «Ρουσάντοι». Συνολικά 141 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που ύστερα αποτέλεσε την Κοινότητα Ανατολής.
Στην ίδια ευθεία με την Ανατολή ξεκίνησε να διαμορφώνεται η Μπάφρα, αποτελούμενη από Πόντιους της Πάφρας του Πόντου και των τουρκόφωνων χωριών της Καππαδοκίας. Τα τουρκόφωνα χωριά ήταν πιο δύσκολο να ενσωματωθούν στη νέα τους πραγματικότητα, είχε περάσει μόλις μία δεκαετία απότην απελευθέρωση των Ιωαννίνων και, παρά το γεγονός ότι η πόλη ζούσε στους δικούς της αστικούς ρυθμούς, για το κοινωνικό σύνολο ήταν αρκετά πιο δύσκολο να δεχτεί τους φτωχούς, ξεριζωμένους τουρκόφωνους.
Το φθινόπωρο του 1927 μερικές οικογένειες φτάνουν στην Αμπελιά των Ιωαννίνων, με στόχο να ιδρύσουν προσφυγικό οικισμό. Η Ε.Α.Π αποφάσισε να μεταφέρει τις οικογένειες στον νεοϊδρυθέντα προσφυγικό οικισμό Μπάφρα.
Στην Μπάφρα ήταν ήδη εγκατεστημένοι από το 1926 πρόσφυγες από την Μπάφρα ή Πάφρα του δυτικού Πόντου και από την Σαμψούντα. Οι Πόντιοι της Πάφρας εκτός από ποντιακά μιλούσαν και τουρκικά. Η συνύπαρξη των Ποντίων με τους τουρκόφωνους πληθυσμούς της Καππαδοκίας, συνετέλεσε ώστε όλοι οι πρόσφυγες να επικοινωνούν μεταξύ τους στην τουρκική γλώσσα.
Και στο τέρμα της ευθείας, η Νεοκαισάρεια, που το όνομά της είναι μάλλον το πιο σαφές προσφυγικό σε όλους μας. Οι κάτοικοι της Νεοκαισάρειας κατάγονται από τα χωριά Ζίλε, Καρατζορέν, Χαστακόι και Αϊ Κωστέν της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Οι κάτοικοι ήταν τουρκόφωνοι. Οι κάτοικοι του Ζίλε άρχισαν να φεύγουν από τις εστίες τους, το Μάρτιο του 1924. Πολλοί από αυτούς σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, μια ομάδα έφτασε στην Κέρκυρα όπου ενώθηκαν με άλλους πρόσφυγες από το Καρατζορέν και το Χασακόι και έμειναν μέχρι το 1925 στο νησί. Από την Κέρκυρα κάποιοι έφτασαν στα Γιάννινα και ίδρυσαν το προσφυγικό οικισμό της Νεοκαισάρειας.
Αντίσκηνα και εργασίες
Μέχρι την οικοδόμηση των πρώτων σπιτιών, που πλέον δεν εντοπίζονται -παρά μόνο, ίσως, ελάχιστες, τυχαίες εξαιρέσεις- οι πρόσφυγες έμειναν σε αντίσκηνα για περίπου 2 χρόνια. Ο ηπειρώτικος χειμώνας δεν είναι ήπιος, κάθε άλλο παρά ήπιος είναι κι αν τα αντίσκηνα ήταν απάνθρωπα για το κλίμα της Αθήνας, οι συνεχείς βροχές και το πυκνό χιόνι των Ιωαννίνων έκανε την ζωή αφόρητη. Ή, έστω, έτσι θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε σήμερα.
Μόλις το 1928 ξεκίνησε η οικοδόμηση παραπηγμάτων και τα πρώτα σχολεία ήταν… τμήματα των παραπηγμάτων κι έπειτα των πιο «καννικών» σπιτιών, ενώ κανονικά δημοτικά σχολεία ξεκίνησα να οικοδομούνται με πρωτοβουλία των κοινοτήτων 30 χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ‘5ο!
Οι πρόσφυγες, φυσικά, οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες, οι πάμφτωχοι πρόσφυγες των χωριών του ξεριζωμού, δούλεψαν σαν τσοπάνηδες η εργάτες στα χωράφια της περιοχής (καπνοχώραφα και άλλες καλλιέργειες). Φυσικά, δεν είχαν καμιά σχέση -πλην την τρομερή σύνδεση που δίνει στους ανθρώπους ο ξεριζωμός- με τους πλούσιους εμπόρους της Νέας Σμύρνης ή άλλων αστικών περιοχών. Όπως και στην Αθήνα, έτσι και στην περιφέρεια, οι φτωχότεροι ήταν οι τελευταίοι της ενσωμάτωσης. Πολλώ δε μάλλον, όσοι μιλούσαν τούρκικα.
Μέχρι πρόσφτατα, ακόμα και μέχρι την δεκαετία του ’90, οι γιαγιάδες στα προσφυγοχώρια, που πια ανακατεύτηκαν με τον εξαρχής ντόπιο πληθυσμό και πλέον αποτελούν προαστιακές περιοχές των Ιωαννίνων, μιλούσαν στα σπίτια τούρκικα.

Το νέο προσφυγικό κύμα στα Γιάννενα
Όπως σοφά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, η ιστορία έχει την τάση να μας χλευάζει με επαναλήψεις γεμάτες μνήμη. Έτσι, όταν έφτασαν για δεύτερη φορά οι πρόσφυγες στο νομό των Ιωαννίνων, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν είχαν -παραδόξως- πολλά περισσότερα κοινά με τους μικρασιάτες του 1922 από ό,τι σε άλλες περιοχές. Ξεκινώντας από το ζήτημα της γλώσσας και υπενθυμίζοντας πως οι πρώτοι πρόσφυγες στην περιοχή δε μιλούσαν ελληνικά.
Το δεύτερο και βασικότερο πρόβλημα ήταν κοινό με εκείνο του 1925. Ο ηπειρώτικος χειμώνας. Οι 1.167 άνθρωποι που μεταφέρθηκαν σε αντίσκηνα στον Κατσικά Ιωαννίων, ένα χωριό έξω από την πόλη, είχαν να αντιμετωπίσουν κοινά προβλήματα με τότε: Την βροχή, το κρύο και τη λασπουριά, τις συνθήκες διαβίωσης που ήταν άθλιες.
Βέβαια, σε σχέση με τους παρατημένους στη μοίρα τους πρώτους πρόσφυγες, τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τα αντανακλαστικά της πόλης ήταν διαφορετικά. ίσως επειδή διδάχθηκε ενδιάμεσα σκληρά μαθήματα, όπως τα Ολοκαυτώματα του ’40, με μεγαλύτερο τον εβραϊκό ξεριζωμό που άδειασε το αστικό κέντρο από το πιο ζωογόνο του κύτταρο.
Σήμερα, λοιπόν, στα τωρινά χρόνια, οι ίδιοι οι κάτοικοι έσπευσαν να βοηθήσουν όσο γινόταν στην ενσωμάτωση των ανθρώπων. Αρχικά στην διαβίωσή τους, μεταφέροντας κουβέρτες και ρούχα και δευτερευόντως στην ίδια την ενσωμάτωση. Με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου ξεκίνησαν μαθήματα ελληνικών, όλα τα παιδιά εμβολιάστηκαν και οι πρόσφυγες είχαν κανονική πρόσβαση στα νοσοκομεία της πόλης, ενώ ξεκίνησαν και οι οικοδομήσεις των πρώτων οικίσκων – καταλυμάτων.
Βεβαίως, οι ίδιοι οι πρόσφυγες κινήθηκαν έτσι ώστε να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες, όσο καλύτερες συνθήκες μπορεί να έχει ένας -επί της ουσίας- καταυλισμός. Σίγουρα πιο «ανθρώπινος» από άλλους, αλλά πάντοτε καταυλισμός. Οι πρόσφυγες ισχυρίστηκαν πως δεν είχαν θέρμανση και επαρκή ηλεκτροφωτισμό, με κάποιους να ζητούν αρχικά την επιστροφή τους στην Αθήνα.
Με τον καιρό, πολλοί πρόσφυγες, κυρίως οικογένειες με μικρά παιδιά «πήραν» διαμερίσματα εντός της πόλης, ενώ η πόλη των «ντόπιων» παραχώρησε το Πνευματικό Κέντρο και άλλους χώρους, ώστε να λειτουργήσουν σα χώροι αλληλεπίδρασης και ενσωμάτωσης των προσφύγων με την τοπική κοινωνία, με εκθέσεις παιδικής ζωγραφικής των προσφυγόπουλων, ημερίδες κοινής μαγειρικής και άλλες πρωτοβουλίες.
Και δύο ιστορίες παρόντος και παρελθόντος
Αν ένα πράγμα σώζει την ανθρωπιά μιας κοινωνίας είναι η μνήμη κι η κοινωνία των Γιαννίνων, περιφρουρημένη από τα βουνά της Πίνδου, διατήρησε τη μνήμη της όσο πιο ακέραια γινόταν.
Έτσι, μας χαρίζει δύο ιστορίες.
Το 2012, πριν τις εκλογές, χειμώνας με πολύ χιόνι, η Χρυσή Αυγή επιχείρησε να εμφανιστεί στην πόλη. Απέτυχε παταγωδώς, αλλά πριν την παταγώδη της αποτυχία, είχε προηγηθεί μία αστεία ιστορία. Μία νύχτα με χιόνι, λοιπόν, αποφάσισαν να επισκεφτούν τη Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων, το ένα από τα τρία προσφυγοχώρια. Χρυσαυγίτες με 20 αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο χιόνι, μπήκαν στο καφενείο του χωριού, το γεμάτο απογόνους των πρώτων προσφύγων, παιδιά κι εγγόνια κι άρχισαν τη ρητορική του μίσους.
Οι θαμώνες δε μίλησαν, ούτε αντέδρασαν κι όταν πλέον οι ναζί τελείωσαν με το τσίπουρο και την αγόρευση, επέστρεψαν στα 20 παρκαρισμένα στο χιόνι αυτοκίνητα. Στα 20 παρκαρισμένα στο χιόνι αυτοκίνητα με τα σκασμένα λάστιχα….
Ξαναγυρνώντας στο καφενεία, οι απόγονοι, εγγονοί και παιδιά των πρώτον προσφύγων, τους είπαν ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που πάτησαν στον τόπο τους και θα μπορέσουν -με λίγη οδική βοήθεια- να φύγουν. Αλλά δεύτερη φορά δεν θα υπάρξει.
Και δεν υπήρξε.
Το 2017 είναι μια άλλη ιστορία, μια ιστορία που στερήθηκαν οι πρόσφυγες του 1922. Ήταν Φλεβάρης και απόκριες, οι πρώτοι πρόσφυγες βρέθηκαν σε δημοτικό κτίριο της Κόνιτσας και το βρήκαν γεμάτο κουβέρτες, τρόφιμα και βελέντζες (φλοκάτες, δηλαδή).. Αλλά το χωριό, εκτός από ευαισθησία, είχε και γλέντι, το γνωστό αποκριάτικο γλέντι της Τζαμάλας.
Χοντρικά η τζαμάλα είναι μία φωτιά στο κέντρο του χωριού ή της γειτονιάς, γύρω από την οποία οι κάτοικοι κυρίως πίνουν τσίπουρο και χορεύουν παραδοσιακά τραγούδια. Με έμφαση στο τσίπουρο…
Εκείνη την χρονιά, όμως, η Κόνιτσα, γνωστή για τους καταπληκτικούς οργανοπαίκτες της, αποφάσισε να κάνει μία περιφορά των μουσικών ως το πέτρινο κτίριο με τους πρώτους πρόσφυγες. Και σπάζοντας τον πόνο του 1922 και την κατάρα που αφήνει πίσω του ο ξεριζωμός, ξεκίνησαν το γλέντι καλώντας τις προσφυγοπούλες να μπούνε στον χορό, κλείνοντας, ίσως, τα χρέη τους με το κακό παρελθόν.
Σε μια ευθεία γραμμή ανάμεσα σε σχεδόν εκατό χρόνια ξεριζωμού, η Ήπειρος είχε πάρει το δικό της μάθημα και το έκανε μάθημα για όλους. Αν μη τι άλλο, η Ήπειρος της μετανάστευσης και της φτώχειας μπόρεσε και μπορεί ακόμα να αναγνωρίσει πως ο πρόσφυγας είναι ένας φίλος που έχει ανάγκη. Ανάγκη να μην επιστρέψει στην λασπουριά του χειμώνα, για αρχή. Και να μπορεί, αν κάτι έχει σημασία, να μην υποφέρει.
in.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: