Πηγή: Αναβάσεις
46. Κανένας από όσους αμαρτάνουν δεν μπορεί να έχει συνήγορο της αμαρτίας τήν ασθένεια τής σάρκας. Η ένωση με το Θεό Λόγο θεράπευσε όλη την ανθρώπινη φύση με την κατάργηση της κατάρας, στερώντας από δικαιολογία την προσκόλληση της προαιρέσεώς μας στα πάθη. Γιατί η θεότητα του Λόγου με την παντοτινή κατά χάρη παρουσία της σε όσους πιστεύουν σ' Αυτόν, μαραίνει ολωσδιόλου το νόμο της αμαρτίας που βρίσκεται στη σάρκα.
47. Εκείνος που με την πίστη και την αγάπη στο Θεό νίκησε τις παράλογες επιθυμίες ή κινήσεις των παρά φύση παθών, βγαίνει έξω από την περιοχή κι αυτού του φυσικού νόμου και μεταφέρεται ολόκληρος στη χώρα των νοητών, συνελευθερώνοντας και το συγγενικό κατά φύση μαζί με όλα όσα έχει αποκτήσει, από τη δουλεία στον εχθρό.
48. Όταν η γνώση δεν χαλιναγωγείται κατά την πράξη από το φόβο του Θεού, προκαλεί έπαρση, πείθοντας αυτόν που επαίρεται γι' αυτήν να παρουσιάζει σάν δικό του ό,τι έχει δανειστεί και να συλλέγει τη λογική γνώση με στόχο τον έπαινό του. Κι όταν η πράξη που αυξάνει μαζί με το θείο πόθο δεν ενδιαφέρεται για τη γνώση που είναι πέρα απ' ό,τι πρέπει να πραχθεί, κάνει ταπεινόφρονα τον πρακτικό, γιατί τον συμμαζεύει στα όρια των λόγων της δυνάμεώς του.
49. Ουράνια κατοικία είναι η απαθής έξη της αρετής και η γνώση που δεν περιέχει κανένα στοιχείο πλάνης που να την υπονομεύει.
50. Τέλος της μονάδας που κινήθηκε είναι η μυριάδα, και αρχή μυριάδας που δεν κινήθηκε, η μονάδα· γιατί αρχή κάθε τέλους είναι η ακινησία του, και τέλος κάθε αρχής είναι η συμπλήρωση της κινήσεώς της. Έτσι και η πίστη είναι φυσική αρχή των αρετών, και τέλος έχει την συμπλήρωση του αγαθού μέσω των αρετών. Και το κατά φύση αγαθό, ως τέλος των αρετών, έχοντας αρχή την πίστη, προς αυτήν συνάγεται με ενδιάθετη κίνηση. Γιατί η πίστη είναι ενδιάθετο αγαθό, ενώ το αγαθό είναι πραγματοποιημένη πίστη. Πιστός από τη φύση Του και αγαθός είναι ο Θεός(Ματθ. 19, 17). Πιστός, ως πρώτο αγαθό· αγαθός, ως έσχατο επιθυμητό. Αυτά από κάθε άποψη είναι μεταξύ τους το ίδιο, και με κανένα τρόπο, παρά μόνο θεωρητικά, δε διαιρούνται το ένα από το άλλο λόγω της κινήσεως όσων αρχίζουν από Αυτόν και καταλήγουν σ' Αυτόν. Άρα η μυριάδα, που συμβολίζει το έσχατο επιθυμητό, περικλείει τέλεια την επιθυμία εκείνων που κινούνται προς αυτό. Και η μονάδα, που είναι σύμβολο του πρώτου αγαθού, δίνει την τέλεια βάση εκείνων που ξεκινούν από αυτό.
51. Πρώτη απάθεια είναι η τέλεια αποχή από τα έμπρακτα κακά, η οποία παρατηρείται στους αρχαρίους. Δεύτερη, η τέλεια αποβολή από τη διάνοια των λογισμών της συγκαταθέσεως στα κακά, η οποία γίνεται σ' εκείνους που επιδιώκουν έλλογα την αρετή. Τρίτη, η τέλεια ακινησία της επιθυμίας προς τα πάθη· αυτή υπάρχει σ' εκείνους που βλέπουν νοερά μέσω των σχημάτων των ορατών τους λόγους τους. Τέταρτη απάθεια είναι η πλήρης κάθαρση και αυτής της ψιλής φαντασίας, η οποία γίνεται σ' εκείνους που με τη γνώση και τη θεωρία έκαναν το νου τους καθαρό και διαφανή καθρέφτη του Θεού. Εκείνος λοιπόν που καθάρισε τον εαυτό του από την ενέργεια των παθών, ελευθερώθηκε από τη διανοητική συγκατάθεση σ' αυτά, σταμάτησε να κινείται προς τα πάθη με την επιθυμία του, και έκανε το νου του αμόλυντο και από την ψιλή φαντασία των παθών, έχοντας και τις τέσσερις γενικές απάθειες, βγήκε έξω από την ύλη και τα υλικά και τρέχει να φτάσει το νοερό και θεϊκό και ειρηνικό τέρμα των νοητών.
52. Πρώτη απάθεια εννοεί την κίνηση του σώματος που μένει ανέπαφη από την ενεργητική αμαρτία. Δεύτερη, την τέλεια αποβολή από την ψυχή των εμπαθών λογισμών, με την οποία μαραίνεται ολωσδιόλου η κίνηση των παθών της πρώτης απάθειας, καθώς δεν έχει να τη διεγείρουν σε ενέργεια οι εμπαθείς λογισμοί. Τρίτη, την τέλεια ακινησία της επιθυμίας προς τα πάθη, για την οποία συμβαίνει και η δεύτερη απάθεια που συνίσταται στην καθαρότητα των λογισμών. Τέταρτη απάθεια εννοεί την τέλεια απόθεση από τη διάνοια όλων των αισθητών φαντασιών, από την οποία δημιουργήθηκε η τρίτη που δεν έχει τις φαντασίες των αισθητών να μορφοποιούν σ' αυτή τις εικόνες των παθών.
53. Σε κάθε πρακτικό, το λογικό και η διάνοια μοχθούν σαν υπηρέτης και υπηρέτρια, επινοώντας και δημιουργώντας τους τρόπους της πρακτικής αρετής και αντιπαρατάσσοντας κατά κάποιο τρόπο όλη τους τη δύναμη κατά των πονηρών πνευμάτων που αντιστρατεύονται στην πρακτική άσκηση. Όταν όμως ολοκληρώσουν την πρακτική φιλοσοφία, την οποία υποδήλωσε ο αριθμός των έξι ετών —γιατί έχει λεχθεί ότι ο αριθμός έξι σημαίνει την πρακτική φιλοσοφία—, τότε αφήνονται ελεύθεροι(Δευτ. 15, 12), και το λογικό και η διάνοια, για να πάνε στην πνευματική φιλοσοφία, δηλαδή ν' ασχολούνται με τη θεωρία των λόγων των όντων που είναι συγγενικοί τους.
54. Αλλοεθνής υπηρέτης και υπηρέτρια είναι ο θυμός και η επιθυμία, τους οποίους βάζει για πάντα κάτω από το ζυγό(Λευϊτ. 25, 44-46) του λογικού ο θεωρητικός νους με τη δύναμη της ανδρείας και της σωφροσύνης, για να υπηρετούν τις αρετές· και δε δίνει καθόλου σ' αυτούς ελευθερία, μέχρις ότου ο νόμος του πνεύματος απορροφήσει το νόμο της φύσεως, όπως καταπίνεται ο θάνατος της δύστυχης σάρκας από την άπειρη ζωή(Β΄ Κορ. 5, 4). θα φανερωθεί έτσι καθαρά ολόκληρη η εικόνα της άναρχης Βασιλείας, η οποία θα έχει με τη μίμηση όλη τη μορφή του Πρωτοτύπου. Όταν φτάσει εκεί ο θεωρητικός νους, αφήνει ελεύθερο το θυμό και την επιθυμία, μεταβάλλοντας την μέν επιθυμία στην άδολη ηδονή του θείου έρωτα και στο αμόλυντο θέλγητρο, το δε θυμό σε πνευματικό ζήλο και φλογερή ακατάπαυστη κίνηση και σε μανία γεμάτη σωφροσύνη.
55. Εικόνα της άναρχης βασιλείας είναι η σταθερότητα του νου σχετικά με την αληθινή γνώση και η αφθαρσία της αισθήσεως σχετικά με την αρετή, όταν η ψυχή και το σώμα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους μόνο με το θείο νόμο του Πνεύματος κατά την πνευματική μεταβολή της αισθήσεως σε νου. Στην κατάσταση αυτή τα διαπερνά συνεχώς η αεικίνητη και ζωντανή ενέργεια του λόγου και απουσιάζει ολότελα κάθε ανομοιότητα προς το θείο.
56. Η ηδονή λένε πως είναι επιθυμία που ενεργείται, αν βέβαια είναι παρόν αυτό που αυτή θεώρησε αγαθό. Ο θυμός είναι μια κίνηση μανίας που μελετούμε, ενώ η μανία είναι θυμός που ενεργείται. Εκείνος λοιπόν που υπόταξε στο λογικό αυτές τις δυνάμεις, θα δει να μεταβάλλεται η επιθυμία του σε ηδονή κατά την άχραντη ένωση της ψυχής με το θείο μέσω της χάρης, ενώ ο θυμός σε καθαρή φλόγα που θα φρουρεί αυτή την ηδονή και σε μανία φρόνιμη που θα αποσπά τελείως από τα όντα τη δύναμη που θέλγει την έφεση της ψυχής. Έως ότου λοιπόν ζει μέσα μας ο κόσμος και η εκούσια σχέση της ψυχής προς τα υλικά, δεν πρέπει να δίνομε ελευθερία σ' αυτές τις δυο δυνάμεις, μην τυχόν αναμιχθούν με τα αισθητά σαν ομόφυλοί τους, πολεμήσουν την ψυχή και τη συλλάβουν, αιχμαλωτισμένη από τα πάθη, όπως κατέλαβαν παλιά την Ιερουσαλήμ οι Βαβυλώνιοι(Δ΄ Βασ. 25, 4). Γιατί ο λόγος της Γραφής, με τον αιώνα κατά τον οποίο ο Νόμος όριζε να μένουν στη δουλεία οι αλλόφυλοι υπηρέτες(Λευιτ. 25, 44-46), υποδήλωσε την προαιρετική σχέση της ψυχής προς τον κόσμο τούτο, δηλαδή προς την παρούσα ζωή, φανερώνοντας τα νοούμενα με την ιστορική διήγηση.
57. Το κακό έχει αρχή· αρχή του είναι η παρά φύση κίνηση εκ μέρους μας. Το αγαθό όμως δεν έχει αρχή· γιατί υπάρχει πριν από κάθε αιώνα και χρόνο το αγαθό από τη φύση του. Το αγαθό είναι νοητό, το οποίο μόνο πρέπει να νοούμε. Το κακό δεν είναι νοητό, το οποίο μόνο δεν πρέπει να νοούμε. Το αγαθό μπορεί να εκφραστεί, και αυτό μόνο πρέπει να λέμε. Επίσης το αγαθό γίνεται· γιατί αν και από τη φύση του είναι αγένητο, ανέχεται από φιλανθρωπία να γίνεται από μας κατά χάρη, για να οδηγεί στη θέωση όσους το πράττομε και το λέμε. Το αγαθό το κάνομε, και μάλιστα αυτό μόνο πρέπει να γίνεται. Το κακό δεν το κάνομε, και αυτό μόνο πρέπει να μη γίνεται. Το κακό είναι φθαρτό, γιατί ακριβώς η φύση του κακού είναι φθορά, και δεν έχει καθόλου και καμιά ύπαρξη. Το αγαθό είναι άφθαρτο, γιατί υπάρχει πάντοτε και δεν παύει ποτέ να υπάρχει, και φρουρεί όλους όσοι το αποκτούν. Αυτό λοιπόν το αγαθό, το ζητούμε με το λογιστικό· το ποθούμε με το επιθυμητικό· με το θυμικό το φυλάγομε ασύλητο· με την αίσθηση το κρατούμε με γνώση καθαρό και χωριστό από τα αντίθετά του· με τη φωνή το λέμε και το κάνομε φανερό σ' όσους το αγνοούν και με την παραγωγή το αυξάνομε, ή καλλίτερα, εμείς αυξανόμαστε μ' αυτό.
58. Ο θεωρητικός νους που βασιλεύει πάνω στα νοήματα και θεάματα των όντων και πάνω στις κινήσεις τους, πρέπει να είναι σε μια κατάσταση άγονη ως προς την κακία, δηλαδή μήτε να συλλαμβάνει καθόλου, μήτε να γεννά την κακία. Στηριγμένος σ' αυτά πρέπει να κινείται γύρω από τη θεωρία, μη τυχόν, κάνοντας πνευματικά την εξέταση των όντων, πέσει ασυναίσθητα στην εξουσία κάποιου πονηρού πνεύματος από εκείνα που νοθεύουν την αγνή μελέτη της καρδιάς με κάποιο αισθητό πράγμα.
59. Εκείνος που έχει προσβληθεί από κενοδοξία για την αρετή του ή τη γνώση του, αυτός τρέφοντας μάταια σαν τον Αβεσαλώμ τα μαλλιά της οιήσεως, επιδεικνύει τον ηθικό βίο του επιτηδευμένο και μεικτό, σαν διπλής καταγωγής ημίονο, για να εξαπατά όσους τον βλέπουν. Και πετώντας εξαιτίας του στα σύννεφα, πιστεύει ότι θα υποτάξει τον πνευματικό του πατέρα που τον γέννησε με τη διδασκαλία του λόγου, θέλοντας, όλη τη δόξα της αρετής και της γνώσεως που έχει ο πνευματικός του πατέρας από το Θεό,σαν υπερήφανος που είναι να την τραβήξει με τυραννικό τρόπο στον εαυτό του. Βγαίνοντας όμως αυτός στο πλάτος της πνευματικής θεωρίας της φύσεως για τον λογικό πόλεμο υπέρ της αλήθειας, και επειδή η αίσθησή του είναι ακόμη ζωντανή, πιάνεται στο δάσος από την κοσμική βελανιδιά των υλικών θεαμάτων, έχοντας την ίδια την κούφια οίηση σαν δεσμό θανάτου να τον κρεμάει ανάμεσα στον ουρανό και στη γή(Β΄ Βασ. 18, 9). Γιατί ο κενόδοξος δεν έχει γνώση που να τον έλκει σαν ουρανός από την οίηση που τον σέρνει προς τα κάτω· ούτε πάλι έχει γη, εννοώ τη βάση της πράξεως που στηρίζεται στην ταπείνωση, η οποία να τον έλκει κάτω από κει που τον ανεβάζει η έπαρση. Αυτόν, από φιλανθρωπία, τον πενθεί και πεθαμένο ο διδάσκαλος που τον γέννησε(Β΄ Βασ. 18, 33) πνευματικά, ως φιλόθεος και μιμούμενος το Θεό, γιατί δε θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, όσο το να μετανοήσει και να ζήσει(Ιεζ. 33, 11).
60. Αρχή και τέλος της σωτηρίας του καθενός είναι η σοφία, η οποία αρχίζει γεννώντας πρώτα το φόβο(Παρ. 9, 10), και έπειτα, καθώς τελειοποιείται, δημιουργώντας τον πόθο. Ή μάλλον, αυτή γίνεται για μας κατ' οικονομία στην αρχή φόβος για να κόψει από την κακία τον εραστή της· και στο τέλος γίνεται για τον εαυτό της πόθος, για να γεμίσει με χαρά εκείνους που αντάλλαξαν τα πάντα με τη συμβίωση μαζί της.
61. Η σοφία είναι και φόβος για εκείνους που δεν την επιθυμούν, που γίνεται με την αποφυγή στέρηση· είναι και πόθος που τον βρίσκομε σαν έξη απολαυστικής ενέργειας σ' εκείνους που την αγαπούν. Γιατί η σοφία, ελευθερώνοντας με την απειλή της κολάσεως τον άνθρωπο από τα πάθη, προκαλεί φόβο, αλλά δημιουργεί και πόθο, με την απόκτηση των αρετών συνηθίζοντας το νου να βλέπει τα μέλλοντα.
62. Κάθε εξομολόγηση κάνει ταπεινή την ψυχή. Η μία εξομολόγηση τη διδάσκει ότι δικαιώθηκε με τη χάρη του Θεού, και η άλλη ότι είναι ένοχη ενώπιον του Θεού για αμαρτίες από τη ράθυμη προαίρεσή της.
63. Δύο σκοπούς έχει η εξομολόγηση. Ο ένας είναι να ευχαριστήσομε το Θεό για τα αγαθά που μας έχει χαρίσει. Ο άλλος γίνεται για έλεγχο και εξέταση εκείνων που κακώς πράξαμε. Γιατί εξομολόγηση λέγεται και η απαρίθμηση των θείων ευεργεσιών μ' ευχαριστία απ' όσους ευεργετήθηκαν, αλλά και η φανέρωση των σφαλμάτων τους από τους ενόχους. Και οι δύο τρόποι φέρνουν ταπείνωση. Γιατί και εκείνος που ευχαριστεί για τα καλά και εκείνος που εξετάζει τον εαυτό του για τα κακά που έπραξε, ταπεινώνονται. Ο πρώτος κρίνει τον εαυτό του ανάξιο για τα καλά που του έδωσε ο Θεός· ο δεύτερος παρακαλεί να λάβει την άφεση των αμαρτιών του.
64. Το πάθος της υπερηφάνειας αποτελείται από δύο άγνοιες, και δύο άγνοιες ενωμένες μαζί αποτελούν μια φρόνηση συγκεχυμένη. Γιατί υπερήφανος είναι μόνο εκείνος που αγνόησε και τη θεία βοήθεια και την ανθρώπινη ασθένεια. Άρα λοιπόν υπερηφάνεια είναι στέρηση θείας και ανθρώπινης γνώσεως. Γιατί με δύο αρνήσεις των αληθινών άκρων, γίνεται μία και ψεύτικη κατάφαση.
65. Η κενοδοξία είναι απομάκρυνση από το θείο σκοπό και μετάβαση σε άλλο σκοπό, διαφορετικό από το θείο. Κενόδοξος δηλαδή είναι εκείνος που εργάζεται την αρετή για χάρη της δικής του δόξας και όχι του Θεού, και με τους κόπους του εξαγοράζει τους ανυπόστατους επαίνους των ανθρώπων.
66. Ο ανθρωπάρεσκος ενδιαφέρεται μόνο για την εξωτερική συμπεριφορά, και βέβαια και για τους λόγους του κόλακα. Θέλει με τη συμπεριφορά να κλέβει την όραση, και με τον κόλακα την σκοή εκείνων που ευχαριστούνται ή και καταπλήσσονται μόνο απ' όσα ακούνε και όσα βλέπουν και που μόνον με την αίσθηση ορίζουν την αρετή. Λέμε λοιπόν ότι ανθρωπαρέσκεια είναι η επίδειξη που κάνει κάποιος της δήθεν αρετής του με πράξεις και λόγους.
67. Υποκρισία είναι η προσποίηση φιλίας· ή το μίσος που καλύπτεται με ψεύτικο σχήμα φιλίας· ή η έχθρα που εκδηλώνεται με μορφή συμπάθειας· ή ο φθόνος που μιμείται την αγάπη· ή ο βίος που στολίζεται με πλαστή κι όχι αληθινή αρετή· ή είναι προσποίηση δικαιοσύνης που διατηρείται μόνο από την ιδέα ότι υπάρχει· ή απάτη που φαίνεται σαν αλήθεια, την οποία μεταχειρίζονται εκείνοι που μιμούνται την πανουργία του φιδιού με τους ύπουλους τρόπους τους.
68. Η αιτία των όντων και των αγαθών που υπάρχουν σ' αυτά είναι ο Θεός. Εκείνος λοιπόν που επαίρεται για την αρετή του ή τη γνώση του και δεν επεκτείνει την επίγνωση της ασθένειάς του σ' όλο το μήκος της κατά χάρη αρετής και προκοπής του, αυτός οπωσδήποτε δεν ξέφυγε το κακό της υπερηφάνειας. Εκείνος που για δική του δόξα κάνει το καλό, αυτός προτιμά τον εαυτό του από το Θεό και έχει διαπεραστεί από το καρφί της κενοδοξίας. Εκείνος που πράττει ή μιλάει για την αρετή για να τον δούν οι άνθρωποι, αυτός θεώρησε ανώτερη την ανθρώπινη αναγνώριση από τη θεϊκή και ασθενεί από το πάθος της ανθρωπαρέσκειας. Εκείνος που μόνο χρωμάτισε ύπουλα τα ήθη του με τη σεμνότητα της αρετής για να εξαπατήσει τους άλλους και σκεπάζει την πονηρή του προαίρεση με το φαινομενικό σχήμα της ευλάβειας, αυτός εξαγοράζει την αρετή με το δόλο της υποκρισίας. Αυτός λοιπόν σε άλλα πράγματα έστρεψε το σκοπό των έργων του, και όχι προς την Αιτία τους.
69. Κανένας από τους πονηρούς δαίμονες δεν εμποδίζει ποτέ την προθυμία του εναρέτου, αλλά μάλλον περιορίζει με δόλο τις ελλείψεις των αρετών και υπαγορεύει την επίταση τους προθυμούμενος μαζί με τον αγωνιστή· θέλει να κάνει τον ασκητή να στρέψει όλη του την έγνοια στον εαυτό του και αφού χάσει το σωστό μέτρο της μεσότητας, χωρίς να καταλάβει να βαδίζει σε άλλο τέρμα από εκείνο που σκόπευε.
70. Οι δαίμονες ούτε τη σωφροσύνη μισούν, ούτε τη νηστεία αποστρέφονται, ούτε τη διανομή των χρημάτων, ούτε τη φιλοξενία, ούτε την ψαλμωδία, ούτε την ιερή ανάγνωση, ούτε τον ησυχαστικό βίο, ούτε την πιο υψηλή διδασκαλία, ούτε τη χαμαικοιτία, ούτε την αγρυπνία, ούτε όλα όσα χαρακτηρίζουν τον κατά Θεόν βίο, έως ότου συγκλίνουν σ' αυτούς ο σκοπός και η αιτία των αγαθών αυτών πράξεων.
filokaliakainipsis.blogspot.com
47. Εκείνος που με την πίστη και την αγάπη στο Θεό νίκησε τις παράλογες επιθυμίες ή κινήσεις των παρά φύση παθών, βγαίνει έξω από την περιοχή κι αυτού του φυσικού νόμου και μεταφέρεται ολόκληρος στη χώρα των νοητών, συνελευθερώνοντας και το συγγενικό κατά φύση μαζί με όλα όσα έχει αποκτήσει, από τη δουλεία στον εχθρό.
48. Όταν η γνώση δεν χαλιναγωγείται κατά την πράξη από το φόβο του Θεού, προκαλεί έπαρση, πείθοντας αυτόν που επαίρεται γι' αυτήν να παρουσιάζει σάν δικό του ό,τι έχει δανειστεί και να συλλέγει τη λογική γνώση με στόχο τον έπαινό του. Κι όταν η πράξη που αυξάνει μαζί με το θείο πόθο δεν ενδιαφέρεται για τη γνώση που είναι πέρα απ' ό,τι πρέπει να πραχθεί, κάνει ταπεινόφρονα τον πρακτικό, γιατί τον συμμαζεύει στα όρια των λόγων της δυνάμεώς του.
49. Ουράνια κατοικία είναι η απαθής έξη της αρετής και η γνώση που δεν περιέχει κανένα στοιχείο πλάνης που να την υπονομεύει.
50. Τέλος της μονάδας που κινήθηκε είναι η μυριάδα, και αρχή μυριάδας που δεν κινήθηκε, η μονάδα· γιατί αρχή κάθε τέλους είναι η ακινησία του, και τέλος κάθε αρχής είναι η συμπλήρωση της κινήσεώς της. Έτσι και η πίστη είναι φυσική αρχή των αρετών, και τέλος έχει την συμπλήρωση του αγαθού μέσω των αρετών. Και το κατά φύση αγαθό, ως τέλος των αρετών, έχοντας αρχή την πίστη, προς αυτήν συνάγεται με ενδιάθετη κίνηση. Γιατί η πίστη είναι ενδιάθετο αγαθό, ενώ το αγαθό είναι πραγματοποιημένη πίστη. Πιστός από τη φύση Του και αγαθός είναι ο Θεός(Ματθ. 19, 17). Πιστός, ως πρώτο αγαθό· αγαθός, ως έσχατο επιθυμητό. Αυτά από κάθε άποψη είναι μεταξύ τους το ίδιο, και με κανένα τρόπο, παρά μόνο θεωρητικά, δε διαιρούνται το ένα από το άλλο λόγω της κινήσεως όσων αρχίζουν από Αυτόν και καταλήγουν σ' Αυτόν. Άρα η μυριάδα, που συμβολίζει το έσχατο επιθυμητό, περικλείει τέλεια την επιθυμία εκείνων που κινούνται προς αυτό. Και η μονάδα, που είναι σύμβολο του πρώτου αγαθού, δίνει την τέλεια βάση εκείνων που ξεκινούν από αυτό.
51. Πρώτη απάθεια είναι η τέλεια αποχή από τα έμπρακτα κακά, η οποία παρατηρείται στους αρχαρίους. Δεύτερη, η τέλεια αποβολή από τη διάνοια των λογισμών της συγκαταθέσεως στα κακά, η οποία γίνεται σ' εκείνους που επιδιώκουν έλλογα την αρετή. Τρίτη, η τέλεια ακινησία της επιθυμίας προς τα πάθη· αυτή υπάρχει σ' εκείνους που βλέπουν νοερά μέσω των σχημάτων των ορατών τους λόγους τους. Τέταρτη απάθεια είναι η πλήρης κάθαρση και αυτής της ψιλής φαντασίας, η οποία γίνεται σ' εκείνους που με τη γνώση και τη θεωρία έκαναν το νου τους καθαρό και διαφανή καθρέφτη του Θεού. Εκείνος λοιπόν που καθάρισε τον εαυτό του από την ενέργεια των παθών, ελευθερώθηκε από τη διανοητική συγκατάθεση σ' αυτά, σταμάτησε να κινείται προς τα πάθη με την επιθυμία του, και έκανε το νου του αμόλυντο και από την ψιλή φαντασία των παθών, έχοντας και τις τέσσερις γενικές απάθειες, βγήκε έξω από την ύλη και τα υλικά και τρέχει να φτάσει το νοερό και θεϊκό και ειρηνικό τέρμα των νοητών.
52. Πρώτη απάθεια εννοεί την κίνηση του σώματος που μένει ανέπαφη από την ενεργητική αμαρτία. Δεύτερη, την τέλεια αποβολή από την ψυχή των εμπαθών λογισμών, με την οποία μαραίνεται ολωσδιόλου η κίνηση των παθών της πρώτης απάθειας, καθώς δεν έχει να τη διεγείρουν σε ενέργεια οι εμπαθείς λογισμοί. Τρίτη, την τέλεια ακινησία της επιθυμίας προς τα πάθη, για την οποία συμβαίνει και η δεύτερη απάθεια που συνίσταται στην καθαρότητα των λογισμών. Τέταρτη απάθεια εννοεί την τέλεια απόθεση από τη διάνοια όλων των αισθητών φαντασιών, από την οποία δημιουργήθηκε η τρίτη που δεν έχει τις φαντασίες των αισθητών να μορφοποιούν σ' αυτή τις εικόνες των παθών.
53. Σε κάθε πρακτικό, το λογικό και η διάνοια μοχθούν σαν υπηρέτης και υπηρέτρια, επινοώντας και δημιουργώντας τους τρόπους της πρακτικής αρετής και αντιπαρατάσσοντας κατά κάποιο τρόπο όλη τους τη δύναμη κατά των πονηρών πνευμάτων που αντιστρατεύονται στην πρακτική άσκηση. Όταν όμως ολοκληρώσουν την πρακτική φιλοσοφία, την οποία υποδήλωσε ο αριθμός των έξι ετών —γιατί έχει λεχθεί ότι ο αριθμός έξι σημαίνει την πρακτική φιλοσοφία—, τότε αφήνονται ελεύθεροι(Δευτ. 15, 12), και το λογικό και η διάνοια, για να πάνε στην πνευματική φιλοσοφία, δηλαδή ν' ασχολούνται με τη θεωρία των λόγων των όντων που είναι συγγενικοί τους.
54. Αλλοεθνής υπηρέτης και υπηρέτρια είναι ο θυμός και η επιθυμία, τους οποίους βάζει για πάντα κάτω από το ζυγό(Λευϊτ. 25, 44-46) του λογικού ο θεωρητικός νους με τη δύναμη της ανδρείας και της σωφροσύνης, για να υπηρετούν τις αρετές· και δε δίνει καθόλου σ' αυτούς ελευθερία, μέχρις ότου ο νόμος του πνεύματος απορροφήσει το νόμο της φύσεως, όπως καταπίνεται ο θάνατος της δύστυχης σάρκας από την άπειρη ζωή(Β΄ Κορ. 5, 4). θα φανερωθεί έτσι καθαρά ολόκληρη η εικόνα της άναρχης Βασιλείας, η οποία θα έχει με τη μίμηση όλη τη μορφή του Πρωτοτύπου. Όταν φτάσει εκεί ο θεωρητικός νους, αφήνει ελεύθερο το θυμό και την επιθυμία, μεταβάλλοντας την μέν επιθυμία στην άδολη ηδονή του θείου έρωτα και στο αμόλυντο θέλγητρο, το δε θυμό σε πνευματικό ζήλο και φλογερή ακατάπαυστη κίνηση και σε μανία γεμάτη σωφροσύνη.
55. Εικόνα της άναρχης βασιλείας είναι η σταθερότητα του νου σχετικά με την αληθινή γνώση και η αφθαρσία της αισθήσεως σχετικά με την αρετή, όταν η ψυχή και το σώμα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους μόνο με το θείο νόμο του Πνεύματος κατά την πνευματική μεταβολή της αισθήσεως σε νου. Στην κατάσταση αυτή τα διαπερνά συνεχώς η αεικίνητη και ζωντανή ενέργεια του λόγου και απουσιάζει ολότελα κάθε ανομοιότητα προς το θείο.
56. Η ηδονή λένε πως είναι επιθυμία που ενεργείται, αν βέβαια είναι παρόν αυτό που αυτή θεώρησε αγαθό. Ο θυμός είναι μια κίνηση μανίας που μελετούμε, ενώ η μανία είναι θυμός που ενεργείται. Εκείνος λοιπόν που υπόταξε στο λογικό αυτές τις δυνάμεις, θα δει να μεταβάλλεται η επιθυμία του σε ηδονή κατά την άχραντη ένωση της ψυχής με το θείο μέσω της χάρης, ενώ ο θυμός σε καθαρή φλόγα που θα φρουρεί αυτή την ηδονή και σε μανία φρόνιμη που θα αποσπά τελείως από τα όντα τη δύναμη που θέλγει την έφεση της ψυχής. Έως ότου λοιπόν ζει μέσα μας ο κόσμος και η εκούσια σχέση της ψυχής προς τα υλικά, δεν πρέπει να δίνομε ελευθερία σ' αυτές τις δυο δυνάμεις, μην τυχόν αναμιχθούν με τα αισθητά σαν ομόφυλοί τους, πολεμήσουν την ψυχή και τη συλλάβουν, αιχμαλωτισμένη από τα πάθη, όπως κατέλαβαν παλιά την Ιερουσαλήμ οι Βαβυλώνιοι(Δ΄ Βασ. 25, 4). Γιατί ο λόγος της Γραφής, με τον αιώνα κατά τον οποίο ο Νόμος όριζε να μένουν στη δουλεία οι αλλόφυλοι υπηρέτες(Λευιτ. 25, 44-46), υποδήλωσε την προαιρετική σχέση της ψυχής προς τον κόσμο τούτο, δηλαδή προς την παρούσα ζωή, φανερώνοντας τα νοούμενα με την ιστορική διήγηση.
57. Το κακό έχει αρχή· αρχή του είναι η παρά φύση κίνηση εκ μέρους μας. Το αγαθό όμως δεν έχει αρχή· γιατί υπάρχει πριν από κάθε αιώνα και χρόνο το αγαθό από τη φύση του. Το αγαθό είναι νοητό, το οποίο μόνο πρέπει να νοούμε. Το κακό δεν είναι νοητό, το οποίο μόνο δεν πρέπει να νοούμε. Το αγαθό μπορεί να εκφραστεί, και αυτό μόνο πρέπει να λέμε. Επίσης το αγαθό γίνεται· γιατί αν και από τη φύση του είναι αγένητο, ανέχεται από φιλανθρωπία να γίνεται από μας κατά χάρη, για να οδηγεί στη θέωση όσους το πράττομε και το λέμε. Το αγαθό το κάνομε, και μάλιστα αυτό μόνο πρέπει να γίνεται. Το κακό δεν το κάνομε, και αυτό μόνο πρέπει να μη γίνεται. Το κακό είναι φθαρτό, γιατί ακριβώς η φύση του κακού είναι φθορά, και δεν έχει καθόλου και καμιά ύπαρξη. Το αγαθό είναι άφθαρτο, γιατί υπάρχει πάντοτε και δεν παύει ποτέ να υπάρχει, και φρουρεί όλους όσοι το αποκτούν. Αυτό λοιπόν το αγαθό, το ζητούμε με το λογιστικό· το ποθούμε με το επιθυμητικό· με το θυμικό το φυλάγομε ασύλητο· με την αίσθηση το κρατούμε με γνώση καθαρό και χωριστό από τα αντίθετά του· με τη φωνή το λέμε και το κάνομε φανερό σ' όσους το αγνοούν και με την παραγωγή το αυξάνομε, ή καλλίτερα, εμείς αυξανόμαστε μ' αυτό.
58. Ο θεωρητικός νους που βασιλεύει πάνω στα νοήματα και θεάματα των όντων και πάνω στις κινήσεις τους, πρέπει να είναι σε μια κατάσταση άγονη ως προς την κακία, δηλαδή μήτε να συλλαμβάνει καθόλου, μήτε να γεννά την κακία. Στηριγμένος σ' αυτά πρέπει να κινείται γύρω από τη θεωρία, μη τυχόν, κάνοντας πνευματικά την εξέταση των όντων, πέσει ασυναίσθητα στην εξουσία κάποιου πονηρού πνεύματος από εκείνα που νοθεύουν την αγνή μελέτη της καρδιάς με κάποιο αισθητό πράγμα.
59. Εκείνος που έχει προσβληθεί από κενοδοξία για την αρετή του ή τη γνώση του, αυτός τρέφοντας μάταια σαν τον Αβεσαλώμ τα μαλλιά της οιήσεως, επιδεικνύει τον ηθικό βίο του επιτηδευμένο και μεικτό, σαν διπλής καταγωγής ημίονο, για να εξαπατά όσους τον βλέπουν. Και πετώντας εξαιτίας του στα σύννεφα, πιστεύει ότι θα υποτάξει τον πνευματικό του πατέρα που τον γέννησε με τη διδασκαλία του λόγου, θέλοντας, όλη τη δόξα της αρετής και της γνώσεως που έχει ο πνευματικός του πατέρας από το Θεό,σαν υπερήφανος που είναι να την τραβήξει με τυραννικό τρόπο στον εαυτό του. Βγαίνοντας όμως αυτός στο πλάτος της πνευματικής θεωρίας της φύσεως για τον λογικό πόλεμο υπέρ της αλήθειας, και επειδή η αίσθησή του είναι ακόμη ζωντανή, πιάνεται στο δάσος από την κοσμική βελανιδιά των υλικών θεαμάτων, έχοντας την ίδια την κούφια οίηση σαν δεσμό θανάτου να τον κρεμάει ανάμεσα στον ουρανό και στη γή(Β΄ Βασ. 18, 9). Γιατί ο κενόδοξος δεν έχει γνώση που να τον έλκει σαν ουρανός από την οίηση που τον σέρνει προς τα κάτω· ούτε πάλι έχει γη, εννοώ τη βάση της πράξεως που στηρίζεται στην ταπείνωση, η οποία να τον έλκει κάτω από κει που τον ανεβάζει η έπαρση. Αυτόν, από φιλανθρωπία, τον πενθεί και πεθαμένο ο διδάσκαλος που τον γέννησε(Β΄ Βασ. 18, 33) πνευματικά, ως φιλόθεος και μιμούμενος το Θεό, γιατί δε θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, όσο το να μετανοήσει και να ζήσει(Ιεζ. 33, 11).
60. Αρχή και τέλος της σωτηρίας του καθενός είναι η σοφία, η οποία αρχίζει γεννώντας πρώτα το φόβο(Παρ. 9, 10), και έπειτα, καθώς τελειοποιείται, δημιουργώντας τον πόθο. Ή μάλλον, αυτή γίνεται για μας κατ' οικονομία στην αρχή φόβος για να κόψει από την κακία τον εραστή της· και στο τέλος γίνεται για τον εαυτό της πόθος, για να γεμίσει με χαρά εκείνους που αντάλλαξαν τα πάντα με τη συμβίωση μαζί της.
61. Η σοφία είναι και φόβος για εκείνους που δεν την επιθυμούν, που γίνεται με την αποφυγή στέρηση· είναι και πόθος που τον βρίσκομε σαν έξη απολαυστικής ενέργειας σ' εκείνους που την αγαπούν. Γιατί η σοφία, ελευθερώνοντας με την απειλή της κολάσεως τον άνθρωπο από τα πάθη, προκαλεί φόβο, αλλά δημιουργεί και πόθο, με την απόκτηση των αρετών συνηθίζοντας το νου να βλέπει τα μέλλοντα.
62. Κάθε εξομολόγηση κάνει ταπεινή την ψυχή. Η μία εξομολόγηση τη διδάσκει ότι δικαιώθηκε με τη χάρη του Θεού, και η άλλη ότι είναι ένοχη ενώπιον του Θεού για αμαρτίες από τη ράθυμη προαίρεσή της.
63. Δύο σκοπούς έχει η εξομολόγηση. Ο ένας είναι να ευχαριστήσομε το Θεό για τα αγαθά που μας έχει χαρίσει. Ο άλλος γίνεται για έλεγχο και εξέταση εκείνων που κακώς πράξαμε. Γιατί εξομολόγηση λέγεται και η απαρίθμηση των θείων ευεργεσιών μ' ευχαριστία απ' όσους ευεργετήθηκαν, αλλά και η φανέρωση των σφαλμάτων τους από τους ενόχους. Και οι δύο τρόποι φέρνουν ταπείνωση. Γιατί και εκείνος που ευχαριστεί για τα καλά και εκείνος που εξετάζει τον εαυτό του για τα κακά που έπραξε, ταπεινώνονται. Ο πρώτος κρίνει τον εαυτό του ανάξιο για τα καλά που του έδωσε ο Θεός· ο δεύτερος παρακαλεί να λάβει την άφεση των αμαρτιών του.
64. Το πάθος της υπερηφάνειας αποτελείται από δύο άγνοιες, και δύο άγνοιες ενωμένες μαζί αποτελούν μια φρόνηση συγκεχυμένη. Γιατί υπερήφανος είναι μόνο εκείνος που αγνόησε και τη θεία βοήθεια και την ανθρώπινη ασθένεια. Άρα λοιπόν υπερηφάνεια είναι στέρηση θείας και ανθρώπινης γνώσεως. Γιατί με δύο αρνήσεις των αληθινών άκρων, γίνεται μία και ψεύτικη κατάφαση.
65. Η κενοδοξία είναι απομάκρυνση από το θείο σκοπό και μετάβαση σε άλλο σκοπό, διαφορετικό από το θείο. Κενόδοξος δηλαδή είναι εκείνος που εργάζεται την αρετή για χάρη της δικής του δόξας και όχι του Θεού, και με τους κόπους του εξαγοράζει τους ανυπόστατους επαίνους των ανθρώπων.
66. Ο ανθρωπάρεσκος ενδιαφέρεται μόνο για την εξωτερική συμπεριφορά, και βέβαια και για τους λόγους του κόλακα. Θέλει με τη συμπεριφορά να κλέβει την όραση, και με τον κόλακα την σκοή εκείνων που ευχαριστούνται ή και καταπλήσσονται μόνο απ' όσα ακούνε και όσα βλέπουν και που μόνον με την αίσθηση ορίζουν την αρετή. Λέμε λοιπόν ότι ανθρωπαρέσκεια είναι η επίδειξη που κάνει κάποιος της δήθεν αρετής του με πράξεις και λόγους.
67. Υποκρισία είναι η προσποίηση φιλίας· ή το μίσος που καλύπτεται με ψεύτικο σχήμα φιλίας· ή η έχθρα που εκδηλώνεται με μορφή συμπάθειας· ή ο φθόνος που μιμείται την αγάπη· ή ο βίος που στολίζεται με πλαστή κι όχι αληθινή αρετή· ή είναι προσποίηση δικαιοσύνης που διατηρείται μόνο από την ιδέα ότι υπάρχει· ή απάτη που φαίνεται σαν αλήθεια, την οποία μεταχειρίζονται εκείνοι που μιμούνται την πανουργία του φιδιού με τους ύπουλους τρόπους τους.
68. Η αιτία των όντων και των αγαθών που υπάρχουν σ' αυτά είναι ο Θεός. Εκείνος λοιπόν που επαίρεται για την αρετή του ή τη γνώση του και δεν επεκτείνει την επίγνωση της ασθένειάς του σ' όλο το μήκος της κατά χάρη αρετής και προκοπής του, αυτός οπωσδήποτε δεν ξέφυγε το κακό της υπερηφάνειας. Εκείνος που για δική του δόξα κάνει το καλό, αυτός προτιμά τον εαυτό του από το Θεό και έχει διαπεραστεί από το καρφί της κενοδοξίας. Εκείνος που πράττει ή μιλάει για την αρετή για να τον δούν οι άνθρωποι, αυτός θεώρησε ανώτερη την ανθρώπινη αναγνώριση από τη θεϊκή και ασθενεί από το πάθος της ανθρωπαρέσκειας. Εκείνος που μόνο χρωμάτισε ύπουλα τα ήθη του με τη σεμνότητα της αρετής για να εξαπατήσει τους άλλους και σκεπάζει την πονηρή του προαίρεση με το φαινομενικό σχήμα της ευλάβειας, αυτός εξαγοράζει την αρετή με το δόλο της υποκρισίας. Αυτός λοιπόν σε άλλα πράγματα έστρεψε το σκοπό των έργων του, και όχι προς την Αιτία τους.
69. Κανένας από τους πονηρούς δαίμονες δεν εμποδίζει ποτέ την προθυμία του εναρέτου, αλλά μάλλον περιορίζει με δόλο τις ελλείψεις των αρετών και υπαγορεύει την επίταση τους προθυμούμενος μαζί με τον αγωνιστή· θέλει να κάνει τον ασκητή να στρέψει όλη του την έγνοια στον εαυτό του και αφού χάσει το σωστό μέτρο της μεσότητας, χωρίς να καταλάβει να βαδίζει σε άλλο τέρμα από εκείνο που σκόπευε.
70. Οι δαίμονες ούτε τη σωφροσύνη μισούν, ούτε τη νηστεία αποστρέφονται, ούτε τη διανομή των χρημάτων, ούτε τη φιλοξενία, ούτε την ψαλμωδία, ούτε την ιερή ανάγνωση, ούτε τον ησυχαστικό βίο, ούτε την πιο υψηλή διδασκαλία, ούτε τη χαμαικοιτία, ούτε την αγρυπνία, ούτε όλα όσα χαρακτηρίζουν τον κατά Θεόν βίο, έως ότου συγκλίνουν σ' αυτούς ο σκοπός και η αιτία των αγαθών αυτών πράξεων.
filokaliakainipsis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου