Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΙΑΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (5)

Συνέχεια από Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012 
Αντανακλάσεις της ψυχής
Marie– Louise von Franz


2.Η ΑΠΟΣΥΣΡΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΟΛΩΝ ΣΤΟΥΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ
Α. Η προσέγγιση των θεών στον άνθρωπο
Τα πέντε στάδια στην απόσυρση μιας προβολής, όπως περιγράφονται στο προηγούμενο κεφάλαιο, όχι μόνο μπορούν να περιγραφούν σε κάθε ατομική περίπτωση, αλλά επίσης διατρέχουν σαν μια κόκκινη κλωστή ολόκληρη την ιστορία της πνευματικής εξέλιξης του πολιτισμού μας. Ακολουθώντας αυτήν την κλωστή, βλέπει κανείς ότι πολλές μεγάλες ιστορικές συγκρούσεις άρχισαν επειδή άνθρωποι που οι θρησκευτικές τους ιδέες αντιπροσωπεύουν διαφορετικά στάδια εξέλιξης αποτυγχάνουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Σήμερα το πρόβλημα είναι συναισθηματικά φορτισμένο, όπως, για παράδειγμα, στη συζήτηση ανάμεσα στους θεολόγους και τους εκπροσώπους της ψυχολογίας του βάθους. Οι τελευταίοι θεωρούν συχνά ορισμένες θρησκευτικές εικόνες και ιδέες σαν προβολές (η φροϋδιανή σχολή εξ ολοκλήρου, η γιουγκιανή σχολή εν μέρει), ενώ οι περισσότεροι θεολόγοι αποδίδουν μια «μεταφυσική» πραγματικότητα στα αντικείμενα της ευλάβειάς τους, και δεν είναι πρόθυμοι να δεχθούν τις θρησκευτικές εικόνες και ιδέες σαν «τίποτε άλλο παρά» προβολές. Αυτό το σύγχρονο πρόβλημα έχει, πάντως, μια μακριά ιστορία. Ακολουθεί λοιπόν ένα μικρό σχεδιάγραμμα, στο οποίο θα περιορισθώ στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, περιόδους για τις οποίες έχουμε καλύτερη, όπως μου φαίνεται,  προοπτική, επειδή είμαστε πολύ κοντά στους νεώτερους χρόνους.¹
Στον κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας, και πριν από την περίοδο που άρχισαν σχετικά αξιόπιστες καταγραφές, επικρατούσε, όπως παντού, η αρχική μυθική ψυχική κατάσταση της αρχαϊκής ταυτότητας, μια κατάσταση κατά την οποίαν οι εσωτερικοί ψυχικοί παράγοντες δεν διαφοροποιούνταν από τα εξωτερικά φυσικά συμβάντα. Ολόκληρος ο κόσμος ήταν ζωντανός και γεμάτος από δαίμονες και πνεύματα, ή, με άλλες λέξεις, μεμονωμένα συστατικά της ανθρώπινης ψυχής ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος ακατανόητα και γίνονταν ορατά εκεί στη φύση, όπου ο άνθρωπος ερχόταν αντιμέτωπος με αυτά σαν μέρη ενός αντικειμενικού «κόσμου».² Η επαφή με αυτά τα στοιχεία σήμαινε άσκηση μαγείας επάνω τους ή από μέρους τους επάνω στον άνθρωπο, είτε για καλό είτε για κακό.
Περίπου την εποχή που άρχισαν οι ιστορικές καταγραφές μπορούμε να αναγνωρίσουμε την εμφάνιση του δεύτερου σταδίου, κατά το οποίο τα φυσικά αντικείμενα διαφοροποιούνται εν μέρει από τα μυθικά όντα που τα εμψυχώνουν. Ο Ποσειδώνας, ο Νηρεύς και οι ακόλουθοί του  κ υ β ε ρ ν ο ύ ν  οπωσδήποτε τη θάλασσα, αλλά δεν είναι πλέον ταυτόσημοι απλώς μ’ αυτήν. Οι Αμαδρυάδες και οι Νύμφες ζουν σε δέντρα και λειβάδια· οι υψηλότεροι θεοί κατοικούν στον Όλυμπο ή ζουν στα βάθη της γης. Αλλά αν και το θέλημα τους αποκαλύπτεται με το βούισμα των μελισσών στους Δελφούς ή το θρόισμα των φύλλων της βελανιδιάς στη Δωδώνη, οι ίδιοι έχουν τη δική τους ύπαρξη. Ακόμη και ηθικές διακρίσεις (που ανήκουν στο τρίτο στάδιο) έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται. Οι άνθρωποι κρίνουν τις πράξεις των θεών και επιτρέπουν στον εαυτό τους ηθικές επικρίσεις. Φυσικά, αυτό ισχύει μόνο για έναν μικρό κύκλο μορφωμένων· οι μάζες παραμένουν πιστές στις παλιές αντιλήψεις.
Με την αρχή της προσωκρατικής φυσικής φιλοσοφίας, η μυθικο-θρησκευτική εικόνα του κόσμου των μορφωμένων Ελλήνων άλλαξε ριζικά. Το θείο τώρα αναζητείτο σε μιαν  π α γ κ ό σ μ ι α ν  α ρ χ ή  (και αργότερα σε πολλές), που εμφανίζονταν είτε σαν υλική (νερό, φωτιά, αέρας κ.τ.λ.) είτε σαν μια αφηρημένη πνευματική αρχή (με τη μορφή τών αριθμών), σαν το άπειρο, σαν μια ψυχική δίνη, ή σαν «das Sein an sich» (η ύπαρξη καθεαυτή).
Οι θεοί που λατρεύονταν ως τώρα, είτε μεθερμηνεύτηκαν ως αυτή η καινούργια παγκόσμια αρχή, είτε θεωρήθηκαν ότι υφίστανται παράλληλά της  (Πλάτων), είτε η ύπαρξή τους απορρίφθηκε εντελώς. Αυτή η λογοκρατική στάση άρχισε να διαδίδεται όλο και περισσότερο με τον ερχομό τών σοφιστών. Και βρήκε την κορύφωσή της στη διδασκαλία του Εφήμερου, που είδε στους θεούς απλώς νεκρά, θεοποιημένα ιστορικά πρόσωπα.
Αυτή η αρχική εμφάνιση ενός κάποιου ορθολογισμού στην ελληνική φυσική φιλοσοφία σημαίνει από ψυχολογικής πλευράς, όπως εξήγησε ο Jung, «μ ι α ν   ι  δ ι α ί τ ε ρ η  έ μ φ α σ η  σ τ η ν  α ν θ ρ ώ π ι ν η  σ υ ν ε ί δ η σ η», που ζητούσε να επιβεβαιώση τον εαυτό της απέναντι στο απεριόριστο και τη διάλυση της μυθικής ψυχικής κατάστασης. Εάν τις εξετάσουμε αναλυτικά, οι λέξεις «ερμηνεύω», «εξηγώ» ή «καταλαβαίνω» φαίνονται να έχουν αποτρεπτικόν χαρακτήρα. Αποτρεπτικός χαρακτήρας υπάρχει σε κάθε είδους γνώση, έτσι κι αλλιώς· η γνώση είναι μαγική δύναμη, που τη χρειαζόμαστε για να προστατευθούμε από τον αλλότριο χαρακτήρα του αγνώστου. Ο άνθρωπος αισθάνεται περισσότερο άνετα σ’ έναν «εξηγημένον» κόσμο.
Οι ιδέες και οι απόψεις των πρώτων φυσικών φιλοσόφων φαίνονται φυσικά σ’ εμάς σήμερα σαν μυθικές προβολές επίσης, αλλά εκείνην την εποχή θεωρούνταν ως η νέα αλήθεια, και οι θεοί της προηγούμενης περιόδου δέχονταν έντονη κριτική. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π. Χ.) λέει οργισμένος: «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς ο,τιδήποτε ανάμεσα στους ανθρώπους φέρνει ντροπή και ατιμία: κλεψιά, μοιχεία και προδοσία. Οι θνητοί φαντάζονται ότι οι θεοί κάποτε γεννήθηκαν και ότι η εμφάνιση και η φωνή και η μορφή τους είναι όμοια με τη δική τους».³
Ένας λίγο νεώτερος σύγχρονός του, ο Θεαγένης από το Ρήγιο, προσπάθησε να διασώση την «παλιάν αλήθεια», καταλαβαίνοντάς την σαν «αλληγορική» (σήμερα θα λέγαμε «συμβολική») και προσπάθησε να μεταφράση τους παλιούς μύθους στη νέα φιλοσοφική γλώσσα. Έτσι έγινε στην πραγματικότητα ο πατέρας των θρησκευτικών ερμηνευτών. Σύμφωνα μ’ αυτόν, οι θεοί είναι είτε  σ ύ μ β ο λ α   υ λ ι κ ώ ν   α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ω ν (ο Απόλλωνας, ο Ήλιος και ο Ήφαιστος αντιπροσωπεύουν, για παράδειγμα, τη φωτιά, η Ήρα τον αέρα και ούτω καθεξής) ή σημαίνουν  ψ υ χ ι κ έ ς   ι δ ι ό τ η τ ε ς  κ α ι  κ α τ α σ τ ά σ ε ι ς  τ ο υ  α ν θ ρ ώ π ο υ (κι αυυτή είναι αρχή τού πέμπτου σταδίου). Η Αθηνά συμβόλιζε τη σοφία· ο Άρης το άλογο πάθος· η Αφροδίτη τη σαρκική επιθυμία· ο Ερμής τη λογική. Αλλά όλες αυτές οι καταστάσεις του πνεύματος (που τις θεωρούμε σήμερα σαν ενδοψυχικές) κατανοούνταν ακόμη σαν «εξωτερικές», σαν αντικειμενικά δηλ. παρούσες δυνάμεις. Ο αέρας είναι, σύμφωνα με τον Φιλόδημο, μια ικανότητα για σκέψη που διαποτίζει τα πάντα, «η οποία μπορεί να ονομασθή επίσης Ζευς». ⁵ Ο Πλάτωνας κορόιδεψε αυτές τις προσπάθειες ερμηνείας σαν «σοφιστικές», ⁶ ενώ ο Αριστοτέλης προσπάθησε να αντικαταστήση τέτοιες ημι-μυθικές ιδέες με περισσότερο ακριβείς φιλοσοφικές αντιλήψεις.⁷  Ο Δημόκριτος (γύρω στο 470-360 π. Χ.) πήγε ακόμη μακρύτερα, συλλαμβάνοντας τους παλιούς θεούς σαν συγκεκριμένες «εικόνες», οι οποίες, προερχόμενες από τον αιθέρα, το «ουράνιο πυρ», διαχέονται σε όλον τον κόσμο. ⁸ Αντικείμενα, φυτά, ζώα μπορούν επίσης, όπως λέει, να εκπέμψουν τέτοιες εικόνες. Αυτές οι εικόνες προσελκύουν τότε πολλές φορές  στον εαυτό τους κατοπτρικές εικόνες από ψυχικές κινήσεις, σκέψεις, πάθη, και χαρακτηριστικές ιδιότητες άλλων ανθρώπων, εισβάλλουν στα όνειρά μας, και μας επηρεάζουν μ’ αυτόν τον τρόπο. ⁹ Οι επιδράσεις τους μπορεί να είναι ευνοϊκές ή δυσμενείς. ¹⁰ Οι φθονεροί άνθρωποι μπορούν να στείλουν εικόνες γεμάτες από τον φθόνο του πομπού τους, βλάπτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τους άλλους και ψυχικά και σωματικά. ¹¹ (Εδώ εμφανίζονται πάλι τα βέλη τής αρρώστειας!)  Θετικές εικόνες ενεργούν κατά την ποιητικήν έμπνευση. Οι εικόνες των θεών είναι, σε τελευταία ανάλυση, «σύμβολα» ή ομιλούσες εικόνες που προέρχονται από την ίδιαν την ζωντανή και δημιουργική ουσία του κόσμου. ¹
Στον βαθμό που αυτές οι ερμηνείες δεν διαχωρίζουν ανάμεσα στις ουσίες του υλικού και του ψυχικού κόσμου, επαναφέρουν εν μέρει το πρώτο στάδιο της αρχαϊκής ταυτότητας, παράλληλα με την ανάδυση του πέμπτου σταδίου. Αυτό φαίνεται να αντιστοιχή με έναν γενικόν ψυχολογικό νόμο: Η  φ α ν έ ρ ω σ η  τ η ς  ν έ α ς  α λ ή θ ε ι α ς  α π ο κ α λ ύ π τ ε ι   τ ι ς  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ε ς  α ν τ ι λ ή ψ ε ι ς  σ α ν  «π ρ ο β ο λ έ ς»  κ α ι  π ρ ο σ π α θ ε ί  ν α  τ ι ς  π ρ ο σ ε λ κ ύ σ η  σ τ ο ν  ε σ ω τ ε ρ ι κ ό  ψ υ χ ι κ ό  κ ό σ μ ο,  ε ν ώ  σ υ γ χ ρ ό ν ω ς   α ν α γ γ έ λ λ ε ι  έ ν α ν  ν έ ο  μ ύ θ ο,  π ο υ  τ ώ ρ α  θ ε ω ρ ε ί τ α ι  σ α ν  η  τ ε λ ι κ ά  α π ο κ α λ υ φ θ ε ί σ α  «α π ό λ υ τ η»  α λ ή θ ε ι α. Η νέα προοπτική, που είναι φανερή σποραδικά στις θεωρίες της προσωκρατικής φυσικής φιλοσοφίας, και που δέχθηκε την πιο σαφή και ακριβή διατύπωσή της από τον Δημόκριτο, κυριάρχησε γενικά στις διακηρύξεις των Στωικών. Ο Ζήνων ο Κιτιεύς (γύρω στο 336-264 π. Χ.), ο ιδρυτής της Στοάς, ερμήνευσε τους ελληνικούς θεούς είτε σαν φυσικούς παράγοντες είτε σαν ψυχολογικές δυνάμεις· έτσι οι Διόσκουροι συμβολίζουν, για παράδειγμα (Σ. τ. Μ.: που αντιπροσωπεύουν τον αστερισμό των Διδύμων), την καλλιέπεια και μιαν ώθηση για ευγενικά αισθήματα, ¹³ ο θεός Έρως το φλογερό «πάθος» (συναίσθημα, συγκίνηση κ. τ. λ.). ¹⁴ Ο Κλεάνθης από την Άσσο (γύρω στο 331-233 π. Χ.) έφθασε να ερμηνεύη ολόκληρους μύθους, όπως τους θρύλους για τον Ηρακλή, μ’ αυτόν τον τρόπο. Οι θεοί, έλεγε, είναι  r a t i o n e s  i n f o r m a t a e  i n  a n i m i s  h o m i n u m (έμφυτα σχηματισμένες αντιλήψεις ή εντυπώματα στην ανθρώπινη ψυχή), μυθικά  σ χ ή μ α τ α  ή «ιεροί καθορισμοί» ενός κοσμικού μυστηρίου. ¹⁵ Ο στωικός Χρύσιππος ερμηνεύει τον θεό Άρη ¹⁶ σαν το στοιχείο του θυμού και της επιθετικότητας μέσα στον άνθρωπο ¹⁷, την Αθηνά σαν τη λογική σκέψη, και ούτω καθεξής. Όλοι αυτοί οι θεοί θεωρούνται ότι είναι  λ ό γ ο ι  σ π ε ρ μ α τ ι κ ο ί, δημιουργικές ιδέες μέσα στο θεϊκό πνεύμα που διαχέεται σ’ ολόκληρο το σύμπαν. ¹⁸
Μέσα από τέτοιες ερμηνείες των μύθων και των θεϊκών μορφών, η Στοά κατάφερε ένα τεράστιας σημασίας πολιτιστικό επίτευγμα, επειδή κατόρθωσε να συνδέση τους παλιούς μύθους με τη νέα θρησκευτική συνείδηση της εποχής, έτσι ώστε να μην υποτιμώνται οι μύθοι με ορθολογιστικές ερμηνείες. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι στωικοί έβαλαν τα θεμέλια επάνω στα οποία στηρίχθηκε το οικοδόμημα του θρησκευτικού συγκρητισμού της ύστερης αρχαιότητας. Δημιούργησαν περιεκτικές αντιλήψεις, μέσω των οποίων οι θεοί διαφορετικών λαών μπορούσαν να αναγνωρισθούν, όπως μέσω ενός  t e r t i u m  c o m p a r a t i o n i s (τρίτου όρου σύγκρισης), έτσι ώστε μια μορφή σαν την Αφροδίτη μπορούσε να εξισωθή με τη βαβυλωνιακή Αστάρτη ή την αιγυπτιακή  Ίσιδα.
Το τέταρτο στάδιο, κατά το οποίο η πραγματικότητα που μέχρι τώρα ήταν πιστευτή ερμηνεύεται ως μη υπάρχουσα, θα μπορούσε να περιγραφή σαν το στάδιο του αποτρεπτικού συλλογισμού. Αντίθετα μ’ αυτό, το πέμπτο στάδιο της επανερμηνείας αντιπροσωπεύει μιαν πράξη  α φ ο μ ο ί ω σ η ς  μέσω τού διαλογισμού, με την οποίαν πράξη η ψυχική ενέργεια του προβληθέντος περιεχομένου ξαναγυρίζει στον άνθρωπο και ανεβάζει το επίπεδο της συνειδητότητάς του, πράγμα το οποίο και επιτεύχθηκε για πρώτη φορά στη στωική ερμηνεία των μύθων. ΧΧΧΧΧΧΧΧ
Β. Η αλληγορία στους Γνωστικούς και τον πρώιμο Χριστιανισμό
Το ίδιο πνεύμα της συμβολικής ερμηνείας των μύθων συνέχισε να επιζή και στους Γνωστικούς. Η γέφυρα που συνέδεε τη Στοά με τον χριστιανικό Γνωστικισμό δημιουργήθηκε από την εξήγηση στην Βίβλο του Αριστόβουλου, του Νουμήνιου, και κυρίως του Φίλωνα του Αλεξανδρέα (περίπου 20 π. Χ. – 45 μ. Χ.), που το έργο του άσκησε αποφασιστική επίδραση στην αλληγορική εξήγηση των Πατέρων της Εκκλησίας. ¹⁹ Ο Φίλωνα και οι πρόδρομοί του όχι μόνον «ξεκαθάρισαν» ολόκληρο τον ελληνο-ρωμαϊκό Όλυμπο, αλλά προχώρησαν στο να ερμηνεύσουν και τα ‘μυθολογικά’ μοτίβα της Παλαιάς Διαθήκης σαν  τ ύ π ο υ ς  (προεικονίσεις). Ενώ η έννοια «αλληγορία» φαίνεται ότι για πρώτη φορά εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα προ Χριστού, ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε συχνά την έννοια της υπόνοιας (βαθύτερης ή υποκειμενικής σκέψης), ²⁰ μια έκφραση που χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον Πλούταρχο, τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα και τον Ωριγένη. Ακολουθώντας μια διαδικασία που μπορεί να καθορισθή επακριβώς (ονομαζόμενη  δ ι α ι ρ ε τ ι κ ή), μερικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης συσχετίζονται, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη δήλωση, με ένα «άλλο» σύνολο από γεγονότα. Η σχέση ανάμεσα στο Γραφικό κείμενο και σ’ αυτό το «άλλο» ονομαζόταν  σ ύ μ β ο λ ο ν. ²¹ Ο Φίλωνας δικαιολόγησε έναν μεγάλο αριθμό από τις ερμηνείες του λέγοντας ότι ο θεός τις είχε μεταβιβάσει άμεσα στην ψυχή του, ²² και άλλες πάλι με τη λογική συνάφεια που έβγαινε από μια σύγκριση των εικόνων. ²³ Το  t e r t i u m  c o m p a r a t i o n i s  (τρίτος όρος σύγκρισης) που χρησιμοποιείται, προέρχεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από τον χώρο της ψυχής ή από εκείνον των Πλατωνικών ιδεών.²⁴ Οι δύο χώροι, που φέρνονται μ’ αυτόν τον τρόπο σε επαφή, είναι το σώμα και η ψυχή, ή ο φυσικός κόσμος και ο κόσμος των ιδεών.  Μέσω αυτής της μεθόδου ερμηνείας, ένας ορισμένος αριθμός μύθων, που μέχρι τότε γίνονταν κατανοητοί σαν συγκεκριμένες περιγραφές τού εξωτερικού κόσμου, μεταφέρθηκαν μέσα  σ τ ο ν  χ ώ ρ ο  τ η ς  ψ υ χ ή ς, αν και ακόμη δεν θεωρούνταν καθόλου ότι ανήκαν στο υποκείμενο, αλλά κατανοούνταν μάλλον σαν ένα είδος παγκόσμιας ψυχής, που η ύπαρξή της ήταν «μη υποκειμενική».
Με τον ερχομό του Χριστιανισμού συνέβη κάτι εντελώς χωρίς προηγούμενο, που έβαλε τέλος στους παλιούς ερμηνευτικούς και έκανε συγχρόνως μια νέα αρχή: το δόγμα της  ι σ τ ο ρ ι κ ά   π ρ α γ μ α τ ι κ ή ς  μορφής του Χριστού. Είναι σαν ολόκληρος ο μυθικός ουρανός με τους θεούς του να είχε κατεβή μέσα σε ένα ανθρώπινο πλάσμα, και σαν το Γνωστικό  π λ ή ρ ω μ α, ο αρχέγονος μυθικός κόσμος να είχε τώρα ενσαρκωθή στη γη. Επικεντρώθηκε στον  έ ν αν  ά ν θ ρ ω π ο  , τον Χριστό, στον οποίον και πήρε ιστορικό σχήμα. Ο Χριστός ντύθηκε, ας πούμε, όλες τις προηγούμενες εικόνες και τις αφομοίωσε στη δική του εικόνα. “ F i g u r i s   v e s t i t u e,  t y p o s  p o r t a t…T h e s a u r u s   e i n s   a b s c o n d i t u s  e t  v i l i s      e s t ,  u b i a u t e m  a p e r i t u r  m i r u m  v i s u “ - «Είναι ντυμένος με εικόνες, είναι ο φορέας των τύπωνΟ θησαυρός του είναι κρυμμένος και χωρίς αξία, αλλά, όπου ανοιχθή, είναι θαυμάσιος να τον κοιτάζης». ²⁵ Ή: « Επειδή τα πλάσματα κουράσθηκαν να φέρουν τις προεικονίσεις της δόξας του Χριστού, αυτός τα ελάφρωσε από αυτές τις προεικονίσεις, το ίδιο όπως ελάφρωσε και τη μήτρα που τον χώρεσε μέσα της». ²⁶ Η πρόοδος της λογικής εγωικής συνείδησης που είχε συμβή στους προηγούμενους αιώνες, ξεπεράσθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο και αντισταθμίσθηκε από έναν νέο μύθο. Αλλά στον Χριστό ολόκληρος ο αρχέγονος μυθικός κόσμος πήρε αληθινή και συγκεκριμένη μορφή, κι αυτός ο νέος μύθος θα κυριαρχούσε στον πνευματικό μας κόσμο για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια.
Δεν πέρασε πολύς καιρός πάντως, και το πρόβλημα της ερμηνείας των μύθων τέθηκε σε νέα μορφή: πρόκειται για την αντιπαράθεση των Πατέρων τής Εκκλησίας με το ελληνικό πνεύμα της παγανιστικής αρχαιότητας. Η πολεμική του Ωριγένη ενάντια στον Κέλσο, έναν νεοπλατωνικό υποστηρικτή τού παγανισμού, είναι ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό παράδειγμα. Περίπου το 178 μ. Χ., ο Κέλσος υπερασπίσθηκε την παραδοσιακή φιλοσοφική σκέψη τής ύστερης αρχαιότητας απέναντι στον Χριστιανισμό, που τον θεωρούσε καταστρεπτικό και επαναστατικό, και στήριξε την επιχειρηματολογία του πάνω σε μιαν ενδιαφέρουσα άποψη της φιλοσοφίας της ιστορίας. ²⁷ Η αλήθεια ( το έργο του είχε τίτλο «Αληθής Λόγος») της παλιάς σκέψης, την οποία υπεράσπιζε, βασίζεται στις παραδοσιακές συνήθειες και έθιμα (νόμος) από τη μια μεριά, και στο νόημά τους (λόγος) από την άλλη. Ένα κρυμμένο θεϊκό νόημα αποκαλύπτεται, όπως έλεγε, στην πορεία τής ιστορίας.²⁸ Η αληθινή πηγή όλης της πολιτιστικής παράδοσης βρίσκεται στους «θεϊκά εμπνευσμένους ποιητές, σοφούς και φιλοσόφους του παρελθόντος», οι οποίοι, με την έμπνευση ενός θεϊκού πνεύματος, είπαν την αλήθεια με αινιγματικές εικόνες. Αυτές οι εικόνες δεν είναι κατανοητές με λογικόν τρόπο (με τη βοήθεια δηλ. του φιλοσοφικού πνεύματος), αλλά η νόηση βοηθάει τον φιλόσοφο να ανεβή στα ύψη, από τα οποία οι θεοί κοιτάζουν προς τα κάτω, και στο βασίλειο των αιωνίων ιδεών, όπου μπορεί τότε να βρη τα αληθινά νοήματα των γεμάτων από εικόνες ρήσεων των σοφών της αρχαιότητας. Με τον ίδιον τρόπο οι ζωόμορφοι θεοί των Αιγυπτίων, οι συμβολικές τελετές και ιδέες των μυστηρίων, και οι μύθοι όλων των λαών είναι εκφράσεις τέτοιων «αιωνίων ιδεών». ²⁹ Η διαμάχη ανάμεσα στον Δία και την Ήρα, για παράδειγμα, κατά την οποίαν ο Δίας δένει τη γυναίκα του (Ιλιάδα, Α 590 κ. ε.), ήταν, σύμφωνα με τον Κέλσο, μια ένδειξη για το πώς ο θεός είχε «δέσει μαζί τα στοιχεία της ύλης με τάξη» στην αρχή του κόσμου. ³⁰ Όλες οι πολλές και διάφορες θεϊκές μορφές, οι μύθοι, οι μυήσεις και οι άλλες τελετές τών μυστηρίων μπορούσαν να αναφερθούν στην κρυμμένη ενότητα που υπήρχε πίσω από όλες αυτές, μέσω αυτού ακριβώς του έργου της αλληγορικής ερμηνείας. Αυτή η μέθοδος χρησίμευσε, όπως αναφέρει ο Andersen, «σαν ένας φακός που συγκέντρωνε τις πολλές, διαφορετικής κατεύθυνσης ακτινοβολίες τής ιστορικής παράδοσης σε ένα εστιακό σημείο». ³¹ Ακριβώς μέσω των σοφών, των ποιητών και των φιλοσόφων τού παρελθόντος, ο ίδιος ο θεϊκός Λόγος της ιστορίας αποκάλυψε τη λογικότητα του τρομακτικού αποθέματός του από μυθικές ιδέες και εικόνες. ³² Ο Κέλσος αναζητούσε να συμφιλιώση μέσω της αλληγορίας την αταλάντευτη πίστη του στην παράδοση με την ανάγκη του για τη φιλοσοφική λογικότητα. «Αυτή (η λογικότητα) μεταμορφώνει το παλιό στο αιώνια καινούργιο και σχηματίζει από τις λέξεις και τα γραπτά τον φορέα τού δημιουργικού πνεύματος… ενώ με τη βοήθειά της ο Λόγος της ιστορίας αποκαλύπτεται σαν η ατελείωτη μεταμόρφωση του πνεύματος». ³
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Δυστυχώς δεν μπορώ να αναφερθώ εδώ λεπτομερώς στην εξαιρετικά σημαντική Ισλαμική ερμηνευτική, αλλά παραπέμπω τον αναγνώστη στο δοκίμιο του M. Corbin: «Herméneutique spirituelle compare» (Συγκριτική πνευματική ερμηνευτική).
Βλέπε: Jung: «Αρχέτυπα του συλλογικού ασυνειδήτου», Άπαντα, τόμος 9, μέρος 1, παράγραφος 7.
H. Diels: «Αποσπάσματα προσωκρατικών», παράγραφος 7.
Βλέπε: Σχόλιο Β του Πορφυρίου στην Ιλιάδα, Ν, 67, στο οποίο υπάρχει παραπομπή στο έργο του Capelle: «Οι προσωκρατικοί», σελ 53. Οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί ερμηνευτικοί θα συζητηθούν σύντομα πιο κάτω· σχετικά με τους σύγχρονους ερμηνευτικούς φιλοσόφους, βλέπε το έργο του E. Palmer: «Ερμηνευτικοί».
Απόσπασμα 3, στο έργο του Capelle: «Οι προσωκρατικοί», σ. 311.
Φαίδρος, 60 Β.
«Μεταφυσικοί»,IV,4 1091 β, στο έργο του Capelle: «Οι προσωκρατικοί», σ. 49.
Κικέρων: «Περί της φύσεως των θεών», Ι, 29. Το ότι οι εικόνες θεωρούνταν σαν κάτι συγκεκριμένο υπονοείται από την υπόθεση του Δημοκρίτου, ότι αυτές οι εικόνες «διαταράσσονται» από το πέσιμο των φθινοπωρινών φύλλων.
Απόσπασμα 81, Πλούταρχου: «Συμπόσιον», VIII. 10,2.
Ο. π.
Απόσπασμα 163, Σίξτος Εμπειρικός, IX, 19.
Capelle: «Οι προσωκρατικοί», σ.σ. 465, 469, 420.
Απόσπασμα 168-170.
Απόσπασμα 121.
Cornutus, κεφ. 31
Επιφάνιος: «Κατά των αιρέσεων», III, 2.9 =Αποσπάσματα 538.
Αποσπάσματα 1094 (Πλούταρχος).
Αποσπάσματα 1027.

Ο Γνωστικός Ιουστίνος ερμήνευσε επίσης ορισμένους ελληνικούς μύθους, και τους συσχέτισε με εικόνες της Παλαιάς Διαθήκης. Σύγκρινε το έργο του Ιππόλυτου: «Έλεγχος», που αναφέρεται στο βιβλίο τού H. Leisegang: «Η Γνώση», σ. 176: «Έτσι ο Ιουστίνος παίρνει έναν μύθο που αφηγείται ο Ηρόδοτος, τον ανυψώνει στο επίπεδο του φιλοσοφικού στοχασμού μέσω της συμβολικής ερμηνείας, και δημιουργεί μια διανοητική ομοιογένεια ανάμεσα σ’ αυτόν και στην Παλαιά Διαθήκη» ( Ο Ιουστίνος ερμήνευσε τον μύθο του Ηρακλή).
J. Christiansen: Η τεχνική της αλληγορικής ερμηνείας στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα», σ. σ. 9 κ.ε., 13.
Ο. π., σ.51.
Ο. π. ,σ. 91.
Ο. π. σ. σ. 51 κ. ε.
Ο. π. σ. 133. Σ’ αυτήν τη διαδικασία, η συνθετική λειτουργία τού Λόγου έγινε ορατή (σελ. 145). Δύο αρχές λειτουργούν στην αλληγορία, λέει ο Christiansen (σ. 137), και συνδέονται μέσω αυτής της ιδέας.
Αγ. Εφραίμ του Σύρου (εκοιμήθη το 373): «Ύμνοι και Ομιλίες», μέρος ΙΙ, στήλη 770 («Ύμνος για την Ανάσταση του Χριστού», XXI, 6). Σύγκρινε: Jung, Άπαντα, τόμος 9, μέρος 2, παράγραφος 216.
Αγ. Εφραίμ του Σύρου: «Ύμνοι και Ομιλίες», σ. 802. Σύγκρινε: Jung: «Το Μυστήριο της Συνένωσης», Άπαντα, τόμος 14, παράγραφος 29.
C. Andersen: «Λόγος και Νόμος», ιδιαίτερα στις σελίδες 144 κ.ε.
Όπως συμπεραίνει ο Andersen με μεγάλη σαφήνεια (ο. π., σ. 141), το δόγμα του Λόγου του Κέλσου αντιπροσωπεύει «μιαν ενδιαφέρουσα απόπειρα για μια θρησκευτική ερμηνεία της ιστορίας από έναν μη χριστιανό στοχαστή».
Ο. π., σ. 141
Ο. π., σ. 142.
Ο. π.
Ο. π., σ. 143.
Αναφέρεται στο ίδιο έργο, σ. 145.

(συνεχίζεται)

 Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: