Συνέχεια από Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012
Είναι καταπληκτική οπωσδήποτε η περίπτωση της κριτικής φιλοσοφίας διότι όσο διαρκεί η σύγχρονη φιλοσοφική παιδεία, τόσο πιό πολύ, η σχέση ανάμεσα στην προηγούμενη μεταφυσική σκέψη και την κριτική σύλληψη του Κάντ, παρουσιάζεται όχι σαν αντίθεση δύο διαφορετικών φιλοσοφικών θεωρήσεων, αλλά σαν η αντιπαράθεση δύο εννοιολογήσεων της πραγματικότητος και της ζωής ανάμεσα στις οποίες δέν είναι δυνατή καμμία διαμεσολάβηση της νοήσεως.
Αυτή η αντίθεση, η οποία δέν έχει την αξία μίας αντιπαραθέσεως, στοχαστικής και δογματικής, αλλά κινδυνεύει να μετατραπεί στη σύγκρουση των δύο θεωρήσεων, οι οποίες δέν κατορθώνουν να αλληλοκατανοηθούν, είναι ένα απο τα μεγαλύτερα σύγχρονα φιλοσοφικά προβλήματα. Καθότι εάν ήταν αλήθεια πώς ανάμεσα στην Καντιανή σύλληψη του κριτικισμού της στοχαστικής γνώσεων και στην προηγούμενη παράδοση σκέψης δέν είναι δυνατή διαφορετική σχέση απο την βίαιη σύγκρουση, όχι μόνον οι φιλόσοφοι δέν θα έδιναν το καλό παράδειγμα που οφείλουν να δώσουν στην ανθρωπότητα με την αλληλοκατανόησή τους αλλά απλά θα ετίθετο υπο αμφιβολία ακόμη και η ίδια η δυνατότης της φιλοσοφίας. Διότι, εάν ανάμεσα σε δύο ρεύματα σκέψη δέν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μία γέφυρα κατανοήσεως, κατανοήσεως η οποία δέν σημαίνει ταυτότητα πεποιθήσεων, αλλά σημαίνει δυνατότητα αλληλοκατανοήσεων της αντιθέσεως, τότε μπαίνει σε αμφισβήτηση η δυνατότητα η ίδια η φιλοσοφία.Καθότι θα αποδεικνυόταν καθοριστικά μέσα στην ιστορία, απραγματοποίητη εκείνη η δυνατότης στοχαστικής σχέσεως ανάμεσα σε αντιθετικές συλλήψεις, η οποία είναι και ο λόγος υπάρξεως της φιλοσοφικής έρευνας.
Η προηγούμενη μεταφυσική της κρίσεως της μοντέρνας σκέψης κατανοείται απο τους πολλούς σαν μία σύλληψη η οποία πρέπει να λυθεί και να σωρεύσει ολοκληρωτικώς στον κριτικισμό του Κάντ. Αυτό το εύκολο σχήμα όμως της Ιστορικιστικής διαλεκτικής που επικράτησε παντού με την βοήθεια του Ιδεαλισμού, δέν μπορεί να γίνει δεκτό χωρίς την κριτική εξέταση αυτού του ιδίου του κριτικισμού.
Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να δείξουμε τις δύο συλλήψεις που έδωσαν κατα καιρούς νόημα στην Δύση, σαν δύο συλλήψεις οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν μία σχέση λογική και στοχαστική. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν θεωρώντας αυτές τις δύο θέσεις πάνω απ’όλα και πρώτα απ’όλα, όχι στην τελική τους δομή και συστηματική τους έκφραση, αλλά στην αρχική τους θέση, η οποία δέν είναι ενός συστήματος ήδη διαμορφωμένου,αλλά ενός προβλήματος που μόλις ετέθη και ερευνά την λύση του.
MARINO GENTILE
2. Μεταφυσική και Κριτική φιλοσοφία
Παρουσιάσαμε μέχρι τώρα τον θετικισμό, τον κριτικισμό και
τον Ιδεαλισμό σαν τρείς διαφορετικές μορφές της συγχρόνου αρνήσεως της έννοιας
της μεταφυσικής. Η πιό βίαιη μορφή και επομένως πολεμικώς η πλέον ενδιαφέρουσα
είναι ο θετικισμός. Αλλά η μορφή που προσφέρεται καλύτερα απο τις υπόλοιπες,
στην εμβάθυνση αυτής της αρνήσεως, είναι ο κριτικισμός, καθότι στην σκέψη του
Κάντ, η άρνηση της μεταφυσικής με εκείνη την σημασία με την οποία ο Κάντ μπορεί
να μιλήσει και μιλά για μία άρνηση της μεταφυσικής, ενώνεται και διαπλέκεται με
την σύγχρονη απαίτηση για έναν κριτικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Είναι καταπληκτική οπωσδήποτε η περίπτωση της κριτικής φιλοσοφίας διότι όσο διαρκεί η σύγχρονη φιλοσοφική παιδεία, τόσο πιό πολύ, η σχέση ανάμεσα στην προηγούμενη μεταφυσική σκέψη και την κριτική σύλληψη του Κάντ, παρουσιάζεται όχι σαν αντίθεση δύο διαφορετικών φιλοσοφικών θεωρήσεων, αλλά σαν η αντιπαράθεση δύο εννοιολογήσεων της πραγματικότητος και της ζωής ανάμεσα στις οποίες δέν είναι δυνατή καμμία διαμεσολάβηση της νοήσεως.
Αυτή η αντίθεση, η οποία δέν έχει την αξία μίας αντιπαραθέσεως, στοχαστικής και δογματικής, αλλά κινδυνεύει να μετατραπεί στη σύγκρουση των δύο θεωρήσεων, οι οποίες δέν κατορθώνουν να αλληλοκατανοηθούν, είναι ένα απο τα μεγαλύτερα σύγχρονα φιλοσοφικά προβλήματα. Καθότι εάν ήταν αλήθεια πώς ανάμεσα στην Καντιανή σύλληψη του κριτικισμού της στοχαστικής γνώσεων και στην προηγούμενη παράδοση σκέψης δέν είναι δυνατή διαφορετική σχέση απο την βίαιη σύγκρουση, όχι μόνον οι φιλόσοφοι δέν θα έδιναν το καλό παράδειγμα που οφείλουν να δώσουν στην ανθρωπότητα με την αλληλοκατανόησή τους αλλά απλά θα ετίθετο υπο αμφιβολία ακόμη και η ίδια η δυνατότης της φιλοσοφίας. Διότι, εάν ανάμεσα σε δύο ρεύματα σκέψη δέν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μία γέφυρα κατανοήσεως, κατανοήσεως η οποία δέν σημαίνει ταυτότητα πεποιθήσεων, αλλά σημαίνει δυνατότητα αλληλοκατανοήσεων της αντιθέσεως, τότε μπαίνει σε αμφισβήτηση η δυνατότητα η ίδια η φιλοσοφία.Καθότι θα αποδεικνυόταν καθοριστικά μέσα στην ιστορία, απραγματοποίητη εκείνη η δυνατότης στοχαστικής σχέσεως ανάμεσα σε αντιθετικές συλλήψεις, η οποία είναι και ο λόγος υπάρξεως της φιλοσοφικής έρευνας.
Η προηγούμενη μεταφυσική της κρίσεως της μοντέρνας σκέψης κατανοείται απο τους πολλούς σαν μία σύλληψη η οποία πρέπει να λυθεί και να σωρεύσει ολοκληρωτικώς στον κριτικισμό του Κάντ. Αυτό το εύκολο σχήμα όμως της Ιστορικιστικής διαλεκτικής που επικράτησε παντού με την βοήθεια του Ιδεαλισμού, δέν μπορεί να γίνει δεκτό χωρίς την κριτική εξέταση αυτού του ιδίου του κριτικισμού.
Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να δείξουμε τις δύο συλλήψεις που έδωσαν κατα καιρούς νόημα στην Δύση, σαν δύο συλλήψεις οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν μία σχέση λογική και στοχαστική. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν θεωρώντας αυτές τις δύο θέσεις πάνω απ’όλα και πρώτα απ’όλα, όχι στην τελική τους δομή και συστηματική τους έκφραση, αλλά στην αρχική τους θέση, η οποία δέν είναι ενός συστήματος ήδη διαμορφωμένου,αλλά ενός προβλήματος που μόλις ετέθη και ερευνά την λύση του.
Πιστεύω πώς αυτή η συμβουλή μπορεί
να εφαρμοστεί σε ολόκληρη την υπόλοιπη ιστορία της φιλοσοφίας, διότι αυτή η
ίδια η ιστορία προόδευσε όχι λόγω της αντιπαραθέσεως ενός συστήματος σε ένα
άλλο σύστημα, αλλά λόγω της εμβαθύνσεως της τοποθετήσεως του προβλήματος,που
κάποιος στοχαστής πιό δυνατός κατορθώνει, απέναντι στον προηγούμενο του. Και το
πιό εύκολο παράδειγμα μπορεί να μάς το δώσει η αρχαία φιλοσοφία: η υπεροχή της
αριστοτελικής σκέψης απέναντι στην Πλατωνική δέν συνίσταται τόσο στην
αντιπαράθεση μίας νέας συστηματικής οργανώσεως, αλλά στο γεγονός πώς ο Αριστοτέλης
κατόρθωσε να συλλάβει το ίδιο το πρόβλημα του Πλάτωνος πιό ολοκληρωτικά, σ’ένα
βαθύτερο επίπεδο, με μία μεγαλύτερη σύνθεση απο όσο δέν κατόρθωσε να το
κατανοήσει, απο την πλευρά του, ο ίδιος ο Πλάτων.
Έτσι λοιπόν τόσο η
κλασσική μεταφυσική όσο και ο Καντιανός κριτικισμός ξεκίνησαν απο μία καθαρά
προβληματική θέση,καθότι και οι δύο φιλοσοφίες δοκίμασαν να εξηγήσουν αυτό που
βλέπεται (ιστορία)και για αυτό που διαθέτουμε άμεση γνώση (την εμπειρία).
Υπήρξαν δηλαδή πάνω απο όλα ένας στοχασμός αυτού που συνιστά το πρόβλημα της
φιλοσοφίας.
Για να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα
το θέμα ας πούμε συνιπτικά πώς ο Αριστοτέλης διέκρινε την φιλοσοφία σαν την
επιστήμη του διότι (του γιατί), σε αντιπαράθεση με την γνώση του ότι (του τί),
και μ’ αυτό αναγνώρισε πώς, εάν η φιλοσοφία είναι η επιστήμη του γιατί, πρέπει να
είναι πρώτα απ’όλα γνώση του «τί». Αυτό σημαίνει πώς μία έρευνα δέν μπορεί να
είναι φιλοσοφική, εάν δέν κατορθώνει να οικοδομηθεί με συστηματική δομή, εάν
δέν είναι μία απάντηση στην αναζήτηση των γιατί. Αλλά επίσης πώς η φιλοσοφία,
για να είναι μία απάντηση στο Γιατί, πρέπει να είναι καταρχάς θέση κάποιου
πράγματος, για το οποίο ερωτάται το γιατί.
Μ’αυτόν τον τρόπο προσφέρεται η
δυνατότης να θέσουμε μία πραγματική σχέση ανάμεσα στην κλασσική μεταφυσική και
την Καντιανή, καθότι στην ίδια την μεταφυσική κυριαρχεί το ζήτημα της αναφοράς
στην εμπειρία, στην ιστορία, σε κάτι δηλαδή που δέν είναι ακόμη σύστημα, που
δέν είναι ακόμη λύση αλλά είναι απλώς ερώτηση και αναζήτηση. Ένα ζήτημα δηλαδή
που κυριαρχεί και στις προθέσεις του Κάντ, παρότι δέν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Μία συνηθισμένη έκφραση της
μοντέρνας εποχής της φιλοσοφίας είναι και η εξής: μερικά προβλήματα πρέπει να
τίθενται διαφορετικά «μετά τον Κάντ». Τί σημαίνει αυτή η έκφραση; Σημαίνει πώς
τα προβλήματα της φιλοσοφίας πρέπει να τίθενται με κριτικό τρόπο; Η ερώτηση
όμως, νομίζουμε πώς μετακινήθηκε απλώς. Διότι εάν με κριτική εννοούμε την
απαίτηση της συστάσεως μίας γνώσεως, η οποία θα είναι λογικώς οργανωμένη και
εάν σαν κριτική απαίτηση εννοούμε το αίτημα να μήν προσφέρουμε ένα σύνολο
άσχετων εννοιών μεταξύ τους οι οποίες υποτίθεται πώς θα βεβαιώνουν κάτι μόνον
με την παρουσία τους, αλλά μία αλληλουχία γνώσεων η οποία θα ενέχει την αξία
και την αξιοπρέπεια ενός λογικού συλλογισμού, τότε πρέπει να παρατηρήσουμε πώς η
κριτική δέν γεννήθηκε με τον Κάντ, αλλά είναι αντιθέτως αρχαία, όσο τουλάχιστον
και η ανθρώπινη συνείδηση, είναι αρχαία τουλάχιστον όσο είναι και ο Πλάτων και
ο Αριστοτέλης.
Η έκφραση όμως αυτή δέν
χρησιμοποιείται μ’αυτή την σημασία, αλλά για να περιορίσει και να ξανακλείση
την έρευνα την ίδια: Δέν χρησιμοποιείται για να σημάνει την πρόθεση μίας
έρευνας απολύτως ελεύθερης απο προϋποθέσεις (που υπήρξε οπωσδήποτε και η
πρόθεση του Κάντ) αλλά για να διαλαλήσει πώς η έρευνα πρέπει να κινηθεί μόνον
μέσα στα όρια, στα οποία ο Κάντ, την προσδιόρισε.
Και όμως μ’αυτόν τον τρόπο
αξιολογησεως της φιλοσοφίας του Κάντ, αυτή χάνει ακόμη και την φιλοσοφική της
αξία, διότι εάν είναι σωστό να ομολογήσουμε πώς δέν μπορούμε να αγνοήσουμε τις
σημαντικές προόδους της ιστορίας της φιλοσοφίας στην διαπραγμάτευση των
προβλημάτων του στοχασμού, αυτό οφείλεται στο ότι οι θέσεις των στοχαστών που
εξετάζονται δέν χρησιμεύουν στον περιορισμό και στην διακοπή της κριτικής
προόδου και έρευνας αλλά αντιθέτως εμπνέουν και προκαλούν τον στοχασμό σε μία
σημασία, σ’ένα νόημα, πιό βαθύ και πιό ριζικό.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου